Αναγνώστες
Παρασκευή 30 Μαΐου 2014
Οδυσσέας Ελύτης Το ερωτικό πένθος ανάμεσα στις λέξεις του
Πολλές φορές ακούγοντας ή διαβάζοντας την ερωτική ποίηση του Ελύτη, σχημάτισα κάποιες απόψεις που θα ήθελα κάποτε να τις συστηματοποιήσω και να τις παρουσιάσω. Μου δίνεται τώρα η ευκαιρία να τις εκθέσω συντομευμένες και χωρίς οργάνωση, μόνο και μόνο για να τις εξωτερικεύσω και να τις αντιμετωπίσω για πρώτη φορά αντικειμενικά σημειωμένες στο χαρτί.
Η θεωρία μου ξεκινάει από την αίσθηση του πένθους που νιώθω να υπάρχει στην έκφραση του αισθήματος στα περισσότερα ελυτικά ποιήματα, είτε άμεσα είτε έμμεσα ερωτικά. Το πένθος, βέβαια, είναι στενά και αυτονόητα δεμένο με τον έρωτα, εφόσον ο αποχωρισμός από το αγαπημένο πρόσωπο είναι ακριβώς εκείνος που γεννά το άλγος και τη θλίψη όπου συνήθως ριζώνει ο ερωτικός καημός. Αποχωρισμός πρόσκαιρος ή αποχωρισμός παντοτινός. Η εφήμερη στέρηση ή η οριστική απώλεια του αγαπημένου προσώπου γεννά το πένθος. Σαν να πρόκειται για κάποιον οιωνεί νεκρό που, αυτός ή αυτή που αγαπάει, πενθεί.
Ό,τι μου γέννησε την περιέργεια να σκεφτώ αυτό το δίπολο έρωτα-πένθους στον Ελύτη από μιαν άλλη σκοπιά, ήταν η ποιότητα αυτού του πένθους, το είδος της απώλειας που βιώνει ο ποιητής όταν χάνει το ερωτικό αντικείμενο - την ωραία γυναίκα ή το άγουρο κορίτσι.
Υποστηρίζω πως η απώλεια γι' αυτόν δεν είναι οιωνεί απώλεια. Απομάκρυνση, χωρισμός, αποξένωση, διάψευση, απογοήτευση, προδοσία. Είναι κυριολεκτικά θάνατος. Θάνατος βιολογικός. Η αγαπημένη στον Ελύτη δεν φεύγει, πεθαίνει στ' αλήθεια. Το πένθος δεν είναι μεταφορικό, είναι πραγματικό. Και το ερωτικό αίσθημα, όσο διαρκεί η σχέση, το διαπερνά το άγχος αυτής της φυσικής διακοπής, το σταμάτημα της ζωής, είτε του εραστή είτε της ερωμένης.
Θεωρούμε το Μονόγραμμα ένα από τα δυο-τρία ωραιότερα ερωτικά ποιήματα που γράφτηκαν στα Γράμματά μας. Το διαβάζουμε ανέμελα και το αφιερώνουμε τρυφερά. Στη μνήμη μας μένουν οι στίχοι του, αποτυπώσεις ειδυλλίων που ταυτίστηκαν με αισθήσεις στα ελληνικά νησιά. Και δεν προσέχουμε ποτέ τη «φιλοσοφία» του ερωτισμού σε αυτό το ποίημα, το σκηνογραφικό πλαίσιο της γραφής του, το συναίσθημα που το διαπερνάει απ' άκρη σ' άκρη.
Πρόκειται για ποίημα υποβλητικού Πένθους. Αρχίζει με τη λέξη Πενθώ. Προηγείται ένα προανάκρουσμα θρήνου του ποιητή μες στον Παράδεισο. Αν το μετατρέπαμε σε αφήγηση θα μιλούσαμε για τον ποιητή που μες στον παράδεισο της ποίησής του πενθεί την απώλεια της Αγαπημένης, πεθαμένος ο ίδιος πια. Σε κάποιο κορυφαίο σημείο η εικόνα γίνεται βαθιά επικήδεια. Αγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς, δάκρυα των Αγίων, καμπάνες, η ώρα του θανάτου του εραστή που δεν θέλει με τίποτα ν' αποχωριστεί την Αγαπημένη, που λίγο πριν, νεκρή Οφηλία, φοράει το λευκό νυφικό αντί για σάβανο. Ολόκληρη η σύνθεση, αν και πάλλεται από ευτυχισμένα στιγμιότυπα ερωτικής πλήρωσης, υπονομεύεται από το άγχος της οριστικής απώλειας και της πένθιμης λύπης. [Πολλές φορές διαβάζοντας το Μονόγραμμα η πένθιμη όψη του έρωτα και η μεταφυσική σύλληψη της γυναίκας, αλλά και, τεχνικά, η ιδιαίτερη χρήση της παθιασμένης επανάληψης («μ' ακούς;»), όπως κι ένα κλίμα μεσημεριάτικου σκοταδιού (αλλιώτικου απ' αυτό του Σεφέρη, πιο διάφανου και γι' αυτό πιο μυστηριακού, βγαλμένου από τον σπαραγμό της έλλειψης του αγαπημένου προσώπου (ή κορμιού) που έγινε μόνο χρώμα και φως), μου ανακάλεσαν πολλές φορές τον Κλωντέλ στον «Κλήρο του μεσημεριού», μια σχέση κατά τη γνώμη μου όχι απίθανη αφού ο Ελύτης είχε δει και θαυμάσει στο Παρίσι την περίφημη παράσταση του Μπαρρώ - σχέση που θ' άξιζε κάποτε να μελετηθεί].
Σ' ένα άλλο ποίημα, ο έρωτας και το πένθος εμφανίζονται πιο «κρυπτικά», ή πιο αλχημικά μεταμορφωμένα. Για χρόνια ακούμε την περίφημη Μαρίνα των Βράχων και τη χαιρόμαστε σαν έναν ηλιόλουστο ύμνο ερωτικής λατρείας κάποιου θαλασσινού κοριτσιού. Ο πρώτος στίχος «Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη», ένα πετυχημένο ρητό που εφαρμόζει τέλεια ακόμη και σε διαφημιστικές καμπάνιες για κάποια αισθησιακή απόλαυση. Τα χείλη του κοριτσιού με την άρμη του σάλιου και τον σάλο του πόθου που ανακαλεί τον ρόχθο της ταραγμένης θάλασσας. Από τις πιο υψηλές στιγμές του ερωτικού λυρισμού μας. Ποιος μας λέει, όμως, ότι ο στίχος αυτός είναι μόνο μεταφορικός. Και δεν είναι και κυριολεκτικός. Αν τον εννοήσουμε ακριβώς όπως διατυπώνεται, η σημασία του ίσως να μην είναι καθόλου μεταφορική. Το κορίτσι έχει το ίδιο μια γεύση τρικυμίας στα χείλη. Και μάλιστα γεύση πικρή. Εχει δηλαδή γευτεί τη θάλασσα, έχει δοκιμάσει στο στόμα του την τρικυμία. Ολοι οι στίχοι που έπονται είναι στίχοι ανάμνησης. Στίχοι ελεγειακής νοσταλγίας. Στο φινάλε, η ηρωίδα αποχαιρετάει το αίνιγμά της στους κινδύνους των βράχων, δίχως χτες και αύριο. Οσα προηγήθηκαν, ως εικόνες μυστηριακής περιπλάνησης σ' ένα ερωτικό χρυσό καλοκαίρι, θα οδηγηθούν σ' έναν τελικό αποχαιρετισμό, εκεί, στο απόκρημνο της οριστικής λήθης, πάνω στα βράχια τα σημαδεμένα από τη θύελλα. Η καθαρολογική γραφή του ποιήματος και η μετουσίωση των εικόνων, αφήνουν μετέωρη και αμφιρρέπουσα τη νοηματική συμπεριφορά του λόγου. Το ποίημα θα μπορούσε, βέβαια, ν' αναφέρεται σε μια καλοκαιρινή ερωτική περιπέτεια που ο Σεπτέμβρης με την πρώτη σταγόνα της βροχής έσβησε τη φλόγα της, κι η αγαπημένη έμεινε στους βράχους σαν μια σειρήνα ν' αποχαιρετάει τον εραστή που τον παίρνει το καράβι της επιστροφής. Γιατί όμως να μην αναφέρεται και σε μια καλοκαιρινή ερωτική ανάμνηση από μια περιπέτεια του καιρού της αθωότητας μ' ένα κορίτσι που γεύτηκε την τρικυμία, πέφτοντας από τα βράχια και πεθαίνοντας μέσα στη δίνη ενός φοβερού πνιγμού; Κι όλο το ποίημα να είναι μόνο το χαρμόσυνο μνημόσυνο μιας ύπαρξης που δεν πρόλαβε να ζήσει και γι' αυτό έμεινε, χωρίς χτες και χωρίς αύριο, ενσωματωμένο στις πολύχρωμες εικόνες του θέρους; Λαμπερό, αλλά παρ' όλα αυτά στοιχειωμένο...
Ο Ελύτης είναι ποιητής πολύ πιο ιδιόρρυθμος απ' ό,τι φανερώνει η ευθύτητα του κόσμου και του οράματός του, τα κλισέ που συνηθίσαμε να τον συνοδεύουν. Κάπου άλλωστε τ' ομολογεί κι ο ίδιος πως «σαν ένας άλλος κι όχι εγώ μες στη ζωή πορεύτηκα», εννοώντας την κάλυψη της αληθινής του ζωής κάτω από μια άλλη ζωή (την ποιητική ) εξίσου, ή και περισσότερο, αληθινή μέσα στην πλασματικότητά της. Αν ο Ρεμπώ θέλησε να μεταλλάξει μέσω της αλχημείας του λόγου το απλό σε σιβυλλικό, ο Ελύτης νομίζω πως έκανε ακριβώς το αντίθετο: μετέτρεψε το βαθύ σε διάφανο, το βαρύ σε ανάλαφρο, το δυσνόητο σε αυταπόδεικτο. Από μια αντίδραση στην τάση της ρομαντικής και μεταρομαντικής ποίησης να εκφράζει το σκότος της ψυχής και τον ζόφο της ύπαρξης και να τοποθετεί τον ποιητή στη θέση του αιωνίως περιθωριακού και ηττημένου. Παντού μέσα στο έργο του διατυμπανίζεται αυτή η αντιδραστική στάση του. Η εμμονή στο ανάποδο του ρομαντικού πεσσιμισμού. Κάτι που θα μπορούσε να δεχτεί ακόμα και ψυχαναλυτικές ερμηνείες. Αυτό, όμως, διόλου δεν σημαίνει ότι το μαύρο της υπαρξιακής μελαγχολίας χωρίς ψευδαισθήσεις, και ιδιαίτερα ο Θάνατος, σε σχέση με τον Ερωτα, δεν υπάρχουν στο έργο του κρυμμένα κάτω από παραπλανητικές φαντασμαγορίες. Ο Ελύτης αρχίζει από εκεί όπου η απόγνωση έχει φτάσει ώς την ύστατη ένταση του μαύρου, οπότε μοιραία αναπηδά το λευκό σαν σωτήριο ελιξίριο. Οπως κάθε μεγάλος ποιητής, σε όλη του τη ζωή μηχανεύτηκε ένα τέχνασμα παγίδευσης του Χρόνου. Κι ο Χρόνος πώς παγιδεύεται; Αν τον βάλεις μπροστά σ' ένα αίνιγμα με τόσες λύσεις όσες και οι μέρες που έχει το Απειρο. Και το αίνιγμα του Ελύτη είναι η αμεσότητα και η ανεπιτήδευτη αθωότητα, που τα διαβάζεις σαν ευρηματικές αλλά πεντακάθαρες διατυπώσεις και απροβλημάτιστος τα προσπερνάς, νομίζοντας πως τα ένιωσες αφού εισέπραξες τόσο εύκολα τη στιλπνή επιφάνειά τους, ενώ κρύβουν μυστικά και παγίδες, αρκετές ώστε η κάθε γενιά να πρέπει να τις ανιχνεύει, να τις ερμηνεύει, ή και ανίδεη να τις απολαμβάνει εσαεί. Ισως και γι' αυτό, η ποίησή του, ακόμη και τώρα που η φύση δεν «μιλάει» πια ως θέμα, εξακολουθεί να συναρπάζει με μια διαφορετική γοητεία. Γιατί κάτω από την αστραφτερή της επίφαση, την αισιόδοξη και θετική, καραδοκούν οι κώδικες του πένθους και του θανάτου, της άλλης μελαγχολίας που διαρκώς τροφοδοτεί το φως του με μια μαγνητική ενέργεια ακαταμάχητη. Οπως η μαύρη κοπριά που θρέφει το ακτινοβόλο ηλιοτρόπιο.
Εστρεψα κατά πάνω μου τον θάνατο σαν υπερμέγεθες ηλιοτρόπιο. Εδώ μεταστοιχειώνεται ο και με φως και με θάνατον κυκλοδίωκτος ήλιος του Κάλβου. Αλλά κι εξορκίζεται η απεγνωσμένη καρυωτακική κραυγή: Κι αυτός ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους!
Κλείνοντας, θυμάμαι ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια που έγραψε. Κι εκεί ακριβώς βρίσκω την απερίφραστη εικόνα ταύτισης του ερωτικού με το νεκρώσιμο πένθος, που ως τώρα μόνο υποπτεύτηκα στα «σοβαρά» του ποιήματα:
Γιατί στο σπίτι που αγρυπνώ
η αγάπη μου πεθαίνει
Και μες στα δάκρυα την κοιτώ
- που μόλις ανασαίνει
http://www.e-poema.eu/dokimio.php?id=384
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου