Αναγνώστες

Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2017

Τίρυνθα / (Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO)



Ιστορικό
Ο χαμηλός λόφος της Τίρυνθας, στο 8ο χιλιόμετρο του δρόμου Αργους-Ναυπλίου, κατοικήθηκε αδιάλειπτα από τη Νεολιθική εποχή μέχρι την ύστερη αρχαιότητα. Κατά τους προϊστορικούς χρόνους ο χώρος ήκμασε κυρίως κατά την πρώιμη και την ύστερη εποχή του Χαλκού. Στη δεύτερη φάση της Πρωτοελλαδικής εποχής (2700-2200 π.Χ.) πρέπει να υπήρχε εδώ ένα σημαντικό κέντρο με πυκνή κατοίκηση και ένα μοναδικής κατασκευής κυκλικό κτήριο, διαμέτρου 27 μ., στην κορυφή του λόφου.
    se250
                                                             Αεροφωτογραφία του Αρχαιολογικού χώρου
 
Κατά την ύστερη εποχή του Χαλκού ο λόφος οχυρώνεται σταδιακά και περιβάλλει μέσα στα «κυκλώπεια» τείχη του το ανακτορικό συγκρότημα καθώς και άλλα κτήρια που χρησιμοποιούνται κυρίως από την άρχουσα τάξη ως λατρευτικοί χώροι, αποθήκες και εργαστήρια αλλά και ως κατοικίες. Κατά τους ιστορικούς χρόνους η Τίρυνθα, παρότι πρέπει να είχε τη μορφή μιας οργανωμένης πολιτικής κοινότητας, δεν μπόρεσε να συναγωνιστεί το Άργος, το οποίο και την κατέστρεψε στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα εξορίζοντας τους κατοίκους της.
Ο περιηγητής Παυσανίας που την επισκέφθηκε το 2ο αιώνα μ.Χ. τη βρήκε ερειπωμένη. Κατά τη βυζαντινή εποχή ιδρύεται στην Άνω Ακρόπολη ένας κοιμητηριακός ναός και πιθανά ένας μικρής τάξεως οικισμός στα δυτικά της Ακρόπολης. Το τέλος του ασήμαντου πια οικισμού πρέπει να συνδεθεί με την κατάκτηση του Άργους από τους Τούρκους το 1379 μ.Χ. Στις βενετσιάνικες πηγές η Τίρυνθα αναφέρεται ως Napoli vecchio, ενώ το όνομα Τίρυνθα δίνεται ξανά στην περιοχή στη σύγχρονη εποχή αντικαθιστώντας το σύνηθες όνομα «Παλαιόκαστρο».
    se251
                                                             Άποψη νοτιοδυτικού τμήματος τειχών
 
Οι έρευνες του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, από το 1876 μέχρι σήμερα, έφεραν στο φως μια από τις σημαντικότερες μυκηναϊκές ακροπόλεις και ιχνηλάτησαν τα στάδια του πολιτισμού των προϊστορικών και ιστορικών περιόδων της Αργολίδας. Μετά τους πρωτεργάτες Heinrich Schliemann και Wilhelm Dorpfeld (1884-1885), το χώρο ερεύνησαν στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα οι Georg Karo και Kurt Mόller.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο Έφορος Αρχαιοτήτων Αργολίδος Νικόλαος Βερδελής ανέλαβε το έργο της αποκατάστασης της δυτικής πλευράς της οχύρωσης που είχε καταρρεύσει και σκεπαστεί από τα μπάζα των παλαιών ανασκαφών. Μετά το 1967 οι ανασκαφές ανατίθενται και πάλι στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, το οποίο υπό τη Διεύθυνση των Ulf Jantzen, Jφrg Schofer, Klaus Kilian και Joseph Maran συνεχίζει τις έρευνες συμπεριλαμβάνοντας την Κάτω Ακρόπολη και την Κάτω Πόλη. Παράλληλα ανασκαφικές έρευνες διενεργεί η τοπική Εφορεία Αρχαιοτήτων τόσο στον επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο, όσο και στην ευρύτερη περιοχή.
    se252
                                                             Άποψη από την ανατολική οχύρωση της Τίρυνθας

Η αποκάλυψη με τις ανασκαφές ενός μνημείου που προστατεύτηκε για πολλούς αιώνες κάτω από το χώμα και η μακροχρόνια έκθεσή του χωρίς φροντίδα συντήρησης στις καιρικές συνθήκες και στη δράση των επισκεπτών, προξένησε σημαντικές φθορές στον αρχαιολογικό χώρο. Με ενέργειες της Δ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, αρμόδιας περιφερειακής Υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού και την άμεση υποστήριξη της Περιφέρειας Πελοποννήσου, το μνημείο εντάχθηκε στα έργα που χρηματοδοτήθηκαν από το Β΄ και το Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης.
 
 
Καθοριστική ήταν και η συμμετοχή του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου που χρηματοδότησε την τελευταία δεκαετία τις μελέτες του γερμανού αρχιτέκτονα Jan Martin Klessing που υλοποιήθηκαν στην Τίρυνθα.
Στο διάστημα αυτό μεγάλος αριθμός συνεργατών (αρχαιολόγοι, σχεδιαστές, ειδικευμένοι και ανειδίκευτοι εργάτες) συμμετείχε στο πρόγραμμα της αναβάθμισης ενός από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Αργολίδας που έχει ενταχθεί στον κατάλογο των μνημείων της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco.
Εξάλλου με ευθύνη της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού υλοποιήθηκαν εργασίες διαμόρφωσης του επισκέψιμου αρχαιολογικού χώρου, ο οποίος περιλαμβάνει πλέον οργανωμένες διαδρομές, κτήρια εξυπηρέτησης των επισκεπτών, νέα είσοδο και χώρο στάθμευσης.
         se253
                               Άποψη της Σύραγγας
   

Τα Μνημεία του Χώρου
Δυτικός Προμαχώνας
Ο Δυτικός Προμαχώνας αποτελεί ένα εξαιρετικό επίτευγμα της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής που έχει σαφέστατο αμυντικό χαρακτήρα. Το δυτικό κλιμακοστάσιο προστατεύεται από έναν προμαχώνα που δημιουργεί η δρεπανοειδής επέκταση του τείχους της τρίτης φάσης. Αυτό το τμήμα του τείχους είναι το μοναδικό με καμπύλο περίγραμμα. Το μέγιστο πλάτος του είναι 7 μ. Το καμπύλο τμήμα του τείχους αρχίζει στα νότια στο ύψος της μεγάλης αυλής και καταλήγει στα βόρεια στον πύργο που υπήρχε ήδη στη δεύτερη φάση του τείχους.
    se254
                                                                          Άποψη Δυτικού Προμαχώνα

 
 
 
Οχύρωση Τίρυνθας
Τα τείχη που οριοθετούν την ακρόπολη της Τίρυνθας κατασκευάστηκαν σε τρεις κύριες οικοδομικές φάσειςκαι οχύρωσαν σταδιακά ολόκληρο το λόφο από το νότιο-υψηλότερο προς το βόρειο-χαμηλότερο έξαρμά του. Ως οικοδομικό υλικό χρησιμοποιήθηκε κόκκινος και γκρίζος ασβεστόλιθος που συναντάται άφθονος τόσο στον ίδιο το λόφο όσο και στο λόφο του Προφήτη Ηλία ανατολικά της ακρόπολης.
Το μέγεθος των ογκολίθων που χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για τα τείχη της τρίτης φάσης προκάλεσε την απορία και το θαυμασμό ήδη στην αρχαιότητα, γεγονός που αντικατοπτρίζεται άμεσα στο μύθο των κυκλώπων. Οι ογκόλιθοι ζυγίζουν πολλούς τόνους που δικαιολογούν την άποψη του περιηγητή Παυσανία (ΙΙ, 25, 7-9) ότι ούτε ζεύγος ημιόνων δεν ήταν σε θέση να μετακινήσει τον μικρότερο από αυτούς.
 se255
                               Άποψη της Οχύρωσης
 
Κάτω Ακρόπολη
Tο βόρειο και χαμηλότερο έξαρμα του λόφου της Τίρυνθας, η Κάτω Ακρόπολη οχυρώθηκε για πρώτη φορά στις αρχές του 13ου αιώνα π.Χ. (ΥΕ ΙΙΙΒ1). Η οχύρωση αυτή αντικαταστάθηκε κατά την τρίτη οικοδομική φάση του τείχους στα μέσα του 13ου αιώνα (ΥΕ ΙΙΙΒ2) από ένα ισχυρό τείχος πάχους έως και 7 μ. που ακολουθεί το φυσικό περίγραμμα του λόφου και επεκτείνεται στα νότια μέχρι να συναντήσει την οχύρωση της Μέσης και της Άνω Ακρόπολης.
Η Κάτω Ακρόπολη συνδέεται μέσω της βόρειας προέκτασης του διαδρόμου (50) με την Άνω ακρόπολη, έχει όμως και δύο δικές της προσβάσεις. Μια μικρή είσοδο στην καμπή της δυτικής πλευράς του τείχους μεταξύ της μέσης και της κάτω ακρόπολης που έκλεινε με θύρα όπως βεβαιώνουν τα ίχνη από τις στρόφιγγές της στο μονόλιθο κατώφλι, και ένα άνοιγμα στη βόρεια κορυφή του τείχους χωρίς ίχνη για ύπαρξη θύρας. Το άνοιγμα αυτό που προστατεύεται από ένα φυλάκιο στην ανατολική πλευρά του τείχους βρισκόταν πολύ ψηλότερα από το εξωτερικό επίπεδο και η πρόσβαση σε αυτό πρέπει να γινόταν με φορητή ξύλινη κλίμακα. Αντίθετα στην είσοδο της δυτικής πλευράς οδηγεί ανοικτή λίθινη κλίμακα.
Στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα π.Χ., (ΥΕ ΙΙΙΒ2), μετά την ολοκλήρωση της οχύρωσης, αναπτύσσεται μια τεράστια οικοδομική δραστηριότητα, η οποία καταστρέφει με τις επεμβάσεις της τα λείψανα των προγενέστερων μυκηναϊκών περιόδων και της Μεσοελλαδικής εποχής. Η Κάτω ακρόπολη διαμορφώνεται σε άνδηρα και οικοδομείται με ένα ενιαίο σχέδιο. Τα κτήρια παρατάσσονται κατά μήκος των τειχών και χωρίζονται από υπαίθριους διαδρόμους με κατεύθυνση βόρεια-νότια. Ένας κεντρικός δρόμος οδηγούσε από τη βόρεια πύλη στα νότια της Κάτω Ακρόπολης και συνδεόταν με το διάδρομο (50) που οδηγούσε στην Άνω ακρόπολη.
Συνολικά ερευνήθηκαν δέκα κτηριακά συγκροτήματα (κτήρια Ι-Χ), τα οποία χρησίμευσαν ως οικίες αλλά και ως εργαστηριακοί χώροι για την επεξεργασία μετάλλων και πολύτιμων υλικών. Παρόμοιες χρήσεις μαρτυρούνται και για τα δωμάτια μέσα στο τείχος.
   
     se256
                                                             Άποψη μικρού τμήματος της Κάτω Ακρόπολης
 
Γεωμετρικός Ναός
Ανατολικά της θύρας που συνδέει την αυλή 30 με την αυλή του κτηρίου 29 της ανατολικής πτέρυγας του ανακτόρου ερευνήθηκε το 1926 ένας λάκκος-αποθέτης, ο λεγόμενος βόθρος, που περιείχε κυρίως κεραμική και λίγα μεταλλικά αντικείμενα. Τα αρχαιότερα ευρήματα χρονολογούνται στην ύστερη γεωμετρική εποχή και τα νεώτερα γύρω στα 650 π.Χ., η πλειοψηφία ωστόσο των αφιερωμάτων ανήκει χρονολογικά στο τέλος της γεωμετρικής και στην υπογεωμετρική περίοδο. Η ποιότητα των ευρημάτων, μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται οι πήλινες ασπίδες και οι μάσκες που εκτίθενται στο Μουσείο Ναυπλίου, και η διατήρησή τους, τα περισσότερα ευρήματα είναι θραυσμένα πριν την απόρριψή τους και φέρουν ίχνη δευτερογενούς καύσης, συνηγορούν για τον χαρακτηρισμό τους ως αφιερώματα. Είναι πολύ πιθανόν πως ορισμένα απ' αυτά ήταν ανηρτημένα σε ένα ιερό χώρο ενώ άλλα χρησίμευσαν για τελετουργίες πιθανά στο χώρο ενός βωμού. Το εύρημα του βόθρου συνδέθηκε για τους λόγους αυτούς με την μετασκευή του βωμού στο χώρο της μεγάλης αυλής και με το επίμηκες κτήριο που καλύπτει το ανατολικό τμήμα του μεγάλου μεγάρου της μυκηναϊκής εποχής.
Έτσι θεωρήθηκε ότι το κτήριο αυτό είναι ένας ναός των γεωμετρικών χρόνων, που ιδρύθηκε στο χώρο του μυκηναϊκού Μεγάρου και στον οποίον πρέπει να λατρευόταν η θεά Ήρα. Δυστυχώς, η πλήρης αποκάλυψη του κτηρίου αυτού ήδη από την εποχή του Schliemann έχει στερήσει την έρευνα από πολύτιμες ανασκαφικές ενδείξεις που θα μπορούσαν να δώσουν μία οριστική απάντηση στο ακόμη και σήμερα αναπάντητο ερώτημα σχετικά με τη χρήση και τη χρονολόγηση του κτηρίου.
Δρ. Άλκηστις Παπαδημητρίου 
Προϊσταμένη Δ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων
http://www.nafplio.gr/arxaiologikoixoroiseimiamenu/145--unesco.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου