Αναγνώστες

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

ΛΟΥΚΑΣ ΑΞΕΛΟΣ

Σκοτεινό Πέρασμα

Δεν είναι καθόλου εύκολο να προσεγγίσεις την ποίηση. Και είναι ακόμη δυσκολό-τερο να γράψεις γι’ αυτήν και να την παρουσιάσεις στους αναγνώστες μιας εφημερίδας. Είναι ένα Σκοτεινό Πέρασμα, όπως είναι ο τίτλος της ποιητικής συλλογής του Λουκά Αξελού, και ποτέ δεν ξέρεις πού θα σε βγάλει. Κι όταν ο Αξελός γράφει:

Kλείνω τα μάτια μου
και σε νιώθω να κυλάς μέσα μου
υγρή σαν αίμα

είναι σαν να απευθύνεται στην ποίηση και στο δρόμο που πρέπει να ακολουθή-σουμε για να γίνουμε συμμέτοχοι - ή μήπως συνένοχοι; - ώστε να την κατανοήσουμε. Όχι φυσικά ακολουθώντας το δρόμο της λογικής αλλά εκείνον της ψυχής.
Ψαχουλεύοντας πίσω από τις λέξεις ανακαλύπτεις πτυχές μυστηριακές. Συναντιέ-σαι με λυγμούς και πάθη, με νοσταλγία κι ανάσες που αντανακλούν τη μουσική, το ρυθμό της ποίησης. Κι όσο διαβάζεις τόσο αισθάνεσαι τις εσωτερικές δονήσεις σου να δυναμώνουν, αγωνιώδεις εκφράσεις της ψυχής που μπορεί και να υγραίνουν τα μάτια, που μπορεί και να σε ματώσουν, αλλά αυτό είναι η ποίηση: η δύναμη να ειπωθούν πράγματα που ο καθημερινός λόγος δεν μπορεί να εξωτερικεύσει.

Οι λέξεις έχουν κουραστεί.
Αισθάνονται γυμνές και απροστάτευτες

όπως κι ο ποιητής που αφήνεται απροστάτευτος, όπως και ο αναγνώστης που αφήνεται να κυριευτεί από την ποίηση του Αξελού. Τότε θα ανακαλύψει το χαμένο χρόνο, τις καθημερινές ήττες, τις απώλειες, τη θλίψη αλλά και τη λυτρωτική δυνατότητα που μπορεί να κρύβουν μέσα τους βαθιά οι λέξεις.
Γράφει με πάθος ο Λουκάς Αξελός. Διευθύνει σαν μαέστρος τη συμφωνική ορχήστρα των λέξεων και τις κάνει μουσική, άλλοτε απαλή κι άλλοτε δυνατή που σε ταρακουνά. Η πρώτη ανάγνωση δεν αρκεί, η πυκνότητα της ποίησής του δεν σου αφήνει κανένα περιθώριο εφησυχασμού, είναι φορτωμένη βαριά και ψάχνει για διέξοδο, αναζητά εκείνο το μονοπάτι διαφυγής που η καθημερινότητα προσπαθεί να κρύψει. Κι αν θέλει κανείς να αποκρυπτογραφήσει πίσω από τη δεξιοτεχνική χρήση της γλώσσας την ποίηση του Λουκά Αξελού, ο ίδιος μας δίνει ένα κλειδί με το τελευταίο ποίημα της συλλογής του:

Η ποίηση δεν είναι πλούσιο τραπέζι
γεμάτο εξαίσια εδέσματα·
δεν είναι γοργοτάξιδο καράβι
προορισμένο να διασχίσει πλησίστιο
θάλασσες και ωκεανούς...

Η ποίηση είναι απλή
σαν τον σπουργίτη που έρχεται στο τζάμι μας,
επισκέπτεται αρκετούς,
όμως συμβόλαια διαρκείας υπογράφει μόνο κατ’ εξαίρεσιν
και ουδέποτε αποκλειστικά.

Ναι, έχουμε το κλειδί, αλλά αυτό που απομένει σε μας είναι να βρούμε την κλειδαριά που ταιριάζει. Και τότε το Σκοτεινό Πέρασμα θα φωτιστεί και το μεγαλείο της ποίησης του Αξελού θα μας κυριεύσει.

Στράτος Κερσανίδης, «Θεσσαλονίκη»


Ποιήματα που αναφέρονται σε μια εικοσαετία καταγραφής. Σε τρεις ενότητες «Σκοτεινό Πέρασμα», «Μαύρο Κύμα», «Περιπλάνηση», η ποίηση του Αξελού συναι-ρεί την ανθρώπινη στιγμή με τον άχρονο χρόνο.

Ο χρόνος που διανύσαμε βυθίστηκε
στη σκιά μας

Ο λόγος έχει μια διαύγεια, ένα φως, ενίοτε σκληρό, που προβάλλει ως αντίθεση - ή συμπληρώνει (;) - το Σκοτεινό Πέρασμα, που καθόλου τυχαία είναι και το πρώτο ποίημα της συλλογής. Χαρακτηριστικό αυτό της οριστικότητας μιας ποίησης που δεν υπαινίσσεται, αλλά απερίφραστα αποφαίνεται

Οι πιο μεγάλες αλήθειες παραμένουν
μέσα μας εντοιχισμένες.
Ασάλευτες σαν επιγραφές.
Σκαμμένα μάγουλα απ’ τον άγριο
καλπασμό των δακρύων.
Πέφτει η βροχή και ξεπλένει την αρμύρα
μα εσύ ρίχνεσαι πάλι
στα τυφλά σαν μοίρα.

Το ανθρώπινο πάθος, διάστικτο από προσδοκίες, αναζητήσεις, νίκες και ήττες, το απαλύνουν στιγμές που μοιάζουν να έχουν ξεφύγει από ένα άσμα ασμάτων:

Σαν κατάφορτος αγρός σικάλεως
κυμάτισαν τα λυτά μαλλιά σου
και ο χρόνος προς στιγμήν εκάμφθη.
Κίτρινοι καλοκαιρινοί κρόκοι
οι μικροσκοπικοί ήλιοι των μελιών σου ματιών
φωτίζουν το πυκνό πλατανοδάσος...

Αγγελική Ξυδή, «Φράση»


Οι πρωινές ελπίδες θυμίζουν κρατουμένους
που είναι βέβαιο ότι θα αποδράσουν.
Γλιστράνε ύπουλα στους διαδρόμους
μπερδεύονται μες στην πολυκοσμία
και ανώνυμες - χωρίς καμιάν απόδειξη ή κάρτα εργασίας
γυρνούν το βράδυ
για να σωριαστούν ξεθεωμένες στην πολυθρόνα,
προσποιούμενες το ακίνητο νερό,
ενώ το μυαλό τους ασταμάτητα προετοιμάζει
την διάψευση της επόμενης ημέρας.

Οι λέξεις που δεν μπόρεσαν να γεννηθούν
στοιχειώνουνε τη νύχτα.
Ενώνονται με εχθρικές περιπόλους
που διασχίζουνε κρυφά τα σύνορά μας
και αφοπλίζουν τους φρουρούς.
Γλιστρούν στα μυστικά κελλάρια
σκορπίζοντας τον θάνατο
κι υποχωρούν, χωρίς απώλειες,
απάγοντας το άνθος των ονείρων...

Τα ποιήματα του Λουκά Αξελού είναι ευρηματικά αναπτύγματα τυχαίων στιγμιό-τυπων. Δεν τους λείπει ο λυρισμός, τα διαπνέει μια διακριτική λεπτή μελαγχολία και νοσταλγία και τα χαρακτηρίζει η ρυθμικότητα.
Κάθε στιχούργημα, δώρημα ποιητικής διεργασίας, ένα προσκύνημα, μια εικόνα λυτρωτική του εσώκοσμου, αποκάλυψη καρδιάς και λογισμού. Κάθε στροφή και ένα ευλαβικό ανάθημα, στόχασης και λυρισμού, ανθός τραγουδισμένος στην εστία και στο στερνό το κατοικιό της.
Ο Λουκάς Αξελός επέλεξε να χρησιμοποιήσει γλώσσα λιτή και απέριττη, απαλ-λαγμένη από στολίδια, γλώσσα σχεδόν καθημερινή. Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι ο τρόπος του να εκφράζεται είναι ταπεινός ή απλουστευμένος. Μολονότι το ιδίωμά της είναι χαμηλών τόνων, υπάρχει μια έντονη μεταφυσική ποιότητα και μια διάθεση και τάση απογείωσης. Ο λόγος του στιβαρός και αναπόσπαστος στο ρυθμό του, αποτυπώνοντας μέσα απ’ το βίωμα και πλάθοντας μέσα από την εγκαρτέρηση και την όμορφη αγωνία του αύριο. Σκύβοντας στην ποίησή του αναδύεται μια χαριέσσα φωνή, απέριττη και καρτερική. Τα ποιήματα αυτά αποτελούν ιδανική αφορμή για μια εμβριθή ανασκόπηση του ήπιου, καταλαγια-σμένου λόγου του που αγγίζει και αγγίζεται με λεπτεπίλεπτη χάρη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου