Αναγνώστες

Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

Wislawa Szymborska

[Αναζητώντας την λέξη] Wislawa Szymborska ~ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ



Η Wislawa Szymborska ήταν Πολωνή ποιήτρια,  μεταφράστρια,  δοκιμιογράφος και αποδέκτρια του Nobel Prize το 1996 για την λογοτεχνία. Γεννήθηκε στο Prowent, και αργότερα μετακόμισε στην Κρακοβία όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής της.Την περιέγραψαν ως τον Mozart της ποίησης. Στην Πολωνία οι πωλήσεις των βιβλίων της έφτασαν σε ύψος αντίστοιχων διάσημων συγγραφέων. Αν και η ίδια κάποτε είχε παρατηρήσει σε ένα ποίημα, Some like poetry, πως δεν υπάρχουν περισσότεροι από δύο μέσα σε χίλιους ανθρώπους που ενδιαφέρονται για την τέχνη.
 
Τιμήθηκε το 1996 με το βραβείο Νόμπελ «για ποίηση που με ειρωνική ακρίβεια επιτρέπει σε ιστορικά και βιολογικά πλαίσια να διαφωτιστούν μες στα θραύσματα της ανθρώπινης πραγματικότητας». Έγινε παγκόσμια γνωστή εξαιτίας αυτού του λόγου. Το έργο της έχει μεταφραστεί στα αγγλικά και σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες όπως επίσης και στα αραβικά, εβραϊκά, ιαπωνικά και κινέζικα.  

 
Η ζωή της
Η Wisława Szymborska γεννήθηκε στις 2 Ιουλίου 1923 και ήταν η κόρη του Wincenty και της Άννας Szyborski. Η οικογένειά της μετακόμισε στην Κρακοβία το 1931 όπου έζησε και δούλεψε μέχρι τον θάνατό της το 2012. Όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος το 1939, συνέχισε την μόρφωσή της σε υπόγειες τάξεις. Από το 1943 δούλεψε ως υπάλληλος στην σιδηροδρομική εταιρεία και κατάφερε να αποφύγει την αναγκαστική μετανάστευση στην Γερμανία σαν εργάτρια. Ήταν περίπου εκείνη η εποχή που άρχισε την καριέρα της σαν καλλιτέχνης, με εικονογραφήσεις παιδικών βιβλίων. Επίσης άρχισε να γράφει ιστορίες και ποιήματα. Το 1945 σπούδασε πολωνική φιλολογία και λογοτεχνία και μετά κοινωνιολογία στο πανεπιστήμιο της Κρακοβίας. Εκεί συμμετείχε ενεργά στον ντόπιο λογοτεχνικό κύκλο και επίσης εκεί συνάντησε τον Czeslaw Milosz από τον οποίο είχε επιρροές. Τον Μάρτιο του 1945 εξέδωσε το πρώτο της ποίημα, Looking for a word, στην ημερήσια εφημερίδα Dziennik Polski. Συνέχισε να εμφανίζει ποιήματά της σε διάφορες εφημερίδες περιοδικά για αρκετά χρόνια. Το 1948 παράτησε τις σπουδές της χωρίς ποτέ να πάρει πτυχίο λόγω της οικονομικής της δυσχέρειας. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε τον ποιητή Adam Wlodek, τον οποίο χώρισε το 1954 χωρίς να έχουν κάνει παιδιά. Τον καιρό που ήταν παντρεμένη δούλευε ως γραμματέας και εικονογράφος για ένα εκπαιδευτικό περιοδικό.
Το πρώτο της βιβλίο εκδόθηκε το 1949 αλλά λογοκρίθηκε λόγω «ότι δεν είχε τις κοινωνικές απαιτήσεις». Όπως πολλοί πνευματικοί άνθρωποι στην μεταπολεμική Πολωνία η ποιήτρια παρέμεινε πιστή στην επίσημη ιδεολογία υπογράφοντας πολιτικές δηλώσεις και εξαίροντας τον Στάλιν, Λένιν και τις θεωρίες του σοσιαλισμού. Οι πολιτικές της πεποιθήσεις φαίνονται ξεκάθαρα στην πρώτη της συλλογή (That is what we are living for). Ήταν μέλος του κυβερνώντος εργατικού κόμματος αλλά όπως πολλοί διανοούμενοι αριστεροί σιγά-σιγά αποξενώθηκε από την σοσιαλιστική ιδεολογία  Αν και ποτέ δεν έφυγε επίσημα από το κόμμα μέχρι το 1966, άρχισε να έχει επαφές με αντιφρονούντες. Το 1957 έγινε φίλη με τον Jerzy Giedroyc, τον εκδότη του περιοδικού, επηρεασμένου από τους παριζιάνους μετανάστες, Kultura, στο οποίο η ίδια συνείσφερε. Το 1964 ήρθε αντιμέτωπη με τις κομμουνιστικές διαμαρτυρίες εναντίον των Times, απαιτώντας ελευθερία του λόγου.
Το 1953 μπήκε στην ομάδα της λογοτεχνικής κριτικής του περιοδικού Literary Life όπου εργάστηκε ως το 1981 και από το 1968 είχε δική της στήλη κριτικής βιβλίων. Πολλά από τα δοκίμια της από εκείνη την περίοδο εκδόθηκαν αργότερα σε βιβλίο. Από το 1981 ως το 1983 ήταν συντάκτρια στο μηνιαίο περιοδικό Pismo. Κατά την δεκαετία του ’80 συνέχισε με ένταση τις αντιπολιτευτικές δραστηριότητες με την συμβολή της σε διάφορα αντιπολιτευτικά περιοδικά  Η Szymborska μετέφρασε γαλλική λογοτεχνία στα πολωνικά και στην Γερμανία συσχετίστηκε με τον μεταφραστή της, Karl Dedeciys, ο οποίος διέδωσε το έργο της στην χώρα του.
 
Η Wislawa Szymborska πέθανε στον ύπνο της, την 1 Φεβρουαρίου 2012 στο σπίτι της στην Κρακοβία σε ηλικία 88 ετών. Δούλευε πάνω στην καινούρια της ποιητική συλλογή την οποία δεν μπόρεσε ποτέ να εκδώσει. Η φήμη της βασίζεται πάνω σε ένα σχετικά μικρό έργο, 350 ποιημάτων. Όταν ρωτήθηκε γιατί εξέδωσε τόσα λίγα ποιήματα απάντησε «Έχω ένα σκουπιδοτενεκέ μες στο σπίτι μου».

Σύννεφα

Πρέπει πραγματικά πολύ γρήγορα
τα σύννεφα να περιγράψω
Ένα δέκατο δευτερολέπτου είναι αρκετό
για να αρχίσουν κάτι άλλο να’ ναι

Το σήμα κατατεθέν τους:
Δεν επαναλαμβάνουν σχήμα,
χρώμα, στάση, κανονισμό

Δεν βαρύνονται με κανενός είδους μνήμη
νωχελικά επιπλέουν πάνω από τα γεγονότα
Σε τι θα μπορούσαν να γίνουν μάρτυρες;
Μόλις κάτι συμβεί σκορπίζουν μακριά
συγκρινόμενη η ζωή με τα νέφη
είναι δεμένη μόνιμα σε στερεό έδαφος
σχεδόν για πάντα

Σε σχέση με τα σύννεφα
Ακόμα και η πέτρα μοιάζει γι αδερφός
Κάποιος που μπορείς να εμπιστευτείς
Ενώ αυτά είναι απόμακρα, ιπτάμενα ξαδέρφια

Άσε τους ανθρώπους να υπάρχουν, αν το θέλουν
Και μετά να πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλον
Τα σύννεφά πραγματικά δεν νοιάζονται
για τα γήινα

και κάπως έτσι η αλαζονική πτήση τους
περιπλέει ομαλά πάνω απ’ όλη την ζωή
την δική σου και την δική μου,
ακόμα ημιτελής

Δεν είναι υποχρεωμένα να εξαφανιστούν
μόλις πεθάνουμε
και δεν έχουν την ανάγκη να τα βλέπουμε
καθώς ταξιδεύουν

I’d have to be really quick
to describe clouds -
a split second’s enough
for them to start being something else.

Their trademark:
they don’t repeat a single
shape, shade, pose, arrangement.

Unburdened by memory of any kind,
they float easily over the facts.

What on earth could they bear witness to?
They scatter whenever something happens.

Compared to clouds,
life rests on solid ground,
practically permanent, almost eternal.

Next to clouds
even a stone seems like a brother,
someone you can trust,
while they’re just distant, flighty cousins.

Let people exist if they want,
and then die, one after another:
clouds simply don't care
what they're up to
down there.

And so their haughty fleet
cruises smoothly over your whole life
and mine, still incomplete.

They aren't obliged to vanish when we're gone.
They don't have to be seen while sailing on.
 
 

 
Βασανιστήρια
 

 
Τίποτα δεν έχει αλλάξει.
Το σώμα υποκύπτει στον πόνο,
πρέπει να φάει και να ανασάνει και να κοιμηθεί
έχει λεπτό δέρμα και αίμα από κάτω,
ένα επαρκή απόθεμα από δόντια και νύχια,
τα οστά του είναι εύθραυστα, οι αρθρώσεις του ευλύγιστες.
Στα βασανιστήρια όλα αυτά έχουν σημασία

Τίποτα δεν έχει αλλάξει
Το σώμα ριγεί καθώς ριγούσε
πριν από την ίδρυση της Ρώμης και μετά,
στον εικοστό αιώνα πριν και μετά τον Χριστό.
Τα βασανιστήρια είναι όπως ήταν, απλά η γη γίνεται μικρότερη,
και ό, τι συμβαίνει μοιάζει
σαν να συμβαίνει στην άλλη πλευρά του τοίχου.

Τίποτα δεν έχει αλλάξει.
Απλά υπάρχουν περισσότεροι άνθρωποι,
εκτός από τα παλιά νέα αδικήματα έχουν εμφανιστεί,
αληθινά, φανταστικά, προσωρινά και καθόλου,
αλλά το ουρλιαχτό με το οποίο το σώμα ανταποκρίνεται
σ’ αυτά ήταν, είναι και θα είναι το ίδιο ουρλιαχτό της αθωότητας
σύμφωνα με την κλίμακα και τον τόνο του χρονοδιαγράμματος.

Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Ίσως μόνο οι τρόποι, οι τελετές, οι χοροί.
Όμως η κίνηση των χεριών για να προστατεύσει το κεφάλι
είναι η ίδια ακριβώς.
Το σώμα σπαρταράει, αναπηδάει και προσπαθεί να τραβηχτεί μακριά,
τα πόδια το προδίδουν, πέφτει, τα γόνατα σηκώνονται ψηλά,
μελανιάζει, πρήζεται, σαλιώνει, ματώνει.

Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Εκτός φυσικά από τα σύνορα, την γραμμή των δασών,
των ακτών, των ερήμων, των παγετώνων.
Μέσω αυτών των τοπίων περιπλανιέται άσκοπα η ψυχή,
εξαφανίζεται, ξαναγυρίζει, πλησιάζει, απομακρύνεται,
αποξενωμένη από τον εαυτό της, άπιαστη,
κάποιες φορές αβέβαιη και κάποιες σίγουρη για την ύπαρξή της
ενώ το σώμα είναι και είναι και είναι
και μέρος δικό του δεν έχει.  
 
  
 
Tortures
 
Nothing has changed.
The body is susceptible to pain,
it must eat and breathe air and sleep,
it has thin skin and blood right underneath,
an adequate stock of teeth and nails,
its bones are breakable, its joints are stretchable.
In tortures all this is taken into account.

Nothing has changed.
The body shudders as it shuddered
before the founding of Rome and after,
in the twentieth century before and after Christ.
Tortures are as they were, it's just the earth that's grown smaller,
and whatever happens seems right on the other side of the wall.

Nothing has changed. It's just that there are more people,
besides the old offences new ones have appeared,
real, imaginary, temporary, and none,
but the howl with which the body responds to them,
was, is and ever will be a howl of innocence
according to the time-honoured scale and tonality.

Nothing has changed. Maybe just the manners, ceremonies, dances.
Yet the movement of the hands in protecting the head is the same.
The body writhes, jerks and tries to pull away,
its legs give out, it falls, the knees fly up,
it turns blue, swells, salivates and bleeds.

Nothing has changed. Except for the course of boundaries,
the line of forests, coasts, deserts and glaciers.
Amid these landscapes traipses the soul,
disappears, comes back, draws nearer, moves away,
alien to itself, elusive, at times certain, at others uncertain of its own existence,
while the body is and is and is
and has no place of its own. 

επιμέλεια - απόδοση στα ελληνικά Μαρία Ροδοπούλου

πηγή poemshunter.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου