Α ποδείξεις διάλυσης του κράτους, ανυπαρξίας κράτους. Διαδέχονται η μια την άλλη στο καλοστημένο από τα ΜΜΕ προσκήνιο της δημοσιότητας, με συνεχή και πυκνή ροή.
Τα Ζωνιανά. Το ρημαγμένο σχολικό κτήριο στο Παγκράτι. Η φενάκη του «ενδιαφέροντος» και των «διαλόγων» για το ασφαλιστικό. Τα 547 «βαρέα και ανθυγιεινά» επαγγέλματα. Οι κωμικές «ποινές» για την καταστροφή της Κορώνειας και του Ασωπού. Η κατά βούλησιν εφαρμογή του καινούργιου νόμου – πλαισίου για τα πανεπιστήμια.
Νωπή επιπλέον η φρίκη και κραυγάζουσα η δυστυχία από το ολοκαύτωμα της χώρας πριν ένα μόλις τρίμηνο. Και μόνιμα ανοιχτές πάμπολλες πληγές, γαγγραινιασμένες από πολλά χρόνια, βασανισμού του λαϊκού σώματος: Ο εφιάλτης υπανάπτυξης και κακομοιριάς στα κρατικά νοσοκομεία, η θεσμοποιημένη βαναυσότητα στο ΙΚΑ. Η ανεξέλεγκτη βία στους δρόμους, ο φόβος του απροστάτευτου πολίτη. Η διάστροφη «αγωγή» και η «προοδευτική» ασυδοσία στα σχολειά, απαιδευσία και αγλωσσία, η αχρηστευμένη βαθμίδα του λυκείου, η ανατριχιαστική υποβάθμιση των πανεπιστημίων. Η ολοκληρωτική απουσία πειθαρχικού και λειτουργικού ελέγχου της δημοσιοϋπαλληλίας, το αντικοινωνικό καρκίνωμα που ονομάζεται «συνδικαλισμός του δημόσιου τομέα». Η υπαλληλοποίηση των Ενόπλων Δυνάμεων – και τα μύρια όσα ανάλογα.
Ο πολίτης, με εναργείς προσλαμβάνουσες της κρατικής διάλυσης, έχει «πολλήν απορίαν» πώς να εντάξει σε αυτό το δραματικό σκηνικό την υπερεκχειλίζουσα αυταρέσκεια των επαγγελματιών της πολιτικής. Βλέπει τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς του, βλέπει και τη συμπλεγματική αντιπολίτευση να αυτοχειροκροτούνται, καθένας για πάρτη του, ρητορεύοντας, κομπάζοντας, χαμογελώντας με νοσηρή υπεροψία. Και διερωτάται ο πολίτης σε ποιο σύμπαν κατοικούν αυτές οι γραφικές εξωπραγματικές φιγούρες. Ο ρόλος που διεκδικούν μοιάζει πια καθαρά περιθωριακός και διακοσμητικός, έτσι εξόφθαλμα ανίκανοι που αποδείχνονται τόσες δεκαετίες τώρα οι πολιτικοί.
Το κοπάδι υπνοβατεί στο κενό, στο τίποτα – ας υποδείξει κάποιος ιστορική τραγωδία πιο ανέλπιδη από αυτήν που ζει ο Ελληνισμός σήμερα. Και σε μια τέτοια παρανοϊκή κατακρήμνιση, στο άληκτο γκρεμοτσάκισμα, κατακομματιάζονται καθημερινά θεσμοί, επενδύσεις ελπίδων, θησαυρίσματα αρετής των προγενέστερων, γλώσσα που μιλιέται τριάμισι χιλιάδες χρόνια, ιστορική συνείδηση ευγενικής καταγωγής και επίκαιρης πάντα πρότασης πολιτισμού. Ομως, οι «ηγέτες» ακκίζονται δίχως ντροπή, περίπου σαν γυμνοί ανάμεσα σε ντυμένους. Εκτοπλάσματα παρωχημένων, νεκρωμένων από την τυποποίηση και τη συμβατικότητα ιδεολογιών, δάνειων μεθόδων και επαρχιώτικης κουτοπονηριάς, συγκροτούν κάτι σαν αποικία εξωγήινων μέσα στην ελληνική κοινωνία ή –σωστότερα– έναν υπόκοσμο σε σχέση με τον κόσμο των πραγματικών ανθρώπινων προβλημάτων και αναζητήσεων.
Η πλειονότητα των πολιτών μάλλον διαπιστώνει τη δραματική κατρακύλα και την ασχετοσύνη της ηγεσίας, αλλά μοιάζει να ακροβατεί ανάμεσα στην υπνοβασία και στην εγρήγορση. Βλέπει την ανήκεστη βλάβη, τη διάλυση του κράτους, ανήμπορη να αντιδράσει, όπως στους ονειρικούς εφιάλτες. Γίνεται ενστικτωδώς εγωκεντρική –ο σώζων εαυτόν σωθείτω– γαντζώνεται στα συμφέροντα των εξωγήινων και τα υπηρετεί, κομματικά και συνδικαλιστικά συμφέροντα ωμής και ποταπής ιδιοτέλειας. Ετσι συντηρούν οι εξωγήινοι την υπνοβασία και αποχαυνώνουν την εγρήγορση. Ποντάρουν στην αδυναμία των πολλών να αντέξουν ψυχολογικά την παραδοχή του αδιεξόδου. Στρατολογούν τους υπνοβάτες να λειτουργούν σαν «βαποράκια» παραισθησιογόνου αισιοδοξίας.
Το λογικό ερώτημα, σε στιγμές εγρήγορσης, είναι: τι μπορεί να γίνει; Και τίμια λογική απάντηση στο ερώτημα δεν μπορεί να υπάρξει άλλη από το τίποτα. Τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Οποιος θεωρήσει υπερβολικά «απαισιόδοξη» την απάντηση, ας δεχθεί την πολύ συγκεκριμένη πρόκληση: Πρώτα να επισκεφθεί το Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο, να συγκρίνει την οργάνωση, τη λειτουργία, τις συνθήκες νοσηλείας, την ευπρέπεια των χώρων (ύστερα από τόσα χρόνια προσφοράς υπηρεσιών) με οποιοδήποτε κρατικό νοσοκομείο. Και ύστερα να σκεφθεί: Ποιο στοιχείο δημιουργεί την καισαρική διαφορά; Ελληνικά χέρια διαχειρίζονται το Ωνάσειο, ελληνικά και τα κρατικά νοσοκομεία.
Μοναδική διαφορά είναι ότι στα κρατικά νοσοκομεία ισχύει η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, στο Ωνάσειο όχι. Και αυτή η διαφορά εξηγεί το γιατί δεν μπορεί να γίνει τίποτα στη σημερινή Ελλάδα, τίποτα που να ανακόψει τη διάλυση του κράτους, τον βασανισμό των ανήμπορων.
Ποιος πολιτικός θα τολμήσει ποτέ, όχι να καταργήσει τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά να εφαρμόσει τους νόμους, τον κοινωνικό έλεγχο πειθαρχικών παραπτωμάτων, λειτουργικής ανεπάρκειας των «λειτουργών» του δημόσιου τομέα; Ποιος ποτέ θα τολμήσει να βγάλει τις συνέπειες της εφαρμογής των νόμων: να απολύσει τις μάζες των κηφήνων, των αναιδών σατραπίσκων, των ανίκανων ή αδιάφορων τυράννων του λαϊκού σώματος που μπήκαν με ρουσφέτι στη δημοσιοϋπαλληλία;
Ενδεχόμενο τέτοιας ελπίδας θα προκύψει (ελπίδας και μόνο) τη μέρα που θα δούμε ελληνικό αριστερό κόμμα να συγκρούεται στους δρόμους με τους συνδικαλισμένους του δημόσιου τομέα. Οταν υπάρξει Αριστερά που να υπερασπίσει τα πραγματικά λαϊκά αιτήματα, το δίκιο και την αξιοπρέπεια του φτωχού και ανήμπορου ενάντια στην τυραννία του κατεστημένου μανδαρινάτου της δημοσιοϋπαλληλίας. Ελπίδα στην Ελλάδα θα γεννηθεί όταν πρώτη μια γνήσια Αριστερά θα απαιτήσει πειθαρχικά συμβούλια και αμείλικτη ποιοτική αξιολόγηση της δουλειάς κάθε δημόσιου υπαλλήλου.
Η στάση απέναντι στις ευθύνες της δημοσιοϋπαλληλίας για τη διάλυση του κράτους και τον βασανισμό του πολίτη κρίνει τη γνησιότητα ή την καπηλεία των κοινωνιοκεντρικών στόχων της Αριστεράς. Σήμερα στην Ελλάδα η λεγόμενη Αριστερά δεν μοιάζει να είναι κάτι περισσότερο από ωμή καπηλεία, συντεχνία συντονισμού και προστασίας ιδιοτελών συμφερόντων στα πανεπιστήμια, στον συνδικαλισμό, σε κάθε στίβο διεκδίκησης εξουσίας.
Η υπνοβασία αποδείχνεται περίπου αυτονόητη προϋπόθεση επιβίωσης, η αφύπνιση και εγρήγορση κίνδυνος. Εκπλήσσει η εγρήγορση, ενοχλεί, εξοργίζει. Γι’ αυτό και μεθοδικά περιθωριοποιείται ή εγκαταλείπεται.