Κατ’ αρχάς, δεν πρέπει ο νέος να αμελεί να φιλοσοφεί, ούτε και ο γέρος να θεωρεί ότι πέρασε ο κατάλληλος χρόνος, γιατί δεν υπάρχει χρόνος ακατάλληλος για ότι μας χαρίζει την ψυχική υγεία. Διότι, εάν δεχτούμε ότι κάποιος νέος είναι α-ωρος (δεν έχει ακόμη έλθει η ώρα) και ο γέρος παρ-ωρος (έχει παρέλθει η ώρα) για να φιλοσοφήσει, είναι το ίδιο σαν να λέμε ότι είναι πολύ νωρίς ή πολύ αργά αντίστοιχα, για να κατακτήσει κάποιος την ευδαιμονία. Πράγμα το οποίο είναι λάθος, γιατί την ευτυχία την αναζητούμε διαρκώς, τόσο στα νιάτα, όσο και στα γηρατειά. Επομένως πρέπει τόσο ο νέος να φιλοσοφεί για να ωριμάσει η σκέψη του και να απαλλαγεί από τον φόβο και την αβεβαιότητα του μέλλοντος, όσο και ο γέρος, έτσι ώστε στη θύμηση της νεότητάς του και στη συνειδητοποίηση του γήρατος, σαν μια φυσιολογική διαδικασία, να παραμένει κατά έναν τρόπο, νέος.
Ύστερα από αυτά, είναι προφανές ότι είναι ζωτικής σημασίας να ανακαλύψουμε και να μελετήσουμε τον δρόμο που οδηγεί στην ευδαιμονία. Θα ασχοληθούμε επί του παρόντος συνοπτικά με τρία κεφαλαιώδους σημασίας ζητήματα: Τον θεό, τον θάνατο και τις ηδονές(επιθυμίες).
Το πρώτο που οφείλουμε είναι να αποκτήσουμε μια σαφή και εναργή εικόνα περί του θεού, γιατί είναι τόσες οι προλήψεις και οι σφαλερές δοξασίες των πολλών, ώστε δημιουργείται μεγάλη σύγχυση περί του θέματος. Ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε την έννοια του θείου απλά και ανεπηρέαστα. Οι πρωταρχικές ιδιότητες του θεού είναι η αφθαρσία και η μακαριότητα. Το ότι ο θεός είναι αιώνιος και δεν υπόκειται στη διαδικασία της φθοράς είναι κάτι που όλοι μας συμφωνούμε. Εκτός από ον άφθαρτο, ο θεός είναι και ον τέλειο. Και ένα ον τέλειο και άφθαρτο έχει κατακτήσει τη μακαριότητα, δεν υπάρχει τρόπος να βελτιωθεί, ούτε φυσικά και να χειροτερεύσει. Έχοντας αυτήν την ολοκάθαρη και ανεπηρέαστη άποψη για τον θεό, μπορούμε πιο εύκολα να αναζητήσουμε την αλήθεια, κινδυνεύουμε όμως να μας καταλογιστεί από την κοινή γνώμη, ασέβεια. Ωστόσο, η πραγματική ασέβεια συνίσταται στο να προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε το θείο μα ανθρώπινα μέτρα και να αποδίδουμε στον Θεό ανθρώπινες ιδιότητες. Έτσι, η πίστη των πολλών, ότι ο θεός ωφελεί τους καλούς και τιμωρεί τους κακούς, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια ανυπόστατη πρόληψη και μια εσφαλμένη δοξασία. Ο θεός δεν επεμβαίνει στα ανθρώπινα δρώμενα, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που ο άνθρωπος θεωρεί. Ας δεχτούμε άρα, την άφθαρτη και αιώνια φύση του και ας μην επιχειρήσουμε να προχωρήσουμε παραπέρα, ας μείνουμε εκεί.
Περνάμε στο κεφάλαιο του θανάτου, που από πολλούς ανθρώπους θεωρείται ότι πιο άσχημο και αποτρόπαιο μπορεί να τους συμβεί. Εγώ όμως σας δηλώνω, λέει ο Επίκουρος, ότι ο θάνατος, για εμάς τους ανθρώπους δεν υπάρχει.(θάνατος ουδέν προς ημάς). Δεν είναι ούτε κάτι το φρικτό, ούτε κάτι που επιθυμούμε, ουσιαστικά είναι κάτι το ανύπαρκτο. Για να γίνω πιο σαφής. Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται το ευχάριστο και το επώδυνο, το καλό και το κακό, μέσω των αισθήσεων. Με τον θάνατο οι αισθήσεις και η αντίληψη νεκρώνονται. Όταν παύει να υπάρχει η αίσθηση, σταματά να υπάρχει τόσο η ηδονή, όσο και ο πόνος. Κανείς πεθαμένος δεν υποφέρει για την κατάστασή του, γιατί απλούστατα δεν έχει συνείδηση αυτής. Οι άνθρωποι άρα, που αντιμετωπίζουν τον θάνατο, ως το φρικωδέστατο κακό ή τον προσδοκούν να τους απαλλάξει από το βάρος μιας βασανισμένης ζωής, πλανώνται και σφάλλουν. Το να φοβόμαστε κάτι το μελλοντικό, που όταν έρθει δεν πρόκειται να μας λυπήσει είναι κάτι το εντελώς ανόητο και αφιλοσόφητο. Εξάλλου, πριν γεννηθούμε δεν υπήρχαμε, ουσιαστικά ήμασταν πεθαμένοι, δεν νομίζω όμως κάποιος να το ενθυμείται αυτό, ως μία δυσάρεστη και οδυνηρή κατάσταση. Ουσιαστικά ο άνθρωπος και ο θάνατος είναι μεταξύ τους ασύμβατοι, δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Όταν ζούμε, δεν υπάρχει ο θάνατος, ενώ όταν έρθει ο θάνατος, δεν υπάρχουμε εμείς (ΟΤΑΝ ΜΕΝ ΗΜΕΙΣ ΩΜΕΝ, Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΟΥ ΠΑΡΕΣΤΙΝ, ΟΤΑΝ ΔΕ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΡΗ, ΤΟΘ’ ΗΜΕΙΣ ΟΥΚ ΕΣΜΕΝ). Ο σοφός συνεπώς δεν φοβάται τον θάνατο και ζει μια ευδαίμονα ζωή, ακριβώς για τον λόγο ότι δεν διακατέχεται από το πάθος της αθανασίας. Διότι, γνωρίζει ότι όπως στα φαγητά, δεν διαλέγουμε τα περισσότερα, αλλά τα καλύτερα (ΩΣΠΕΡ ΔΕ ΤΟ ΣΙΤΙΟΝ ΟΥ ΤΟ ΠΛΕΙΟΝ ΠΑΝΤΩΣ, ΑΛΛΑ ΤΟ ΗΔΙΣΤΟΝ ΑΙΡΕΙΤΑΙ), έτσι και στη ζωή, κύριο μέλημά μας, πρέπει να είναι η ποιότητα και όχι η μακροβιότητα. Συνεπώς πρέπει να αναγνωρίσουμε τον θάνατο ως κάτι έξω από εμάς και να εξορίσουμε τον φόβο του θανάτου από τη ζωή μας κάνοντάς την πιο ηδεία, πιο ηδονική και πιο ελεύθερη. Ούτε βέβαια θα τον θεωρήσουμε σαν κάτι το επιθυμητό και ποθητό, που θα μας απαλλάξει από το βάρος μιας βασανισμένης ζωής, όπως ο ποιητής που λέει; «καλύτερα να μην γεννηθεί κανείς, άπαξ και γεννηθεί όμως, τις πύλες του Άδη, όσο το δυνατόν νωρίτερα θα πρέπει να διαβεί (ΚΑΛΟΝ ΜΕΝ ΜΗ ΦΥΝΑΙ, ΦΥΝΤΑ Δ’ ΟΠΩΣ ΗΚΙΣΤΑ ΠΥΛΑΣ ΑΙΔΑΟ ΠΕΡΗΣΑΙ). Γιατί, στην περίπτωση αυτή είναι το μόνο εύκολο να το κάνουμε, εάν πράγματι θέλουμε να εγκαταλείψουμε τον επίγειο κόσμο. Εν κατακλείδι, μόνον εξορίζοντας τον φόβο του θανάτου θα κατακτήσουμε την αθανασία, γιατί τρόπος να ζούμε αιώνια δεν υπάρχει. Συνειδητοποιώντας δηλαδή, ότι όσο ζούμε είμαστε αθάνατοι. Η μόνη αίσθηση λοιπόν και η μόνη εμπειρία που μπορεί να αποκομίσει κάποιος είναι αυτή του ζειν, γιατί η εμπειρία του θανάτου είναι ανύπαρκτη. Δεν θα τη γνωρίσουμε ποτέ στη ζωή μας.
Αξίζει εδώ να αναφέρουμε πως η απόλυτη εκλογίκευση του ζητήματος, που επιχειρεί ο Επίκουρος έχει έναν περίεργο αντίκτυπο στην ψυχή μας. Είναι τόσο ισχυρό το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και τόσο βαθύ το συναίσθημα της αγάπης μας προς τη ζωή, ώστε η προσέγγιση του ζητήματος με τον ορθό λόγο να φαντάζει κούφια και μάταια. Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει το γεγονός ότι εδώ παρουσιάζεται Επικούρειος κοσμοθεωρία άκρως επιγραμματικά και συντετμημένα. Δεν είναι δυνατόν χρόνια ολόκληρα διδασκαλίας στον κήπο του Επίκουρου, να συμπυκνωθούν σε λίγες φράσεις.
Σε ότι αφορά τις ηδονές (επιθυμίες), αυτές μπορούμε να τις διαχωρίσουμε σε δύο κατηγορίες: τις λογικές ή φυσικές(φυσιολογικές) και τις αφύσικες ή παράλογες(μη φυσιολογικές), που υπαγορεύονται από την απληστία, τη ματαιοδοξία και τον μιμητισμό. Από τις φυσιολογικές επιθυμίες, άλλες είναι αναγκαίες και άλλες όχι. Από τις αναγκαίες, άλλες χρειάζονται για την ευρωστία του σώματος, άλλες για την γαλήνη της ψυχής και άλλες είναι απαραίτητες για τη ζωή την ίδια.
Με βάση αυτή (την ηδονή) επομένως, κάνουμε τις επιλογές μας και ακολουθούμε ή αποφεύγουμε μια κατάσταση (ΑΠΟ ΤΑΥΤΗΣ ΚΑΤΑΡΧΟΜΕΘΑ ΠΑΣΗΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ ΚΑΙ ΦΥΓΗΣ). Και η κρίση του αγαθού γίνεται πάντα με γνώμονα την ηδονή (ΕΠΙ ΤΑΥΤΗΝ ΚΑΤΑΝΤΩΜΕΝ ΩΣ ΚΑΝΟΝΙ ΠΑΝ ΑΓΑΘΟΝ ΚΡΙΝΟΝΤΕΣ). Και όπως είναι φυσικό δεν επιλέγουμε όλες ανεξαιρέτως τις ηδονές (ΟΥ ΠΑΣΑΝ ΗΔΟΝΗΝ ΑΙΡΟΥΜΕΘΑ), αλλά αποφεύγουμε τις στιγμιαίες απολαύσεις, οι οποίες ακολουθούνται από μεγαλύτερα δεινά, όπως το υπερβολικό φαγοπότι και την χωρίς μέτρο οινοποσία. Ακόμη οδυνηρές εμπειρίες μπορεί να τις θεωρήσουμε ανώτερες από τις ηδονές( ΠΟΛΛΑΣ ΑΛΓΗΔΟΝΑΣ, ΗΔΟΝΩΣ ΚΡΕΙΤΤΟΥΣ ΝΟΜΙΖΟΜΕΝ), όταν αυτές θα οδηγήσουν σε οφέλη σημαντικότερα. Ως τέτοιες μπορούμε να αναφέρουμε μια επίπονη σωματική άσκηση ή μια κοπιώδη μελέτη, που στιγμιαία θα μας κάνουν να υποφέρουμε, αλλά μακροπρόθεσμα θα βγούμε σαφώς κερδισμένοι. Είναι σημαντικό λοιπόν να αξιολογούμε σωστά το καλό και το κακό, συγκρίνοντας τις καταστάσεις με καθαρά κριτήρια, σε βάθος χρόνου.
Και ο λόγος που θεωρούμε την αυτάρκεια αγαθό, δεν είναι φυσικά η πίστη ότι πρέπει να συμβιβαζόμαστε πάντοτε με τα λίγα, αλλά για το ότι αποτελεί μια άσκηση της ψυχής. Διότι, εκείνον που έχει εκπαιδευτεί να είναι ολιγαρκής, πως αλλιώς μπορούμε να τον ονομάσουμε από ικανότερο, σε σχέση με κάποιον που χρειάζεται περισσότερα? Και είναι επιπλέον προφανές ότι αντλούν τη μέγιστη απόλαυση από την πολυτέλεια αυτοί που ελάχιστα την έχουν ανάγκη. (ΗΔΙΣΤΑ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑΣ ΑΠΟΛΑΥΟΥΣΙΝ, ΟΙ ΗΚΙΣΤΑ ΤΑΥΤΗΣ ΔΕΟΜΕΝΟΙ). Σαν απόδειξη μάλιστα, μπορούμε να αναφέρουμε, ότι για έναν ακραία πεινασμένο, ένα λιτότατο γεύμα με ψωμί και νερό, προσφέρει την ίδια απόλαυση με ένα πλουσιοπάροχο. Με το να συνηθίζει κάποιος άρα, σε λιτά γεύματα και καλό στην υγεία του κάνει και περισσότερο ετοιμοπόλεμος και άφοβος γίνεται(με την έννοια ότι οι εθισμένοι στις περιττές απολαύσεις ζουν με τον φόβο, να μην τις στερηθούν. Και συνάμα, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός, ότι αυτός που πραγματικά θα απολαύσει ένα πλούσιο και ποικίλο γεύμα, είναι ο συνηθισμένος στην απλή διατροφή.
Λέγοντας επομένως, ότι σκοπός της ζωής είναι η ηδονή (ΗΔΟΝΗΝ ΤΕΛΟΣ ΥΠΑΡΧΕΙΝ), δεν εννοούμε ότι πρέπει να επιδοθούμε σε ένα όργιο ασωτίας και ακολασίας, όπως πολλοί έσπευσαν να μας προσάψουν, αλλά το να πετύχουμε την αποφυγή του πόνου και την ψυχική γαλήνη. Και αυτό δεν θα επιτευχθεί με τα μεθύσια και τα λουκούλλεια γεύματα, ούτε με γλέντια με γυναίκες και εφήβους, αλλά με τον νηφάλιο λογισμό που με ενάργεια και ακρίβεια καθορίζει το τι είναι πραγματικά ωφέλιμο και τι βλαβερό.
Μέγιστο άρα ανθρώπινο αγαθό η φρόνηση, η οποία μας διδάσκει, ότι δεν είναι δυνατόν να διάγει κανείς βίο ευχάριστο, χωρίς να είναι συνάμα φρόνιμος και δίκαιος (ΟΥΚ ΕΣΤΙΝ ΗΔΕΩΣ ΖΕΙΝ ΑΝΕΥ ΤΟΥ ΦΡΟΝΙΜΩΣ). Ούτε είναι δυνατόν να ζει κανείς με σωφροσύνη και δικαιοσύνη και να μη ζει ευχάριστα.(ΟΥΔΕ ΦΡΟΝΙΜΩΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΩΣ ΑΝΕΥ ΤΟΥ ΗΔΕΩΣ). Για τον λόγο ότι οι αρετές είναι συμφυείς και ομόρριζες με την απόλαυση. (Αξίζει εδώ να επισημάνουμε το πόσο εμφανής είναι εδώ η επιρροή από την Πλατωνική φιλοσοφία). Παρόλο που ορισμένοι μελετητές επιμένουν να παρουσιάζουν τον Πλάτωνα και τον Επίκουρο ως «ορκισμένους πολέμιους» και εκπροσώπους δύο εκ διαμέτρου αντίθετων φιλοσοφικών σχολών, οι απόψεις τους πάνω στη σωφροσύνη, τη δικαιοσύνη και την αντιμετώπιση των βλαβερών ηδονών, είναι ουσιαστικά ταυτόσημες.
Κατά τον Επίκουρο, εκείνος που έχει συλλάβει την έννοια του θεού στη σωστή της διάσταση, έχει απαλλαχθεί από τον φόβο του θανάτου και έχει διδαχθεί να διακρίνει τις ωφέλιμες από τις βλαβερές ηδονές, δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε άσοφος, ούτε απαίδευτος. Και όσοι έχουν θεοποιήσει την τύχη και το πεπρωμένο και τα έχουν αποδεχθεί σαν απόλυτους κυρίαρχους της ζωής θα πρέπει να προβληματιστούν λίγο, για την παντοδυναμία της ειμαρμένης. (Προφανώς, ο Επίκουρος αναφέρεται στους Στωικούς, με τις απόψεις των οποίων αντετίθετο σφοδρά). Διότι ναι μεν η τύχη είναι μια δύναμη, η οποία δίνει μια ώθηση προς κάποια κατεύθυνση, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν προδιαγράφει την πορεία. Και προσωπικά έχω πολλές αμφιβολίες, κατά πόσο η θεοποίηση του πεπρωμένου συμβάλλει στο να γίνουμε καλύτεροι(ψυχικά, σωματικά και ηθικά), διότι η παραδοχή μιας πορείας νομοτελειακά προδιαγεγραμμένης δεν επάγει την αγωνιστικότητα και το σθένος, αλλά τη μοιρολατρία και την ηττοπάθεια.
_
γράφει ο Βασίλης Γιοντζής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου