Αναγνώστες

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΟΑ




Γίνε πολλαπλός σαν το Σύμπαν

«Μια μέρα ίσως θα καταλάβουν ότι επιτέλεσα όσο κανείς άλλος το εγγενές καθήκον μου να γίνω ο ερμηνευτής ενός μεγάλου μέρους του αιώνα μας. Κι όταν θα το καταλάβουν, θα πρέπει να γράψουν ότι στην εποχή μου δεν με κατάλαβαν, ότι, δυστυχώς, έζησα ανάμεσα στην αδιαφορία και την ψυχρότητα, και ότι ήταν πολύ κρίμα που μου έλαχε αυτό. Κι αυτός που θα το γράψει, θα είναι, την εποχή που θα το γράψει, αυτός που δεν θα καταλάβει, όπως αυτοί που με περιβάλλουν σήμερα, τον αντίστοιχό μου εκείνη τη μελλοντική εποχή. Γιατί οι άνθρωποι μαθαίνουν μόνο για να χρησιμεύσει η γνώση στους προπάππους τους που έχουν ήδη πεθάνει. Μόνο στους νεκρούς ξέρουμε να διδάσκουμε τους αληθινούς κανόνες της ζωής»
Μπερνάρντο Σοάρες

Στις 13 Ιουνίου του 2008 συμπληρώνονται 120 χρόνια από την ημερομηνία γέννησης του Αντόνιο Φερνάντο Νογκέιρα Πεσόα και οι προβλέψεις που φέρουν την υπογραφή, όχι τη δική του, αλλά του Μπερνάρντο Σοάρες, φαίνεται να επαληθεύονται πλήρως. Μέχρι το 1935, χρονιά που πέθανε, το όνομα του Φερνάντο Πεσόα, όπως κι εκείνα των ετερωνύμων του, αν και τάραξαν με τους διάφορους «-ισμούς» τους τα λιμνασμένα ύδατα της πορτογαλικής λογοτεχνίας, δεν είχαν καταφέρει να εισχωρήσουν στο παγκόσμιο προσκήνιο. Ωστόσο από τη δεκαετία του ‘80, η διείσδυση αρχίζει αργά αλλά σταθερά, με την ένθερμη υποστήριξη των ομοτέχνων του, όπως ο Οκτάβιο Πας, ο Μπόρχες, και πιο κοντά στις μέρες μας ο Αντόνιο Ταμπούκι, ο οποίος πέραν των μεταφράσεών του στην ιταλική γλώσσα, τού αφιέρωσε σημαντικό μέρος του συγγραφικού έργου του. Ο Χάρολντ Μπλουμ θα τον συμπεριλάβει στον «Δυτικό κανόνα» του μαζί με τους αδιαμφισβήτητα μεγάλους της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Αν λοιπόν οι σύγχρονοί του δεν τον κατάλαβαν και τον αγνόησαν, οι επόμενες γενιές, μέσω των μεταφράσεων του έργου του στις περισσότερες γλώσσες του πλανήτη, τον αναγνώρισαν, τον κατάλαβαν, και κυρίως τον αγάπησαν ως εκφραστή της δικής τους πραγματικότητας.

Ο Πεσόα είναι ταυτόχρονα ποιητής και μύθος ποιητικός. Έζησε τη ζωή του στα όρια της ανυπαρξίας, δημοσίευσε ελάχιστο μέρος του τεράστιου έργου του, έργο ανολοκλήρωτο και πολλαπλό, το οποίο κληροδότησε στις μέλλουσες γενιές, κλεισμένο στο περίφημο μπαούλο, εξασφαλίζοντας έτσι την υστεροφημία του· υπήρξε ταυτόχρονα κλασικός και μοντέρνος, παγανιστής και μυστικιστής, αλλά, πρωτίστως, δημιουργός συγγραφέων. Δεν είναι ασφαλώς ο μόνος στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα που καταφεύγει στην επινόηση των άλλων παράλληλων εαυτών: των ετερωνύμων. Ο Κίρκεγκααρντ, ο Ισπανός ποιητής Αντόνιο Ματσάδο και ο Πιραντέλο είναι κάποιοι από τους συντεχνίτες του στη χρήση των προσωπείων. Ωστόσο για τον Πεσόα η χρήση των πολλαπλών persona είναι αναπόσπαστο μέρος του λογοτεχνικού του προγράμματος, της αποστολής που ο ίδιος ανέθεσε στον εαυτό του: να ερμηνεύσει τον αιώνα του. Επεκτείνοντας την εμβληματική διακήρυξη του Ρεμπό: «Εγώ είναι ένας άλλος», το Εγώ γίνεται άλλοι: «Ο καθένας από μας είναι διάφοροι, είναι πολλοί, είναι ένας πολλαπλασιασμός των εαυτών τους». Η συνείδηση διευρύνεται και εντέλει καταλύεται (;) η συνοχή της, οι φωνές πολλαπλασιάζονται, φτάνοντας τον εκκωφαντικό αριθμό των 72, από τις οποίες ξεχωρίζουν τέσσερις ισχυρές λογοτεχνικές προσωπικότητες, η καθεμία με τη δική της βιογραφία και ποιητική. Πολλές ερμηνείες έχουν δοθεί στο φαινόμενο της ετερωνυμίας, οι οποίες επικαλούνται βιογραφικές, ψυχολογικές ή και ψυχιατρικές, φιλοσοφικές, φαινομενολογικές ακόμη και κοινωνικο-ιστορικές αιτιάσεις. Ο Πεσόα στην περίφημη επιστολή που απευθύνει τη χρονιά του θανάτου του στον νεαρό Πορτογάλο λογοτέχνη Καζάις Μοντέιρο, δίνει a posteriori τη δική του ερμηνεία, σκηνοθετώντας την εμφάνιση των ετερωνύμων του στις 14 Μαρτίου 1914, ημέρα απόλυτης δημιουργίας, την οποία αποκαλεί «θριαμβική ημέρα» της ζωής του, όπου οι τέσσερις πρωταγωνιστές φέρονται να γράφουν, απαντώντας ο ένας στον άλλο, μερικές από τις ωραιότερες σελίδες της λογοτεχνίας, θέτοντας σε εφαρμογή την προτροπή του Αλβάρο ντε Κάμπος:

Πολλαπλασιάστηκα, για να με νιώσω,

για να με νιώσω, χρειάστηκε να νιώσω τα πάντα,

ξεχείλισα, χύθηκα έξω από μένα,

γυμνώθηκα, παραδόθηκα

και σε κάθε γωνιά της ψυχής μου υπάρχει ένας βωμός σε διαφορετικό θεό.

Αλβάρο ντε Κάμπος: ο εκκεντρικός μηχανικός

Σύμφωνα πάντα με τον διευθυντή αυτής της ιδιόρρυθμης ορχήστρας, ο Αλβαρο ντε Κάμπος γεννήθηκε στην Ταβίρα στις 15 Οκτωβρίου 1890, σπούδασε μηχανολόγος και στη συνέχεια ναυπηγός-μηχανικός στη Γλασκόβη και ζει στη Λισαβόνα, άνεργος. Σε κάποιες διακοπές ταξίδεψε στην Ανατολή, απ’ όπου εμπνεύστηκε το «Opiarium». Εμαθε τα λατινικά από έναν θείο του από την Μπέιρα που ήταν ιερέας. Ψηλός, λεπτός και με μονόκλ, είναι ο αχώριστος σύντροφος του Πεσόα, μοιράζεται μαζί του τις ίδιες παιδικές αναμνήσεις, την αγγλική παιδεία, περιδιαβαίνει στο πλάι του τη Λισαβόνα και παρεμβαίνει δυναμικά στη σχέση του με την αγαπημένη του Οφέλια, γράφοντάς της εκρηκτικές επιστολές και πηγαίνοντας αντ’ αυτού στις συναντήσεις τους. Μεγαλόσχημος, δηλωμένος οπαδός του Ουίτμαν, υμνητής της τεχνολογίας και του σύγχρονου πολιτισμού, εκφραστής ενός ανεκπλήρωτου ερωτισμού και ενός φαντασιωσικού πανσεξουαλισμού, όπως απεικονίζεται στη μεγάλη ποιητική σύνθεσή του «Θαλασσινή ωδή», κυριεύεται, προϊόντος του χρόνου, από την οδύνη της ύπαρξης, το πάθος της αποτυχίας, τη μανία της ήττας και τη νοσηρή απόλαυσή της. Περιφέρει την αποτυχία της ύπαρξής του, και εντέλει φεύγει από τη ζωή μαζί με τον δημιουργό του, γράφοντας το τελευταίο ποίημά του σαράντα μέρες πριν από το θάνατο του Πεσόα. Είναι ο συγγραφέας της Θαλασσινής ωδής, «του πιο εκκωφαντικού ποιήματος» που έχει γραφτεί ποτέ, κατά τον Αγγλο ποιητή Ρόι Κάμπελ, και του Καταστήματος Ψιλικών, «του ωραιότερου ποιήματος του κόσμου», κατά τον Ταμπούκι, μια συγκλονιστική εποποιία της απόλυτης αποτυχίας.

Αλμπέρτο Καέιρο: ο φύλακας των σκέψεων

Ο Αλμπέρτο Καέιρο γεννήθηκε το 1889 και πέθανε το 1915, φυματικός. Γεννήθηκε στη Λισαβόνα, αλλά έζησε στην εξοχή. Δεν είχε επάγγελμα και σχεδόν καμία παιδεία. Τέλειωσε μόνο το Δημοτικό. Ηταν μεσαίου αναστήματος, ανοιχτόξανθος, με γαλάζια μάτια. Εχασε από πολύ νωρίς τον πατέρα του και τη μητέρα του και ζούσε από κάποια μικρά εισοδήματα, με μια γριά θεία του, αδελφή της γιαγιάς του.

Ως ποιητική ιδιοσυγκρασία είναι, εκ πρώτης όψεως, ο πλέον απομακρυσμένος από τον δημιουργό του, ο οποίος στο πρόσωπό του αναγνωρίζει τον Δάσκαλο όλων. Παγανιστής, πανθεϊστής, το βλέμμα του περιφέρεται στην επιφάνεια των πραγμάτων χωρίς να διεισδύει στο βάθος τους, γιατί το βάθος δεν υπάρχει. Η ποίησή του έχει αποκηρύξει τα χαρακτηριστικά του είδους, τη συγκίνηση, την έμπνευση, τα καλολογικά στοιχεία, το μέτρο, τις εικόνες, και αρέσκεται στην ταυτολογία ή στον διά της αρνήσεως ορισμό των πραγμάτων. Ο φύλακας των κοπαδιών, που δεν είναι κοπάδια αλλά σκέψεις, όπως και τα Ασύνδετα ποιήματά του δηλώνουν την ηρεμία, την ικανοποίηση του ποιητή να υπάρχει φυσικά, ως μέρος του Σύμπαντος, να ζει με τον τρόπο των δέντρων και των φυτών, χωρίς μεταφυσικές αγωνίες. Ωστόσο αυτή η «απλοϊκή» προσέγγιση του «βουκολικού» ποιητή είναι το αποτέλεσμα μιας ασκητικής επίπονης και απολύτως συνειδητής, όπου αποβάλλεται το περιττό, η παιδεία, το ένδυμα, για να μείνει μόνο το «βλέμμα γυμνό σαν ηλιοτρόπιο».

Ρικάρντο Ρέις: κλασικός, επικούρειος, στωικός

Ο Ρικάρντο Ρέις γεννήθηκε το 1887, στο Πόρτο, είναι γιατρός και από το 1919 ζει στη Βραζιλία, όπου εκπατρίστηκε γιατί ήταν φιλομοναρχικός. Είναι λατινιστής, λόγω της μόρφωσης που έλαβε, και αυτοδίδακτος ελληνιστής κατά το ήμισυ. Το σύνολο του έργου του αποτελείται από 250 ωδές, στις οποίες αναγνωρίζει κανείς την προσήλωσή του στους Λατίνους ποιητές, τον Λουκρήτιο, τον Βιργίλιο, τον Προπέρτιο, αλλά κυρίως στον Οράτιο, του οποίου μιμείται τις Ωδές. Ο Ρέις, στον οποίο ο νομπελίστας Πορτογάλος συγγραφέας Ζοζέ Σαραμάγκου θα αφιερώσει ένα μυθιστόρημά του, πρεσβεύει τον απόλυτο μηδενισμό, τον οποίο απολαμβάνει με επικούρεια ηδονή και στωική αταραξία. Καλλιεργεί μια γλώσσα εκλεπτυσμένη, ένα ύφος μιας σπάνιας κομψότητας, μιμούμενος αρχαία μετρικά συστήματα και επαναλαμβάνοντας αδιάκοπα το μάταιο του κόσμου και της ανθρώπινης συνθήκης, την αδυσώπητη ροή του χρόνου και της ζωής.

Μπερνάρντο Σοάρες: βοηθός λογιστής στην πόλη της Λισαβόνας

Ο ημι-ετερώνυμός μου Μπερνάρντο Σοάρες, ο οποίος άλλωστε μοιάζει σε αρκετά σημεία με τον Αλβαρο ντε Κάμπος, εμφανίζεται πάντα όταν είμαι κουρασμένος ή νυστάζω, με αποτέλεσμα να μη λειτουργούν πλήρως η σκέψη μου και ο έλεγχος. Η πρόζα του είναι μια διαρκής περιπλάνηση. Πρόκειται για έναν ημι-ετερώνυμο, γιατί η προσωπικότητά του δεν είναι η δική μου ούτε διαφορετική από τη δική μου, αλλά μέρος της δικής μου. Είμαι εγώ, αν εξαιρέσουμε τον τρόπο σκέψης και το συναίσθημα. Η πρόζα του, αν εξαιρέσουμε την οξύτητα που η σκέψη δίνει στη δική μου, είναι ίδια μ’ αυτήν εδώ, και τα πορτογαλικά του ακριβώς τα ίδια, δηλώνει ο Πεσόα.

Είτε πρόκειται για μια έμμεση ομολογία του επινοήματος της ετερωνυμίας είτε γιατί ο Μπερνάρντο Σοάρες δεν είναι μόνον αίμα από το αίμα του και σάρκα από τη σάρκα του, αλλά το ίδιο του το αίμα και η σάρκα, ο Φερνάντο Πεσόα δίνει στον αποκαλούμενο ημι-ετερώνυμο την υπόσταση μάλλον του μυθιστορηματικού προσώπου, η εικόνα του διαμορφώνεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του, είναι ταυτόχρονα ο ήρωας και ο αφηγητής, τα ιδιαίτερα φυσιογνωμικά του χαρακτηριστικά δεν δηλώνονται αλλά σχηματίζονται προοδευτικά, η μορφή του είναι τελικά πιο ολοκληρωμένη από εκείνη των άλλων ετερωνύμων. Βοηθός λογιστής το επάγγελμα, κάτοικος της Λισαβόνας, ο Μπερνάρντο Σοάρες εργάζεται σ’ έναν εμπορικό οίκο που βρίσκεται στη Ρούα ντος Ντοραδόρες, στο ιστορικό κι εμπορικό κέντρο της πορτογαλικής πρωτεύουσας, την Μπάισα, που σημαίνει Κάτω Πόλη, καθότι την Ανω Πόλη της Λισαβόνας συνιστούν τα υψώματά της, οι λόφοι της, απ’ όπου συχνά ο ακαταπόνητος αυτός διαβάτης ατενίζει το Καστέλο Σάο Ζορζ, τον ποταμό Τάγο και τον ουρανό της ατλαντικής αυτής πόλης. Έχει για αφεντικό του τον υφασματέμπορο Βάσκες, προϊστάμενό του τον λογιστή Μορέιρα, και συνάδελφό του τον εμπορικό αντιπρόσωπο Μπόρζες, όπως όλοι τους απαθανατίζονται στη φωτογραφία του γραφείου. Ζει σ’ ένα επιπλωμένο δωμάτιο στον ίδιο δρόμο, στη Ρούα ντος Ντοραδόρες, παίρνει τα γεύματά του σ’ ένα μαγέρικο στον ίδιο δρόμο, που όπως δηλώνει «περιέχει για μένα όλο το νόημα των πραγμάτων, τη λύση όλων των αινιγμάτων», και όταν δεν εκτελεί λογιστικές πράξεις, καταγράφει τις εντυπώσεις του και τους στοχασμούς του στο Βιβλίο της ανησυχίας, συνθέτοντας ένα από τα σημαντικότερα βιβλία του 20ού αιώνα.

Με τον Μπερνάρντο Σοάρες ο Πεσόα επανασυνδέεται με τις λογοτεχνικές συμβάσεις και τον κανόνα, τις ευρέως αποδεκτές έννοιες, του συγγραφέα, της αυτοβιογραφίας και του λογοτεχνικού ήρωα. Η πόλη της Λισαβόνας, η ζωή του βοηθού λογιστή συνιστούν μια αντανάκλαση μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της λογοτεχνίας της ζωής του ίδιου του Πεσόα.

Και ο Φερνάντο Πεσόα;

Ο ποιητής που φέρει τη βιογραφία του ίδιου του Φερνάντο Πεσόα και υπογράφει με το όνομά του, επιτρέπει στον εαυτό του μια μεγαλύτερη ποικιλία θεματολογίας, ύφους και τεχνοτροπίας. Είναι ταυτόχρονα ο ελεγειακός ποιητής της Συλλογής τραγουδιών, ο επικός ποιητής του Μηνύματος, ο ποιητής των English Poems, ο ανεξάντλητος δοκιμιογράφος στην πορτογαλική αλλά και στην αγγλική γλώσσα, που σχολιάζει την επικαιρότητα της εποχής του, λογοτεχνική αλλά και πολιτική και κοινωνική, και γράφει για όλα τα θέματα, από τη λογιστική ώς τη θεολογία, και ο γνωστικιστής, ο οπαδός της μαγείας και του αποκρυφισμού. Είναι ο ιδρυτής του μοντερνιστικού περιοδικού Orfeu, ο συγγραφέας της μυστηριώδους Ωρας του Διαβόλου, του ανατρεπτικού διηγήματος του Αναρχικού Τραπεζίτη, του θεατρικού στατικού δράματος Ο ναυτικός, προάγγελου του Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ, και της «υποκειμενικής τραγωδίας» του ανολοκλήρωτου αλλά εξαίρετου Φάουστ. Αλλά πρωτίστως είναι ο ποιητής που ορίζει την τέχνη του λέγοντας: «Προσποίηση είναι του ποιητή η τέχνη».

Η «ξανακερδισμένη» ενότητα

Η εκουσίως κατακερματισμένη αυτή δημιουργία, οι δημιουργοί με τις διαφορετικές αισθητήριες κεραίες και, κατά συνέπεια, προσεγγίσεις του κόσμου, με τη διαφορετική φιλοσοφία και αισθητική, είναι παραπόταμοι που πηγάζουν από την ίδια εσωτερική λίμνη της συνείδησης, την οποία στη συνέχεια αποποιούνται, κυλώντας σε διαφορετικές κοίτες, για να εκβάλλουν στον μεγάλο ωκεανό του μυστηρίου της ανθρώπινης ύπαρξης. Στην πορεία τους προσπάθησαν να κατανοήσουν, να ορίσουν, να απαντήσουν στα ίδια θεμελιώδη ερωτήματα: τι είναι ζωή, θάνατος, άνθρωπος, Θεός, Σύμπαν, σύμβολο, ψυχή, τέχνη, αισθάνομαι, έρωτας, με τρόπους διαφορετικούς, με όλα τα μέσα που διαθέτουν η ανθρώπινη συνείδηση και γνώση. Η προγραμματική διακήρυξη της πολλαπλής ενότητας γίνεται διά στόματος του Αλβαρο ντε Κάμπος:



Όσο πιο πολύ αισθανθώ, όσο πιο πολύ αισθανθώ σαν διαφορετικά πρόσωπα,

όσες πιο πολλές προσωπικότητες αποκτήσω,

όσο πιο έντονα, πιο στριγκά τις αποκτήσω,

όσο πιο ταυτόχρονα αισθανθώ μ’ όλες αυτές,

όσο πιο ομοιότροπα διαφορετικός, ανομοιότυπα προσεκτικός,

υπάρξω, αισθανθώ, ζήσω, είμαι,

τόσο πιο πολύ θα αποκτήσω τη συνολική ύπαρξη του Σύμπαντος,

τόσο πιο πλήρης θα ‘μαι σ’ολόκληρη την έκταση του Διαστήματος,

τόσο πιο όμοιος με το Θεό, όποιος και να ‘ναι,

γιατί, όποιος και να ‘ναι, ασφαλώς είναι το Άπαν,

κι έξω απ’ Αυτόν έχει μόνο Αυτόν, και το Άπαν γι’ αυτόν είναι λίγο.

Μαρία Παπαδήμα

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ –
13/06/2008 (Ελευθεροτυπία, από ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον αφιέρωμα για τα 120 χρόνια από τη γέννηση του Φερνάντο Πεσόα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου