"Ταξίδι" ανάμεσα σε ποιητικές στροφές και λέξεις συμπυκνωμένες με νοήματα που αγγίζουν τον έρωτα και συναντούν μέχρι την πολιτική. Περιπλάνηση εκεί που έζησε ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της Λατινικής Αμερικής. Οδοιπορικό στα σπίτια του Πάμπλο Νερούδα, στη μακρινή Χιλή, εκεί που ο ήχος των κυμάτων του Ειρηνικού συνάντησε τις νότες του Μίκη Θεοδωράκη που μελοποίησε το Κάντο Χενεράλ.
Ο Χιλιανός ποιητής Πάμπλο Νερούδα είναι γνωστός για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας με το οποίο τιμήθηκε το 1971 για τα ερωτικά σονέτα του. Πολλοί των γνώρισαν από τη σταδιοδρομία του ως διπλωμάτη και άλλοι για τις κομμουνιστικές του πεποιθήσεις σε μια δύσκολη περίοδο για τη Λατινική Αμερική. Στην Ελλάδα έγινε γνωστός και από τη μελοποίηση του έργου του με τίτλο "Κάντο Χενεράλ" από τον μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη.
Συγγραφέας, διπλωμάτης, πολιτικός, η ακτινοβολία του Πάμπλο Νερούδα έφθασε σε όλο τον κόσμο. Προσωπικότητα δημιουργική, ανήσυχη, πολυδιάστατη, ερωτική, ταξιδιάρικη, περιπετειώδης. Σήμερα, αποτελεί σύμβολο για το χιλιανό λαό, που με καμάρι προτρέπει τους επισκέπτες της Χιλής να ζήσουν από κοντά τον «μεγαλύτερο ποιητή του 20ού αιώνα», όπως τον χαρακτήρισε ο πιο γνωστός συγγραφέας της Κολομβίας, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
«Έχω για τη ζωή μιαν αντίληψη δραματική και ρομαντική. Ο,τι δεν αγγίζει βαθιά την ευαισθησία μου δεν με ενδιαφέρει. Όσον αφορά την ποίηση, στην πραγματικότητα καταλαβαίνω πολύ λίγα πράγματα… Η ποίηση διδάσκεται βήμα-βήμα ανάμεσα στα πράγματα και στις υπάρξεις, χωρίς να τα χωρίσουμε, αλλά ενώνοντάς τα με την ανιδιοτελή απλωσιά της αγάπης», έγραψε για τον εαυτό του ο Πάμπλο Νερούδα.
Στο Σαντιάγο, στο Βαλπαραΐσο και στην Ισλα Νέγρα, στα τρία σπίτια του Πάμπλο Νερούδα, ο επισκέπτης μπορεί να πάρει μια αίσθηση για τον ποιητή που το όνομά του έγινε συνώνυμο με τη ρομαντική ποίηση. Το ΑΠΕ - ΜΠΕ βρέθηκε εκεί που έζησε ο άνθρωπος που έγινε η αφορμή να γυριστεί η ταινία «Ο Ταχυδρόμος».
Το πρώτο σπίτι του Πάμπλο Νερούδα βρίσκεται στην πρωτεύουσα της χώρας, Σαντιάγο. Είναι το Τσασκόνα (La Chascona) στην μποέμικη γειτονιά Μπεγιαβίστα. Σήμερα είναι μουσείο. Το όνομα του σπιτιού σημαίνει τούφα, όνομα που πήρε από τα ατίθασα μαλλιά της χήρας του ποιητή Ματίλντε Ουρουτία. Ο Νερούδα ήταν μανιώδης συλλέκτης και στο εσωτερικό του σπιτιού του, ο επισκέπτης μπορεί να δει πολλά από τα αντικείμενα που συγκέντρωνε στα ταξίδια του, όπως για παράδειγμα τα κοχύλια. Η συλλογή του περιέχει 9.000 όστρακα - τα 400 από αυτές τις «μικρές χώρες από φίλντισι», όπως τα αποκαλούσε ο ποιητής, εκτίθενται αυτές τις μέρες για πρώτη φορά στο Ινστιτούτο Θερβάντες της Μαδρίτης.
Το ίδρυμα Νερούδα (Fundacion Neruda) το οποίο συντηρεί όλα τα σπίτια του Νερούδα, τα οποία έχουν μετατραπεί σε μουσεία, αναλαμβάνει την ξενάγηση στους χώρους της οικίας.
Το δεύτερο σπίτι βρίσκεται στην καρδιά μιας πόλης μοναδικής για την αρχιτεκτονική της στον κόσμο, του Βαλπαραΐσο. Μόλις μιάμιση ώρα από την πρωτεύουσα. Χτισμένο στην κορυφή ενός λόφου, με τρεις ορόφους και θέα το λιμάνι της πόλης, όπως υποδέχεται τα πλοία που αρμένιζαν στον Ειρηνικό ωκεανό. Ονομάζεται Σεμπαστιάνα (La Sebastiana).
Εχει τους λιγότερους επισκέπτες σε σχέση με τα τρία σπίτια, για αυτό και δεν γίνεται ξενάγηση με γκρουπ, αλλά ο καθένας ελεύθερα μπορεί να περιπλανηθεί στα δωμάτια με τα μεγάλα παράθυρα και τη συλλογή από τα χρωματιστά κρύσταλλα και μπουκάλια. Στην κρεβατοκάμαρά του είναι και η εικόνα της Παναγίας, δώρο ενός Ελληνα φίλου του.
Μπορεί να μην έχει πολλούς επισκέπτες, όμως είναι μια υπέροχη ευκαιρία για να γνωρίσει κανείς «προσωπικές» πτυχές του ποιητή. Για τέσσερις μήνες ο Νερούδα κρυβόταν στο υπόγειο αυτής της κατοικίας διωκόμενος από την τότε κυβέρνηση της χώρας, από όπου κατάφερε να διαφύγει μετά στην Αργεντινή και την Ευρώπη, όπου έζησε εξόριστος από το 1948 ως το 1952.
Το τρίτο του σπίτι, που είναι και το διασημότερο, βρίσκεται στην Ισλα Νέγρα - που δεν είναι νησί. Είναι μια παραθαλάσσια οικία, κάπου μία ώρα νότια από το Βαλπαραΐσο. Χιλιάδες οι τουρίστες που το επισκέπτονται. Είναι εκεί όπου σήμερα βρίσκεται ο λιτός του τάφος, που βλέπει προς τον αγαπημένο του Ειρηνικό. Στο σπίτι αυτό έζησε με την τρίτη του σύζυγο, τη Ματθίλδη, η οποία είναι θαμμένη δίπλα του.
Το σπίτι, χτισμένο σε έναν υπερυψωμένο βράχο, γεμάτο πράσινο και τον αέρα να "πιάνει στεριά" έπειτα από την περιπλάνησή του στον απέραντο ωκεανό, ύστερα από μια πορεία χιλιομέτρων που ξεκίνησε από την… απέναντι Αυστραλία. Ένα καραβάκι στην αυλή έτοιμο να αρμενίσει, άγκυρες και το σπίτι, ένα μουσείο, γεμάτο μοναδικά αντικείμενα ενός ανθρώπου με ιδιαίτερο γούστο. Ξύλινες γοργόνες που κοσμούσαν πλώρες πλοίων. Εκεί που η μια αγάπη του, η θάλασσα γινόταν ένα με τον έρωτά του για τη γυναίκα και τα ταξίδια.
Το σπίτι χτίστηκε στις αρχές του 1950, όταν ο Νερούδα έγινε πλούσιος. Παντού, είχε κιάλια για να αγναντεύει το πέλαγος κι όταν είδε κάποτε μία σανίδα να επιπλέει, είπε στη σύντροφό του ότι «αυτό είναι το γραφείο του». Η ανεμοδαρμένη αυτή σανίδα, βερνικώθηκε, στηρίχθηκε σε πέτρινα πόδια κι έγινε το αγαπημένο του γραφείο, όπου είχε συντάξει τα πιο σημαντικά του έργα. Δίπλα του μια παγκόσμια σφαίρα για να βλέπει τον κόσμο, αν και ο ίδιος λόγω της διπλωματικής του καριέρας ταξίδευσε πολύ. Ισως ένα από τα πιο γεμάτα σπίτια από δώρα, συλλογές και σουβενίρ μιας ζωής τόσο γεμάτης όπως αυτή του Νερούδα.
Το σπίτι λεηλατήθηκε από τους Χιλιανούς στρατιώτες, το 1973, λίγο μετά το θάνατό του. Η χούντα του Πινοσέτ προσπάθησε να εξαφανίσει κάθε στοιχείο που παρέπεμπε σε αυτόν. Το σπίτι άνοιξε τις πόρτες του ξανά το 1990 με την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα και σιγά-σιγά συγκεντρώθηκαν τα αντικείμενα του Νερούδα που σήμερα ο επισκέπτης μπορεί να δει.
Ο Πάμπλο Νερούδα πέθανε από καρκίνο στις 23 Σεπτεμβρίου 1973, λίγο μετά τη δολοφονία του Αλιέντε από τους πραξικοπηματίες του Πινοσέτ. Τότε, ο δικτάτορας απαγόρευσε να γίνει δημόσιο γεγονός η κηδεία του Νερούδα, ωστόσο το πλήθος αψήφησε τη φρουρά και κατέκλυσε τους δρόμους, μετατρέποντας την κηδεία στην πρώτη δημόσια διαμαρτυρία ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία της Χιλής. Το στρατιωτικό καθεστώς μέχρι το 1990 είχε απαγορεύσει τα έργα του ποιητή.
«Αν άγγιζες μονάχα την καρδιά μου, αν ακουμπούσες το στόμα σου πάνω στην καρδιά μου, το λεπτοκαμωμένο στόμα σου, τα δόντια σου, αν ακουμπούσες τη γλώσσα σου σαν ένα βέλος πορφυρό εκεί που η σκονισμένη καρδιά μου χτυπάει, αν φύσαγες μες στην καρδιά μου, κοντά στη θάλασσα, θρηνώντας, θ' αντιλαλούσε μ' ένα θόρυβο σκοτεινό, μ' έναν ήχο από τροχούς υπνωμένου τρένου, ωσάν νερό τρεμουλιαστό, ωσάν φθινόπωρο σε φύλλα...». (Πάμπλο Νερούδα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου