Αναγνώστες

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΣΙΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΣΙΑ

Το τέλος του Σπιταμένη
(Διόδωρος ΙΖ.β.κθ, Κούρτιος 8.2.13-18, 3.1-16)

Με τον Κλείτο νεκρό και τους Μακεδόνες περισσότερο τρομοκρατημένους κι από τους Σογδιανούς, ο Αλέξανδρος συνέχισε τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά των επαναστατών. Ανέθεσε στον Ηφαιστίωνα να συγκεντρώσει πληθυσμό από την ύπαιθρο και να εποικίσει τις πόλεις της Σογδιανής, με σκοπό να μετατρέψει τους νομάδες σε πολίτες, για να τους ελέγχει καλύτερα. Έστειλε το τμήμα υπό τους Κοίνο και Αρτάβαζο να καταδιώξει τον Σπιταμένη, που είχε καταφύγει στους Σκύθες, κι ίδιος με το υπόλοιπο στράτευμα κινήθηκε προς τις περιοχές της Σογδιανής, που ήταν ακόμη υπό των έλεγχο των επαναστατών.

Στο δεύτερο εξάμηνο του 328 π.Χ. φαίνεται ότι ανήκουν και οι παρακάτω εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, που περιγράφει ο Κούρτιος. Πρώτος στόχος ήταν η Ξενίππη, μία εύφορη και πυκνοκατοικημένη περιοχή στα σύνορα της Σογδιανής με τη Σκυθία. Εκεί είχαν βρει καταφύγιο πολλοί Βάκτριοι φυγάδες, εναντίον των οποίων προέλαυνε ο Αλέξανδρος. Μόλις το έμαθαν οι κάτοικοι της περιοχής, έδιωξαν τους Βάκτριους, για να αποφύγουν συνέπειες. Οι Βάκτριοι ήταν 2.500 σκληροτράχηλοι ιππείς, που ανέκαθεν ζούσαν ληστρικά, και κατάφεραν να αιφνιδιάσουν τον Αμύντα. Η μάχη ήταν αμφίρροπη και οι Βάκτριοι προξένησαν αξιόλογες απώλειες (80 Μακεδόνες νεκρούς και 350 τραυματίες), αλλά στο τέλος υποχώρησαν αφήνοντας πίσω τους 700 νεκρούς και 300 αιχμαλώτους. Σύμφωνα με όσα έχουμε δει ως τώρα, ο Αλέξανδρος θα έπρεπε κανονικά να φανεί αμείλικτος τόσο στους αιχμαλώτους όσο και στους διαφυγόντες, εν τούτοις λέει ότι ο Αλέξανδρος τους συγχώρεσε όλους. Λόγω του αμέσως προηγηθέντος φόνου του Κλείτου, ίσως ο Κούρτιος θέλει να μαλακώσει λίγο την εικόνα του Αλεξάνδρου. Μετά την παράδοση των Βακτρίων φυγάδων θέλει τον Αλέξανδρο να επιδράμει στην περιοχή των Ναυτάκων, όπου τοποθετεί την Πέτρα του Σισιμίθρη (Χοριήνη), αλλά στην πραγματικότητα αυτή η εκστρατεία έγινε την επόμενη άνοιξη.

Το χειμώνα του 328 π.Χ. κι ενώ η αντίσταση του Σπιταμένη δεν είχε καμφθεί, ο Αλέξανδρος πήγε από τα Μαράκανδα στα Ναύτακα, για να ξεχειμωνιάσει, και τοποθέτησε σατράπη της Βακτρίας τον Αμύντα του Νικολάου, διότι ο Αρτάβαζος ήθελε να αποσυρθεί λόγω ηλικίας. Ανέθεσε στον Κοίνο τις τάξεις του Κοίνου, του Μελέαγρου, 400 εταίρους, όλους τους ιππακοντιστές και όσους Βάκτριους και Σογδιανούς, είχαν συμμαχήσει μαζί του με διαταγές να αποτρέψει νέα επανάσταση των Σογδιανών κατά τη διάρκεια του χειμώνα, και ει δυνατόν να εντοπίσει και να εξουδετερώσει τον Σπιταμένη.

Ο Κοίνος εγκατέστησε φρουρές σε καίρια σημεία της χώρας, για να εμποδίσει τη δράση του Σπιταμένη, ο οποίος αντιλαμβανόμενος ότι δεν μπορούσε πλέον να κάνει ανταρτοπόλεμο, αποφάσισε να αναμετρηθεί κατά μέτωπο. Προηγουμένως πήγε στις Γαβές, μία οχυρή θέση της Σογδιανής στα βόρεια σύνορά της με τους Μασσαγέτες, όπου στρατολόγησε εύκολα 3.000 ιππείς από τους φιλοπόλεμους και πάμφτωχους νομάδες Μασσαγέτες. Κινήθηκε κατά του Κοίνου, που το πληροφορήθηκε και έσπευσε να συναντήσει τον Σπιταμένη. Η μάχη ήταν σκληρή και νίκησαν οι Μακεδόνες, που έχασαν 25 ιππείς και 12 πεζούς. Οι βάρβαροι έχασαν περί τους 800 ιππείς, ενώ οι Σογδιανοί και οι περισσότεροι Βάκτριοι, αυτομόλησαν στον Κοίνο. Οι Σκύθες λεηλάτησαν τα σκευοφόρα των αυτόμολων και πρώην συμμάχων τους, για να μην τα χρησιμοποιήσει ο Κοίνος αλλά και ως μέρος της αμοιβής τους, και μαζί με τους υπόλοιπους Βάκτριους υπό τον Σπιταμένη κατέφυγαν στην έρημο. Εκεί τους πρόλαβε μία φήμη, ότι ο Αλέξανδρος είχε μπει στην έρημο και προέλαυνε εναντίον τους με τη χαρακτηριστική του ταχύτητα, και για να αποφύγουν την οργή του, σκότωσαν τον Σπιταμένη κι έστειλαν το κεφάλι του στον Αλέξανδρο.

Κατά τον Κούρτιο, η γυναίκα του Σπιταμένη, η οποία αφενός είχε κουραστεί από τις συνεχείς μετακινήσεις του ανταρτοπολέμου και αφετέρου είχε εξοργισθεί από τις εξωσυζυγικές δραστηριότητες του συζύγου της, τον δολοφόνησε και παρέδωσε η ίδια το κεφάλι του στον Αλέξανδρο. Φέρεται να κατέφυγε στον Αλέξανδρο για να αποφύγει τις συνέπειες της συζυγοκτονίας, αλλά δεν έχουμε πληροφορίες για το μέλλον της στο μακεδονικό στρατόπεδο, όταν είναι γνωστό ότι οι ελληνικές κοινωνίες του 4ου π.Χ αιώνα ήταν πιο στυγνά ανδροκρατούμενες από τις ασιατικές. Επίσης πρέπει να παρατηρήσουμε τη διαφορά ανάμεσα στη διήγηση του Κούρτιου, που αποδίδει την εξουδετέρωση του Σπιταμένη στην τύχη του Αλεξάνδρου, και στη διήγηση του Αρριανού, που δεν αναγνωρίζει την ανάμιξη της θεάς Τύχης στις πράξεις των ανθρώπων. Μία άλλη σημαντική διαφορά ανάμεσα στους δύο ιστορικούς είναι ότι ο Αρριανός θέλει τον Αλέξανδρο να μην προελαύνει ο ίδιος εναντίον του Σπιταμένη, αλλά να στέλλει εναντίον του τον Κοίνο. Δηλαδή κατά τον Αρριανό ο Αλέξανδρος δεν θέλησε να υψώσει τον Σπιταμένη στη θέση ισότιμου ούτε η δράση του τον ανησύχησε περισσότερο από εκείνη των επαναστατημένων Σογδιανών.

Ο Σπιταμένης δεν υπήρξε ηγέτης της αντίστασης των Σογδιανών, η οποία καταγράφεται ως διεξαγόμενη από τους κατά τόπους ηγεμόνες, χωρίς κεντρική ηγεσία ή συντονισμό. Απλώς υπήρξε ο τελευταίος πατριώτης και προέβαλε στον Βασιλιά της Ασίας αντίσταση πολύ πιο αξιόλογη απ’ όση είχε προβάλει ο Μέγας Βασιλεύς στον βασιλιά της Μακεδονίας. Πρακτικά μόνος του, με συμμάχους διάφορους νομάδες, κατάλληλους μόνο για καταδρομικές επιχειρήσεις, αντάρτικο αγώνα και εντελώς ακατάλληλους για μάχες εκ παρατάξεως με τακτικό στρατό, σήκωσε στους ώμους του την πατριωτική αντίσταση, το τελευταίο κεφάλαιο της οποίας έκλεισε με το θάνατό του. Οι άλλοι αξιωματούχοι, ακόμη και οι Πέρσες, είχαν προτιμήσει την προσωπική τους ευημερία και έσπευσαν να υπηρετήσουν από τις παλιές τους θέσεις τον νέο Βασιλιά της Ασίας. Η Αχαιμενιδική αυτοκρατορία ήταν οριστικά νεκρή και δεν υπήρχε πλέον αξιόλογος τακτικός αντίπαλος για τον Αλέξανδρο.

Αφού είχε εξουδετερώσει τον σημαντικότερο επαναστατικό πυρήνα, ο Κοίνος πήγε στα Ναύτακα, όπου βρισκόταν ο Αλέξανδρος, και οι σατράπες των Παρθυαίων και των Αρείων, Φραταφέρνης και Στασάνωρ αντίστοιχα, για να αναφέρουν ότι είχαν εκτελέσει όλες τις διαταγές τους. Ο Αλέξανδρος έστειλε τον Φραταφέρνη να του φέρει τον σατράπη των Μάρδων και Ταπύρων, Αυτοφραδάτη, που είχε αγνοήσει τις προσκλήσεις του Αλεξάνδρου. Ανέθεσε στον ήδη σατράπη της Αρείας Στασάνορα και τη σατραπεία της Δραγγιανής και στον Πέρση Ατροπάτη τη σατραπεία της Μηδίας, διότι ο Οξυδάτης, ο ως τότε σατράπης, είχε φανεί ύποπτος. Ο διοικητής της Βαβυλώνας, ο Μαζαίος, είχε πεθάνει και τον αντικατέστησε με τον Σταμένη. Τέλος έστειλε τους Σώπολη, Επόκιλλο και Μεννίδα στη Μακεδονία για στρατολόγηση.

Κατά τον Κούρτιο, δύο μήνες αργότερα ο Αλέξανδρος προέλασε από τα Ναύτακα προς τη Γαζάβα (ίσως τις Γαβές, την οχυρή θέση, που ο Αρριανός τοποθετεί στα βόρεια της Σογδιανής κοντά στα σύνορα με τους Μασσαγέτες). Την τρίτη ημέρα της προέλασης η στρατιά έπεσε σε καταιγίδα, σφοδρή χαλαζοθύελλα και τρομερό κρύο, απ’ τα οποία βρήκαν το θάνατο 2.000 στρατιώτες και συνακολουθούντες και καταστράφηκαν όλα τα εφόδια. Ο Σισιμίθρης (δηλαδή ο Χοριήνης) τους έφερε πολλά υποζύγια, 200 καμήλες και κοπάδια προβάτων και αγελάδων. Ο Αλέξανδρος τον επαίνεσε δημοσίως για τη νομιμοφροσύνη και την ευγνωμοσύνη, που επέδειξε σε μία κρίσιμη στιγμή, και, για να τον αποζημιώσει, εισέβαλε στη χώρα των Σακών, τη λεηλάτησε και δώρισε στον Χοριήνη τη λεία, 30.000 αγελάδες. Εδώ εγείρονται σοβαρότατες αμφιβολίες για το αν ο Κούρτιος περιγράφει πραγματικό γεγονός, διότι εμφανίζει τον Αλέξανδρο να εγκαταλείπει –για πρώτη φορά- ένα στόχο, τον οποίο πάνω απ’ όλα δεν προσδιορίζει ούτε γεωγραφικά ούτε στρατηγικά.

Στα περιεχόμενα του ΙΖ βιβλίου του Διόδωρου διαβάζουμε «Εκστρατεία του βασιλιά στους λεγόμενους Ναύτακες και καταστροφή του στρατού από το πολύ χιόνι». Φαίνεται λοιπόν ότι κάτι ανάλογο με την εκστρατεία στη Γαζάβα ανέφερε κι αυτός στο απωλεσθέν του βιβλίου του, μάλλον όμως σε άλλη περιοχή από τον Κούρτιο, ο οποίος τοποθετεί την Πέτρα του Χοριήνη στην περιοχή των Ναυτάκων. Δηλαδή ο Διόδωρος φαίνεται να τοποθετεί την καταστροφή στην περιοχή, που ο Κούρτιος τοποθετεί την Πέτρα του Χοριήνη, η οποία όμως δεν εμφανίζεται στα περιεχόμενα του Διόδωρου.


Η Σογδιανή Πέτρα – Η υποταγή της Σογδιανής – Ο γάμος με τη Ρωξάνη
(Αρριανός Δ.18-19, Πλούταρχος Αλέξανδρος 23, 47.7, Διόδωρος ΙΖ.β.κγ, λ, Κούρτιος 8.1.21, 43, 4.21-κ.ε.)

Την άνοιξη του 327 π.Χ. ο Αλέξανδρος είχε υποτάξει σχεδόν όλη τη Σογδιανή και προέλασε προς το τελευταίο ανθιστάμενο οχυρό. Η Σογδιανή Πέτρα, μία πολύ οχυρή εκ φύσεως τοποθεσία, ήταν ένας απότομος βράχος, απροσπέλαστος από παντού, όπου είχαν οχυρωθεί πολλοί επαναστάτες. Η κατάληψή της φαινόταν αδύνατη, αφού η πυκνή ανοιξιάτικη χιονόπτωση δυσκόλευε ακόμη περισσότερο την πρόσβαση, ενώ οι επαναστάτες είχαν συγκεντρώσει τρόφιμα, για να αντέξουν πολύχρονη πολιορκία, και είχαν άφθονο τρεχούμενο νερό. Ο Αλέξανδρος τους πρότεινε συνθηκολόγηση, να παραδώσουν το οχυρό και να φύγουν ανενόχλητοι για τα σπίτια τους, αλλά οι Σογδιανοί είχαν μεγάλη αυτοπεποίθηση λόγω τις οχυρής τοποθεσίας και των προετοιμασιών τους. Γέλασαν προσβλητικά και του είπαν περιπαιχτικά να βρει πρώτα ιπτάμενους στρατιώτες, διότι οι κοινοί θνητοί δεν μπορούσαν να του προσφέρουν τίποτα. Ο Αλέξανδρος δέχθηκε την πρόκληση, όχι μόνο διότι ο εγωισμός του δεν του άφηνε άλλη διέξοδο, αλλά και για λόγους τακτικής. Η Σογδιανή είχε επαναστατήσει ήδη δύο φορές και ακόμη δεν είχε υποταχθεί πλήρως. Δεν μπορούσε λοιπόν να αφήσει πίσω του εστίες αντίστασης, ούτε να δώσει δείγματα αδυναμίας στους ντόπιους.

Προκήρυξε κλιμακούμενες αμοιβές για όσους θα ανέβαιναν στο βράχο και συγκεντρώθηκαν περί τους 300 άντρες, που είχαν εξασκηθεί στην αναρρίχηση κατά τις πολιορκίες. Αυτό, που ακολούθησε, πρέπει να είναι η πρώτη καταγεγραμμένη πολεμική αλπινιστική επιχείρηση. Μέσα στη νύχτα οι αναρριχητές πλησίασαν το πιο απόκρημνο σημείο του βράχου, που ήταν και το πλημμελέστερα φρουρούμενο, κάρφωναν στο σταθερό έδαφος και στο σκληρό χιόνι τα σιδερένια πασαλάκια, που χρησιμοποιούσαν για τη στερέωση των σκηνών, έδεναν πάνω τους γερά σκοινιά από λινάρι και αψηφώντας το κρύο και τον αέρα, άρχισαν την αναρρίχηση, ακριβώς όπως κάνουν και οι σημερινοί αλπινιστές. Περί τους 30 αναρριχητές χάθηκαν στο κενό. Το έδαφος ήταν τόσο δύσβατο και η χιονόπτωση τόσο πυκνή, ώστε δεν βρέθηκαν τα σώματά τους για να ταφούν, όπως τους άξιζε. Κατά το χάραμα οι υπόλοιποι έφτασαν στην κορυφή, εξουδετέρωσαν τη φρουρά εκείνου του σημείου και ανέμισαν πανιά από λεπτό ύφασμα, όπως είχαν προσυμφωνήσει για να ειδοποιήσουν τον Αλέξανδρο. Εκείνος έστειλε ξανά αγγελιαφόρους και ζήτησε από τους επαναστάτες να παραδοθούν, διότι οι ιπτάμενοι στρατιώτες όχι μόνο είχαν βρεθεί, αλλά είχαν ήδη καταλάβει την κορυφή. Οι επαναστάτες τότε μόνο αντιλήφθηκαν τους Μακεδόνες εντός των τειχών τους. Τρομοκρατήθηκαν από τον αδιανόητο αιφνιδιασμό και παραδόθηκαν, πιστεύοντας ότι οι αναρριχηθέντες ήταν περισσότεροι και καλά οπλισμένοι. Το ισχυρότερο οχυρό της χώρας είχε πέσει αμαχητί και ολοκληρώθηκε η κατάληψη της Σογδιανής.

Εκεί τοποθετεί ο Αρριανός τη γνωριμία του Αλεξάνδρου με τη Ρωξάνη (Ροσάνακ=μικρό αστέρι). Ανάμεσα στους αιχμαλώτους της Σογδιανής Πέτρας ήταν και ο Βάκτριος Οξυάρτης με τη γυναίκα και τις κόρες του. Μία από αυτές, η Ρωξάνη, «λέγεται ότι ήταν η ωραιότερη ασιάτισσα, που είχε δει μέχρι τότε η στρατιά μετά από τη γυναίκα του Δαρείου». Αντίθετα, ο Πλούταρχος λέει ότι ο Αλέξανδρος γνώρισε τη Ρωξάνη σε κάποια οινοποσία με χορό, χωρίς να κάνει καμία χρονολογική αναφορά. Παραπλήσια είναι και η εκδοχή του Κούρτιου, ο οποίος τοποθετεί τη γνωριμία μετά την κατάληψη της Πέτρας του Χοριήνη. Σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό, όταν ο Αλέξανδρος μπήκε στη χώρα του Οξυάρτη, εκείνος παραδόθηκε και ο Αλέξανδρος τον διατήρησε στη θέση του παίρνοντας ως ομήρους τους τρεις γιους του. Στη συνέχεια ο Οξυάρτης παρέθεσε στον Αλέξανδρο πολυτελές συμπόσιο, στο οποίο για τη διασκέδαση των συνδαιτυμόνων έφερε 30 νεαρές γυναίκες, μεταξύ των οποίων και την κόρη του Ρωξάνη. Τα μάτια όλων έπεσαν πάνω της, «διότι διέθετε αξιοπρεπή εμφάνιση, σπάνια στους βαρβάρους και αξιόλογη φυσική ομορφιά, που μπορούσε να συγκριθεί μόνο με εκείνη των δύο ανύπαντρων κορών του Δαρείου».

Όλοι οι ιστορικοί αποδίδουν σε έρωτα με την πρώτη ματιά την απόφαση του Αλεξάνδρου να παντρευτεί τη Ρωξάνη, αν και με μία προσεκτική ανάγνωση βλέπουμε ότι τα πραγματικά κίνητρα και οι αντιδράσεις σ’ αυτήν την απόφαση του Αλεξάνδρου, δεν έχουν παραποιηθεί από την εξωραϊστική παρουσίαση. Και οι τρεις σωζόμενοι Έλληνες ιστορικοί επαινούν τον Αλέξανδρο για την απόφασή του να παντρευτεί τη Ρωξάνη, ενώ μπορούσε να την κάνει παλλακίδα του. Όμως το λακωνικό σχόλιο του Αρριανού «περισσότερο [τον] επαινώ παρά τον μέμφομαι» δείχνει ότι περί τους πέντε αιώνες αργότερα ο γάμος του Αλεξάνδρου με μία βάρβαρη εξακολουθούσε να είναι δύσπεπτος στον κόσμο των Ελλήνων και ότι οι έπαινοι στην αρετή του δεν ήταν παρά ηρεμιστικό για την προσβολή, που υπέστη ο ρατσισμός τους. Ο Κούρτιος αποδίδει την απόφαση για το γάμο σε χαλάρωση της αρχικής του αυτοσυγκράτησης λόγω των επιτυχιών του και λέει ότι οι Μακεδόνες δεν επικροτούσαν ούτε την απόφασή του να την παντρευτεί και να δώσει διάδοχο στον Οίκο των Αργεαδών έναν μιξοβάρβαρο, ούτε και το ότι επέλεξε τη σύζυγο του ανάμεσα από αιχμάλωτες νεανίδες διασκέδασης. Ο Αλέξανδρος για να τους κατευνάσει, φέρεται να τους είπε ότι και ο πρόγονός του, ο Αχιλλέας, κοιμόταν με μία αιχμάλωτη, τη Βρισηίδα.

Τελικά, η Ρωξάνη ήταν απλώς η ωραιότερη βάρβαρη σύμφωνα με τα ελληνικά πρότυπα και ως εκ τούτου η λιγότερο αταίριαστη εμφανισιακά για σύζυγός του. Το πραγματικό κίνητρο γι’ αυτόν τον γάμο, όπως δηλώνεται και από τις αρχαίες πηγές, ήταν η απόφαση του Αλεξάνδρου να προσφέρει πρόσβαση στην ανώτατη διοίκηση της αυτοκρατορίας σε έναν αριθμό τοπικών αξιωματούχων και να συμφιλιώσει τους πολεμοχαρείς Σογδιανούς με την εξουσία του. Κατά τον Πλούταρχο, οι Σογδιανοί «πήραν θάρρος» και «υπεραγάπησαν» τον Αλέξανδρο, δηλαδή με το γάμο διασκεδάστηκαν κάπως οι φόβοι τους και συμβιβάστηκαν με τη διοίκησή του. Κατά τον Αρριανό, ο Οξυάρτης μόλις μετά την ανακοίνωση του γάμου «πήρε θάρρος» και παρουσιάστηκε στον Αλέξανδρο, για να υποβάλει τα σέβη του (και την οριστική υποταγή του). Ο Κούρτιος θέλει τον Αλέξανδρο να θέτει τα πράγματα πιο ωμά και να δηλώνει στους αξιωματικούς του ότι οι γάμοι μεταξύ Περσών και Μακεδόνων θα χρησίμευαν στη θεμελίωση της αυτοκρατορίας του, διότι «έτσι οι κατακτημένοι θα έπαυαν να αισθάνονται ντροπή και οι κατακτητές υπερηφάνεια».

Για τους ίδιους και σοβαρότερους λόγους (για να θεωρηθεί συνεχιστής της δυναστείας των Αχαιμενιδών) ο Αλέξανδρος παντρεύτηκε αργότερα την μεγαλύτερη κόρη του Δαρείου. Είναι δε προφανές ότι τον γάμο αυτόν τον είχε αποφασίσει, αν όχι αμέσως μόλις τη συνέλαβε μετά τη μάχη της Ισσού, οπωσδήποτε όταν την άφησε στα Σούσα με τη διαταγή να της διδάξουν ελληνικά, τα οποία έπρεπε να γνωρίζει, για να γίνει στοιχειωδώς αποδεκτή από τη Μακεδονική Αυλή. Απ’ την άλλη πλευρά η Ρωξάνη ήταν πολύ ταπεινότερης καταγωγής από τη βασιλοπούλα Στάτειρα, η εθνικότητά της ήταν από τις πιο ασήμαντες της περσικής αυτοκρατορίας, είναι άγνωστο αν και τι είδους παιδεία είχε, φυσικά δεν ήξερε ελληνικά, κι όμως έγινε η πρώτη σύζυγος του Βασιλέα της Ασίας. Η Στάτειρα θα γινόταν υποχρεωτικά δεύτερη σύζυγος και ο γιος του Αλεξάνδρου μ’ αυτήν θα είχε λιγότερα δικαιώματα στο θρόνο από το γιο του με τη Ρωξάνη. Γιατί λοιπόν οδηγήθηκε ο Αλέξανδρος σ’ αυτήν την προφανή ανατροπή των αρχικών σχεδίων του και την (όπως και να το δούμε) προσβολή προς τον Οίκο των Αχαιμενιδών;

Διότι, όπως λέει ο Πλούταρχος, ο γάμος με τη Ρωξάνη «φάνηκε ότι δεν ήταν ανάρμοστος έτσι όπως είχαν τα πράγματα». Και τα πράγματα δεν είχαν καθόλου καλώς! Ο Αλέξανδρος είχε κατακτήσει τις πλουσιότερες χώρες, είχε υποτάξει όλους τους ανεπτυγμένους πολιτισμούς του τότε γνωστού κόσμου και από την έναρξη της εκστρατείας το 334 κανείς δεν είχε μπορέσει να ανακόψει την προέλασή του. Ως το καλοκαίρι του 329, που πέρασε τον Ώξο για να εισβάλει από τη Βακτρία στη Σογδιανή. Εκεί οι ημινομάδες κάτοικοι τον είχαν υποχρεώσει να διατηρεί τις δυνάμεις του σε διαρκή κινητοποίηση, άλλοτε εν συνόλω και άλλοτε χωρισμένες σε μικρότερα τμήματα κρούσης. Αρχικά φάνηκε ότι οι Σογδιανοί είχαν υποταχθεί με την ίδια ευκολία, όπως και όλοι οι προηγούμενοι λαοί. Εντούτοις επαναστάτησαν με την πρώτη ευκαιρία και, όπως ήταν φυσικό, παρέσυραν σε επανάσταση και μερικούς από τους γειτονικούς Βάκτριους.

Όμως η Σογδιανή θύμιζε κάπως τη Λερναία Ύδρα. Μόλις υποτασσόταν μία πόλη, επαναστατούσε ένα φρούριο. Απελπισία και οργή πρέπει να αισθανόταν ο Αλέξανδρος στη σκέψη ότι οι Σογδιανοί ήταν πιθανό να τον υποβάλουν στην ταπείνωση, που υπέβαλαν οι Σκύθες τον Δαρείο Α΄, ή (σε σύγχρονους όρους) να πάθει ό,τι οι Αμερικανοί στο Βιετνάμ και οι Σοβιετικοί στο Αφγανιστάν. Χρειάσθηκε να ισοπεδώσει πόλεις, να μετακινήσει πληθυσμούς της υπαίθρου σε αστικά κέντρα, να εξοντώσει πάνω από 120.000 άντρες και να εξανδραποδίσει πολλαπλάσιο αριθμό γυναικόπαιδων, για να υποτάξει το σύνολο σχεδόν της χώρας. Εκτός από ένα σκληρό πυρήνα αντιστασιακών, που συγκεντρώθηκαν σε ένα από τα πολυάριθμα φυσικά οχυρά. Προελαύνοντας εναντίον της Σογδιανής Πέτρας ο Αλέξανδρος ίσως αναρωτιόταν, αν υπήρχαν κι άλλοι πυρήνες αντίστασης στους ορεινούς όγκους και τις ερήμους αυτής της σχεδόν άγονης και άνυδρης γης. Ίσως αναρωτιόταν αν άξιζε όλη αυτή η ταλαιπωρία και οπωσδήποτε πρέπει να εξοργιζόταν από την καθυστέρηση της πολυπόθητης εισβολής στην Ινδία. Μήπως θα ήταν καλύτερα, αν είχε αφήσει τη Σογδιανή για αργότερα, όπως είχε κάνει και με τη Σκυθία βορείως του Ιαξάρτη; Ασφαλώς όχι. Η Σογδιανή ήταν η βορειότερη και η τελευταία περιοχή, που απέμενε για να ολοκληρώσει την κατάληψη της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. Αν δεν υπέτασσε την πιο απομακρυσμένη, την πιο άγονη, την πιο φτωχή και τη λιγότερο αστικοποιημένη χώρα, πώς θα μπορούσε να ελπίζει σε υποταγή των Ινδών, που δεν είχαν υποταχθεί ποτέ στους Πέρσες; Ήταν προφανές ότι η τακτική σφαγής και τρόμου, που ο Αλέξανδρος εφάρμοζε από την Περσίδα, δεν είχε φέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.

Η πτώση της Σογδιανής Πέτρας ήταν μεν μία ισχυρότατη ένδειξη ότι οι Σογδιανοί είχαν υποταχθεί οριστικά, δεν ήταν εγγύηση δε. Από τις διατυπώσεις του Αρριανού και του Πλούταρχου ότι με το γάμο του Αλεξάνδρου και της Ρωξάνης οι βάρβαροι «πήραν θάρρος» μπορούμε να σχηματίσουμε την πλήρη εικόνα της κατάστασης. Οι Σογδιανοί θεώρησαν την καταστροφή της περσικής αυτοκρατορίας ως ευκαιρία να ελευθερωθούν και επαναστάτησαν. Η δια πυρός και σιδήρου υποταγή, τους τρομοκράτησε, αλλά δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι έκαμψε την αποφασιστικότητά τους. Έτσι, ο Αλέξανδρος μπροστά στον κίνδυνο μίας παρατεταμένης στρατιωτικής εμπλοκής, από την οποία θα έβγαινε χαμένος ανεξάρτητα από την έκβασή της, αναζήτησε εσπευσμένα μία διπλωματική διέξοδο. Το πόσο εσπευσμένη ήταν η διέξοδος αυτή φαίνεται απ’ το ότι ο Οξυάρτης ήταν κάποιος τοπικός ηγεμόνας, όχι ο σημαντικότερος, ούτε καν φρούραρχος, κι όμως κατά τον Αρριανό δεν δήλωσε υποταγή ούτε καν μετά τη σύλληψή του. Υποτάχθηκε μόνο μετά το γάμο του Βασιλιά της Ασίας με την κόρη του. Μέσω του γάμου της Ρωξάνης με τον Αλέξανδρο ο Οξυάρτης και οι Σογδιανοί γενικά αναβάθμιζαν τη θέση τους στη διοίκηση πρωτίστως της χώρας τους και δευτερευόντως της αυτοκρατορίας. Με αυτή τη διπλωματική κίνηση ο Αλέξανδρος παραχωρούσε στους Σογδιανούς το σημαντικότερο προνόμιο, στο οποίο μπορούσε να ελπίζει ένας κατακτημένος λαός, ένα προνόμιο που δεν τους είχε παραχωρήσει ο προηγούμενος δυνάστης. Φαίνεται δε ότι ήταν επιτυχής επιλογή, αφού μετά το γάμο η Σογδιανή δεν του προκάλεσε άλλα προβλήματα.


Η Πέτρα του Χοριήνη – Η κατάληψη της Παρειτακηνής
(Αρριανός Δ.21, Διόδωρος ΙΖ.β.κθ, Κούρτιος 8.2.19-32, 8.4.1-20 )

Μόλις κατέλαβε και τον τελευταίο θύλακα αντίστασης στη Σογδιανή, ο Αλέξανδρος προέλασε προς την Παρειτακηνή. Τα περισσότερα βουνά της Παρειτακηνής ξεπερνούν σε ύψος τα 6.500μ, καλύπτονται από χιόνια το μεγαλύτερο μέρος του έτους και το έδαφος είναι πολύ δύσβατο, καθιστώντας την και μόνο κίνηση πολύ κοπιαστική. Είχε πληροφορηθεί ότι πολλοί Παρειτάκες υπό τον ύπαρχο της περιοχής, τον Χοριήνη, και αρκετούς υπάρχους γειτονικών περιοχών είχαν συγκεντρωθεί σε μία οχυρή τοποθεσία, την Πέτρα του Χοριήνη. Η τοποθεσία αυτού του βράχου μας είναι εντελώς άγνωστη και η μεγάλη πλειοψηφία των μελετητών αποφεύγει να κάνει οποιαδήποτε εκτίμηση, ίσως διότι ο μεν Αρριανός τον τοποθετεί στην Παρειτακηνή ο δε Κούρτιος στην Ναύτακα, πρωτεύουσα της οποίας λογικά πρέπει να ήταν τα Ναύτακα. Εμείς ακολουθούμε την άποψη, που θέλει την Πέτρα του Χοριήνη κοντά σ’ έναν παραπόταμο του Ώξου, τον σημερινό Βάκς. Ο βράχος αυτός, περιγράφεται ότι είχε ύψος 20 στάδια (περίπου 3.697 μ), περίμετρο 60 στάδια (περίπου 11.092 μ, ήτοι επιφάνεια περί τα 9τχμ), ήταν απόκρημνος σε όλες τις πλευρές του και είχε μόνο μία πρόσβαση. Αυτή ήταν ένα φυσικό μονοπάτι τόσο στενό ώστε ακόμη και ένας άνθρωπος, που περπατούσε ανεμπόδιστος, δυσκολευόταν να προχωρήσει. Τέλος στη βάση του βράχου, υπήρχε ένα βαθύ φαράγγι, που δυσκόλευε ακόμη περισσότερο την προσέγγιση στρατού.

Ο Αλέξανδρος, που πριν λίγες εβδομάδες είχε καταλάβει την θεωρητικά εξίσου απόρθητη Σογδιανή Πέτρα, προπαρασκεύασε προσεκτικά και συστηματικά την πολιορκία. Έκοψε τα πανύψηλα έλατα, που βρίσκονταν γύρω από το βράχο και έκανε σκάλες για να κατεβάσει το στρατό στο φαράγγι. Χώρισε τους άντρες σε τέσσερις βάρδιες, ανέλαβε την πρωινή και ανέθεσε τις τρεις βραδινές στους Περδίκκα, Λεοννάτο και Πτολεμαίο αντίστοιχα. Παρόλο που εργαζόταν ολόκληρη η στρατιά, με δυσκολία προχωρούσαν 20 πήχεις (περίπου 9 μ) το πρωί και ακόμη λιγότερο το βράδυ, διότι έπεφτε πυκνό χιόνι και παρουσιάστηκαν σημαντικές ελλείψεις στα εφόδια. Όταν επιτέλους κατέβηκαν στο φαράγγι, έμπηξαν πασσάλους στο στενότερο σημείο του και κατασκεύασαν μία πρόχειρη πεζογέφυρα. Κατασκεύασαν προκαλύμματα, για να προφυλάσσονται από τα εχθρικά τοξεύματα, και μόλις έφτασαν σε απόσταση βολής, άρχισαν να βάλλουν κατά των Παρειτακηνών στις επάλξεις. Οι υπερασπιστές του οχυρού, που μέχρι τότε αισθάνονταν απρόσβλητοι και μάλλον διασκέδαζαν με ό,τι θεωρούσαν ανώφελη προσπάθεια, θορυβήθηκαν. Ο Χοριήνης ζήτησε με αγγελιαφόρο από τον Αλέξανδρο να του στείλει τον Οξυάρτη. Ο Οξυάρτης, πεθερός πλέον του Αλεξάνδρου, του εξήγησε πώς αντιμετωπίζει ο βασιλιάς όσους του αντιστέκονται και πώς όσους του προσφέρουν τη συμμαχία τους. Ο Χοριήνης παραδόθηκε και διατήρησε την εξουσία, που είχε και πριν.

Ο στρατός πέρασε μεγάλες κακουχίες και στερήσεις σε τρόφιμα κατά την πολιορκία, αλλά μετά την παράδοσή του ο Χοριήνης ανακούφισε τις επισιτιστικές ανάγκες τους χορηγώντας σιτάρι, κρασί και παστό κρέας για δύο μήνες. Όταν μάλιστα τους είπε ότι αυτά λιγότερα από το 1/10 των εφοδίων, που είχε συγκεντρώσει για τις ανάγκες της πολιορκίας, ο Αλέξανδρος τον εκτίμησε περισσότερο, διότι η απόφασή του να παραδοθεί βασίζονταν στη λογική και όχι στην ανάγκη.

Αυτή είναι η εκδοχή του Αρριανού. Στην εντυπωσιακή ασυμφωνία των πηγών για τα γεγονότα του 328 π.Χ., ο Κούρτιος θέλει τον Αλέξανδρο μετά την Πέτρα του Χοριήνη να απαλλάσσεται από τον Σπιταμένη και να κάνει την παράξενη εκστρατεία στη Γαζάβα. Επανερχόμαστε λοιπόν στον Αρριανό, που έχει ελέγξει καλύτερα τις πηγές του και παρέχει τον γενικά αποδεκτό χρονολογικό κορμό όλης της εκστρατείας και βλέπουμε ότι από την Πέτρα του Χοριήνη ο Αλέξανδρος προχώρησε προς τα Βάκτρα, αφού έστειλε τον Κρατερό με 600 ιππείς, την τάξη του και τις τάξεις των Πολυπέρχοντα, Άτταλου και Αλκέτα, εναντίον των Κατάνη και Αυστάνη, των μόνων Παρειτακηνών αξιωματούχων, που αρνήθηκαν να υποταχθούν. Έγινε σκληρή μάχη, κατά την οποία σκοτώθηκε ο Κατάνης, 120 ιππείς, 1.500 πεζοί και συνελήφθη ο Αυστάνης. Όλη η επικράτεια της τέως Αχαιμενιδικής αυτοκρατορίας είχε υποταχθεί πλέον στον Αλέξανδρο και εν όψει της επικείμενης εισβολής στην Ινδία ο Κρατερός προσκολλήθηκε στην υπόλοιπη στρατιά στα Βάκτρα. Εκεί ο Αλέξανδρος έμελλε να ξεκαθαρίσει μερικούς ακόμη λογαριασμούς.


Η προσκύνησις – Η σύγκρουση του Καλλισθένη με τον Αλέξανδρο
(Αρριανός Δ.9-12, Διόδωρος ΙΣΤ.92.5, ΙΖ.β.κη, Πλούταρχος Αλέξανδρος 28.4-6, 40.1, 53-55.2, Περί της Αλεξάνδρου Τύχης 329.Β, Κούρτιος 8.5.5-κ.ε., 8.6.1, Ιουστίνος 12.7.2)

Η θεωρία της θεϊκής καταγωγής του Αλεξάνδρου είχε διατυπωθεί από τη μητέρα του, την Ολυμπιάδα, πριν ακόμη τον συλλάβει. Είχε πει ότι κάποιο βράδυ, κατά την προετοιμασία του γάμου της και πριν κοιμηθεί για πρώτη φορά με τον Φίλιππο, είδε ένα όνειρο. Άκουσε πρώτα μία βροντή, μετά έπεσε στην κοιλιά της ένας κεραυνός και ξέσπασε σε φλόγες, που έσβησαν σκορπίζοντας στο χώρο. Αν αυτή είναι αυθεντική διήγηση της Ολυμπιάδας και δεν της αποδόθηκε εκ των υστέρων, είναι οφθαλμοφανής η επιδίωξή της. Το παιδί, που θα έφερνε στον κόσμο θα του θεού, που είχε χαρακτηριστικά τη βροντή και τον κεραυνό, δηλαδή του Δία, και όχι του θνητού συζύγου της. Αλλά ο Φίλιππος ήδη είχε ένα νόθο γιο και για διάδοχο στο θρόνο χρειαζόταν ένα γνήσιο δικό του γιο. Δεν χρειαζόταν ένα γιο της συζύγου του, έστω από κάποιο θεό, ούτε κόρη του Δία χρειαζόταν, που θα οι απόγονοί της θα μπορούσαν να απειλήσουν την ανδρική γραμμή διαδοχής των Αργεαδών, που κατάγονταν από τον Ηρακλή. Αναγκάστηκε λοιπόν να δει ένα όνειρο, που διόρθωνε εκείνο της Ολυμπιάδας. Είδε ότι έβαλε στην κοιλιά της τη σφραγίδα του, που είχε μάλιστα σχήμα λιονταριού. Μετά ο καλός μάντης Αρίστανδρος γνωμάτευσε ότι καμία σφραγίδα δεν αποτυπώνεται πάνω σε κάτι κενό, άρα το όνειρο αποδείκνυε ότι η Ολυμπιάδα θα έμενε έγκυος από τον Φίλιππο και ότι το παιδί θα είχε χαρακτήρα λιονταριού. Έτσι ο Φίλιππος έσβησε τις φωτιές, που κόντεψε να του ανάψει η Ολυμπιάδα με τους κεραυνούς του Δία.

Είκοσι χρόνια αργότερα, λίγο πριν επιτεθεί κατά των Περσών, την ημέρα της δολοφονίας του, ο Φίλιππος διέπραξε μία βλασφημία. Στις τελετές για το γάμο της κόρης του στο θέατρο των Αιγών, μπροστά σε όλους τους Μακεδόνες και τις επίσημες αντιπροσωπείες από όλα σχεδόν τα ελληνικά κράτη, παρέλασε πομπή των 12 αγαλμάτων των θεών του Ολύμπου και πίσω τους ακολουθούσε ένα 13ο θεοπρεπές άγαλμα του ιδίου, που τον παρουσίαζε σύνθρονο των θεών. Αυτό αποτελεί σαφή ένδειξη ότι και ο Φίλιππος είχε αποφασίσει την θεοποίησή του. Φαίνεται λοιπόν ότι ο Φίλιππος είχε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την κατάκτηση και κατοχή της Ασίας και ότι η απόκτηση της Ηγεμονίας της Ελλάδος και η ίδρυση του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων ήταν απλώς τα πρώτα βήματα για την υλοποίηση αυτού του σχεδίου. Του σχεδίου, που τελικά εφάρμοσε ο Αλέξανδρος.

Το σύστημα, που εφάρμοσαν οι Πέρσες για τη διοίκηση της αυτοκρατορίας τους, ήταν απόλυτα επιτυχημένο και, όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν αυτό που τους οδήγησε στην ήττα. Ένα από τα εργαλεία της επιτυχημένης διοίκησης των Περσών ήταν και ο βασιλιάς-θεός. Στους πολιτισμούς της Ασίας, που ήταν αρχαίοι ήδη κατά την αρχαιότητα, ο βασιλιάς ήταν θεός. Όταν τους κατέκτησαν οι Πέρσες, ανακήρυξαν κι εκείνοι τον βασιλιά τους θεό και διατήρησαν την εξουσία τους πάνω σ’ αυτούς τους λαούς μέχρι την εισβολή του Αλεξάνδρου. Δεν υπήρχε λόγος για πειραματισμούς και πράγματι ο Αλέξανδρος υλοποιώντας τα σχέδια του πατέρα του διατήρησε τον περσικό τρόπο διοίκησης στο σύνολό του.

Στην Ελλάδα οι βασιλείς και οι ευγενείς ανήγαν την καταγωγή τους σε θεούς, ημίθεους και ήρωες. Υπήρχαν μάντεις και προφήτες, που ήταν σε επαφή με τους θεούς, αλλά όποιος ισχυριζόταν ότι ήταν θεός, ήταν είτε βλάσφημος είτε ψυχοπαθής. Οι Έλληνες γνώριζαν ότι η θεοποίηση αποτελούσε απλώς εργαλείο διοίκησης των βαρβάρων, αλλά δεν ήταν δυνατόν να συγχωρήσουν όποιους υιοθετούσαν βαρβαρικά έθιμα και πολύ περισσότερο δεν ήταν δυνατόν να τα εφαρμόσουν οι ίδιοι. Κι όμως ο Αλέξανδρος προσπάθησε να τους πείσει επιστρατεύοντας μία σειρά από ανθρώπους του πνεύματος και της διανόησης, όπως θα λέγαμε σήμερα. Ο σημαντικότερος από αυτούς, ο υπερόπτης και προκλητικός σοφιστής Ανάξαρχος, δεν περιορίστηκε σε ρόλο συμβούλου επικοινωνίας, αλλά παρακινούσε τον Αλέξανδρο να προκαλεί τρόμο στους φίλους του, κάτι που εφάρμοσε στην περίπτωση του Κλείτου.

Σημαντικότερος αντίπαλος του Ανάξαρχου ήταν ο φιλόσοφος Καλλισθένης. Ανήκε κι αυτός στην ακολουθία του Αλεξάνδρου και είχε χαρακτήρα ευθύ και ειλικρινή. Ίσως γι’ αυτό ήταν και ο μόνος, που είχε το θάρρος να πει κατά πρόσωπο στον Αλέξανδρο εκείνα, με τα οποία αγανακτούσαν οι επιφανέστεροι και πιο ηλικιωμένοι Μακεδόνες. Φέρεται ότι είχε επίγνωση της δύναμης του ως διαπιστευμένος ιστοριογράφος της εκστρατείας, δύναμη που έχουν άλλωστε όλοι οι ιστορικοί, χρονικογράφοι και -στις μέρες μας- οι δημοσιογράφοι. Κόμπαζε λοιπόν ότι από εκείνον και τα συγγράμματά του εξαρτώνται ο Αλέξανδρος και τα έργα του, ότι δεν θα δοξαζόταν εκείνος από τον Αλέξανδρο, αλλά ο Αλέξανδρος θα δοξαζόταν από τον Καλλισθένη. Ισχυριζόταν ακόμη ότι τα σχετικά με τη θεϊκή υπόσταση του Αλεξάνδρου θα γίνονταν γνωστά στους ανθρώπους από τα δικά του συγγράμματα και όχι από τα ψέματα της Ολυμπιάδας. Δηλαδή έλεγε ότι εκείνος ήταν καλύτερος προπαγανδιστής (επικοινωνιολόγος) από την Ολυμπιάδα και, μόνο από το σχόλιό του για τον Παρμενίωνα στη μάχη των Γαυγαμήλων αν κρίνουμε, δεν χωρεί αμφιβολία ότι πράγματι ήταν.

Σε κάποιο συμπόσιο (μάλλον το χειμώνα του 328-327 π.Χ.) ο Αλέξανδρος συμφώνησε με τις κολακείες των επιφανών Μήδων και Περσών και των διαφόρων Ελλήνων αυλοκολάκων να τον προσκυνούν ή (σε ορθότερη απόδοση) αποδέχθηκε την πρόταση, που είχε αναθέσει στους αυλοκόλακες να του υποβάλουν. Ο απερίγραπτος Ανάξαρχος επιχειρηματολόγησε ότι ήταν πιο δίκαιο να θεωρείται θεός ο Αλέξανδρος παρά ο Διόνυσος και ο Ηρακλής και ότι ήταν σωστό να του αποδίδουν οι Μακεδόνες θεϊκές τιμές. Ακόμη, ήταν απόλυτα βέβαιος ότι θα το έπρατταν μετά το θάνατό του, γι’ αυτό πρότεινε να τις αποδίδουν στον Αλέξανδρο εν ζωή, ώστε να τις απολαμβάνει. Οι αυλοκόλακες χάρηκαν με τη φιλοσοφική … τεκμηρίωση, που τους προσέφερε ο Ανάξαρχος και θέλησαν να αρχίσουν αμέσως την προσκύνηση. Τότε παρενέβη ο Καλλισθένης και απευθυνόμενος στον Ανάξαρχο, θύμισε σε όλους ότι υπήρχε μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις τιμές, που προβλέπονταν για τους θεούς, σ’ εκείνες που προβλέπονταν για τους ήρωες και σ’ εκείνες που προβλέπονταν για τους ανθρώπους. Οι ύμνοι και η προσκύνηση προβλέπονταν για τους θεούς, ενώ αντίστοιχα οι έπαινοι και το φιλί για τους ανθρώπους. Οι θεοί θα οργίζονταν με τον Αλέξανδρο, αν αποδεχόταν θεϊκές τιμές, όπως θα οργιζόταν και ο Αλέξανδρος, αν κάποιος ιδιώτης αποδεχόταν βασιλικές τιμές. Όσα είπε ο Ανάξαρχος, ο Καλλισθένης τα έβρισκε κατάλληλα για τον Καμβύση ή τον Ξέρξη ή άλλους βάρβαρους βασιλιάδες, όχι όμως για τον Αλέξανδρο, που καταγόταν από τον Ηρακλή και τον Αιακό και οι πρόγονοί του πήγαν στη Μακεδονία από το Άργος, για να κυβερνήσουν όχι με τη βία, αλλά με το νόμο. Αυτόν ακριβώς το νόμο καλούσε ο Καλλισθένης τον Αλέξανδρο να σεβαστεί, διότι ακόμη κι ο Ηρακλής δεν τιμήθηκε ως θεός όσο ζούσε, αλλά μετά το θάνατό του και μετά από έγκριση του μαντείου των Δελφών. Αυτό το τελευταίο επεσήμαινε στον Αλέξανδρο τις δυσκολίες, που θα είχε με όλους τους Έλληνες.

Ο Καλλισθένης δεν δίστασε να στραφεί ευθέως στον Αλέξανδρο και να του τονίσει ότι, αν επέμενε στην εν ζωή αποθέωσή του, θα ατίμαζε τους Μακεδόνες στα μάτια των άλλων Ελλήνων. Αν ήταν ανάγκη να υιοθετήσουν τα βαρβαρικά έθιμα, επειδή έπρεπε να κυβερνήσουν βαρβάρους, του πρότεινε ως εναλλακτική λύση να διαχωρίσει τις τιμές και να τιμάται ελληνικά, δηλαδή ως άνθρωπος, από τους Έλληνες και βαρβαρικά, δηλαδή ως θεός, από τους βαρβάρους. Αυτή η εναλλακτική ήταν συμβατή με την ελληνική νοοτροπία, που περιφρονούσε τους βαρβάρους, αφού ο ίδιος ο Αριστοτέλης συμβούλευε τον Αλέξανδρο να τους φέρεται σαν σε φυτά ή ζώα. Ωστόσο ο Καλλισθένης αμφισβήτησε την αξία ενός βασιλιά-θεού ως μέσο διοίκησης ακόμη και των βαρβάρων, διότι δεν βοήθησε πραγματικά τους βασιλιάδες, που είχαν θεοποιηθεί, και παρέθεσε μερικά παραδείγματα. Ο Κύρος του Καμβύση είχε καθιερώσει την προσκύνηση των Περσών βασιλέων και, ενώ είχε θεωρηθεί θεός, τον νίκησαν και τον ταπείνωσαν οι Σκύθες, που ήταν φτωχοί άνθρωποι αλλά με ελεύθερο φρόνημα. Τον Μεγάλο Βασιλέα και θεό Ξέρξη, όταν εισέβαλε στην Ελλάδα, τον νίκησαν και τον ταπείνωσαν οι Αθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι. Ο Κλέαρχος και ο Ξενοφών με τους Μύριους νίκησαν και ταπείνωσαν τον Μεγάλο Βασιλέα και θεό Αρταξέρξη. Και πάνω απ’ όλα, τον Μεγάλο Βασιλέα και θεό Δαρείο τον συνέτριψε ολοκληρωτικά ένας Αλέξανδρος, που δεν τον προσκυνούσαν. Ο Καλλισθένης με την επιχειρηματολογία του ικανοποίησε τους Μακεδόνες και δυσαρέστησε τον Αλέξανδρο, που αναγκάσθηκε να τους διαμηνύσει ότι παραιτήθηκε από την απαίτηση να τον προσκυνούν. Οι Πέρσες όμως της Αυλής δεν είχαν φιλοσοφικές αντιρρήσεις για την προσκύνηση, αντίθετα είχαν συμφέρον να κολακεύσουν τον Αλέξανδρο και σε απάντηση προς τα επιχειρήματα του Καλλισθένη, άρχισαν ένας – ένας να προσκυνούν τον καινούργιο βασιλιά–θεό.

Μετά απ’ αυτό κάθε συμπόσιο και κάθε δημόσια συνάθροιση ήταν πλέον πεδίο αντιπαράθεσης. Ο Αλέξανδρος προσπαθούσε να εδραιώσει την πολιτική παντοδυναμία του επιβάλλοντας την προσκύνηση στους Μακεδόνες, οι Μακεδόνες προσπαθούσαν να διατηρήσουν τα συνταγματικά τους δικαιώματα και να απορρίψουν την προσκύνηση, ενώ οι Πέρσες προσέφεραν πρόθυμα την οικεία σ’ αυτούς προσκύνηση, ελπίζοντας να αποσπάσουν μεγαλύτερο μερίδιο εξουσίας ή να προκαλέσουν ρήξη του βασιλιά με τους ομοεθνείς του. Αναφέρεται ακόμη μία χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση. Κατά τον Αρριανό ο Λεοννάτος χλεύασε ως ταπεινή κίνηση την προσκύνηση ενός Πέρση ευγενούς και προκάλεσε την (ευτυχώς) παροδική οργή του Αλεξάνδρου. Κατά τον Κούρτιο δεν ήταν ο Λεοννάτος, αλλά ο Πολυπέρχων και ακολούθησε σοβαρό επεισόδιο. Ο Αλέξανδρος εξοργισμένος τον έρριξε κατάχαμα και, όπως ο Πολυπέρχων ήταν πεσμένος μπρούμυτα, τον χλεύασε ότι τελικά δεν απέφυγε την προσκύνηση. Στη συνέχεια διέταξε να τον συλλάβουν (για να τον απελευθερώσει πολύ καιρό αργότερα) και διέλυσε το συμπόσιο, στο οποίο ο Κούρτιος τοποθετεί όλα όσα οι Έλληνες ιστορικοί παραδίδουν ως γεγονότα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.

Φαίνεται πως με τα επιχειρήματα του Καλλισθένη ο Αλέξανδρος συνειδητοποίησε το πρόβλημα, που θα αντιμετώπιζε, αν απαιτούσε να τον προσκυνούν οι Μακεδόνες και οι άλλοι Έλληνες, και παραιτήθηκε από αυτήν την απαίτηση. Όχι όμως εντελώς. Για την ακρίβεια, δεν το απαιτούσε πια ευθέως, αλλά δεν σταμάτησε και να πιέζει προς αυτήν την κατεύθυνση, διότι οι Ασιάτες δεν θα τον αναγνώριζαν ως θεό, αν έβλεπαν τους συμπατριώτες του να τον αντιμετωπίζουν ως άνθρωπο και να τον ελέγχουν ως βασιλιά. Σε όσους είχαν αποδεχτεί την προσκύνηση παραχωρούσε το εξής προνόμιο: στα συμπόσια πρώτος ο Αλέξανδρος έπινε από μία χρυσή φιάλη και μετά τους την περνούσε κυκλικά. Αυτοί έπιναν, τον προσκυνούσαν και τον φιλούσαν. Σε κάποιο άλλο συμπόσιο ο Καλλισθένης λέγεται ότι ήπιε από τη φιάλη και πήγε να φιλήσει τον Αλέξανδρο, αλλά ο εταίρος Δημήτριος του Πυθώνακτα, που προφανώς είχε αποδεχτεί την προσκύνηση, επεσήμανε ότι ο Καλλισθένης δεν είχε προσκυνήσει, τότε ο Αλέξανδρος αρνήθηκε το φιλί, και ο Καλλισθένης, για να δείξει πόσο μικρή ήταν η αξία του προνομίου, είπε δυνατά «φεύγω με ένα φιλί λιγότερο».

Στην αντι-Αλεξανδρινή παράταξη υπήρχαν πολλοί αξιωματικοί, που ανήκαν στη γενιά του Φιλίππου και είχαν γνωρίσει την εξουσία πριν αποβιβαστούν στην Ασία, καθώς και ακόμη περισσότεροι, οι ανώνυμοι της στρατιάς, που έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν θα αποκτούσαν εξουσία. Αυτοί δεν μπορούσαν να ξεχάσουν την παιδεία του ελεύθερου Έλληνα πολίτη και να δεχθούν ως θεό τον βασιλιά, τον οποίο έλεγχαν και περιόριζαν με την ψήφο τους στην εκκλησία των Μακεδόνων. Για όλους αυτούς ο Καλλισθένης ήταν ο πρωτεργάτης στην αντίσταση κατά της συνταγματικής ανατροπής, που επιχειρούσε ο βασιλιάς τους. Μόνο που ο Αλέξανδρος δεν θα επέτρεπε ούτε στους μεν ούτε στους δε να αποτελέσουν εμπόδιο στις επιδιώξεις του. Ήδη τους πολλούς ανώνυμους τους συγκέντρωνε στο ατάκτων τάγμα και τους καταξιωμένους συνεργάτες του Φιλίππου τους παραγκώνιζε έναν-έναν και τους αντικαθιστούσε με πιο νέους, πιο πρόθυμους και λιγότερο περήφανους.

Οι νεαροί αξιωματικοί του στρατού, που συνέτριψε την κοσμοκράτειρα Περσία, ανάλαβαν την ηγεσία λαών, που παρήγαν πλούτο και ήταν συνηθισμένοι σε εξουσία ανήκουστα στην Ελλάδα. Εκεί ακόμη και οι βασιλείς ελεγχόταν και οι πάντες αμφισβητούσαν τους πάντες, ενώ στην Ασία οι ηγεμόνες είχαν ισχύ μεγαλύτερη κι από των τυράννων στην Ελλάδα. Οι αξιωματικοί της νεότερης γενιάς όσο πιο ασήμαντοι ήταν στην πατρίδα τους, τόσο πιο προκλητικοί με τους υπηκόους τους και πιο συμβιβασμένοι με την εξουσία έγιναν στην Ασία. Ο Αλέξανδρος επειδή χρειαζόταν την μαχητικότητα και την υπακοή τους, ήταν γενναιόδωρος μαζί τους και ανεκτικός στις υπερβολές τους, κάποιες από τις οποίες θα ήταν πρόκληση ακόμη και για πλούσιους βάρβαρους βασιλιάδες. Λόγου χάριν Άγνων από την Τέω είχε στα παπούτσια του ασημένια καρφιά, ο Λεοννάτος μετέφερε από την Αίγυπτο με πολλές καμήλες άμμο για τα γυμναστήρια, ο Φιλώτας χρησιμοποιούσε κυνηγετικά δίχτυα μήκους 100 σταδίων (περίπου 18,5 χμ) και όπως λέει επιτιμητικά ο Πλούταρχος, είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούν στρατιές από υπηρέτες και μύρο για το λουτρό και το άλειμμα, όσοι μέχρι τότε δεν είχαν λάδι για το φαγητό τους. Για όλους αυτούς η προσκύνηση ήταν πολύ μικρό τίμημα μπροστά στις απολαβές τους. Έτσι «οι διάφοροι Λυσίμαχοι και Άγνωνες», που απέκτησαν υπόσταση κυρίως λόγω της προθυμίας τους να βαρβαρίσουν, αναγνώρισαν τον Καλλισθένη ως το σοβαρότερο εμπόδιο στις φιλοδοξίες τους και άρχισαν να τον διαβάλλουν σε κάθε ευκαιρία. Μετά δε το φόνο του Κλείτου η θέση των πολεμίων της προσκύνησης και ειδικά του Καλλισθένη δεν ήταν καθόλου άνετη.

Ίσως από το 332 π.Χ., οπότε ο Αλέξανδρος επισκέφθηκε το μαντείο του Άμμωνα και αναγνωρίσθηκε ως γιος του θεού, οπωσδήποτε δε μετά το θάνατο του Δαρείου το 330 π.Χ, οπότε ο Αλέξανδρος είχε πλέον σοβαρούς πολιτικούς λόγους για να θεοποιηθεί, ο Καλλισθένης κατόρθωσε να γίνει επικίνδυνος για πολλούς αξιωματούχους. Την άνοιξη του 327 στα Βάκτρα ο Αλέξανδρος και οι βαρβαρολάγνοι αυλικοί του, βρήκαν την ευκαιρία να απαλλαγούν από αυτόν, αναμιγνύοντάς τον στη συνωμοσία των παίδων.


Η συνομωσία των παίδων
(Αρριανός Δ.13-14, Πλούταρχος Αλέξανδρος 55, Διόδωρος ΙΖ.β.κη, Κούρτιος 8.6-8, Ιουστίνος 12.7.2, 15.3.3)

Ο Φίλιππος Β΄ είχε καθιερώσει να υπηρετούν τον βασιλιά τα παιδιά των επιφανών Μακεδόνων, μόλις έμπαιναν στην εφηβεία. Τα καθήκοντά τους ήταν η σωματική περιποίηση του βασιλιά, να τον φρουρούν όταν κοιμόταν, να εκτελούν χρέη ιπποκόμου στις εξόδους του, να τον βοηθούν να ιππεύσει με τον περσικό τρόπο και να συμμετέχουν στους βασιλικούς κυνηγετικούς αγώνες. Συναναστρεφόμενα τον βασιλιά και τους πλησιέστερους σ’ αυτόν αξιωματούχους, αποκτούσαν γνώσεις και εμπειρία, τόσο στα πολιτικά όσο και στα στρατιωτικά πράγματα. Δηλαδή, το «Σώμα των παίδων» αποτελούσε το φυτώριο των μελλοντικών αξιωματούχων του μακεδονικού κράτους. Ήταν όμως και κάτι ακόμη, ένα «Σώμα Ομήρων» του Μακεδόνα βασιλιά. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι καθιερώθηκε από τον Φίλιππο, που υπήρξε και ο ίδιος όμηρος και γνώριζε από πρώτο χέρι τη χρησιμότητα των ομήρων. Όταν καθιέρωσε αυτό το Σώμα, το μακεδονικό κράτος ήταν σχεδόν υποταγμένο στους Ιλλυριούς και η δυναστεία των Αργεαδών απειλούνταν από τους δυσαρεστημένους Μακεδόνες αριστοκράτες. Οι τελευταίοι παραδίδοντας τους δικούς τους διαδόχους ως ομήρους στον βασιλιά, υποχρεώνονταν να τον υποστηρίζουν σε όλες του τις αποφάσεις. Έτσι ο βασιλιάς είχε εξασφαλισμένη την υπακοή των πρώτης γραμμής αξιωματούχων του και τη συνέχιση της αρχαίας βασιλικής δυναστείας.

Ένας από τους παίδες, ο Ερμόλαος του Σώπολι, σε κάποιο βασιλικό κυνήγι αγριόχοιρου σκότωσε το θήραμα και ο Αλέξανδρος, που έχασε την ευκαιρία επειδή καθυστέρησε, θύμωσε μαζί του, του πήρε το άλογο και διέταξε να τον μαστιγώσουν μπροστά στα άλλα παιδιά. Ο Ερμόλαος πήρε κατάκαρδα την προσβολή και είπε στο Σώστρατο του Αμύντα, που ήταν συνομήλικος και εραστής του, ότι δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς να τιμωρήσει τον Αλέξανδρο. Ο Σώστρατος αγαπούσε τον Ερμόλαο και δέχτηκε εύκολα να συνεργαστεί. Οι δύο τους στρατολόγησαν κι άλλα παιδιά, τον Αντίπατρο του Ασκληπιόδωρου (το γιο του πρώην σατράπη της Συρίας), τον Επιμένη του Αρσαίου, τον Αντικλή του Θεόκριτου, τον Φιλώτα του Κάρσι από τη Θράκη και συμφώνησαν να σκοτώσουν τον Αλέξανδρο στον ύπνο του, όταν θα είχε νυχτερινή βάρδια ο Αντίπατρος.

Η αποτυχία της συνωμοσίας αποδίδεται στην ανάμιξη του υπερφυσικού και αν οι αρχαίοι Έλληνες ήταν Χριστιανοί, ασφαλώς θα είχαν γράψει ότι ο Αλέξανδρος σώθηκε, επειδή «είχε Άγιο». Λέγεται λοιπόν ότι ανάμεσα στους μάντεις της Αυλής ήταν και μία Σύρια, με την οποία όλοι γελούσαν στην αρχή, όταν όμως είδαν ότι πράγματι είχε υπερφυσικές δυνάμεις και ότι όσα έλεγε στην έκστασή της έβγαιναν αληθινά, ο Αλέξανδρος την πήρε στην προσωπική του ακολουθία. Το βράδυ, που οι παίδες είχαν προγραμματίσει τη δολοφονία του, ο Αλέξανδρος γύρισε από μία κόμη οινοποσία. Βρήκε τη Σύρια σε έκσταση και ακολουθώντας τη συμβουλή της, ξαναγύρισε στην οινοποσία. Έτσι η απόπειρα των παίδων έπεσε στο κενό. Την επομένη ο Επιμένης είπε τα καθέκαστα στον εραστή του, τον Χαρικλή του Μενάνδρου, αυτός τα είπε στον αδελφό του Επιμένη, τον Ευρύλοχο, ο οποίος αδιαφορώντας για τον αδελφό του τα μαρτύρησε στον Πτολεμαίο του Λάγου. Μόλις τα πληροφορήθηκε ο Αλέξανδρος διέταξε να συλληφθούν οι συνωμότες που κατέδωσε ο Ευρύλοχος και να βασανισθούν, για να αποκαλύψουν όλη τη συνωμοσία.

Όταν ο Ερμόλαος, οδηγήθηκε στην εκκλησία των Μακεδόνων, ομολόγησε την πράξη του και είπε ότι κανείς ελεύθερος άνθρωπος δεν θα μπορούσε να ανεχθεί την προσβολή του Αλεξάνδρου, τον οποίο κατηγόρησε για όλα: την εκτέλεση του Φιλώτα, τη αδικαιολόγητη δολοφονία του Παρμενίωνα, το φόνο του Κλείτου πάνω στο μεθύσι, τη μηδική ενδυμασία που χρησιμοποιούσε, την προσκύνηση που ήθελε να επιβάλει και τέλος τους βαρβαρικούς τρόπους που είχε αποκτήσει στο ποτό και τον ύπνο. Αυτά δεν μπορούσε να τα υποφέρει και αποφάσισε να απαλλάξει τον εαυτό του και τους Μακεδόνες, δολοφονώντας τον Αλέξανδρο. Φυσικά ο Ερμόλαος και οι άλλοι συνωμότες καταδικάσθηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν δια λιθοβολισμού, όπως προβλεπόταν για το έγκλημά τους.

Με δεδομένη τη γενική συμφωνία των πηγών στα περί την συνωμοσία, πρέπει να σταθούμε στις κατηγορίες, που ο Ερμόλαος εκτόξευσε κατά του Αλεξάνδρου απολογούμενος. Από το γεγονός ότι εμφανίσθηκε ως τυραννοκτόνος και από την ασήμαντη αφορμή, που άδραξε, πρέπει να συμπεράνουμε ότι οι σχέσεις του Αλεξάνδρου με ένα σημαντικό μέρος της αριστοκρατίας και των απλών Μακεδόνων είχαν φτάσει σε τρομερό σημείο οξύτητας. Η καταδίκη των παίδων, όπως κι εκείνη του Φιλώτα παλαιότερα, φυσικά δεν ήταν αποτέλεσμα πίεσης του Αλεξάνδρου ή φόβου των Μακεδόνων, αλλά αναμενόμενη δικαστική απόφαση, καθώς οι πάσης φύσεως παρεκτροπές του βασιλιά μπορούσαν να κριθούν μόνο από την εκκλησία των Μακεδόνων και όχι από μεμονωμένα άτομα.

Επειδή ο εμπνευστής της συνωμοσίας Ερμόλαος είχε κλίση στη φιλοσοφία και είχε γίνει μαθητής και θαυμαστής του Καλλισθένη, η υπόθεση αυτή ήταν μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να βγει από τη μέση ο σημαντικότερος πολέμιος της προσκύνησης. Ο Καλλισθένης λοιπόν συνελήφθη κατηγορούμενος ως ο ιθύνων νους της συνωμοσίας, ενώ κατά τους Αριστόβουλο και Πτολεμαίο οι παίδες ομολόγησαν ότι αυτός τους είχε ξεσηκώσει. Αν και οι δύο αυτοί πρωταγωνίστησαν σε πολλά περιστατικά και υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες σε περισσότερα, η άποψή τους έχει θεωρηθεί ως απολογία και απερρίφθη από τους περισσότερους ιστορικούς. Κανείς άλλος δεν πίστεψε την ανάμιξη του Καλλισθένη και όλοι αντιλέγουν ότι, όσο κι αν βασανίστηκαν ο Ερμόλαος και οι συνεργάτες του, αρνήθηκαν να τον αναμίξουν. Μάλιστα ο Πλούταρχος λέει ότι αυτό το παραδέχτηκε και ο ίδιος ο Αλέξανδρος σε επιστολές του προς τους Αλκέτα, Κρατερό και Άτταλο. Παρά ταύτα ο Καλλισθένης δεν επρόκειτο να ζήσει. Δεν έχει καταγραφεί απολογία του Καλλισθένη, ίσως διότι δεν ήταν Μακεδόνας, αλλά Χαλκιδέας επί Θράκης από την Όλυνθο, και συνεπώς δεν εδικαιούτο να συμμετάσχει σ’ εκείνη την εκκλησία των Μακεδόνων, που συνεδρίαζε ως δικαστήριο.

Ο θάνατό του είναι ακόμη ένα σημείο διαφωνίας των αρχαίων πηγών. Κατά τον Αριστόβουλο, αφού τον διαπόμπευσαν, προφανώς για να τρομοκρατήσουν τους οπαδούς των απόψεών του, τον έρριξαν στη φυλακή όπου πέθανε από αρρώστια. Κατά τον Πτολεμαίο, τον βασάνισαν στον τροχό και τον κρέμασαν. Κατά τον Χάρι τον Μυτιληναίο παρέμεινε στη φυλακή περιμένοντας να φτάσει ο Αριστοτέλης, για να παραστεί στη δίκη, και πέθανε από φθειρίαση, φυλακισμένος και υπέρβαρος, 7 μήνες μετά τη σύλληψή του, όταν ο Αλέξανδρος τραυματίσθηκε στους Μαλλούς. Αυτή η αναφορά στον Αριστοτέλη σχετίζεται ασφαλώς με την ψυχρότητα στις σχέσεις του πρώην μαθητού με το δάσκαλό του και ίσως με τη θεωρία της δηλητηρίασης του Αλεξάνδρου. Το βιβλίο του Διόδωρου έχει χάσμα, αλλά από τα διασωθέντα περιεχόμενά του βλέπουμε ότι πραγματευόταν το θάνατο του Καλλισθένη αμέσως μετά το φόνο του Κλείτου, ίσως σκόπιμα εκτός χρονολογικής σειράς. Κατά τον Κούρτιο ο Καλλισθένης υπεβλήθη σε βασανιστήρια και πέθανε και ο Αλέξανδρος μετάνοιωσε γι’ αυτή τη βάρβαρη πράξη του. Ο Ιουστίνος σε άλλο σημείο λέει ότι εκτελέστηκε με την κατηγορία της προδοσίας και σε άλλο ότι ο Αλέξανδρος τον έκλεισε σε κλουβί σαν άγριο θηρίο και ότι ο Λυσίμαχος τον δηλητηρίασε, για να τον λυτρώσει. Άλλοι έγραψαν ότι ο Αλέξανδρος έρριξε ένα λιοντάρι να τον κατασπαράξει. Προφανώς το μένος μεταξύ Αλεξανδρινών και αντι-Αλεξανδρινών ήταν τέτοιο, ώστε ακόμη και οι αυτόπτες, Αριστόβουλος και Πτολεμαίος, είδαν τα πράγματα διαφορετικά.

Εκείνο, που έχει σημασία δεν είναι βέβαια ο τρόπος θανάτου του Καλλισθένη, αλλά το γεγονός ότι βγήκε από τη μέση, μόλις έθεσε σε κίνδυνο τα όντως μεγαλεπήβολα πολιτικά σχέδια του Αλεξάνδρου. Το βασιλικό ημερολόγιο, στο οποίο μέσω του Καλλισθένη βασίζονταν οι αρχαίοι ιστορικοί, έπαψε πλέον να είναι προσβάσιμη πηγή πληροφόρησης και η εντυπωσιακή ασυμφωνία των πηγών στα γεγονότα της Σογδιανής υποδηλώνει ότι οι σημειώσεις του διαπιστευμένου ιστορικού της εκστρατείας για το διάστημα των τελευταίων 12 περίπου μηνών πριν τη σύλληψή του, είτε καταστράφηκαν είτε δεν έτυχαν αξιοποίησης. Οι μεν κομπασμοί του ότι εκείνος θα καθόριζε την εικόνα του Αλεξάνδρου για σύγχρονους και μεταγενέστερους, πρέπει να εκλήφθηκαν ως απειλή, οι δε σημειώσεις του ως επικίνδυνες και να έτυχαν ανάλογης μεταχείρισης. Γενική συμφωνία στις αρχαίες πηγές έχουμε ξανά με το θάνατο του Αλεξάνδρου, οπότε οι ιστορικοί απέκτησαν και πάλι πρόσβαση στο βασιλικό ημερολόγιο.


από τον ιστότοπο:
http://www.alexanderofmacedon.info/greek/A1gr.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου