Αναγνώστες

Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017

Ορφικά μυστήρια: Οι ελληνικές ρίζες του Χριστιανισμού


του Κωνσταντίνου Τσοπάνη
Δρ Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων





Ο Ορφισμός υπήρξε η τελευταία αναλαμπή και έκφραση της αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Κατόρθωσε σε μεγάλο βαθμό να μετουσιώσει και να αναμορφώσει τη διονυσιακή λατρεία από την οποία καταγόταν και εν τέλει να κληροδοτήσει αρκετές από τις δοξασίες του όπως και αυτούσια εικονιστικά του θέματα στον νεαρό τότε Χριστιανισμό αποτελώντας, κατά κάποιον τρόπο, το ελληνικό υπόβαθρο της νέας πίστης. Φυσικά στη μεταβίβαση από την μια πίστη στην άλλη οι μορφές άλλαξαν συμβολισμούς, όπως ο Ορφέας με την λύρα που έγινε ο «Καλός Ποιμήν» των κατακομβών, αλλά τα πρωταρχικά σύμβολα έμειναν τα ίδια υπηρετώντας την ανθρώπινη ανάγκη για αναζήτηση της μέθεξης με το μεταφυσικό.

Ο Ορφέας ανάγει την παρουσία του στις αρχές ακόμα της Ιστορίας και φέρεται ως βασιλιάς των θρακικών φύλων. Είναι μια από τις πιο αινιγματικές προσωπικότητες της αρχαίας Ελλάδας η οποία μετεωρίζεται μεταξύ των θεών και των ημιθέων αλλά και μεταξύ του κόσμου των νεκρών και εκείνου των ζωντανών. Στην παγκόσμια ιστορία έμεινε γνωστός ως μουσικός, μάντης και ιερέας των μυστηρίων του Διονύσου. Επίσης φέρεται να έλαβε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία όπου με τη λύρα του και τη μουσική του ενθάρρυνε τους Αργοναύτες στο μακρύ και δύσκολο ταξίδι τους. Ο θρύλος έντυσε το πρόσωπο του με μια πολύ σαγηνευτική ιστορία. Μετά το τέλος της Αργοναυτικής εκστρατείας φέρεται ότι γνώρισε και ερωτεύθηκε την ωραία Ευρυδίκη την οποία και παντρεύτηκε. Ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της αλλά η ευτυχία του δεν κράτησε για πολύ, αφού η Ευρυδίκη πέθανε νωρίς από δάγκωμα φιδιού. Ο Ορφέας μετά τον άδικο και πρόωρο χαμό της Ευρυδίκης δεν υποτάχθηκε στη μοίρα του αλλά κατέβηκε στον Άδη να την ζητήσει πίσω από τον βασιλιά του κάτω κόσμου. Δεν ήταν ο πρώτος στον αρχαίο ελληνικό κόσμο που είχε κάνει αυτό το ταξίδι, αφού εκεί κάτω είχε πάει και ο Θησέας και ο Ιάσονας.

Άρα ο Ορφέας δεν είναι ο πρώτος που επιχειρεί μια «κατάβαση» στον κάτω κόσμο. Ωστόσο αυτό που τον κάνει να ξεχωρίζει είναι ότι εκεί τον οδηγεί ο έρωτας του. Με τις γλυκές μελωδίες της λύρας του καταφέρνει να συγκινήσει τη βασίλισσα του κάτω κόσμου η οποία του επιτρέπει να πάρει μαζί του την Ευρυδίκη στον κόσμο των ζωντανών. Είναι η πρώτη φορά, στην ελληνική μυθολογία, που η φύση παραβιάζεται και δίνεται η άδεια σε έναν νεκρό να ξαναγυρίσει στη ζωή. Τίθεται όμως ένας απαράβατος όρος από τους βασιλείς του κάτω κόσμου: ο Ορφέας δεν πρέπει να γυρίσει να δει την αγαπημένη του έως ότου αντικρύσει την πρώτη αχτίδα του ήλιου. Εκείνος βαδίζει μπροστά και η Ευρυδίκη τον ακολουθεί. Κάποια στιγμή όμως μη αντέχοντας άλλο γυρίζει να δει τη μορφή εκείνης που για την αγάπη της έφτασε ζωντανός στον Άδη. Οι αγγειογράφοι παρουσιάζουν την Ευρυδίκη να ακουμπά το ένα της χέρι απαλά στους ώμους του Ορφέα, μια γεμάτη αγάπη αποχαιρετιστήρια κίνηση, ενώ το δεξί της χέρι το κρατά ήδη ο ψυχοπομπός Ερμής. Ο όρος της συμφωνίας έχει παραβιαστεί κι εκείνη εξαφανίζεται με μιας, γυρνώντας στον κόσμο των σκιών, για πάντα αυτή τη φορά, όπως αφηγείται ο μύθος. Η απόπειρα λοιπόν του μυθοπλάστη να «νεκραναστήσει» την Ευρυδίκη δεν τελεσφορεί αφού η ιδέα της ανάστασης των νεκρών ήταν κάτι το εντελώς ξένο και μη αποδεκτό για τα ελληνικά πιστεύω της εποχής. Έτσι η «ορφική» απόπειρα επιβολής μιας τέτοιας ιδέας δεν είχε καμιά τύχη. Ενδιαφέρον όμως έχει και η συνέχεια του μύθου.

Ο Ορφέας απογοητευμένος και αποφεύγοντας όλες τις άλλες γυναίκες αφιερώθηκε πλέον στα μυστήρια του Διονύσου τα οποία και αναμόρφωσε. Περιοδεύοντας σε όλη την Ελλάδα διέδιδε τα αναμορφωμένα μυστήρια του Διονύσου, που πλέον θα φέρουν το όνομα ως «Ορφικά», και απόκτησε πολλούς οπαδούς και μεγάλη επιρροή. Καθώς όμως σημαντικό στοιχείο της λατρείας του Διονύσου ήταν ο διαμελισμός και ο θάνατος του θεού αναμφίβολα και ο ιερέας των μυστηρίων του, ο Ορφέας, θα έπασχε τα ίδια πάθη. Το να ζει κανείς με τον τρόπο που ορίζει ο μύθος μπορεί να γίνει ένα τραγικό φορτίο αλλά στο μύθο της θανάτωσης του από τις Μαινάδες υπάρχει και το στοιχείο της εχθρότητας μεταξύ των δύο λατρειών πολύ συγγενικών, της διονυσιακής και της ορφικής. Η βαθιά και πικρή εχθρότητα μεταξύ δύο πολύ συγγενών πραγμάτων. Ο Κόνων αναφέρει πως ο Ορφέας κέρδισε τις καρδιές των Θρακών και των Μακεδόνων με την μουσική του και συνεχίζει υποστηρίζοντας ότι αρνήθηκε να αποκαλύψει τα μυστήρια στις γυναίκες, τις οποίες μίσησε συνολικά μετά τον χαμό της δικής του. Ο Ορφέας με τους πιστούς των μυστηρίων του συνήθιζαν να συγκεντρώνονται κάποιες καθορισμένες ημέρες σε έναν τόπο καλά διαρρυθμισμένο για τις οργιαστικές τους τελετουργίες και άφηναν τα όπλα τους στην είσοδο. Οι γυναίκες, Μαινάδες ιέρειες του Διονύσου, εκμεταλλεύθηκαν αυτή την ευκαιρία και άρπαξαν τα όπλα με τα οποία έσφαξαν και διαμέλισαν τον Ορφέα. Προέβησαν σε αυτήν την αποτρόπαια πράξη όχι επειδή είναι η ενσάρκωση του θεού τους του Διονύσου και άρα έπρεπε να είχε την ίδια μοίρα με τον θεό του, αλλά επειδή τις περιφρονούσε κι εκείνες τον μισούσαν. Ο μύθος αναφέρει πως οι Θράκες τιμωρώντας έκτοτε τις γυναίκες τους τις στιγμάτισαν σχηματίζοντας ένα ελάφι στο πάνω μέρος του δεξιού τους βραχίονα.

Το άψυχο σώμα του Ορφέα και το κομμένο κεφάλι του ρίχθηκαν από τις Μαινάδες στη θάλασσα. Τα κύματα τα παρέσυραν σε μια ακτή της Λέσβου. Σύμφωνα με τον μύθο το κεφάλι του Ορφέα δεν είχε αλλοιωθεί και τραγουδούσε ακόμα. Οι Μούσες συγκέντρωσαν τα μέλη του και τα έθαψαν όλα μαζί στο ιερό του Διονύσου ενώ η λύρα του φυλαγόταν στον ναό του Απόλλωνα. Αυτή η τοποθέτηση συμβόλιζε τη διονυσιακή αλλά και την απολλώνια φύση του Ορφέα. Ακόμα και αν ήταν ένα απολύτως μυθολογικό πρόσωπο το οποίο δημιούργησαν οι οπαδοί της ορφικής λατρείας, σε αυτόν ενώθηκαν τα δύο σημαντικότερα βιώματα του αρχαίου Έλληνα, το διονυσιακό και το απολλώνιο, η έκσταση και το μέτρο. Και οι δύο θεοί τον «επέλεξαν» ταυτόχρονα για ιεροφάντη των μυστηρίων τους και «συναντήθηκαν» στο πρόσωπο του τα βαθύτερα ένστικτα του Έλληνα που εκείνοι συμβόλιζαν. Η ένωση αυτών των βαθύτερων ενστίκτων του ανθρώπου αντανακλά την αρχετυπική μορφή του Έλληνα. Ο ίδιος ο Ορφέας, όπως περιγράφεται στον μύθο, προσπαθώντας να αναμορφώσει την παλιά θρησκεία του Διονύσου έφερε μαζί του μια νέα και όσο γοήτευσε τους οπαδούς του άλλο τόσο έκανε να τον μισήσουν οι εχθροί του. Το πάθος τους εναντίον του ήταν τόσο που δεν μπόρεσε να κατασιγασθεί παρά μόνο με τον θάνατο και το διαμελισμό σώματός του. Κατά συνέπειαν άσχετα με το ποιος ήταν στην πραγματικότητα και με το πόση αλήθεια κρύβει ο μύθος του, ο Ορφέας πέρασε στην ιστορία ως μια πρώιμη θρησκευτική μορφή η οποία ανυψώθηκε στη σφαίρα του μύθου. Γίνεται ο ίδιος θυσία προκειμένου να συμφιλιωθούν οι δύο υπερφυσικοί αντίπαλοι, Διόνυσος και Απόλλων και η θυσία του φέρνει την καταλαγή και τη συμφιλίωση των δύο αντιθέτων ρευμάτων.
Ορφική θρησκεία

Με την πάροδο των ετών μια θρησκεία ολόκληρη στηρίχθηκε πάνω στις διδασκαλίες του Ορφέα, ή τουλάχιστον σε όσα αυτός φαίνεται να κήρυξε, η λεγόμενη ορφική θρησκεία που γνώρισε την μεγαλύτερη ανάπτυξη της τον 6ο και 5ο αιώνα π.Χ. στην Αθήνα των Πεισιστρατιδών. Επρόκειτο για ένα εσχατολογικό και ατομοκεντρικό μυστηριακό κίνημα που υπόσχετο την αιώνια ζωή και τη λύτρωση από τον αέναο κύκλο των μετενσαρκώσεων στους μύστες και τους θιασώτες του. Αποκομμένο από την επίσημη λατρεία της πόλης απευθύνετο σε λίγους και εκλεκτούς στους οποίους έταζε ότι θα μπορούσαν να είχαν μια άμεση μεταφυσική εμπειρία με την μύηση τους στον Ορφισμό. Φυσικό ήταν λοιπόν να θέλξει όλα τα ανήσυχα πνεύματα της εποχής που δεν αρκούνταν στην κρατική τυποποιημένη λατρεία των τελετουργών ιερέων της πόλης των Αθηνών αλλά επιζητούσαν μια πιο άμεση «μέθεξη» με το θείο.

Η ορφική θρησκεία εισέβαλε από την Θράκη στην κυρίως Ελλάδα την εποχή κατά την οποία οι πολυθεϊστικές ομηρικές δοξασίες είχαν αρχίσει να παρακμάζουν. Ωστόσο δεν διαδόθηκε ευρέως αφού ήταν μια ελιτιστική θρησκεία η οποία είχε έναν πολύ ερμητικό χαρακτήρα και δεν επέτρεπε την πρόσβαση στις μεγάλες αμύητες μάζες. Παραλαμβάνοντας μια σειρά στοιχείων από παλαιότερες θρησκευτικές πρακτικές κυρίως της διονυσιακής λατρείας, όπως ήταν η ωμοφαγία, η λικνοφορία και ο ιερός γάμος, τους έδωσε νέες πνευματικότερες διαστάσεις. Οι θεωρητικοί του Ορφισμού μετασχημάτισαν την θεολογία των χρησμών σε έναν ασαφή μονοθεϊσμό και τις τελετές των βωμών σε μια πράξη ανώτερης λατρείας και πνευματικής κάθαρσης.
Ορφισμός και Χριστιανισμός

Τι ρόλο έπαιξε όμως ο Ορφισμός στην διάδοση και διαμόρφωση του Χριστιανισμού και ποια είναι η σχέση μεταξύ ορφικών διδασκαλιών και της χριστιανικής διδασκαλίας; Μπορεί ο Ορφισμός να θεωρηθεί ως ένας πρόδρομος του Χριστιανισμού; Προετοίμασε το πεδίο για την έλευση του Χριστιανισμού; Εάν ναι, τότε με ποιον τρόπο; Μπορούμε να διακρίνουμε άραγε στις ιδέες του περί θεού πάσχοντος, περί ενός θεού που πεθαίνει και ανασταίνεται, περί ενός ασαφούς ορφικού μονοθεϊσμού, περί του προπατορικού αμαρτήματος, περί της ενώσεως του ανθρώπου με το θείο, περί της ατομικής σωτηρίας και λύτρωσης, περί της ασκητικής ζωής και της πνευματικής κάθαρσης μέσω ειδικών τελετουργιών, μια προεικόνιση του Χριστιανισμού ή έστω μια απλή «Ευαγγελική Προπαρασκευή»; Σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο όλα τα αρχαία μυστήρια και συνεπώς και ο Ορφισμός είναι μια μαρτυρία περί του Θεού, ένας βωμός που φέρει την επιγραφή: «Τω Αγνώστω Θεώ». Ας πάρουμε τα πράγματα όμως από την αρχή.
Η ιδέα του μονοθεϊσμού

Ο μονοθεϊσμός στην αρχαιότητα μολονότι ενυπήρχε ως ιδέα κυρίως στους φιλοσόφους και στους διανοούμενους ωστόσο πέρα από την Παλαιά Διαθήκη παρέμενε ασαφής και ήταν κυρίως μια τάση προς τον μονοθεϊσμό ή τον «ενοθεϊσμό» και όχι αυτό που σήμερα αντιλαμβανόμαστε με τον όρο μονοθεϊσμός. Δεν πρόκειται δηλαδή για μια εξάλειψη του πολυθεϊσμού αλλά για μια προσπάθεια απορρόφησης της πολλαπλότητας της θεότητας και μια επικέντρωσή της σε μια ανώτατη θεότητα. Ο ορφικός μονοθεϊσμός επικεντρώνεται στον Δία χωρίς όμως να εξαλείφονται και οι άλλες θεότητες. Ο Ζεύς θεωρείται «ο πρώτος και ο έσχατος, το κεφάλι και το μέσον και γενικά όλα γεννήθηκαν από τον Δία» όπως λέει ένα ορφικό κείμενο. Ο ειδωλολατρικός μονοθεϊσμός λοιπόν δεν ήταν τίποτε άλλο από μια τάση, αν και ήταν σημαντικός ως γενική θρησκευτική ιδέα. Η πολυθεΐα δεν αποβλήθηκε ούτε στη λατρεία, ούτε στη θεολογία, αλλά οι Ορφικοί άφησαν τους πολλούς θεούς «σύνναους» και «σύμβωμους», υποτελείς ή απορροφημένους από την υπέρτατη θεότητα. Επρόκειτο λοιπόν περισσότερο για «ενοθεϊα» παρά για μονοθεΐα όπως την ξέρουμε σήμερα, εάν θέλουμε να κυριολεκτήσουμε. Το αποτέλεσμα όμως ήταν ότι εντύπωσε στο μυαλό όχι μόνο των μορφωμένων αλλά και του λαού την πεποίθηση ότι ο θεός είναι το πηδάλιο του σύμπαντος. Ωστόσο αυτός ο ιδιότυπος ορφικός μονοθεϊσμός, φιλοσοφικός κυρίως, λειτούργησε προπαρασκευαστικά για τον Χριστιανισμό, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται κάτι τέτοιο.

Στην ορφική θεογονία φαίνεται να υπάρχει ο Δίας-Διόνυσος-Φάνης, ένας θεός «τρίγονος», γεννημένος τρεις φορές, ο Διόνυσος-Φάνης, ο Διόνυσος-Ζαγρέας και ο αναστημένος Διόνυσος ο οποίος καλείται από τον Δία να βασιλεύσει. Είναι ένας θεός που παρουσιάζεται με διάφορες εκδοχές, διαδοχικές όσο και αυθαίρετες και δεν είναι ο παλαιός Διόνυσος των φυτών και των ζώων, της ανανέωσης της ζωής, αλλά ο θεός της αθανασίας. Ειδικά με αυτή την τελευταία του ιδιότητα έρχεται πολύ κοντά στον Χριστιανισμό.


Ορφικά μυστήρια

Προκειμένου να συμμετάσχει κάποιος στα ορφικά μυστήρια έπρεπε απαραίτητα να μυηθεί πρώτα σε αυτά. Η μύηση αποτελούσε την θεμελιώδη πράξη η οποία έδινε την δυνατότητα στον μυούμενο να συμπεριληφθεί στην τροχιά της γνώσης μέσω της εμπειρίας του θεϊκού. Η μύηση είναι ένα διαχρονικό φαινόμενο το οποίο είναι παρών από τις αρχαίες φυλές μέχρι έως τους πιο πολιτισμένους λαούς και στον Ορφισμό περιελάμβανε δύο κυρίως φάσεις: την ίδια την μύηση του υποψηφίου μέσω των τελετουργικών του καθαρμού και της εκπαίδευσης καθώς και την αναπαράσταση ενός ιερού δράματος με τα τελετουργικά και τον ιερό του λόγο, ο οποίος είχε το αντικείμενο του εμπνευσμένο από το δράμα του Διονύσου-Ζαγρέως. Ο επιδιωκόμενος στόχος ήταν η γέννηση, ο θάνατος και η αναγέννηση καθώς και η ευαισθητοποίηση της ανθρώπινης ψυχής στην κλήση και στο έργο του Διονύσου. Προκειμένου να γίνει η μύηση απαιτείτο ο μυούμενος να τηρεί εγκράτεια και να απέχει από το κρέας, τα ποτά και τις σαρκικές ηδονές. Στην αρχή τον άλειφαν με άσπρη σκόνη ασβέστης σύμβολο του τιτανικού στοιχείου που συμπεριλαμβάνετο στην ανθρώπινη φύση σύμφωνα με την ορφική διδασκαλία. Κατά την διάρκεια της μύησης γινόταν και η τελετή της ωμοφαγίας όπου θυσιαζόταν ένας ταύρος που συμβόλιζε τον Διόνυσο και του οποίου οι σάρκες τρώγονταν ωμές προκειμένου οι συμμετέχοντες στην τελετή να ενωθούν με τον ταύρο-Διόνυσο. Ήταν ένας τρόπος μετάδοσης της θεϊκής ζωής. Η ωμοφαγία, δηλαδή η βρώση ωμού κρέατος ήταν ένα από τα κύρια μυστήρια του Ορφισμού. Ο πιστός καταβρόχθιζε τον θεό του που στην συγκεκριμένη τελετή είχε τη μορφή του ταύρου και πίστευε ότι έτσι ερχόταν σε μυστικιστική ένωση μαζί του.

Ο σκοπός της μύησης στον Ορφισμό είναι εσχατολογικός δηλαδή λυτρώνει τον άνθρωπο από την ύλη, από το στοιχείο εκείνο της ύπαρξης του που τον βαραίνει. «Από τον οδυνηρό κύκλο ξέφυγα πετώντας», λέει ο ορφικός μύστης έχοντας λυτρωθεί από τις αλλεπάλληλες γεννήσεις. Η λύτρωση αυτή εναπόκειτο όχι μόνο στην μύηση αλλά και στις πράξεις που θα έκανε ο άνθρωπος στην εκάστοτε επίγεια ζωή του. Εάν παρέμενε αμαρτωλός και βορβορώδης τότε θα αναγκαζόταν να πιεί από την πηγή της Λήθης και να επαναγεννηθεί σε άνθρωπο ή ζώο. Αν όμως κατάφερνε να λυτρωθεί τότε θα ενωνόταν με την παγκόσμια ψυχή, με την θεότητα δηλαδή, αναφωνώντας: «από άνθρωπος έγινα θεός!» Για να φτάσει σε αυτό το στάδιο όμως έπρεπε να λυτρωθεί από τον κύκλο των συνεχών επαναγεννήσεων, από την μετενσάρκωση δηλαδή.
Μετεμψύχωση

Ένα από τα βασικά δόγματα του Ορφισμού ήταν η μετεμψύχωση ή πιο σωστά μετενσάρκωση, το ταξίδι δηλαδή της ψυχής μέσα από αλλεπάλληλες μετενσαρκώσεις από το ένα σώμα στο άλλο. Το ταξίδι αυτό είχε σκοπό να καθαρθεί η ψυχή και καθαρισμένη από κάθε τιτανικό-αμαρτωλό στοιχείο της, τελικά να γίνει ένα καθαρό πνεύμα και να ενωθεί με το παγκόσμιο πνεύμα στο οποίο και ανήκε. Αυτή η κάθαρση επιτυγχανόταν μετά από μια μακρά σειρά αποδημιών από το ένα σώμα στο άλλο. Το κάθε σώμα δεν ήταν παρά το σήμα-τάφος της ψυχής από το οποίο εκείνη έπρεπε να λυτρωθεί. Μετά τον θάνατο και την ταφή του σώματος η ψυχή διεκδικούσε την θεϊκή της καταγωγή με την τελετουργική φράση: «είμαι παιδί της Γής και του ουρανού, το γένος μου είναι ουράνιο.»
Προπατορικό αμάρτημα

Τόσο η ορφική αντίληψη περί Άδη όσο και η ορφική εσχατολογία μοιάζουν σε πολλά σημεία με την χριστιανική. Το προπατορικό αμάρτημα ως κάποιο παράπτωμα που διέπραξαν οι πρόγονοι και οι συνέπειες του οποίου επηρεάζουν τη ζωή των απογόνων, ενυπάρχει και σε αυτόν τον ορφισμό. Η αντίληψη περί προπατορικού αμαρτήματος στον Ορφισμό είναι στενά συνδεδεμένη με την ανθρωπογονία του, δηλαδή με τη δημιουργία των ανθρώπων. Σύμφωνα με τον μύθο στο τέλος της γενεαλογικής σειράς των θεών βρίσκεται ο γιός του Δία και της Περσεφόνης, ο Διόνυσος, που παίρνει το όνομα του θεού του κάτω κόσμου, του κυνηγού Ζαγρέα. Σε αυτόν είχε εμπιστευθεί ο Δίας την εξουσία του κόσμου. Ο ορφικός μύθος περιγράφει τα παιχνίδια του νέου κυρίαρχου θεού, κύβους, τόπια, σβούρες, μαλλί, χρυσά μήλα και δαδί, τα οποία αποτέλεσαν τα σύμβολα των νέων μυστηρίων. Οι Τιτάνες όμως μετά από προτροπή της Ήρας, που από την ζήλεια της ήθελε να εξοντώσει τον γιό του Δία, έχοντας αλείψει τα πρόσωπά τους με γύψο, ήρθαν ως νεκροί από τον κάτω κόσμο, όπου τους είχε ρίξει ο Δίας μετά την νίκη του εναντίον τους και αφού απέσπασαν την προσοχή του με διάφορα παιχνίδια, τον απήγαγαν, τον κομμάτιασαν, τον έριξαν σε ένα καζάνι και τον κατασπάραξαν. Η μυρωδιά όμως του βραστού κρέατος τράβηξε την προσοχή του Δία που εμφανίσθηκε στο τραπέζι των Τιτάνων και τους κατακεραύνωσε. Η Αθηνά διέσωσε την καρδιά του Διονύσου και την μετέφερε στον Δία, ο οποίος την έραψε στον μηρό του κι από εκεί ξεπήδησε ο νέος Διόνυσος, ο οποίος ήταν αναβίωση του Ζαγρέα. Από τη στάχτη των Τιτάνων, των παλιών ηλιακών θεοτήτων που νικήθηκαν από τους Ολυμπίους και εκτοπίσθηκαν στα Τάρταρα δημιουργήθηκαν οι άνθρωποι φέροντας μέσα τους τόσο το τιτανικό στοιχείο, το κατώτερο και αμαρτωλό όσο και το διονυσιακό, το ανώτερο και θεϊκό. Αυτός ο μύθος εκφράζει την ανθρωπογονία του Ορφισμού. Δεμένοι οντολογικά με την τιτανική φύση οι άνθρωποι διατηρούν μέσα τους την ροπή προς το κακό. Από εδώ προέρχεται και η αντίθεση μεταξύ σώματος και ψυχής. Το σώμα έλκει την καταγωγή του από τιτανική ρίζα ενώ η ψυχή από θεϊκή φλόγα. Οι Ορφικοί διακήρυσσαν πως η θεϊκή ψυχή πρέπει να αγωνιστεί για να επιστρέψει στην πηγή της ζωής. Το σώμα γίνεται φυλακή και τάφος της ψυχής, η οποία επιζητεί να διαφύγει στα ανώτερα επίπεδα. Από το σώμα μπορεί να απελευθερωθεί ο ορφικός μύστης μόνο με την πνευματική άσκηση.










Ο ορφικός ηθικός κανόνας, ο οποίος συμπεριλαμβάνει και έναν πρωτογενή ασκητισμό, μοιάζει πάρα πολύ με την χριστιανική ηθική. Ο μύθος της τιτανικής – διονυσιακής καταγωγής του ανθρώπου δημιούργησε την πίστη ότι το σώμα ήταν ο τάφος της ψυχής, δηλαδή το δόγμα «σώμα-σήμα». Αυτό το δόγμα είναι ο πυρήνας των ορφικών μυστηρίων, καθώς σημειώνει την ορφική και μη ελληνική φυγή από τον κόσμο. Αυτή η φυγή θα αποτελέσει βασική διδασκαλία της χριστιανικής Εκκλησίας και τρόπο ζωής για τους συνειδητούς χριστιανούς. Ο καθηγητής Νίλσον λέει σχετικά με την καταγωγή της ιδέας του προπατορικού αμαρτήματος πως «ο Πλάτων μιλάει για την τιτανική φύση όπως εμείς μιλάμε για τον Αδάμ, κατά τρόπο που δείχνει καθαρά την επιρροή της ορφικής διδασκαλίας στον Χριστιανισμό». Επίσης η πάλη του διονυσιακού με το τιτανικό στην ανθρώπινη φύση και το γεγονός ότι το ένα στοιχείο ωθεί στο καλό και το άλλο αντίθετα, θυμίζει την ρήση του Αποστόλου Παύλου «έτερος νόμος εν τοις μέλεσι μου αντιστρατευόμενος τον του νοός» (Προς Ρωμαίους 7,23).

Ο μύθος για τον θεό που πεθαίνει κι ανασταίνεται σε μια νέα ζωή είναι πανάρχαιος και συνδέεται πάντα με το μυστήριο της αναγέννησης της ζωής. Ο συγκεκριμένος μύθος του φόνου του Ζαγρέα από τους Τιτάνες ήταν και μια κεκαλυμμένη προσπάθεια καλλιέργειας στην ανθρώπινη ψυχή της έννοιας της ενοχής, πράγμα δύσκολο για έναν λαό σαν τους Έλληνες, που η ψυχολογία τους τούς άφηνε να αντιδράσουν πολύ λίγο στην έννοια της ενοχής. Η έννοια της ενοχής του ανθρώπου είναι χαρακτηριστική του ορφικού μύθου της δημιουργίας του ανθρώπου και η ενοχή πρέπει να οδηγήσει τον άνθρωπο σε μια προσπάθεια να γλιτώσει από αυτήν. Αυτή η προσπάθεια θα δημιουργήσει στους Ορφικούς κύκλους, όπως και στους επηρεασμένους από αυτούς πυθαγόρειους, ασκητικές τάσεις. Ο ορφικός ασκητισμός έμοιαζε με τον ελληνικό ασκητισμό που είχε αναπτυχθεί από τα πανάρχαια ακόμα χρόνια στο Σελλούς, στο μαντείο της Δωδώνης και ήταν σχετικά ανάλογος με τον μεταγενέστερο χριστιανικό ασκητισμό. Τον έντονο ασκητισμό τους εξέθρεψε η θεωρία της μετενσάρκωσης και μπορεί να αποτελούσαν ασκητικές ομάδες αλλά πάντοτε διατηρούσαν το χαρακτήρα των εγγάμων. Αυτά ακριβώς τα δόγματα της λύτρωσης από το προπατορικό αμάρτημα, της ατομικής σωτηρίας και της άρνησης του πολίτικο-θρησκευτικού συστήματος που εκφράζεται με φυγή από τον κόσμο και που έχουν την καταγωγή τους στους ορφικούς κύκλους θα στηρίξουν από τον 3ο-4ο αιώνα και μετά τον μοναχισμό-αναχωρητισμό και θα εμφανιστούν στη ζωή της Εκκλησίας ως αντίδραση στην εκκοσμίκευση που θα προκύψει με το έδικτο των Μεδιολάνων το 313 και με το οποίο ουσιαστικά ο Χριστιανισμός κατέστη επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας.
Μετά θάνατον τιμωρία και ανταπόδοση πράξεων

Μολονότι η ορφική θρησκεία ως ελιτιστική παρουσιαζόταν κατά μοναδικό τρόπο απελευθερωμένη από την υλικότητα του μελλοντικού κόσμου και υποσχόταν μια αθανασία, όχι διαποτισμένη με την ελπίδα των μελλοντικών αμοιβών αλλά με τον διακαή πόθο για την τέλεια αγνότητα, ωστόσο δίπλα στους «θρόνους των ευλογημένων» και στα «άλση της Φερσεφόνειας» παρουσιάζεται και ο φόβος της τιμωρίας. Πολλοί μύστες του Ορφισμού επιζητούσαν και πρέσβευαν την μετά θάνατον τιμωρία και ανταπόδοση των πράξεων ως μια αιώνια τιμωρία όσων δεν πίστεψαν στο δόγμα τους και έμειναν αμύητοι στα μυστήρια του Ορφέα. Σε αυτούς οφείλεται ο σχηματισμός του σκοτεινού κάτω κόσμου με τα καζάνια στα οποία έβραζαν οι αμαρτωλοί και τους οχετούς της λάσπης, τον βόρβορο, στον οποίο βρίσκονταν οι αμύητοι.



Ο Ορφισμός πήρε τον ομηρικό Άδη, που ήταν τόπος σκιών, και τον μετέτρεψε σε τόπο τιμωρίας και βασάνων. Ο Χριστιανισμός αφού δεν είχε επαρκή στοιχεία από την ιουδαϊκή παράδοση για αυτό το θέμα δέχθηκε την ορφική αντίληψη και εμπνεύσθηκε από τις ορφικές ιδέες περί του επέκεινα κόσμου. Ο Ορφισμός όπως είδαμε και πιο πάνω πρέσβευε ότι οι ψυχές αφού περάσουν ένα εύλογο χρονικό διάστημα στον Άδη όπου θα πληρώσουν για τις αμαρτίες τους και θα καθαρθούν, θα επανέλθουν στην επίγεια ζωή μέσω της μετενσάρκωσης σε ένα νέο σώμα. Αυτή η διδασκαλία τροποποιήθηκε και πέρασε στον Χριστιανισμό με νέες μορφές. Η πρώτη μορφή είναι η διδασκαλία περί σωτηρίας των πάντων, η οποία όμως δεν έγινε δεκτή από την Εκκλησία ευθύς εξ’ αρχής. Ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές αυτής της θεωρίας ήταν ο εκκλησιαστικός συγγραφέας Ωριγένης, που έζησε το πρώτο μισό του 3ου μ.Χ. αιώνα και δίδασκε ότι όλες οι ψυχές θα φθάσουν στη σωτηρία. Αυτή η ορφική ιδέα της επιστροφής των ψυχών στην ουράνια πατρίδα τους μέσω των επαναγεννήσεων πιθανώς μέσω του Πυθαγορισμού έφθασε ως τον Ωριγένη.


Ωστόσο ο Άδης μετατράπηκε στον Χριστιανισμό σε τόπο τιμωρίας και βασάνων και ονομάστηκε «κόλαση». Η περιγραφή μάλιστα των τιμωριών των κολασμένων γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στη χριστιανική φιλολογία. Το παλαιότερο χριστιανικό έργο που περιέχει ένα όραμα του άλλου κόσμου είναι ένα απόκρυφο κείμενο, η λεγόμενη «Αποκάλυψη του Πέτρου», η οποία περιλαμβάνει τις πιο χαρακτηριστικές, από άποψη ομοιότητας, με τον Ορφισμό περιγραφές. Βρίσκουμε στην «Αποκάλυψη του Πέτρου» όχι μόνο το μαρτύριο του Σισύφου και τη λίμνη με τις λάσπες, που αναφέρεται στους «Βατράχους» του Αριστοφάνη αλλά και μια σειρά από προσωπικές τιμωρίες στο μέτρο κάθε είδους αμαρτίας που είναι παρμένες από τα ορφικά κείμενα. Οι καταραμένοι είναι κρεμασμένοι από τη γλώσσα, οι δολοφόνοι βυθισμένοι μέσα σε κοχλάζουσες και γεμάτες ερπετά λάσπες, οι συκοφάντες μαστιγωμένοι και φαγωμένοι από τα σκουλίκια, οι τοκογλύφοι πνιγμένοι μέσα σε μια λίμνη από πύο και καυτό αίμα.



Εδώ πρέπει να σημειώσουμε κι άλλη μια ορφική αντίληψη η οποία πέρασε στον Χριστιανισμό αλλάζοντας φυσικά έννοια και συμβολισμό. Πρόκειται για την μετά θάνατο τιμωρία της «λήθης» την χειρότερη για τους Ορφικούς η οποία όμως μετατρέπεται σε αρετή για τους χριστιανούς. Ο άνθρωπος έχει πάντοτε την τάση να προσπαθεί να σταθεροποιεί όλες τις τέλειες στιγμές που επιτυγχάνει και θεωρεί τον χρόνο απειλή για τις εύθραυστες χαρές του. Μέσω της ανάμνησης προσπαθεί να επαναφέρει τον χαμένο χρόνο και να αναβιώσει τις παρελθούσες εκστάσεις του και αυτό είναι φυσικό για τα ανθρώπινα δεδομένα. Την ανάμνηση, ή την «μνήμη» θεωρούσαν και οι Ορφικοί ως καλό στην επέκεινα ζωή. Ο ενάρετος άνθρωπος, ο Ορφικός μύστης δηλαδή, μετά τον θάνατο του έπινε από την πηγή της Μνημοσύνης και διατηρούσε την μνήμη του στον άλλο κόσμο ενώ ο αμύητος από την πηγή της Λήθης και υποχρεωνόταν να ξεχάσει τα πάντα και να οδηγηθεί για μια ακόμα φορά στον κύκλο της μετενσάρκωσης και να ξαναγεννηθεί. Ο Χριστιανισμός όμως μετατρέπει αυτή την αντίληψη και θεωρεί την ορφική «λήθη» ως αρετή. Δεν υπάρχει όπως στον Ορφισμό παρελθόν που ο άνθρωπος πρέπει να θυμάται αλλά στρέφεται προς τον Παράδεισο που είναι ένα μέλλον. Το ουσιώδες δεν είναι πια ανάμνηση αλλά ελπίδες για το μέλλον. Αυτή είναι η μετάβαση από την ποίηση στην προφητεία, από την πλατωνική στη βιβλική ανθρωπολογία.



Επηρεασμοί στην τέχνη. Ο «Καλός Ποιμήν».




Η Εκκλησία έχοντας δεχθεί από τα πρώτα της βήματα τις επιδράσεις της ιουδαϊκής περιρρέουσας ατμόσφαιρας η οποία την περιέβαλλε από την ίδρυσή της, όπως ήταν φυσικό τήρησε αρνητική στάση απέναντι στη ζωγραφική και κυρίως τη γλυπτική θρησκευτική τέχνη. Με την έξοδο της όμως από τα στενά όρια της Παλαιστίνης στον γεωγραφικό χώρο του ελληνορωμαϊκού κόσμου αντιμετώπισε έντονα το ζήτημα της εισαγωγής της τέχνης στην υπηρεσία της λατρείας. Ο ελληνο-ρωμαϊκός κόσμος ήταν μέτοχος ενός πολιτισμού εντελώς διαφορετικού του ιουδαϊκού και η γλυπτική τέχνη, ιδίως η αγαλματοποιία είχε υπηρετήσει την εθνική θρησκεία σε όλες της τις εκφάνσεις και είχε άρρηκτα συνυφανθεί μαζί της στις συνειδήσεις των ανθρώπων και τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις του εθνικού κόσμου. Έτσι ο χριστιανισμός έκανε σιγά-σιγά τα πρώτα του ανοίγματα προς αυτό που αργότερα ονομάσθηκε «χριστιανική τέχνη» δημιουργώντας και αναπτύσσοντας τα πρώτα σύμβολα και τις πρώτες του παραστάσεις. Η ορφική τέχνη επηρέασε πάρα πολύ ειδικά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες την χριστιανική τέχνη. Ένας επηρεασμός και «δάνειο» του Χριστιανισμού από τον Ορφισμό είναι η περίφημη παράσταση του Ορφέα να σαγηνεύει τα ζώα με τον ήχο της λύρας του. Η παράσταση αυτή υιοθετήθηκε από την χριστιανική Εκκλησία από τις πρώτες ακόμα δεκαετίες της ύπαρξης της και παίρνοντας τον συμβολισμό του «Καλού Ποιμένος» δηλαδή του Ιησού Χριστού, κόσμησε τους τοίχους των κατακομβών όπου συναθροίζονταν οι πρώτοι χριστιανοί. Στην Εκκλησία η παράσταση αυτή του Ορφέα, πλέον με την έννοια του Χριστού που σαγηνεύει τις ψυχές των ανθρώπων με τον λόγο του, θεωρήθηκε ως η καλύτερη εικόνα που θα άρμοζε να στολίζει τις πρώτες χριστιανικές νεκροπόλεις. Στις κατακόμβες απαντά πάνω από εκατόν δέκα φορές και τονίζει το απολυτρωτικό έργο της Ενσάρκωσης του Χριστού. Οι πιο πρώιμες παραστάσεις διατηρούν όλα τα ειδωλολατρικά στοιχεία ενώ οι ύστερες προσαρμοζόμενες στον Χριστιανισμό, του αποδίδουν την ιδιότητα του ποιμένα, η οποία δεν είναι εντελώς άγνωστη και στις μυστηριακές θρησκείες. Εκεί λοιπόν που ο ορφικός μύστης έβλεπε τον Ορφέα να σαγηνεύει τα ζώα με τη μουσική της λύρας του ο χριστιανός βλέπει τον Καλό Ποιμένα που έθεσε την ψυχή του υπέρ των ανθρώπων. Για τους χριστιανούς αποκτά το νόημα του Λυτρωτή των ψυχών που με την εξημερωτική δύναμη του Ευαγγελίου του ημερεύει τα άγρια ήθη και τα πάθη που κατακυριεύουν συχνά την ψυχή του ανθρώπου και την αποξενώνουν από τον Θεό. Οι ομοιότητες μεταξύ των δύο καλλιτεχνικών ρευμάτων πρέπει να ειδωθεί μέσα στην προοπτική της ανάγκης του ανθρώπου να εκφρασθεί συμβολικά, ενώ τα σύμβολα συχνά παραλαμβάνονται από την φύση και από εδώ προέρχεται και η παγκοσμιότητα τους.




Ο Χριστιανισμός γεννήθηκε σε μια εποχή που τα μυστήρια ήταν ο κύριος παράγοντας και ο έσχατος λόγος των ήδη παρηκμασμένων παγανιστικών μυστηρίων και στο ερώτημα για το αν πήρε πράγματι στοιχεία από τα αρχαία μυστήρια και ποια ήταν η επίδρασή τους πάνω του θα μπορούσαμε τελικά να απαντήσουμε πολύ γενικά ότι όπως ήδη είδαμε κάποια στοιχεία με την μορφή «δανείου» πέρασαν στον Χριστιανισμό. Πολλοί ίσως στηριζόμενοι σε αυτά τα δάνεια να μιλούν για βέβαιες, θεμελιώδεις και ουσιώδεις επιδράσεις των μυστηρίων πάνω στον Χριστιανισμό. Αν δούμε το θέμα επιφανειακά ίσως να έχουν δίκιο. Αν ρίξουμε όμως μια πιο προσεκτική ματιά τότε θα δούμε και μια άλλη όψη των πραγμάτων. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τον Ορφισμό, ο Χριστιανισμός δεν τον γνώρισε με άμεσο τρόπο αλλά μέσω των πυθαγορείων και των διονυσιακών θιάσων καθώς και των αναφορών του Πλάτωνα και άλλων αρχαίων συγγραφέων που φέρονταν να είχαν μυηθεί στα ορφικά μυστήρια ή έστω να είχαν μια στοιχειώδη γνώση της ορφικής διδασκαλίας. Έτσι δεν ήταν δυνατόν ο Χριστιανισμός να υποστεί μια άμεση επίδραση από τις ορφικές ιδέες. Οι έμμεσες επιδράσεις όμως είναι καταφανείς. Πέρα από το ότι και οι δύο θεμελιώνονται σε μια αποκάλυψη, έχουν και κοινά δόγματα όπως αυτά του προπατορικού αμαρτήματος και της σωτηρίας που ήδη εξετάσαμε. Έχουν επιπλέον ιερά βιβλία, κοινότητες μυστών, ηθικό κώδικα και θεολογία, με την ιδιάζουσα έννοια της λέξης όσον αφορά στα αρχαία ελληνικά θρησκεύματα. Η διαρχική περί ψυχής αντίληψη και η ιδέα περί αθανασίας της ψυχής είναι καθαρά ορφικές θεωρίες, όπως και οι αντιλήψεις περί της μετά θάνατον ζωής, με τη δικαίωση των αγαθών και τις περιγραφές των βασανιστηρίων των αμαρτωλών. Και οι δύο κηρύττουν έναν ασκητικό τρόπο ζωής, που ταπεινώνει το σώμα και φροντίζει επιμελώς για την αγνότητα της ψυχής, αφού αυτή επιβιώνει μετά θάνατον και είναι η πιο σημαντική στην ύπαρξη του ανθρώπου. Τελικός σκοπός του πιστού και στις δύο πίστεις προς τον οποίον κατατείνουν όλες του οι προσπάθειες, είναι η ένωση με το θείο.




Τα βασικότερα σημεία προσέγγισης μεταξύ Χριστιανισμού και Ορφισμού, είναι αυτό της πίστης σε έναν θεό που πεθαίνει κι ανασταίνεται και εκείνο της σωτηρίας του πιστού ή του μύστη, αναλόγως, μέσω της συμμετοχής του στη θεότητα. Από την άλλη όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Χριστιανισμός έχει μια δική του ιστορία κι ότι είναι κάτι ζωντανό. Έτσι στην ιστορική πορεία του και μάλιστα στους πέντε πρώτους αιώνες ένα πλατύ ρεύμα εννοιών και συμβόλων από τα μυστηριακά ελληνικά θρησκευτικά κινήματα εισήλθε στην Εκκλησία μετασχηματίζοντας τον απλό βιβλικό χριστιανισμό στη μυστηριακή ιερουργία που επιβιώνει στη Βυζαντινή, τη Ρωσική και σε μικρότερο βαθμό τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.




Ο Ορφισμός και τα προχριστιανικά μυστικιστικά κινήματα θεωρήθηκαν από τους χριστιανούς πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς, όπως λέει ο ιστορικός του 4ου μ.Χ. Ευσέβιος Καισαρείας, μια «ευαγγελική προπαρασκευή», όσο κι αν κάτι τέτοιο φαίνεται παράξενο. Ο Χριστιανισμός έλαβε κάποιες βασικές ιδέες του Ορφισμού δίνοντας τους νέο περιεχόμενο. Έτσι δέχθηκε ως χαρακτηριστικό παράδειγμα όπως προαναφέραμε και την παράσταση του Ορφέα που σαγηνεύει τα άγια ζώα με τους ήχους της λύρας του, ως απεικόνιση του «Καλού Ποιμένος» Ιησού Χριστού. Τελικά όμως διαχώρισε τη θέση του πλήρως καλώντας τους εθνικούς να δεχθούν τη νέα πίστη.




Βιβλιογραφία:



Τσοπάνη Κωνσταντίνου, Ορφισμός και Χριστιανισμός, εκδ. Ιάμβλιχος, Αθήνα 2003
Μπάρκερ Βάλτερ, Μυστηριακές λατρείες της αρχαιότητας, εκδ. Καρδαμίτσας, Αθήνα 1994
Χάρισσον Τζέην Έλλεν, Ορφική φιλοσοφία, εκδ. Ιάμβλιχος, Αθήνα 1995
Χάρισσον Τζέην Έλλεν, , Ορφέας και Ορφικά μυστήρια, εκδ. Ιάμβλιχος, Αθήνα 1995
Μάρευ Τζώρτζ, Τα πέντε στάδια της ελληνικής θρησκείας, εκδ. Ιάμβλιχος, Αθήνα 1996
Ράνερ Ούγκο, Χριστιανικά και ελληνιστικά μυστήρια, εκδ. Ιάμβλιχος, Αθήνα 1994
Κερένυι Κάρλ, Η μυθολογία των Ελλήνων, εκδ. Εστίας, Αθήνα.
Πασσά Ιωάννη, Τα Ορφικά, Αθήνα.

https://ellhnikaxronika.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου