Αναγνώστες

Σάββατο 7 Αυγούστου 2010

Νίκος Καζαντζάκης

Ο Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957) )

Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης και σπούδασε Νομικά στην Αθήνα. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι και ήταν από τους πιο πολυταξιδεμένους 'Ελληνες πνευματικούς ανθρώπους. Το έργο του είναι πλούσιο και απλώνεται σε πολλούς τομείς: θέατρο, ποίηση, δοκίμιο, ταξιδιωτικά, μυθιστόρημα, μεταφράσεις, φιλοσοφία. Ανέπτυξε πλούσια πνευματική δράση και απέκτησε φήμη. Τα κυριότερα έργα του: Αναφορά στον Γκρέκο, Ασκητική, Οδύσσεια (έπος, αποτελούμενο από 3333 στίχους), Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Ο Καπετάν Μιχάλης, Ο Φτωχούλης του Θεού, Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, Ο Τελευταίος Πειρασμός, Ταξιδεύοντας κ.ά. Επίσης μετέφρασε τη Θεία Κωμωδία του Δάντη και σε συνεργασία με τον Ι. Θ. Κακριδή την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου. Σε αυτήν εδώ λοιπόν τη σελίδα, μικρό φόρο τιμής στον Μέγα Βάρδο της ανθρώπινης αλλά κι' ελληνικής σκέψης και λογοτεχνίας, θα βάλουμε σιγά σιγά, μικρά κομμάτια - ανθολογήματα, κομμάτια που μας άρεσαν ίσως περσότερο γιατί μας φαίνονται περσότερο «σημαδιακά» στο έργο του συγγραφέα.

Νίκος Καζαντζάκης. Ένας Ιερός Μεταξοσκώληκας.
Του Roit Hammer

Ο Καζαντζάκης είναι ένας οδοιπόρος της Αβύσσου. Ένας οδοιπόρος της ανθρώπινης σκέψης. Σπούδασε, μετέφρασε, έγραψε, ταξίδεψε στις περισσότερες φιλοσοφίες, θρησκείες και ρεύματα της εποχής. Σε ιδεολογίες αντικρουόμενες. Στον υπαρξισμό, στον Δαρβινισμό, στον Μαρξισμό, στον Χριστιανισμό, στον Βουδισμό, στον Ιδεαλισμό, στον Αθεϊσμό. Ένας διεθνιστής, θετικιστής, Σοφιστής, Νιτσεϊκός, Ελληνοκεντρικός, Μακιαβελικός, Μπερξονικός. Ένας Μηδενιστής Αρχαιοέλληνας, που σε όλη του την ζωή προσπάθησε να ανακαλύψει, να συνθέσει και να αποσυνθέσει την ανθρώπινη μοίρα.
Ο Καζαντζάκης έζησε και έγραψε τον πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Με τους δύο παγκοσμίους πολέμους, τις εθνικές καταστροφές, τον εμφύλιο, την Ρωσική επανάσταση, τις μεγάλες ανατροπές, τις επιστημονικές ανακαλύψεις και θεωρίες, τις πτώσεις, τον νέο κόσμο.

Ζούσε και έτρεχε, έγραφε και έσχιζε για να προλάβει όλα τα ανθρώπινα τραύματα. Είχε δασκάλους και δεν το έκρυβε. «Εκείνους που άφηκαν βαθύτερα τ' αχνάρια τους στην Ψυχή μου. Τους αθάνατους νεκρούς. Τις Μεγάλες Σειρήνες. Ο Βούδας, ο Λένιν, ο Όμηρος, ο Νίτσε, ο Μπέρξονας, ο Ζορμπάς, ο Οδυσσέας. Αυτοί ήταν τα αποφασιστικά σκαλοπάτια στο ανηφόρισμά μου.»

Έψαχνε την κάθαρση. Ήταν σε μόνιμη διαμάχη με τον εαυτό του, τις ιδέες του, το περιβάλλον του. Προσπαθεί να συλλάβει με τον Λόγο την Αθάνατη ουσία, που ζει μέσα στον άνθρωπο.

Τον ενδιαφέρουν οι δυνατοί, οι διαρκώς έτοιμοι για δράση. Η πράξη η ίδια. Δεν τον ενδιαφέρουν οι παραδομένοι, οι υποταχτικοί. Όλοι οι ήρωές του ενεργούν, παλεύουν, προσπαθούν. Στους Μύθους οι Ήρωές του είναι ελεύθεροι, παγανιστές, συμβολιστές, μεθυστικοί, πρωτόγονοι, εσωτερικοί, γήινοι, σταυρωμένοι, τραγικοί, υποχθόνιοι, πολεμιστές, προφήτες, δαιμονισμένοι, φιλόσοφοι, διχασμένοι, σύγχρονοι, Οδύσσειοι, θεολόγοι, παγκόσμιοι, ιστορικοί, ανατολίτες, δυτικοί, αποκρυφιστές, μεσσιανιστές, μυστικιστές, εξόριστοι, στοχαστές, κήρυκες.

Το ιερό ζευγάρι που γεννάει την τραγωδία, ο Απόλλωνας και ο Διόνυσος, αυτή η αρχαιοελληνική διδασκαλία του Νίτσε καθόρισε το έργο του.

Ο Καζαντζάκης μυρίζει τις λέξεις και αν έχουν αυτό το παλιό μελωδικό άρωμα της Γης, μόνο τότε τις χρησιμοποιεί, «μετουσιώνοντας την πραγματικότητα.» Είχε λατρεία με τις λέξεις και την Ελληνική γλώσσα. «Οι λέξεις μας μυρίζουν ακόμα γη, χόρτο και ανθρώπινο ιδρώτα, η γλώσσα μας έχει μια έντονη μυρωδιά, είναι ζωντανή σαν ένα ζώο.»

Ο Καζαντζάκης για να δημοσιοποιήσει τον εσωτερικό του λόγο έπλασε λέξεις καινούργιες, νέες, Ελληνικές, Κρητικές, ατομικές, Καζαντζάκιες. Για να υπάρξει η σκέψη του έπρεπε να βρει μια καινούργια γλώσσα, με νέες λέξεις και όσο έπλαθε αυτές τις λέξεις τόσο προωθούσε τη σκέψη του. Οι λέξεις του Καζαντζάκη είναι αυτόνομα φιλοσοφήματα. Κάθε λέξη είναι ενεργή σκέψη. Το γλωσσάρι είναι η υφάντρα του. Λέξεις με σεισμικά αποτελέσματα. Χωρίς αυτή την Καζαντζάκια γλώσσα δεν θα υπήρχε ο Καζαντζάκης. Λέξεις χειρώνακτες, βασανισμένες, εξορυγμένες μία μία με ιδρώτα και αίμα, γιατί είναι λέξεις μεγάλες με ρίζες βαθιές που φτάνουν στο κέντρο της γης. Λέξεις θερμοδυναμικές. Είναι ο μοναδικός σύγχρονος Έλληνας που γέννησε τόσες νέες λέξεις. Λέξεις πιθανολογούμενες, περιπλανώμενες, μετέωρες. Κι όμως λέξεις βόλια, σαϊτεμένες, να βρίσκουν κατευθείαν το στόχο. Λέξεις εθιμικές που παράγουν το νέο, το επόμενο. Λέξεις-Λόγος. Κάθε λέξη και ένας τόμος. Λέξεις που τις δέχεσαι ως κτήμα σου, πως τις νιώθεις έστω και αν δεν τις εννοείς. Γιατί τον Καζαντζάκη δεν τον ενδιαφέρει το λούστρο μιας λέξης, τον ενδιαφέρει μόνο η φλόγα που την λαμπαδιάζει.

Το γλωσσάρι του Καζαντζάκη είναι ένας επιταχυντής σκέψης. Λέξεις ιδιοχρώματα. Λέξεις Βάμμα Ιωδίου. Λέξεις επαναστατημένες. Όλα μπορεί να έχουν λεχθεί. Όμως ο Καζαντζάκης όταν τα ξαναλέει είναι σαν να τα ξαναγεννάει, να τα επανακαθορίζει. Τα νοήματά του είναι αυτογενή. Αυτόνομα. Είναι η δικιά του Οδύσσεια.

Τα έργα του είναι ένα οδοιπορικό στα άκρα της ύπαρξης. Ένας Red Line Driver. Ένας Στάλκερ. Είναι ένας στοχαστής με ποιητικό λόγο. Ένας ποιητής φιλόσοφος. Όπως έλεγε «η νέα σκέψη πρέπει να ξεχυθεί λυρικά και όχι ως σύστημα φιλοσοφικό.»

Ο Καζαντζάκης είναι Οδυσσεϊστής. Ο Οδυσσέας είναι το ισοδύναμο του ταξιδιώτη. Έτσι και ο Καζαντζάκης σ' όλη του τη ζωή, ένας διαρκής ταξιδευτής από την Ισπανία μέχρι την Ρωσία, από την Αγγλία μέχρι την Αίγυπτο, από το ʼγιο Όρος μέχρι την Κίνα και την Ιαπωνία, για να βρει, να δει, να νιώσει, να αρπάξει τα όνειρα και το μεσοδιάστημα. Γιατί ήξερε πως Ιθάκη δεν υπάρχει. ‘Υπάρχει μόνο η θάλασσα κι ένα καράβι το κορμί κι ο καπετάνιος Νους».

Ο Καζαντζάκης έχει εμμονές. Τον βασιλιά τον σκούληκα που γίνεται πεταλούδα. Τον Ιερό Ανήφορο. Τον Θεό Μεταξοσκώληκα που κάνει το σπλάχνο του μετάξι. Έτσι και το χρέος των ανθρώπων. «Να γίνει όλο το σκουλήκι μετάξι, όλη η σάρκα πνεύμα». Όλο το έργο του είναι μεταμορφώσεις, για να φτάσουν οι Ήρωες του το Θεϊκό. Γιατί «δεν είναι ο Θεός πρόγονος, είναι απόγονος του ανθρώπου».

Η Αιώνια Κραυγή του Καζαντζάκη είναι Ασκητική.
-Ένα πολυεπίπεδο αποκαλυπτικό μαγικό κουτί.
-Ένα ερμητικό κείμενο.
-Θεολογικό, καβαλιστικό, αποκρυφιστικό, ψυχαναλυτικό, ιδεολογικό, εσχατολογικό, πολιτικό.
-Ένα ευαγγέλιο για μη ευαγγελιστές.
-Ένα ενορατικό πανκείμενο. Άχρονο και απροσδιόριστο.
-Ένα εκστατικό εσωτερικό ποίημα.
-Ένα λυρικό ανακρυπτογράφητο φιλοσοφικό δοκίμιο.
-Ένα ουράνιο τόξο στα βάθη της ερήμου.
-Ένα καθαρτήριο. Ένα θυσιαστήριο.
-Από τα ελάχιστα νεοελληνικά κείμενα που σε έλκει σε επανάγνωση, σε πολλαπλές και διαφορετικές αναγνώσεις.
-Ένα ξόρκι. Το πιστεύω του Διγενή Ακρίτα.
-Μια προετοιμασία. Ένα καράβι. Το χρέος.
-Ένα ξεγύμνωμα ψυχής. Ένα όραμα.
-Ένα από τα πιο συμπαγή και εμπνευσμένα κείμενα της Ελληνικής γλώσσας. Μια παγκόσμια αποκάλυψη.
-Ένα φιλοσοφικό ποίημα. Ένα υπαρξιακό δοκίμιο.

Ο Καζαντζάκης δεν είναι μεταφραστής. Είναι Δημιουργός. Η προσφορά του είναι οι μύθοι του, οι Ήρωές του, οι Ζορμπάδες του, οι Στοχασμοί του. Είναι η αναφορά του στον Γκρέκο. Αυτό το οδοιπορικό ζωής. Η εισαγωγή μας στην Καζαντζάκια γνώση.

Η Αναφορά Του. Είναι ο καπετάν Μιχάλης. Το χρέος του απέναντι στην Κρήτη, τον πατέρα, τη γενιά του. Είναι ο Αλέξης Ζορμπάς. Αυτός ο ψυχικός οδηγός, ο Γκουρού, ο Γέροντας, ο Χορευτής, ο Πολεμιστής. Είναι ο τελευταίος πειρασμός. Είναι η Οδύσσειά του. Είναι τα μυθιστορήματά του, τα ποιήματά του, τα Ταξίδια του.

Αν κρίνουμε τον Καζαντζάκη ως μεταφραστή χάνουμε την ουσία, τον κεντρικό στόχο, την Καζαντζάκια Λαλιά, εθελοτυφλούμε.

Στην Ελλάδα ως συνήθως οι λογοτεχνίζοντες τον κρίνουν ως φιλόσοφο, οι φιλοσοφίζοντες ως λογοτέχνη, οι παπάδες ως άθεο, οι αριστεροί ως δεξιό, οι γλωσσολόγοι ως μεταφραστή, οι άθεοι ως χριστιανό, όλοι ως Κρητικό.

Είναι ίδιον της φυλής μας να μη δεχόμαστε τους μέγιστους και ιδιαίτερα τους σύγχρονους.

Ευτυχώς που δέχτηκαν οι Ευρώπες της Αναγέννησης τους Αρχαιοέλληνες, αλλιώς κι αυτούς θα τους είχαμε στο μαυροπίνακα, στο εθνικό μας index.

Νίκος Καζαντζάκης.

Ένας ιδιόμορφος υπαρξιστής.
Ένας μάχιμος μηδενιστής.
Ένας πανθεϊστής άθεος.
Ένας Ψηλορείτης.

«Τριών λογιών είναι οι ψυχές, τριών λογιών οι προσευχές: α' Δοξάρι είμαι στα χέρια σου Κύριε, τέντωσέ με να μη σαπίσω β' Μη με παρατεντώσεις, θα σπάσω γ' Παρατέντωσέ με, κι ας σπάσω. Διάλεξε.»
Αναφορά στον Γκρέκο

Roit Hammer

«ΤΡΕΙΣ ΨΥΧΕΣ, ΤΡΕΙΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ» :
( ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ )


ΤΡΕΙΣ ΨΥΧΕΣ, ΤΡΕΙΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ:
Α' ΔΟΞΑΡΡΙ ΕΙΜΑΙ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ, ΚΥΡΙΕ,
ΤΕΝΤΩΣΕ ΜΕ, ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ ΣΑΠΙΣΩ.

Β' ΜΗ ΜΕ ΠΑΡΑΤΕΝΤΩΣΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ,
ΘΑ ΣΠΑΣΩ.

Γ' ΠΑΡΑΤΕΝΤΩΣΕ ΜΕ, ΚΥΡΙΕ, ΚΙ ΑΣ ΣΠΑΣΩ !



(Απόσπασμα απ' την Εισαγωγή του συγγραφέα σελ. 15) «...Κάθε άνθρωπος άξιος να λέγεται γιος του ανθρώπου σηκώνει το σταυρό του κι ανεβαίνει το Γολγοθά του. Πολλοί, οι πιο πολλοί, φτάνουν στο πρώτο, στο δεύτερο σκαλοπάτι, λαχανιάζουν, σωριάζονται στη μέση της πορείας και δε φτάνουν στην κορφή του Γολγοθά -θέλω να πω στην κορφή του χρέους τους- να σταυρωθούν, ν' αναστηθούν, και να σώσουν την ψυχή τους. Λιποψυχούν, φοβούνται να σταυρωθούν, και δεν ξέρουν πως η σταύρωση είναι ο μόνος δρόμος της ανάστασης.
'Αλλον δεν έχει. ....»






ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ

ο Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ (Ολόκληρος)
1957. Στη Γαλλία.

«Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα σπίτι μου, στο χώμα. 'Οχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε.
Ο ήλιος βασίλεψε, θάμπωσαν τα βουνά, οι οροσειρές του μυαλού μου κρατούν ακόμα λίγο φως στην κορφή τους, μα η άγια νύχτα πλακώνει, ανεβαίνει από τη γης, κατεβαίνει από τον ουρανό, και το φως ορκίστηκε να μην παραδοθεί, μα το ξέρει, σωτηρία δεν υπάρχει, δεν θα παραδοθεί, μα θα σβήσει.
Ρίχνω στερνή ματιά γύρα μου, ποιον ν' αποχαιρετήσω; τι ν' αποχαιρετήσω; τα βουνά, τη θάλασσα, την καρπισμένη κληματαριά στο μπαλκόνι μου, την αρετή, την αμαρτία, το δροσερό νερό; Μάταια, μάταια, κατεβαίνουν όλα ετούτα μαζί μου στο χώμα.
Σε ποιον να εμπιστευθώ τις χαρές και τις πίκρες μου, τις μυστικές δονκιχώτικες λαχτάρες της νιότης, την τραχιά σύγκρουση αργότερα με το Θεό και με τους ανθρώπους, και τέλος την άγρια περηφάνια που έχουν τα γεράματα που καίγουνται μα αρνιούνται, ως το θάνατο, να γίνουν στάχτη; Σε ποιον να πω πόσες φορές σκαρφαλώνοντας, με τα πόδια, με τα χέρια, τον κακοτράχαλο ανήφορο του Θεού, γλίστρησα κι έπεσα, πόσες φορές σηκώθηκα, όλο αίματα, και ξανάρχισα ν' ανηφορίζω; Που να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;
Σφίγγω ήσυχα, πονετικά, ένα σβώλο κρητικό χώμα στη φούχτα μου, το κρατούσα το χώμα τούτο πάντα μαζί μου, σε όλες μου τις περιπλάνησες, και στις μεγάλες μου αγωνίες το 'σφιγγα μέσα στη φούχτα μου κι έπαιρνα δύναμη, δύναμη μεγάλη, σα να 'σφιγγα το χέρι φίλου αγαπημένου. Μα τώρα που βασίλεψε ο ήλιος και το μεροκάματο τέλεψε, τι να την κάμω τη δύναμη; Δεν την έχω ανάγκη πια, κρατώ το χώμα ετούτο της Κρήτης και το σφίγγω με άφραστη γλύκα, τρυφεράδα κι ευγνωμοσύνη, σα να σφίγγω μέσα στη φούχτα μου και ν' αποχαιρετώ το στήθος γυναίκας αγαπημένης. Αυτό ήμουν αιώνια, αυτό θα είμαι αιώνια, πέρασε αστραπή η στιγμή που στροβιλίστηκες, άγριο χώμα της Κρήτης, κι έγινες αγωνιζόμενος άνθρωπος.
Τι αγώνας, τι αγωνία, τι κυνηγητό του ανθρωποφάγου αόρατου θεριού, τι επικίντυνες ουρανικές και σατανικές δυνάμες η φούχτα τούτη το χώμα ! Ζυμώθηκε μ' αίμα, δάκρυο και ιδρώτα, γίνηκε λάσπη, γίνηκε άνθρωπος, πήρε τον ανήφορο, να φτάσει -που να φτάσει; Σκαρφάλωνε αγκομαχώντας το σκοτεινό όγκο του Θεού, 'απλωνε τα χέρια, έψαχνε, έψαχνε και μάχουνταν να βρει το πρόσωπό του.
Κι όταν, τα ολόστερνά ετούτα χρόνια, απελπισμένος πια, ένιωσε πως ο σκοτεινός αυτός όγκος δεν έχει πρόσωπο, τι καινούριος, όλο αναίδεια και τρόμο, αγώνας να πελεκήσει την ακατέργαστη κορφή και να της δώσει πρόσωπο -το πρόσωπό του !
Μα τώρα το μεροκάματο τέλεψε, μαζεύω τα σύνεργά μου. Ας έρθουν άλλοι σβώλοι χώματα να συνεχίσουν τον αγώνα. Είμαστε, εμείς οι θνητοί, το τάγμα των αθανάτων, κόκκινο κοράλλι το αίμα μας, και κτίζουμε απάνω στην άβυσσο ένα νησί.
Χτίζεται ο Θεός, έβαλα κι εγώ το δικό μου κόκκινο πετραδάκι, μια στάλα αίμα, να τον στερεώσω, να μη χαθεί, να με στερεώσει, να μη χαθώ, έκαμα το χρέος μου.
Απλώνω το χέρι, φουχτώνω το μάνταλο της γης, ν' ανοίξω την πόρτα να φύγω, μα κοντοστέκουμαι στο φωτεινό κατώφλι ακόμα λίγο. δύσκολο, πολύ, να ξεκολλήσουν τα μάτια, τ' αυτιά, τα σπλάχνα από τις πέτρες και τα χόρτα του κόσμου. λες: Είμαι χορτάτος, είμαι ήσυχος, δε θέλω πια τίποτα, τέλεψα το χρέος και φεύγω. μα η καρδιά πιάνεται από τις πέτρες κι από τα χόρτα, αντιστέκεται, παρακαλάει: «Στάσου ακόμα!»
Μάχουμαι να παρηγορήσω την καρδιά μου, να τη συβάσω να πει λεύτερα το ναι. Να μη φύγουμε σα σκλάβοι, δαρμένοι, κλαμένοι, από τη γης, παρά σα βασιλιάδες που έφαγαν, ήπιαν, χόρτασαν, δε θέλουν πια, και σηκώνουνται από το τραπέζι. Μα η καρδιά χτυπάει ακόμα μέσα στα στήθια, αντιστέκεται, φωνάζει: «Στάσου ακόμα!»
Στέκουμαι, ρίχνω στερνή ματιά στο φως, που αντιστεκεται κι αυτό, σαν την καρδιά του ανθρώπου, και παλεύει. Σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό, έπεσε απάνω στα χείλια μου μια χλιαρή ψιχάλα, η γης μύρισε. γλυκιά φωνή, μαυλιστικιά, ανεβαίνει από τα χώματα: «'Ελα.. έλα.. έλα...»
Πλήθυνάν οι ψιχάλες. το πρώτο νυχτοπούλι αναστέναξε, κι ο πόνος του κύλησε από τις νυχτομένες φυλλωσιές, γλυκός πολύ, μέσα στο βρεμένο αέρα. Ησυχία, γλύκα μεγάλη, κανένας στο σπίτι. κο έξω τα χωράφια διψούσαν κι έπιναν μ' ευγνωμοσύνη, με βουβήν ευδαιμονία, το πρωτοβρόχι. ανασηκώνουντανη γης σα μωρό, κατά τον ουρανό, να βυζάξει.
'Εκλεισα τα μάτια. κρατούσα πάντα το σβώλο το χώμα της Κρήτης κι ο ύπνος με πήρε. Ο ύπνος με πήρε κι είδα όνειρο: Ξημέρωνε, λέει, ζυγαριάζουνταν αποπάνω μου ο Αυγερινός, έτρεμε, έλεγα τώρα θα πέσει. κι έτρεχα, έτρεχα ανάμεσα στα έρημα άνυδρα βουνά, ολομόναχος. Πέρα στην ανατολή πρόβαλε ο ήλιος. δεν ήταν ήλιος, ήταν ένα προύντζινο ταψί γεμάτο κάρβουνα αναμμένα. Ο αέρας χοχλάκιζε. Κάπου κάπου μια σταχτιά πετροπέρδικα πετούσε από το βράχο, χτυπούσε τα φτερά της και κακάριζε, χαχάριζε και με περγελούσε. ένα κοράκι, σ' ένα αναγύρισμα του βουνού, τινάχτηκε ως με είδε. σίγουρα θα με περίμενε, και με πήρε ξωπίσω σκώντας τα γέλια. Θύμωσα, έσκυψα, πήρα μιαν πέτρα να του την πετάξω. μα το κοράκι είχε αλλάξει κορμί, είχε γίνει ένα γεροντάκι και μου χαμογελούσε.
Τρόμος με κυρίεψε κι άρχισα πάλι να τρέχω. Στρούφιζαν τα βουνά, στρουφίζουμουν κι εγώ μαζί τους. ολοένα οι κύκλοι στένευαν, μ' έπιασε ζάλη. Χοροπηδούσαν γύρα μου τα βούνα, ένοιωσα ξαφνικά δεν ήταν ετούτα βουνά ήταν τ' απολιθώματα προκατακλυσμιαίου εγκέφαλου και μαύρος θεόρατος σταυρός ήταν καρφωμένος δεξιά μου, αψηλά, σε μιαν πέτρα, κι απάνω του ένα θεριακωμένο προύντζινο φίδι σταυρωμένο.
Αστραπή έσκισε το μυαλό μου, φώτισε γύρα μου τα βουνά, είδα: Είχα μπει στο φοβερό στροφιχτό φαράγγι που 'χαν πάρει, τώρα και χιλιάδες χρόνια, οι Εβραίοι, με το Γεχωβά μπροστάρι, φεύγοντας την ευτυχισμένη παχιά γη του Φαραώ. Το φαράγγι ετούτο στάθηκε το πύρινο αργαστήρι όπου, πεινώντας. διψώντας, βλαστημώντας, σφυροκοπήθηκε η ράτσα του Ισραήλ.
Τρόμος με κυρίεψε, τρόμος και χαρά μεγάλη. ακούμπησα σ' ένα βράχο να καταλαγιάσει το στροβίλισμα του μυαλού μου, 'εκλεισα τα μάτια, κι ολομεμιάς τα πάντα γύρα μου αφανίστηκαν. ένα ελληνικό ακρογιάλι απλώθηκε μπροστά μου, θάλασσα σκούρα λουλακιά, κόκκινοι βράχοι, κι ανάμεσα στους βράχους η χαμηλή μπασιά κατασκότεινης σπηλιάς. 'Ενα χέρι τινάχτηκε μέσα από τον αέρα και σφήνωσε στη φούχτα μου ένα δαδί αναμμένο. Κατάλαβα την προσταγή. έκαμα το σταυρό μου, τρύπωξα μέσα στη σπηλιά.
Γύριζα, γύριζα, τσαλαβουτούσα σε μαύρα παγωμένα νερά, κρέμουνταν απάνω από το κεφάλι μου ογροί, γαλάζοι σταλαχτίτες, ασκώνουνταν από τη γης γιγάντιοι πέτρινοι φαλλοί που στραφτάλιζαν και γελούσαν στη δαδίσια αναλαμπή. 'Ηταν η σπηλιά ετούτη το θηκάρι μεγάλου ποταμού και το 'χε παρατήσει αδειανό, γιατί άλλαξε, μέσα στους αιώνες πορεία...
Σούριξε το προύντζινο φίδι θυμομένο. άνοιξα τα μάτια, είδα πάλι τα βουνά, το φαράγγι, τους γκρεμούς. η ζάλη είχε κατασταλάξει. τα πάντα ακινήτησαν, φωτίστηκα, κατάλαβα: όμια και τις πυρπολούμενες γύρα μου οροσειρές τις είχε καταστρέψει ο Γεχωβάς για να περάσει. Είχα μπει μέσα στο φοβερό θηκάρι του θεού, ακολουθούσα, πατούσα τ' αχνάρια του.
-Αυτός είναι ο δρόμος, φώναξα μέσα στ' όνειρό μου, αυτός είναι ο δρόμος του ανθρώπου, άλλον δεν έχει!
Κι ως τινάχτηκε από τα χείλια μου ο αυθάδης ετούτος λόγος, ανεμοσίφουνας με τύλιξε, φτερούγες άγριες με σήκωσαν, κι ολομεμιάς βρέθηκα στην κορφή του θεοβάδιστου Σινά. Μύριζε ο αγέρας θειάφι, τα χείλια μου μερμήδιζαν, σα να τ' αγκύλωσαν αρίφνητες, αόρατες σπίθες. Σήκωσα τα βλέφαρα. ποτέ τα μάτια μου, ποτέ τα σπλάχνα μου δε είχαν χαρεί τόσο απάνθρωπο, τόσο αρμονισμένο με την καρδιά μου όραμα, χωρίς νερό, χωρίς δεντρό, χωρίς ανθρώπους. Χωρίς ελπίδα. Εδώ η ψυχή ενός απελπισμένου ή περήφανου ανθρώπου βρίσκει την άκρα ευδαιμονία.
Κοίταξα το βράχο όπου στεκόμουν . δυο βαθιές γούβες σκαμμένες στο γρανίτη θα 'ταν οι πατημασιές του προφήτη με τα κέρατα που περίμενε τον πεινασμένο Λιόντα να προβάλει. Εδώ, στην κορφή του Σινά, δεν του 'χε δώσει προσταγή να περιμένει; Περίμενε.
Περίμενα κι εγώ. 'Εσκυβα απάνω από τον γκρεμό, αφουκράζουμουν. άξαφνα, μακριά, μακριά πολύ, κουφοβρόντηξαν πατημασιές. Κάποιος ζύγωνε, και τα βουνά κουνιούνταν. έπαιζαν τα ρουθούνια μου -όλος ο αγέρας μύριζε μπροσταρότραγος. «'Ερχεται! 'Ερχεται!» μουρμούριζα κι έζωνα σφιχτά τη μέση μου. συντάζουμουν να παλέψω.
Αχ, πόσο την είχα λαχταρίσει τη στιγμή ετούτη! Χωρίς να μπαίνει στη μέση και να με παραπλανάει ο αδιάντροπος ορατός κόσμος, ν' αντικρίσω, πρόσωπο με πρόσωπο, το λιμασμένο θεριό της ζούγκλας τ' ουρανού. Τον Αόρατο. Τον Ανερχόταγο. Τον αγαθό Πατέρα που τρώει τα παιδιά του και στάζουν τα χείλια του, τα γένια του, τα νύχια του αίματα.
Θα του μιλήσω θερρετά, θα του πω τον πόνο του ανθρώπου, τον πόνο του πουλιού, του δεντρού και της πέτρας, όλοι πήραμε απόφαση, δε θέμε να πεθάνουμε, κρατώ μιαν αναφορά, την υπόγραψαν όλα τα δέντρα, τα πουλιά, τα θεριά, οι ανθρώποι, δε θέμε, Πατέρα, να μας φας, και δε θα φοβηθώ, θα του τη δώσω.
Μιλούσα, παρακαλούσα, έσφιγγα τη μέση μου κι έτρεμα.

Κι εκεί που περίμενα, σα να μετακουνήθηκαν οι πέτρες κι άκουσα μεγάλη αναπνοή.
«Νά τος... νά τος έφτασε ! ». μουρμούρισα και στράφηκα ανατριχιάζοντας.
Μα δεν ήταν ο Γεχωβάς, δεν ήταν ο Γεχωβάς, ήσουν εσύ Παππού, από το αγαπημένο χώμα της Κρήτης, και στέκοσουν μπροστά μου, άρχοντας αυστηρός, με το σφηνωτό γενάκι το κάτασπρο, με τα στεγνά χείλια τα σφιγμένα, με το εκστατικό μάτι, το γεμάτο φλόγες και φτερούγες, και στα μαλλιά σου περιπλέκουνταν ρίζες από θυμάρι.
Με κοίταξες, κι ως με κοίταξες ένοιωσα πως ο κόσμος ετούτος είναι ένα σύννεφο φορτωμένο αστροπελέκι κι άνεμο, σύνεφο κι η ψυχή του ανθρώπου φορτωμένη αστροπελέκι κι άνεμο, κι από πάνω φυσάει ο θεός και σωτηρία δεν υπάρχει.
Σήκωσα τα μάτια, σε κοίταξα. 'Eκαμα να σου πω: «Παππού, αλήθεια δεν υπάρχει σωτηρία;» μα η γλώσσα μου είχε κολλήσει στο λαρύγγι μου, έκαμα να σε ζυγώσω, μα τα γόνατά μου λύγισαν.
'Aπλωσες τότε το χέρι, σα να πνίγομουν κι ήθελες να με σώσεις.
Αρπάχτηκα με λαχτάρα από το χέρι σου, πασαλειμμένο ήταν με πολύχρωμες μπογιές, θαρρείς ζωγράφιζε ακόμα, έκαιγε. 'Aγγιξα το χέρι σου, πήρα φόρα και δύναμη, μπόρεσα να μιλήσω.
-Παππού αγαπημένε, είπα, δώσ' μου μιαν προσταγή.
Χαμογέλασε, απίθωσε το χέρι απάνω στο κεφάλι μου. δεν ήταν χέρι, ήταν πολύχρωμη φωτιά. ως τις ρίζεςτου μυαλού μου περεχύθηκε η φλόγα.
-Φτάσε όπου μπορείς παιδί μου...
Η φωνή του βαθιά, σκοτεινή, σα νάβγαινε από το βαθύ λαρύγγι της γης.
'Εφτασε ως τις ρίζες του μυαλού μου η φωνή του, μα η καρδιά μου δεν τινάχτηκε.
-Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δώσ μου μιαν πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή.
Κι ολομεμιάς, ως να τα πω, μια φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τον αέρα, αφανίστηκε από τα μάτια μου ο αδάμαστος πρόγονος με τις περιπλεγμένες θυμαρόριζες στα μαλλιά του κι απόμεινε στην κορφή του Σινά μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή, κι ο αέρας έτρεμε:
-Φτάσε όπου δεν μπορείς !...

Πετάχτηκα τρομαγμένος από τον ύπνο. είχε πια ξυμερώσει. Σηκώθηκα, ζύγωσα στο παράθυρο, βγήκα στο μπαλκόνι με την καρπισμένη κληματαριά. Η βροχή είχε τώρα κοπάσει, έλαμπαν οι πέτρες, γελούσαν. τα φύλλα των δέντρων ήταν φορτωμένα δάκρυα.
-Φτάσε όπου δεν μπορείς!
'Ηταν η φωνή σου. κανένας άλλος στον κόσμο δεν μπορούσε ένα τέτοιο αρσενικό λόγο να ξεστομίσει, μονάχα εσύ, Παππού ανεχόρταγε! Δεν είσαι εσύ ο αρχηγός ο απροσκύνητος, ο ανέλπιδος, της στρατευόμενης γενιάς μου; Δεν είμαστε εμείς οι λαβωμένοι, οι πεινασμένοι, οι μπουμπουνοκέφαλοι, οι σιδεροκέφαλοι, που αφήσαμε πίσω μας την καλοπέραση και τη βεβαιότητα και πας εσύ μπροστά και κάνουμε γιουρούσι να σπάσουμε τα σύνορα;
Το λαμπρότερο πρόσωπο της απελπισίας είναι ο θεός. το λαμπρότερο πρόσωπο της ελπίδας είναι ο θεός. πέρα από την ελπίδα και την απελπισία, πέρα από τα παμπάλαια σύνορα, με σπρώχνεις, Παππού. Πού με σπρώχνεις; Κοιτάζω γύρα μου, κοιτάζω μέσα μου. η αρετή τρελάθηκε, η γεωμετρία τρελάθηκε, η ύλη τρελάθηκε . πρέπει να 'ρθει πάλι ο Νους ο νομοθέτης, να βάλει καινούρια τάξη, καινούριους νόμους. πιο πλούσια αρμονία να γίνει ο κόσμος.
Αυτό θες, κατά κει με σπρώχνεις, κατά κει μ' εσπρωχνες πάντα. άκουγα μέρα νύχτα την προσταγή σου. μάχουμουν, όσο μπορούσα, να φτάσω όπου δεν μπορούσα, αυτό είχα βάλει χρέος μου. αν έφτασα ή δεν έφτασα, εσύ θα μου πεις. 'Ορθιος στέκουμαι μπροστά σου και περιμένω.
Στρατηγέ μου, τελεύει η μάχη, κάνω την αναφορά μου. να που πολέμησα, να πως πολέμησα, λαβώθηκα, δείλιασα, μα δε λοποτάχτησα. τα δόντια μου καταχτυπούσαν από το φόβο, μα τύλιγα σφιχτά το κούτελό μου μ' ένα κόκκινο μαντίλι, να μην ξεκρίνουνται τα αίματα, κι έκανα γιουρούσι.
'Ενα ένα μπροστά σου τα φτερά της καλιακούδας μου ψυχής θα τα μαδήσω, ωσότου ν' απομείνει ένα σβωλαράκι χώμα κι αυτή, ζυμωμένο με δάκρυο, αίμα κι ιδρώτα. Θα σου πω τον αγώνα μου, ν αλαφρώσω. θα πετάξω από πάνω μου την αρετή, την ντροπή, την αλήθεια, ν' αλαφρώσω. Πως έπλασες εσύ το «Τολέδο στην καταιγίδα»; 'Ομοια, με βαριά μαύρα σύννεφα, ζωσμένη κίτρινες αστραπές, ανέλπιδα κι ανένδοτα παλεύοντας με το φως και με το σκοτάδι, η ψυχή μου. Θα τη δεις, θα τη ζυγιάσεις ανάμεσα στα σπαθωτά φρύδια σου και θα τα κρίνεις. Θυμάσαι το βαρύ λόγο που λέμε εμείς οι Κρητικοί: «'Οπου αστοχήσεις, γύρισε. κι όπου πετύχεις φύγε!» Αναστόχησα, και μια ώρα ζωή ακόμα να μου απομένει, θα ξαναγυρίσω στην έφοδο. αν πέτυχα θ' ανοίξω τη γης, να ρθω να ξαπλώσω στο πλάι σου.
'Ακουσε το λοιπόν Στρατηγέ, την αναφορά μου και κάμε κρίση. άκουσε, Παππού, τη ζωή μου, κι αν πολέμησα κι εγώ μαζί σου, αν λαβώθηκα χωρίς κανένας να μάθει πως πόνεσα, αν δε γύρισα ποτέ την πλάτη μου στον οχτρό,
δώσε μου την ευκή σου!


"Αν ήταν στη ζωή μου να διάλεγα"
( ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ ) :

«Αν ήταν στη ζωή μου
να διάλεγα ένα ψυχικό οδηγό,
ένα Γκουρού, όπως λένε οι Ιντοί,
ένα Γέροντα, όπως λένε οι καλόγεροι στο 'Αγιον'Ορος,
σίγουρα θα διάλεγα το Ζορμπά»

...Γιατί αυτός είχε ό,τι χρειάζεται ένας καλαμαράς για να σωθεί: την πρωτόγονη ματιά που αδράχνει ψηλάθε σαϊτευτά τη θροφή της, τη δημιουργικιά, κάθε πρωί ανανεούμενη αφέλεια να βλέπει ακατάπαυτα για πρώτη φορά τα πάντα και να δίνει παρθενιά στα αιώνια καθημερινά στοιχεία -αγέρα, θάλασσα, φωτιά, γυναίκα, ψωμί, τη σιγουράδα του χεριού, τη δροσεράδα της καρδιάς, την παλικαριά να κοροϊδεύει την ίδια του την ψυχή, σα νά'χε μέσα του μια δύναμη ανώτερη από την ψυχή, και τέλος το άγριο γάργαρο γέλιο, από βαθιά πηγή, βαθύτερο από το σπλάχνο του ανθρώπου, που ανατινάζουνταν απολυτρωτικό στις κρίσιμες στιγμές από το γέρικο στήθος του Ζορμπά, ανατινάζουνταν και μπορούσε να γκρεμίσει -και γκρέμιζε- όλους τους φράχτες -ηθική, θρησκεία, πατρίδα- που άσκωσε γύρα του ο κακομοίρης ο φοβητσιάρης ο άνθρωπος, για να κουτσοπορέψει ασφαλισμένα τη ζωούλα του.
1901. Τελειόφοιτος του Γυμνασίου Ηρακλείου.
'Οταν συλλογίζουμαι με τι θροφή τόσα χρόνια με τάιζαν τα βιβλία κι οι δασκάλοι, για να χορτάσουν μια λιμασμένη ψυχή, και τι λιονταρίσιο μυαλό για θροφή με τάισε ο Ζορμπάς σε λίγους μήνες, δύσκολα μπορώ να βαστάξω την πίκρα μου και την αγανάκτηση.

Πως να θυμηθώ και να μη θεριέψει η καρδιά μου τις κουβέντες που μου 'κανε, τους χορούς που μου χόρευε, το σαντούρι που μου έπαιζε, σ' ένα ακρογιάλι της Κρήτης όπου ζήσαμε έξη μήνες, με πλήθος εργάτες, σκάβοντας για να βρούμε τάχα λιγνίτη. Ξέραμε καλά κι οι δυο μας πως ο πραχτικός αυτός σκοπός ήτανε στάχτη για τα μάτια του κόσμου, εμείς βιαζόμαστε πότε να βασιλέψει ο ήλιος, να σκολάσουν οι εργάτες, να στρωθούμε οι δυο μας στην αμμουδιά, να φάμε το χωριάτικο νόστιμο φαΐ μας, να πιούμε το μπρούσκο κρητικό κρασί μας και να κινήσουμε την κουβέντα.

Εγώ σπάνια μιλούσα, τι να πει ένας "διανοούμενος" σ' ένα Δράκο; Τον άκουγα να μου μιλάει για το χωριό του στον 'Ολυμπο, για τα χιόνια, τους λύκους, τους κομιτατζήδες, την 'Αγια-Σοφιά, το λιγνίτη, τις γυναίκες, το Θεό, την πατρίδα και το θάνατο -και ξάφνου, όταν πλαντούσε και πια δεν τον χωρούσαν τα λόγια, τινάζουνταν απάνω στα χοντρά χαλίκια του γιαλού κι άρχιζε να χορεύει. Γερός, ορθόκορμος, κοκαλιάρης, με αναγερτό το κεφάλι, με καταστρόγγυλα μικρά μάτια σαν πουλιού, χόρευε και σκλήριζε και χτυπούσε τις αδρές πατούσες στο γιαλό και πιτσίλιζε με θάλασσα το πρόπωπό μου.

Αν άκουγα τη φωνή του, την κραυγή του, η ζωή μου θα είχε πάρει αξία. θα ζούσα μ' αίμα και σάρκα και κόκαλα ό,τι τώρα χασισοπότικα στοχάζουμαι κι ενεργώ με χαρτί και καλαμάρι. Μα δεν τόλμησα, έβλεπα το Ζορμπά μεσάνυχτα να χορεύει χλιμιντρίζοντας και να μου κράζει να τιναχτώ κι εγώ από το βολικό καβούκι της φρονιμάδας και της συνήθειας και να φύγω για τα μεγάλα, τ' αγύριστα ταξίδια μαζί του, κι έμενα ασάλευτος, τουρτουρίζοντας.
1915

Πολλές φορές έχω ντραπεί στη ζωή μου, γιατί έπιασα την ψυχή μου να μην τολμάει να κάνει ό,τι η ανώτατη παραφροσύνη -η ουσία της ζωής- μου φώναζε να κάμω, μα ποτέ δεν ντράπηκα για την ψυχή μου όσο μπροστά στο Ζορμπά.

Η επιχείρηση του λιγνίτη πήγε κατά διαβόλου. Ο Ζορμπάς κι εγώ κάμαμε ό,τι μπορούσαμε για να φτάσουμε, γελώντας, παίζοντας, κουβεντιάζοντας, στην καταστροφή. Δε σκάβαμε να βρούμε λιγνίτη, αυτό ήταν μια αφορμή για τους απλοϊκούς φρόνιμους ανθρώπους, "για να μη μας πάρουν με τις λεμονόκουπες" έλεγε ο Ζορμπάς και σκούσε στα γέλια. «Μα εμείς, αφεντικό" (μ' έλεγε αφεντικό και γελούσε) "εμείς αφεντικό, έχουμε άλλους, μεγάλους σκοπούς. -Ποιους, μωρέ Ζορμπά;» τον ρωτούσα. « Σκάβουμε για να δούμε, λέει, τι δαιμόνους έχουμε μέσα μας.»

Γρήγορα είχαμε φάει ό,τι μου' χε δώσει ο κακόμοιρος ο θειος μου, για ν' ανοίξω, λέει, γραφείο, απολύσαμε τους εργάτες, ψήσαμε ένα αρνί, γεμίσαμε ένα βαρελάκι κρασί, στρωθήκαμε στο ακροθαλάσσι, όπου βρίσκουνταν τ' ορυχείο, αρχίσαμε να τρώμε και να πίνουμε, πήρε ο Ζορμπάς το σαντούρι του, σήκωσε το γέρικο λαιμό, άρχισε τον αμανέ. Τρώγαμε, πίναμε, ποτέ δε θυμούμαι να' χα τόσο κέφι, ο Θεός συχωρέσει την επιχείρηση, φωνάζαμε, ο Θεός συχωρέσει τη μακαρίτισσα, ζωή σε λόγου μας, πάει στο διάολο ο λιγνίτης.

Τα ξημερώματα χωρίσαμε. Εγώ τράβηξα πάλι για τα χαρτιά και τα μελάνια, αγιάτρευτα λαβωμένος από την αιματωμένη σαΐτα που δεν ξέρουμε πως να την πούμε και τη λέμε πνεύμα. Αυτός πήρε καταβορρά και καταστάλαξε στη Σερβία, σ' ένα βουνό κοντά στα Σκόπια, όπου ξετόπωσε, λέει, πλούσια φλέβα λευκόλιθο, τύλιξε μερικούς παραλήδες, αγόρασε σύνεργα, στρατολόγησε εργάτες κι άρχισε πάλι ν' ανοίγει μέσα στη γης γαλαρίες. Τίναξε βράχους, έφτιαξε δρόμους, έφερε νερό, έχτισε σπίτι, παντρεύτηκε, γέρος κοτσονάτος, μιαν όμορφη γλεντοχήρα, τη Λιούμπα, κι έκαμε κι ένα παιδί μαζί της.




"Εύρον πρασίνην πέτραν"
( ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ )


'Οπου μια μέρα έλαβα ένα τηλεγράφημα:
"Εύρον πρασίνην πέτραν ωραιοτάτην,
ελθέ αμέσως. Ζορμπάς"


Αλέξης Ζορμπάς

1954. Στην Antibes.
'Ηταν η εποχή που ακούγουνταν οι πρώτες μακρινές βροντές της καταιγίδας που είχε κιόλα κινήσει καταπάνω στη γης. Ο παγκόσμιος πόλεμος. Εκατομμύρια άνθρωποι έτρεμαν, θωρώντας την πείνα, τη σφαγή, την παραφροσύνη νά' ρχουνται. 'Ολοι οι δαιμόνοι του ανθρώπου είχαν ξυπνήσει και διψούσαν για αίμα.

Μέσα σε τέτοιες φαρμακερές μέρες έλαβα το τηλεγράφημα του Ζορμπά. Στην αρχή θύμωσα, ο κόσμος χάνεται, κιντυνεύει η ζωή κι η τιμή κι η ψυχή του ανθρώπου, κι ορίστε τώρα ένα τηλεγράφημα να κινήσεις, να κάμεις χίλια μίλια για να δεις μιαν όμορφη πράσινη πέτρα! Ανάθεμα είπα στην ομορφιά, γιατί 'ναι άκαρδη και δεν νοιάζεται για τον πόνο του ανθρώπου.

Μα ξαφνικά τρόμαξα, ο θυμός είχε κιόλας ξεθυμάνει κι ένιωθα με φρίκη πως η απάνθρωπη αυτή κραυγή του Ζορμπά αποκρίνουνταν σε άλλη απάνθρωπη μέσα μου κραυγή. 'Ενα άγριο όρνιο μέσα μου τίναξε τα φτερά του να φύγει. 'Ομως δεν έφυγα. δεν τόλμησα πάλι, δεν κίνησα να πάω, δεν ακολούθησα τη θεϊκιά θηριώδη μέσα μου κραυγή, δεν έκαμα μια γεναία παράλογη πράξη. Ακολούθησα την κρύα ανθρώπινη φωνή του λογικού, πήρα την πένα κι έγραψα του Ζορμπά και του εξηγούσα...

Κι' αυτός μου αποκρίθηκε: «Είσαι, και να με συμπαθάς, αφεντικό, καλαμαράς. Μπορούσες κι εσύ, κακομοίρη, μια φορά στη ζωή σου να δεις μιαν όμορφη πράσινη πέτρα και δεν την είδες. Μα το Θεό, κάθουμαι κάποτε, όταν δεν έχω δουλειά, και λέω με το νου μου: «Υπάρχει, δεν υπάρχει Κόλαση;» μα χτες που έλαβα το γράμμα σου, είπα: « Σίγουρα πρέπει να υπάρχει Κόλαση για μερικούς καλαμαράδες».







«Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο»
( ΑΣΚΗΤΙΚΗ )

Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο,
καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο,
το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε ζωή.


1956.
Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή, ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός, κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι' αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος.

Μα ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάνουμε την ύλη ζωή, κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι' αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.

Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα, τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν: α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία. β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο.

Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει, σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές, μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του σύμπαντου.

Αλλιώς πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό και μας εγκαρδιώνει -φυτά, ζώα, ανθρώπους- στον αγώνα; Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια.

Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ' όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες ορμές, και με τ' όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη.



«Σταυρώθηκε ο Χριστός, κι από τότε νικήθηκε ο θάνατος»
( Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ )

Ο Χριστός πόνεσε, κι από τότε ο πόνος άγιασε,
πολέμησε ως την τελευταία στιγμή, ο Πειρασμός να τον πλανέψει,
κι ο Πειρασμός νικήθηκε, σταυρώθηκε ο Χριστός,
κι από τότε νικήθηκε ο θάνατος.


1931. Στην Αίγινα.
Η δυαδική υπόσταση του Χριστού στάθηκε για μένα πάντα βαθύ, ανεξερεύνητο μυστήριο, η λαχτάρα, η τόσο ανθρώπινη, η τόσο υπερανθρώπινη, να φτάση ο άνθρωπος ως το Θεό -η πιο σωστά: να επιστρέψει ο άνθρωπος στο Θεό και να ταυτιστεί μαζί του, η νοσταλγία αυτή, η τόσο μυστική και συνάμα τόσο πραγματική, άνοιγε μέσα μου πληγές και πηγές μεγάλες.

Από τη νεοτητά μου η πρωταρχική αγωνία μου, από όπου πήγαζαν όλες μου οι χαρές κι όλες μου οι πίκρες, ήταν ετούτη: η ακατάπαυτη, ανήλεη πάλη ανάμεσα στο πνεύμα και στη σάρκα.

Μέσα μου παμπάλαιες ανθρώπινες και προανθρώπινες σκοτεινές δυνάμες του Πονηρού. Μέσα μου παμπάλαιες ανθρώπινες και προανθρώπινες φωτερές δυνάμες του Θεού, κι η ψυχή μου ήταν η παλαίστρα όπου οι δυο τούτοι στρατοί χτυπιούνταν κι έσμιγαν.

Αγωνία μεγάλη. Αγαπούσα το σώμα μου, και δεν ήθελα να χαθεί. Αγαπούσα την ψυχή μου, και δεν ήθελα να ξεπέσει. Μάχομουν να φιλιώσω τις δυο αυτές αντίδρομες κοσμογονικές δυνάμες, να νιώσουν πως δει είναι οχτροί, είναι συνεργάτες, και να χαρούν, να χαρώ κι εγώ μαζί τους, την αρμονία.

Κάθε άνθρωπος είναι θεάνθρωπος, σάρκα και πνέμα, να γιατί το μυστήριο μιας ορισμένης θρησκείας, είναι πανανθρώπινο. Σε κάθε άνθρωπο ξεσπάει η πάλη Θεού κι ανθρώπου, και συνάμα η λαχτάρα της φίλιωσης. Τις πρισσότερες φορές η πάλη αυτή είναι ασύνειδη, βαστάει λίγο, δεν αντέχει μια αδύνατη ψυχή ν' αντιστέκεται καιρό πολύ στη σάρκα, βαραίνει, γίνεται κι αυτή σάρκα, κι ο αγώνας παίρνει τέλος. Μα στους υπεύθυνους ανθρώπους, που έχουν μερόνυχτα καρφωμένα τα μάτια τους στο ανώτατο Χρέος, η πάλη ανάμεσα στη σάρκα και στο πνέμα ξεσπάει χωρίς έλεος και μπορεί να βαστάξει ως το θάνατο.

'Οσο πιο δυνατή η ψυχή κι η σάρκα, τόσο κι η πάλη πιο γόνιμη κι η τελική αρμονία πιο πλούσια. Δεν αγαπάει ο Θεός τις αδύνατες ψυχές και τις πλαδαρές σάρκες. Το πνέμα θέλει νά' χει να παλέψει με δυνατή, γεμάτη αντίσταση σάρκα, είναι πουλί σαρκοβόρο, που ακατάπαυτα πεινάει, τρώει σάρκα και την εξαφανίζει αφομοιώνοντάς τη.

Πάλη ανάμεσα στη σάρκα και στο πνέμα, ανταρσία κι αντίσταση, φίλιωση κι υποταγή, και τέλος, ανώτατος σκοπός της πάλης, η ένωση με το Θεό -να ο ανήφορος που πήρε ο Χριστός και μας καλεί να πάρουμε κι εμείς ακολουθώντας τα αιματωμένα του αχνάρια.

Πώς να κινήσουμε κι εμείς για την ανώτατη αυτή κορφή, όπου, πρωτότοκος υιός της σωτηρίας, έφτασε ο Χριστός -να το ανώτατο Χρέος του αγωνιζόμενου ανθρώπου.

Ανάγκη λοιπόν, για να μπορούμε να τον ακολουθήσουμε, βαθιά να ξέρουμε τον αγώνα, να ζήσουμε την αγωνία του, πως νίκησε τις ανθισμένες παγίδες της γης, πως θυσίασε τις μεγάλες και τις μικρές χαρές του ανθρώπου κι ανέβηκε από θυσία σε θυσία, από άθλο σε άθλο, στην κορυφή της άθλησης, στο Σταυρό.

Γράφοντας την εξομολόγηση ετούτη της αγωνίας και της μεγάλης ελπίδας του ανθρώπου ήμουν συγκινημένος τόσο που τα μάτια μου βούρκωναν, δεν είχα νιώσει ποτέ με τόση γλύκα, με τόσι πόνο να πέφτει στάλα στάλα το αίμα του Χριστού στην καρδιά ου.

Γιατί ο Χριστός, για ν' ανέβει στην κορυφή της θυσίας, στο Σταυρό, στην κορυφή της εξαϋλωσης, στο Θεό, πέρασε όλα τα στάδια του αγωνιζόμενου ανθρώπου. 'Ολα, και γι' αυτό κι ο πόνος του μας είναι τόσο γνώριμος και τον πονούμε, κι η τελική νίκη του μας φαίνεται τόσο και δικιά μας μελλούμενη νίκη. 'Ο,τι είχε βαθιά ανθρώπινο ο Χριστός μας βοηθάει να τον καταλάβουμε και να τον αγαπήσουμε και να παρακολουθούμε τα Πάθη του σαν νά 'ταν δικά μας πάθη. Αν δεν είχε μέσα του το ζεστό ανθρώπινο στοιχείο, δε θα μπορούσε ποτέ με τόση σιγουράδα και τρυφερότητα να αγγίξει την καρδιά μας, και δε θα μπορούσε να γίνει πρότυπο στη ζωή μας. Αγωνιζόμαστε κι εμείς, τον βλέπουμε κι αυτόν να αγωνίζεται και παίρνουμε κουράγιο. Βλέπουμε δεν είμαστε ολομόναχοι στον κόσμο, αγωνίζεται κι αυτός μαζί μας.
1912. Εθελοντής στους βαλκανικούς πολέμους

Η κάθε στιγμή του Χριστού είναι αγώνας και νίκη. Νίκησε την ακαταμάχητη γοητεία της απλής ανθρώπινης χαράς, νικήσε τους πειρασμούς, μετουσίωνε ολοένα τη σάρκα σε πνέμα κι ανηφόριζε, έφτασε στην κορυφή του Γολγοθά, ανέβηκε στο Σταυρό.

Μα κι εκεί ο αγώνας του δεν τελείωσε, επάνω στο Σταυρό τον περίμενε ο Πειρασμός, ο Τελευταίος Πειρασμός, σε μια βίαιη αστραπή άπλωσε το πνεμα του Πονηρού μπροστά από τα λιποθυμισμένα μάτια του Σταυρωμένου το πλανερό όραμα μιας γαλήνιας, ευτυχισμένης ζωής: είχε πάρει, λέει, έτσι του φάνηκε, τον εύκολο στρωτό δρόμο του ανθρώπου, είχε παντρευτεί, είχε κάμει παιδιά, τον αγαπούσαν και τον τιμούσαν οι άνθρωποι. Και τώρα γέροςπια, κάθουνταν στο κατώφλι του σπιτιού του, θυμόταν τις λαχτάρες της νιότης του και χαμογελούσε ευχαριστημένος. Τι καλά, τι φρόνιμα που έκαμε και πήρε το δρόμο του ανθρώπου, και τι παραφροσύνη ήταν εκείνη να θέλει, λέει, να σώσει τον κόσμο ! Τι χαρά που γλίτωσε από τις κακουχίες, το μαρτύρι και το Σταυρό.

Να ποιος ήταν ο τελευταίος πειρασμός που ήρθε, σε μιαν αστραπή, να ταράξει τις στερνές στιγμές του Σωτήρα.

Μα ολομεμιάς τίναξε ο Χριστός το κεφάλι, άνοιξε τα μάτια, είδε, όχι, όχι, δεν πρόδωκε, δόξα σοι ο Θεός, δεν λιποτάχτησε, εξετέλεσε την αποστολή που του εμπιστεύτηκε ο Θεός, δεν παντρεύτηκε, δεν έζησε ευτυχισμένος, έφτασε στην κορυφή της θυσίας, βρίσκεται καρφωμένος απάνω στο Σταυρό.

'Εκλεισε τα μάτια του ευτυχισμένος, και τότε ακούστηκε θριαμβευτικιά η κραυγή: "Τετέλεσται !" Δηλαδή τέλεψα το χρέος μου, σταυρώθηκα, δεν έπεσα στον πειρασμό.

Για να δώσω ένα ανώτατο πρότυπο στον αγωνιζόμενο άνθρωπο, για να δείξω πως δεν πρέπει να φοβάται τον πόνο, τον πειρασμό και το θάνατο, γιατί όλα αυτά μπορεί να νικηθούν, νικήθηκαν κιόλα, γράφτηκε το βιβλίο ετούτο. Ο Χριστός πόνεσε, κι από τότε ο πόνος άγιασε, πολέμησε, ως την τελευταία στιγμή, ο Πειρασμός να τον πλανέψει, κι ο Πειρασμός νικήθηκε, σταυρώθηκε ο Χριστός, κι από τότε νικήθηκε ο θάνατος.

Κάθε εμπόδιο στην πορεία του γίνουνταν αφορμή κι ορόσημο νίκης, έχουμε πια ένα πρότυπο μπροστά μας, που μας ανοίγει το δρόμο και μας δίνει κουράγιο

Το βιβλίο ετούτο δεν είναι βιογραφία, είναι εξομολόγηση του αγωνιζόμενου ανθρώπου. Δημοσιεύοντάς το έκαμα το χρέος μου, το χρέος ενός ανθρώπου που πολύ αγωνίστηκε, πολύ πικράθηκε στη ζωή του και πολύ έλπισε. Είμαι βέβαιος πως κάθε λεύτερος άνθρωπος που θα διαβάσει το βιβλίο ετούτο, το γεμάτο αγάπη, θ' αγαπήσει περισσότερο παρά ποτέ, καλύτερα παρά ποτέ; το Χριστό.







"Είμαστε σκουληκάκια μικρά"
( Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ )

Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά,
αποκρίθηκα, απάνω σ' ένα φυλλαράκι γιγάντιου
δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η γης μας. τ' αλλα
φύλλα είναι τ' αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα.




(Στο παρακάτω απόσπασμα: Η μαντάμ Ορτάνς -που είναι ένα από τα κύρια πρόσωπα του μυθιστορήματος επειδή ήταν συνδεδεμένη με τον Ζορμά- έχει πεθάνει και ο συγγραφέας με τον Ζορμπά επιστρέφουν από την κηδεία της.)


Προχωρούσαμε αμίλητοι μέσα από τα στενά δρομάκια του χωριού. Τα σπίτια μαυρολογούσαν ολοσκότεινα, κάπου ένα σκυλί γάβγιζε, κάποιο βόδι αναστέναζε. Κάποτε μας έρχουνταν στο φύσημα του αγέρα εύθυμα, αναβρυτά, σαν παιγνιδιάρικα νερά, τα κουδουνάκια της λύρας.
Βγήκαμε από το χωριό, πήραμε το δρόμο κατά το ακρογιάλι μας.
-Ζορμπά, είπα, για να κόψω τη βαριά σιωπή, τι αγέρας είναι ετούτος; Νοτιάς;
Μα ο ζορμπάς πήγαινε μπροστά, κρατώντας σα φανάρι το κλουβί με το παπαγάλο* και δεν αποκρίθηκε.
'Οταν φτάσαμε στο ακρογιάλι μας, ο Ζορμπάς στράφηκε:
-Πεινάς, αφεντικό; ρώτησε.
-'Οχι, δεν πεινώ, Ζορμπά.
-Νυστάζεις;
-'Οχι.
-Μήτε εγώ. Ας καθήσουμε στα χοχλάδια, έχω κάτι να σε ρωτήσω.
'Ημασταν και οι δυο κουρασμένοι, μα δε θέλαμε να κοιμηθούμε. Δε θέλαμε να χάσουμε το φαρμάκι της μέρας ετούτης, ο ύπνος μας φαίνουνταν σα μια φυγή σε ώρα κιντύνου και ντρεπόμασταν να κοιμηθούμε.
Καθίσαμε στην άκρα της θάλασσας, έβαλε ο Ζορμπάς το κλουβί ανάμεσα στα γόνατά του και κάμπωση ώρα σώπαινε. 'Ενας φοβερός αστερισμός ανέβηκε από το βουνό, πολυόματο τέρας με στρουφιχτήν ουρά, κάπου κάπου ένα αστέρι ξεκολλούσε κι έπεφτε.
Ο Ζορμπάς κοίταξε τ' αστέρια, με το στώμα ανοιχτό, σα να τά 'βλεπε για πρώτη φορά.
-Τι γίνεται εκεί απάνω! μουρμούρισε.
Και σε λίγο πήρε την απόφαση, μίλησε.
-Ξέρεις να μου πεις, αφεντικό, είπε κι η φωνή του ασκώθηκε επίσημη, συγκηνιμένη μέσα στη ζεστή νύχτα, ξέρεις να μου πεις τι πάει να πουν όλα αυτά; Ποιος τα έκαμε; Γιατί τα έκαμε; Και πάνω απ' όλα, ετούτο (η φωνή του Ζορμπά ήταν γεμάτη θυμό και τρόμο): Γιατί να πεθαίνουμε;
-Δεν ξέρω, Ζορμπά! αποκριθηκα, και ντράπηκα σα να με ρωτούσαν το πιο απλό πράμα, το πιο απαραίτητο, και δεν μπορουσα να το εξηγήσω.
-Δεν ξέρεις! έκαμε ο Ζορμπάς και τα μάτια του γούρλωσαν.
'Ομοια γούρλωσαν και μιαν άλλη νύχτα, όταν με ρώτησε αν χορεύω και του αποκρίθηκα πως δεν ξέρω χορό.

1957, Στιγμιότυπο από την κηδεία του Νίκου Καζαντζάκη στο Ηράκλειο.

Σώπασε λίγο, άξαφνα ξέσπασε:
-Τότε τι ναι αυτά τα παλιόχαρτα που διαβάζεις; Γιατί τα διαβάζεις; 'Αμα δεν λένε αυτό τι λένε;
-Λένε τη στενοχώρια του ανθρώπου που δεν μπορεί ν' απαντήσει σε αυτά που ρωτάς, Ζορμπά, αποκρίθηκα.
-Να τη βράσω τη στενοχώρια τους! έκαμε ο Ζορμπάς χτυπώντας με αγανάχτηση το πόδι του στις πέτρες.
Ο παπαγάλος στις ξαφνικές φωνές τινάχτηκε απάνω:
-Καναβάρο*! Καναβάρο! έσκουζε σα να ζητούσε βοήθεια.
-Σκασμός και συ! έκαμε ο Ζορμπάς κι έδωκε μια γροθιά στο κλουβί. Στράφηκε πάλι σε μένα
-Εγώ θέλω να μου πεις από που ερχώμαστε και που πάμε. Του λόγου σου τόσα χρόνια μαράζωσες απάνω στις Σολομωνικές* θάχεις στύψει δυο τρεις χιλιάδες οκάδες χαρτί, τι ζουμί έβγαλες;
Τόση αγωνία είχε η φωνή του Ζορμπά, που η πνοή μου κόπηκε, αχ, να μπορούσα να του δινα μια απόκριση!
'Ενιωθα βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση, μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη, μήτε η Νίκη, μά κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος. Τι 'ναι πέρα από τον ιερό τρόμο; ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να προχωρέσει.
-Δεν απαντάς; έκαμε ο Ζορμπάς με αγωνία.
Δοκίμασα να δώσω στο σύντροφό μου να καταλάβει τι είναι ο ιερός τρόμος:
-Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά, αποκρίθηκα, απάνω σ' ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η γης μας. τ' αλλα φύλλα είναι τ' αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα τ' οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει, το γευόμαστε, τρώγεται, το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό.
Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλου. Από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Ανατριχιάζουμε. Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια ανάρια το θρο που κάνουν τα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν' ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει την καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει...
Σταμάτησα. 'Ηθελα να πω: «Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η ποίηση», μα ο Ζορμπάς δε θα καταλάβαινε και σώπασα.
-Τι αρχίζει; ρώτησε ο Ζορμπάς με λαχτάρα. Γιατί σταμάτησες;
-...Αρχίζει ο μεγάλος κίντυνος, Ζορμπά, είπα. 'Αλλοι ζαλίζουνται και παραμιλούν, άλλοι φοβούνται και μοχτούν να βρούν μιαν απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε: "Θεός". 'Αλλοι κοιτάζουν από την άκρα του φύλλου το γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια και λένε: «Μου αρέσει».
Ο Ζορμπάς συλλογίστηκε κάμποση ώρα. Βασανίζουνταν να καταλάβει.
-Εγώ, είπε τέλος, κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο, τον κοιτάζω και δεν φοβούμαι. 'Ομως και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσι. 'Οχι, δε μου αρέσει καθόλου! Δεν είμαι λεύτερος; Δεν υπογράφω!
Σώπασε, μα γρήγορα φώναξε πάλι:
-'Οχι, δε θ' απλώσω εγώ στο χάρο το λαιμό μου σαν αρνί και να του πω: «σφάξε με, αγά μου, ν' αγιάσω!»

1957, 6 Νοεμβρίου. Ο τάφος του Νίκου Καζαντζάκη στον προμαχώνα Martinego του ενετικού τείχους του Ηρακλείου

Δε μιλούσα. στράφηκε, με κοίταξε ο Ζορμπάς θυμωμένος.
-Δεν είμαι λεύτερος; ξαναφώναξε.
Δε μιλούσα. Να λες «Ναι»! στην ανάγκη, να μετουσιώνεις το αναπόφευγο σε δικιά σου ελέφτερη βούληση -αυτός, ίσως, είναι ο μόνος ανθρώπινος δρόμος της λύτρωσης. Το 'ξερα, και γι αυτό δε μιλούσα.
Ο Ζορμπάς είδε πως δεν είχα πια τίποτα να πω, πήρε το κλουβί σιγά σιγά, να μην ξυπνήσει ο παπαγάλος, το τοποθέτησε δίπλα από το κεφάλι του και ξάπλωσε.
-Καλήνύχτα, αφεντικό, είπε φτάνει.
Ζεστός νοτιάς φυσούσε πέρα από το Μισίρι και μέστωνε τα τζερτζεβατικά και τα φρούτα και τα στήθια της Κρήτης. Τον δέχουμουν να περιχύνεται στο μέτωπο, στα χείλια μου και στο λαιμό, κι έτριζε και μεγάλωνε, σα να 'ταν πωρικό, το μυαλό μου.
Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, δεν ήθελα. Δε συλλογίζουμουν τίποτα. Ενιωθα μονάχα, στη ζεστή ετούτη νυχτιά, κάτι μέσα μου, να μεστώνει. 'Εβλεπα, ζούσα καθαρά το καταπληχτικό ετούτο θέαμα: ν' αλλάζω. 'Ο,τι γίνεται πάντα στα πιο σκοτεινά υπόγεια του στήθους μας, γίνουνταν τώρα φανερά, ξέσκεπα, μπροστά μου. Κουκουβιστός στην άκρα της θάλασσας, παρακολουθούσα το θάμα.
Τ' αστέρια θάμπωσαν, ο ουρανός φωτίστηκε, κι απάνω στο φως χαράχτηκαν με ψιλό κοντύλι τα βουνά, τα δέντρα, οι γλάροι. Ξυμέρωνε.


* Ο παπαγάλος ανήκε στη μαντάμ Ορτάνς που τον αγαπούσε ιδιέτερα.







«Χάθηκα... χάθηκα... συλλογίζουνταν. Θα 'ναι λέπρα!»
( Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ Σελ. 116)
ΕΙΧΕ ΣΚΟΤΕΙΝΙΑΣΕΙ ΠΙΑ, ΤΑ ΝΥΧΤΟΠΟΥΛΙΑ, Ερωτεμένα και πεινασμένα, άρχισαν να φωνάζουν. Πάνω στον ουρανό τα πρώτα άστρα, τα πιο μεγάλα, κρεμάστηκαν.
«Να σκοτεινιάσει ακόμα πιο πολύ, να μην με δούνε στο χωριό» συλλογίζουνταν ο Μανολιός και κατέβαινε αργά το γαγλωτό μονοπάτι. Κατέβαινε, κι' έκλωθε στο νου του τι λόγια να βρει και πως να της μιλήσει, για να μπορέσει να φτάσει ίσαμε την καρδιά της ο λόγος του θεού. «Θα χτυπήσω την πόρτα, ανάδευε στο νου του, θα'ρθει να μου ανοίξει... Θα ξαφνιστεί ως θα με δει, θα σφαλήξει την πόρτα και θα μπούμε μέσα...» Την αυλή την είχε δει, δεν τη φοβόταν, τις γαρουφαλιές, τα βασιλικά, το πηγάδι... Μα μέσα; Ο Μανολιός τρόμαξε. Στάθηκε να πάρει ανάσα. "Εκεί μέσα θα'ναι το κρεβάτι...» συλλογίστηκε.
Ο νους του θόλωσε. Δεν ήξερε πια τι να της πει, μήτε γιατί κατέβηκε τέτοια ώρα, νύχτα, από το βουνό και χτύπησε την πόρτα της. Και αυτή θα τον έβλεπε να κοκκινίζει και να τα χάνει και θα την έπαιρναν τα γέλια. «Βρε Μανολιό, θα του'λεγε, ήρθες και δεν κατέχεις κι' ο ίδιος γιατί ήρθες. Μην είδες κανένα όνειρο και συ; Σε ονείρεψε ο πειρασμός, Μανολιό μου, για μπας η Παρθένα Μαρία; Για μπας και σ' ονείρεψαν κι οι δυο -γίνεται κι αυτό, Μανολιό μου- κι ήρθες, και στην αρχή θα μου μιλάς για το Θεό και την Παράδεισο, κι ύστερα, αγάλια αγάλια, χωρίς και συ να το καταλάβεις, Μανολιό μου, χωρίς κι εγώ η κακομοίρα να το καταλάβω , θα βρεθούμε σφιχταγκαλιασμένοι κι οι δυο στο κρεβάτι... 'Αντρας είσαι, μαθές, γυναίκα είμαι, έτσι μας έκαμε ο Θεός, τι φταίμε εμείς; σαν είμαστε ο ένας κοντά στον άλλο, να μας πιάνει ζάλη, να τα χάνουμε και ν'ανοίγουμε τα χέρια και τα πόδια και να σμίγουμε...»
Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του Μανολιού. Βούιξαν στο νου του τα λόγια αυτά τα ξεδιάντροπα, τα'κουγε κατακάθαρα να του τα λέει η χήρα και να γελάει και να ζυγώνει... 'Ενοιωθε κιόλα την αναπνοή της, μύριζε μαστίχα και γαρούφαλο, κι από το ανοιγμένο μπολκάκι της ανέβαινε η μυρουδιά του κορμιού της ζεστή, ανακατεμένη με ιδρώτα και μοσκοκάρυδο...
Κουράστηκε απότομα, τα γόνατά του λύγισαν, κουκούβισε σε μια πέτρα.
«Ποιος μίλησε μέσα μου; αναρωτήθηκε τρομαγμένος. Ποιος γέλασε; Ποιο'ταν το γόνατο που με άγγιξε και κόπηκαν τα γόνατά μου;» Είχε αληθινά ακούσει μέσα του τα λόγια αυτά και τα γέλια της χήρας -και τ'αρθούνια του ήταν ακόμα ζεστά από τη μυρωδιά της.
-Θεέ μου, βοήθεια! έσυρε φωνή και σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό.
Μα του φάνηκε πολύ ψηλά απόψε ο ουρανός, πολύ μακριά από τον άνθρωπο, βουβός, αδιάφορος, μήτε φίλος μήτε εχτρός, και τρόμαξε. Τ'άστρα τον κοίταζαν, κι η καρδιά του Μανολιού πάγωσε. Κάποτε, στις χειμωνιάτικες νύχτες, έβλεπε γύρα από το μαντρί, ανάμεσα από τα χιονισμένα κλαριά, τα μάτια του λύκου, ασάλευτα, κίτρινα. όλο μίσος. Τέτοια του φάνηκαν απόψε τ' αστέρια.
Κι η θύμηση της χήρας χύθηκε πάλι στο νου του σα μέλι. Μέσα στην παγωνιά και την έχτρητα του κόσμου, παρηγοριά μεγάλη. Τώρα πια δε μιλούσε, δε γελούσε, σπαρτάριζε ξαπλωμένη στο φαρδύ της κρεβάτι και γουργούριζε, όλο ευγνωμοσύνη και παράπονο, σαν περιστέρα.
'Εφραξε τ' αυτιά του ο Μανολιός να μην ακούει, σβούριξε το μυαλό του, οι φλέβες του λαιμού του φούσκωσαν. 'Ενιωσε πάλι το αίμα του ν' ανεβαίνει, αγριεμένο, στο κεφάλι του. Τα μελίγγια του χτυπούσαν δυνατά, τα ματόφυλλά του βάρυναν, κι όλο το πρόσωπό του μερμίδισε. Θαρρείς και πέσαν στα μάγουλά του, στο πηγούνι, στο μέτωπο, και τσιμπούσαν κι έτρωγαν τη σάρκα του χιλιάδες μερμήγκια.
Κρύος ιδρώτας τον περίλουσε. Σήκωσε το χέρι, έψαξε αρπαχτά το πρόσωπο, τινάχτηκε απάνω.
«Θεέ μου!» έκαμε να φωνάξει, μα δε μπόρεσε.
'Εβαλε πάλι το χέρι, 'εψαξε τα μάγουλά του, τα χείλια του, το πηγούνι, είχαν πρηστεί, και το στόμα είχε ολούθε στριμωχτεί και δεν μπορούσε ν' ανοίξει.
«Τι έπαθα; τι έχω; γιατί κουράστηκα;» συλλογίζουνταν και πασπάτευε απελπισμένος το πρόσωπό του αλάκερο ως το λαιμό. 'Ολο του το μούτρο ήταν τούμπανο, μα δεν πονούσε. Μονάχα τα μάτια του τον έτσουζαν κι είχαν αρχίσει τα δάκρυα να τρέχουν.
«Πρέπει να δω, να δω, θέλω να ξέρω!» λόγιαζε. 'Εβγαλε από το ζωνάρι του το καθρεφτάκι, χαμήλωσε, άναψε μιαν αστοιβίδα, κοίταξε... Μέσα στις φλόγες που πηδούσαν είδε το πρόσωπό του κι έσυρε φωνή. 'Ολο του το πρόσωπο είχε ξαφρίσει, τα μάτια του είχαν γίνει δυο μικρές χάντρες, η μύτη του είχε χωθεί μέσα στα τουμπανισμένα μάγουλα και το στόμα του είχε γίνει μια τρύπα.
Δεν ήταν τούτο ανθρώπου πρόσωπο, ήταν μια σάρκινη μουτσούνα, απάνθρωπη, αναγουλιαστικιά. Σα να μην ήταν δικό του κρέας. Είχε κολλήσει απάνω του ένα ξένο κρέας, το πρόσωπό του αφανίστηκε.
«Θεέ μου, μην είναι λέπρα;» μπήκε στο νου του ξαφνικά και σωριάστηκε χάμω.
'Επιασε πάλι το καθρεφτάκι, μα αναγύρισε ευτύς το κεφάλι μα αηδία. 'Ανθρωπος ήταν τούτος; δαίμονας; Τινάχτηκε απάνω: «Δεν μπορώ πια να πάω... Πως να με δει; Πως να της μιλήσω; Σιχαίνουμαι. Θα γυρίσω πίσω!»
Στράφηκε κι άρχισε ν' ανηφορίζει τρεχάτος το μονοπάτι, σα να τον κυνηγούσαν.
Σαν έφτασε στο μαντρί, στάθηκε. Μπήκε κλεφτάτα μέσα, έτρεμε μην ξυπνήσει τον Νικολιό, ν' ανάψει φως και να τον δει... «Αύριο το πρωί, με τη δύναμη του Θεού, μπορεί να'μαι καλά...» συλλογίστηκε και γαλήνεψε λίγο.
Ανακάθισε στο αχερένιο στρωσίδι του, έκαμε το σταυρό του, παρακάλεσε το Θεό να τον λυπηθεί. «Θεέ μου, σκότωσέ με καλύτερα, του 'λεγε, μα μην με ντροπιάζεις μπροστά στους ανθρώπους... Γιατί μου κόλλησες αυτό το κρέας απάνω στο πρόσωπο; Βγάλ' το, Θεέ μου, πέταξέ το από πάνω μου. Αύριο το πρωί δώσε να 'ναι το πρόσωπό μου καθαρό, ανθρώπινό, σαν και πρώτα!»
'Εβαλε τα θάρρη του στο Θεό, παρηγορήθηκε λίγο. 'Εκλεισε τα μάτια κι είδε όνειρο, πως ήρθε, λέει, μια μαυροφόρα, θα 'ταν η Παναγία, κι έσκυψε απάνω του και του χάδεψε αργά, απαλά, το πρόσωπο. Κι ευτύς το πρόσωπο δροσίστηκε, αλάφρωσε, κι ο Μανολιός άπλωσε τα χέρια, άρπαξε το θαυματουργό χέρι κι ήθελε να το φιλήσει. Μα ένα γάργαρο περιπαιχτικό γέλιο ακούστηκε, έπεσε ο μαύρος πέπλος, κι ο Μανολιός έσυρε φωνή και ξύπνησε. Δεν ήταν η Παναγία, ήταν η χήρα...
'Ακουσε τη φωνή, ξύπνησε και στην άλλη γωνιά το Νικολιό. Ανασηκώθηκε, είδε γυρισμένο κατά τον τοίχο το αφεντικό του. Γέλασε φουρκισμένο.
-Μωρέ, γύρισες, Μανολιό; 'Εκαμες κιόλα τη δουλειά σου;
Μα ο Μανολιός, γυρισμένος κατά τον τοίχο, έψαχνε, έψαχνε το πρόσωπό του, και θα 'χε ανοίξει και πληγές, γιατί ογραίνουνταν τώρα τ 'ακροδάκτυλά του κι έσταζαν πηχτό, γλοιτσιασμένο νερό.
«Χάθηκα... χάθηκα... συλλογίζουνταν. Θα 'ναι λέπρα!»
"'Επεσε μπρούμυτα στο στρωσίδι κι΄ έχωσε το πρόσωπό του στο μαξιλάρι.
-Καλά πέρασες, αφεντικό; έκαμε πεισματωμένο το Νικολιό. Πήγαν καλά οι δουλειές σου; Κουράστηκες, κακομοίρη, κοιμήσου.
«Χάθηκα... χάθηκα... μουρμούριζε ο Μανολιός ανέλπιδος. Θα 'ναι λέπρα!»
Ξημέρωνε πια, το Νικολιό πετάχτηκε απάνω να βγάλει τα πρόβατα στη βοσκή. Ετοιμάζουνταν να δρασκελίσει την πόρτα, οι πρώτες αχτίδες είχαν μπει από το φεγγίτη, το χαμώι φωτίστηκε, το βοσκόπουλο στράφηκε:
-Μανολιό, έκαμε, καλό βράδυ!
Αποξεχάστηκε ο Μανολιός, γύρισε το πρόσωπό του ν' απαντήσει. Το Νικολιό τον είδε, έδωκε ένα σάλτο, πετάχτηκε έξω από την πόρτα.
-Παναγιά μου, φώναξε, ένας καλικάντζαρος!
Τα μάτια του Μανολιού έτρεχαν, ολούθε είχε ραΐσει το πρόσωπό του, έτρεχε. Μόχτησε να μιλήσει, να δώσει κουράγιο στο βοσκόπουλο, μα δεν μπορούσε να βγάλει άχνα. Του κούνησε μονάχα το χέρι, να το ησυχάσει.
Το Νικολιό ακούμπησε το πρόσωπό του στο παραστάτη της πορτούλας, με το κορμί πίσω, έτοιμο να πάρει δρόμο. Κοίταζε, κοίταζε, με γουρλωμένα τα μάτια... Σιγά σιγά συνήθιζε, έρχουνταν η καρδιά στον τόπο της.
-Για όνομα του Θεού, εσύ ' σαι, Μανολιό; του κάνει. Κάμε το σταυρό σου να καταλάβω.
Ο Μανολιός έκαμε το σταυρό του, το Νικολιό αναθαρρεύτηκε, δρασκέλισε το κατώφλι, μπήκε μέσα, μα δε ζύγωσε.
-Τι έπαθες, κακομοίρη; τον ρώτησε με συμπόνια. Ο διάολος θα χίμηξε απάνω σου και θα σου κόλλησε αυτή τη μουτσούνα, Θεός να φυλάει! Ο διάολος σου λέω, σίγουρα! Το ίδιο έπαθε κι ο παππούς μου.
Ο Μανολιός κούνησε το κεφάλι, στράφηκε πάλι κατά τον τοίχο να μην τρομάζει τον παραγιό του, του 'καμε νόημα να φύγει.
-Καλό βράδυ, ξανάπε δειλά το Νικολιό και τινάχτηκε έξω σα να τον κυνηγούσαν.







Γιατί δεν πήρε ο Νίκος Καζαντζάκης το βραβείο Νόμπελ

Η κοινή υποψηφιότητα Καζαντζάκη και Σικελιανού και η ελληνική πρόταση για τον Σωτήρη Σκίπη και τον Γεώργιο Βουγιουκλάκη
Από τη Mathisis.com

--------------------------------------------------------------------------------

Του Πάτροκλου Σταύρου: Οταν δεν τους περίμεναν
Η ιστορία της διεκδίκησης, της αναμενόμενης οριστικής θετικής απόφασης και τελικά της ματαίωσης της απονομής του Βραβείου Νομπέλ στον Νίκο Καζαντζάκη κράτησε 11 ολόκληρα χρόνια. Θεωρώ ότι το είχαμε μέσα στα χέρια μας. Και το σκοτώσαμε. Ολα αυτά τα χρόνια, 1946-1957, η Ελλάς όχι μόνο κυνηγούσε τον Καζαντζάκη να μην πάρει το Νομπέλ, αλλά σε αντιπερισπασμό προέβαλλε άλλο συγγραφέα... αξιότερό του. Και απαξίωνε τον άξιο. Ουσιαστικά τον εξέβαλε από τον προθάλαμο της βράβευσης.
Χαρακτηριστική είναι η φράση του Αλμπέρ Καμύ, ο οποίος πήρε το Νομπέλ το 1957, σε γράμμα του προς την Ελένη Ν. Καζαντζάκη: «...Και ακόμα δεν ξεχνώ πως τη μέρα που λυπόμουν να δεχθώ μια διάκριση, που ο Καζαντζάκης άξιζε εκατό φορές περισσότερο, επήρα από εκείνον το πιο γενναιόδωρο από όλα τηλεγράφημα...».

Για πρώτη φορά η υποψηφιότητα του Νίκου Καζαντζάκη για το Νομπέλ προτείνεται στη Σουηδική Ακαδημία από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και τον Σύνδεσμο Ελλήνων Λογοτεχνών τον Μάιο του 1946. Ηταν κοινή υποψηφιότητα για τον Καζαντζάκη και τον Αγγελο Σικελιανό. Νωρίτερα ο Καζαντζάκης, ως πρόεδρος της Εταιρείας και διά της Εταιρείας, είχε προτείνει για το Νομπέλ τον Σικελιανό. Οταν ύστερα πληροφορήθηκε από έρευνα στη Στοκχόλμη ότι η πρόταση μπορούσε να περιλαμβάνει πέραν του ενός πρόσωπα, ακόμη και τρία τέσσερα, επανήλθε. Και έγινε έτσι νέα πρόταση για τους δύο μαζί.

Ο Καζαντζάκης ζήτησε από τον Σικελιανό «να θελήσει να ενωθούν τα ονόματά τους αναπόσπαστα, γιατί, στην αγάπη, ένα πράμα, μοιραζόμενο, διπλασιάζεται. Και η τιμή για την Ελλάδα θα 'ταν διπλή». (Από γράμμα του προς τον Παντελή Πρεβελάκη, 18.7.1946.) Προτάσεις στη Σουηδική Ακαδημία μπορούσαν να κάνουν ακαδημίες και ακαδημαϊκοί, λογοτέχνες και σωματεία τους, γνωστοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών.

Η Ακαδημία Αθηνών δεν τον πρότεινε βέβαια. Πώς άλλωστε ήταν δυνατό να προτείνει τον Καζαντζάκη για Νομπέλ, αφού μόλις τον προηγούμενο χρόνο τον είχε θεωρήσει ακατάλληλο να γίνει μέλος της, προκρίνοντας αντ' αυτού τον Σωτήρη Σκίπη; Εντός Ακαδημίας ο Σκίπης, εκτός Ακαδημίας ο Καζαντζάκης! Εκτός και ο Σικελιανός!

Μαζί με την αίτησή του προς την Ακαδημία Αθηνών, τον Μάρτιο του 1945, ο Καζαντζάκης υπέβαλε και κατάλογο των έργων του: πέντε ταξιδιωτικά, δώδεκα δραματικά, τρία φιλοσοφικά, ένα ποιητικό, τέσσερα μυθιστορήματα, ένα ιστορικό, δώδεκα μεταφράσεις και πολλά παιδικά βιβλία. Αυτή ήταν ως τότε η πνευματική δημιουργία του, καθώς και μερικά άλλα που δεν περιέλαβε. Με την πάροδο του χρόνου το συγγραφικό του έργο εμεγεθύνετο και έκρουε την πύλη της Σουηδικής Ακαδημίας.

Δεν είναι άσκοπα δύο κατατοπιστικά λόγια για τον αδιαλείπτως τον καιρό εκείνο προβαλλόμενο από την Ελλάδα για το Νομπέλ Γεώργιο Βουγιουκλάκη. Στην Εθνική Βιβλιοθήκη υπάρχει δελτίο με τα έργα του: «Το φάντασμα της γυμνής γυναίκας» το 1930, «Το φιδίσιο βλέμμα» το 1931, «Ο ξένος» το 1936, «Η Μαντάμ Ενα» και «Οι Πουλητές» το 1946 και «Η πράσινη οχιά» το 1962. Φιδίσια βλέμματα και γυμνά φαντάσματα και πράσινες οχιές. Για πράσινα άλογα δεν ξέρω αν έγραψε. Δεν είναι δυνατό να ήταν άμοιρος της ατιμίας κατά του Καζαντζάκη.

Γράφει στον Νίκο Καζαντζάκη, ελληνικά πάντοτε, ο φίλος του ελληνιστής και συγγραφέας ­ έγραψε βιβλίο για τη Νεοελληνική Λογοτεχνία ­ Βorje Knoss από τη Στοκχόλμη στις 9.9.1956 («Νέα Εστία», τεύχος 1211, Χριστούγεννα 1977, σελ. 306): «... Η Σουηδική Ακαδημία δεν ξέρει τι να κάνει γιατί η Ακαδημία των Αθηνών και πολλοί Ελληνες έχουν προσφέρει για το Βραβείο Νόμπελ έναν κύριον που ονομάζεται Βουγιουκλάκης. Συγχρόνως έγραψαν να μη ζητήσουν οι Σουηδοί συμβουλές από εμένα γιατί είμαι "κομμουνιστής"...». Αυτός, λοιπόν, ο Βουγιουκλάκης δεν ανέκυψεν αιφνιδίως το 1956. Ηταν ήδη παλαιάς χρήσεως και μεταχειρισμένος από προηγούμενα χρόνια.

Ο Βorje Knoss έγραψε νωρίτερα, στις 14.12.1947, στον Γιώργο Θεοτοκά πληροφορώντας τον για μια δεκαπεντασέλιδη μπροσούρα, που κυκλοφόρησε στη Στοκχόλμη και ήταν εχθρική για τον Καζαντζάκη και τον Σικελιανό και λίαν επαινετική για τον έλληνα μυθιστοριογράφο Γεώργιο Βουγιουκλάκη, τον οποίο παρουσίαζε ως κορυφαίο! Και ο Knοss ρωτάει τον Θεοτοκά: Ποιος είναι αυτός; Αλήθεια, ποιος είναι αυτός; Μήπως μια πράσινη οχιά; Αποκλείεται.

Ξένοι προς την Ελλάδα
Είναι πασιφανές ότι ο Νίκος Καζαντζάκης καταπολεμάται σφοδρώς από την πατρίδα του, η οποία είχε χαρακτηρίσει «σκάνδαλο» τον διορισμό του στην UNESCO, στο Παρίσι, το 1946. Εφερε ο Καζαντζάκης, μαζί με τον Σικελιανό, ένα μεγάλο προπατορικό αμάρτημα. Σύμφωνα με εφημερίδα της εποχής («Εστία», 31.8.1946), ήσαν και οι δύο «υποψήφιοι των σφαγέων του Δεκεμβρίου» και «τελείως ξένοι προς την Ελλάδα». Η προσπάθειά τους για το Νομπέλ «ολίγον διαφέρει της απάτης» έκρινεν ακόμη η εφημερίδα. Το σχόλιό της εστέγασε κάτω από τον τίτλο: «Μια διεθνής απάτη». Διεθνής απατεώνας ο Καζαντζάκης, διεθνής απατεώνας ο Σικελιανός. Για διαπλοκές και διαπλεκόμενα δεν τους έγραψαν! Ησαν όμως «άνθρωποι της Μόσχας» και «Εαμοσλάβοι»! Στην Αθήνα γινόταν και κατάσχεση βιβλίων του Καζαντζάκη από την Αστυνομία.

Ο Καζαντζάκης εξαρχής εργάστηκε πολύ προς την κατεύθυνση του Νομπέλ, κινητοποιώντας φίλους του ή φίλους φίλων του. Μέσω φίλων, π.χ., επιδιώκει τη συμπαράσταση του πρέσβεως της Ελλάδος στη Νορβηγία Δημητρίου Λάμπρου, του πρέσβεως Επαμεινώνδα Πανά στη Στοκχόλμη, ακόμη και του αντιπροσώπου της Ελλάδος στην UNESCO Αλεξάνδρου Φωτιάδη. Για την ελληνική πρεσβεία στις Βρυξέλλες γράφει ότι «του είναι εχθρικό έδαφος». Αυτό το εχθρικό έδαφος στη συνέχεια θα επεκταθεί και θα γίνει ναρκοπέδιο. Και θα οργανωθεί καλύτερα και το ελλαδικό επιθετικό φουσάτο. Στην προσπάθειά του ο Καζαντζάκης έγραψε επιστολή και στον Αρχιεπίσκοπο της Ουψάλας της Σουηδίας επιζητώντας τη βοήθειά του. Θετική είναι η πληροφορία μου αυτή και απλώς αναζητώ το κείμενο.

Η υπόθεση Καζαντζάκη γίνεται ευρύτερα γνωστή και προκαλεί συμπάθειες, ενώ ο συγγραφέας ολοέν και περισσότερο με το έργο του κατακτά τη διεθνή αναγνώριση. Το 1952 οι νορβηγοί συγγραφείς ­ η Νορβηγική Εταιρεία Λογοτεχνών ­ τον προτείνουν ομοθύμως ως υποψήφιο για το Νομπέλ. Η Νορβηγία προσφέρεται να του δώσει νορβηγική υπηκοότητα και νορβηγικό διαβατήριο. Εκείνος ευχαριστεί, αλλά αρνείται να αποδεχθεί. Δεν ήταν η πρώτη φορά που αποποιήθηκε παρόμοια πρόταση, έστω και αν θα του έλυνε μεγάλα προβλήματα.

Οι βιοτικές του συνθήκες ήσαν άσχημες. Η ανέχεια τον βασανίζει. Λίγο αργότερα θα γράψει: «...πια έφτασε το μαχαίρι στο κόκκαλο...» και εν συνεχεία: «βράζει η ψυχή μου και λαχταρώ να λυτρωθώ από την οικονομική ανάγκη». Είναι και άρρωστος. Το 1952 του παρουσιάζεται σοβαρή μόλυνση στο δεξί μάτι, το οποίο τελικά έχασε τον επόμενο χρόνο. Τότε και άλλο πρόβλημα υγείας, μάλλον από ιατρικό λάθος, τον έφερε στα πρόθυρα του θανάτου. Ο φίλος του Βorje Knoss ζητεί την άδειά του να κάνει έκκληση από το ραδιόφωνο και, «σε μια ώρα» του γράφει «θα μαζέψω όσα χρήματα χρειάζονται να κάνετε την καλύτερη θεραπεία του κόσμου». Αλλά αρνείται να το δεχθεί ο σαρανταπληγιασμένος ετούτος σκληροτράχηλος Κρητικός, που πάλευε με τον Χάρο σφίγγοντας στα δόντια του σαν ιερή πικροδάφνη τον καημό και το όραμα της διώκτριας μητρός πατρίδος Ελλάδος. Σαν τον αρχαίο τυφλό ραψωδό υμνεί τα κλέη της πατρίδος του. Και σαν σύγχρονος αρχέτυπος Οδυσσέας απλώνει τους οραματισμούς του πάνω και πέρα από τους ορίζοντες των ανθρώπων χαράσσοντας πορεία για την ανθρωπότητα.

Και όμως. Ούτε καν ανανέωση ή θεώρηση διαβατηρίου του έδιναν εύκολα τα ελληνικά προξενεία για να μπορεί να διακινείται. Και για εκείνον τα όνειρα και τα ταξίδια ήσαν «ευεργέτες». Για κάθε χώρα χρειαζόταν «βίζα». Τον παίδευαν κυριολεκτικά κάθε φορά, αλλά και ενίοτε δεν του την έδιναν. Εγραψε ο Καζαντζάκης ένα τέτοιο περιστατικό στον Παντελή Πρεβελάκη στις 5.7.1951 από την Αντίμπ: «...Ολα ήταν έτοιμα (pension που θα μένω, άδεια γαλλική, visa ιταλικό) για να πάω στη Φλωρεντία ­ κι η Ελληνική Κυβέρνηση αρνιέται να μου ανανεώσει το διαβατήριο! Εχω προξενικό διαβατήριο ­ κι αρνιέται να με αφήσει να βγω από τα γαλλικά σύνορα. Εκεί καταντήσαμε― με κυνηγούν, μου κάνουν ό,τι κακό μπορούν και λυπούνται που δεν μπορούν να μ' εξοντώσουν...».

Οταν ο Νίκος Καζαντζάκης, ετών 41, και η Ελένη Σαμίου, ετών 20, πρωτοσυναντήθηκαν τον Μάιο του 1924 στην Αθήνα και συνέχεια στη Ραφήνα, ο ένας διάβασε μέσα στα μάτια του άλλου το αλληλένδετο πεπρωμένο του. Και όταν αποφάσισαν να δεθούν μεταξύ τους και θαρραλέως να συζούν, πριν ακόμη από τον γάμο, ο Νίκος είπε στην Ελένη ότι η αγάπη τους είναι μονόδρομος, δρόμος χωρίς επιστροφή. Της είπε ακόμη ότι στη ζωή τους θα βρουν δυσκολίες πολλές, μπορεί και «να πουν το ψωμί ψωμάκι». Και το είπανε. Ενα πράγμα όμως δεν θα της συμβεί ποτέ μαζί του, να πλήξει. Δεν έπληξε ποτέ. Και στάθηκε στον «πούντον» της, όπως λέμε στην Κύπρο. Σε όλες τις αντίξοες ώρες η Ελένη με αυταπάρνηση του συμπαραστάθηκε και τον γλύκαινε. Και στις ευτυχισμένες ώρες τού έκανε τη γη παράδεισο. Εγινε αθλητίνα και συναθλητίνα του, «γενναία συντρόφισσα στον εδικό του ανήφορο».

Εβγαινε τότε ταπεινά η Ελένη στα πάρκα της Αντίπολης ­ πόσο θυμίζει τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Διονυσίου Σολωμού ­ και μάζευε φοινίκια κάτω από τις φοινικιές. Τα πλένει, τα βάφει, τα τρυπάει, τα περνά σε πλαστική κλωστή και τα πουλάει στους τουρίστες. Και σώζει έτσι ξανά τον άνθρωπό της, όπως τον έσωσε και πριν στην Αίγινα, τον καιρό της ναζιστικής Κατοχής και της μεγάλης πείνας. Γι' αυτό και όχι αδίκως εκείνος της πλέκει ύμνο μέγα στην «Αναφορά στον Γκρέκο»: «...είχαμε καλή γυναίκα, εσένα την έλεγαν Χερώνυμα, εμένα Ελένη. Τι τύχη ήταν ετούτη, παππού μου! Πόσες φορές, κοιτάζοντάς τις, δεν είπαμε κι οι δυο από μέσα μας: "Βλογημένη να 'ναι η ώρα που γεννηθήκαμε!"...». (Κεφάλαιο: Επίλογος.)

Σε μια πρεσβεία μας δεν του έδωσαν καρέκλα να καθήσει και τον άφησαν να περιμένει, όταν επήγε μαζί με τη σύζυγό του Ελένη να ζητήσουν θεώρηση διαβατηρίου. Και επιπλέον υβρίστηκε. Το ίδιο εκείνο βράδυ, στην ίδια πόλη, η κινεζική πρεσβεία του παρέθετε επίσημο δείπνο! Ηταν στα τελευταία του τότε ο Νίκος Καζαντζάκης. Και είχε τη διαίσθηση του συντόμως επερχόμενου θανάτου του. Στις 6 Ιουνίου 1957 έγραψε στο ημερολόγιό του: «Αποχαιρετώ τα πάντα, τα πάντα με αποχαιρετούν― το παραμύθι παίρνει τέλος». Και πέθανε σε λιγότερο από πέντε μήνες. Και η πατρίδα του στο διάστημα τούτο και νωρίτερα να τον προπηλακίζει μέσα σε εθνικό της έδαφος ­ οι πρεσβείες θεωρούνται εθνικό έδαφος της κάθε αντίστοιχης χώρας ­ και να τον σταυρώνει μέσα στο ξένο έδαφος, στην είσοδο της Σουηδικής Ακαδημίας καθώς ανέμενε το σίγουρο Βραβείο Νομπέλ. Δεν είναι αυτά μια τραγωδία; Τραγωδία του Καζαντζάκη, τραγωδία της Ελλάδας;

Ποιος τα ξέρει αυτά; Ποιος πολιτειακός παράγοντας πήγε ποτέ στον τάφο του για να απολογηθεί γι' αυτές τις κρατικές βαναυσότητες; Και να καταθέσει όχι λουλούδια, παρά ένα πανέρι με φρούτα. Το είπε κάποτε ο ίδιος: Οταν μου φέρετε φρούτα στον τάφο μου, θα αναστηθώ. Τον ανασταίνουμε σήμερα ή συνεχώς τον ξανασταυρώνουμε; Πιστεύω ότι συμβαίνουν και τα δύο. Τηλεφώνημα από τη Στοκχόλμη.

Δεν ήταν μόνο το 1957 που αναμενόταν η βράβευση του Καζαντζάκη, αλλά και κατά τον προηγούμενο χρόνο. Το 1956 φαινόταν πλέον ότι είχε έλθει η σειρά του. Δέχθηκε και τηλεφώνημα από τη Στοκχόλμη ότι ήταν δικό του το Βραβείο. Το απένειμαν όμως στον Χουάν Ραμόν Χιμένεθ. Και πληροφορείται μετά ότι «ήταν ο ευνοούμενος υποψήφιος ως την τελευταία στιγμή». Αυτά του διεβίβασε ο φίλος του Max Tau, κριτικός, στα μέσα και στα έξω, Γερμανοεβραίος που επολιτογραφήθη Νορβηγός. Με μεγαλόκαρδη ανωτερότητα συγχαίρει θερμά τον Χιμένεθ ο Καζαντζάκης, γνωστό και φίλο από χρόνια πολλά.

Με όσα εγκύρως άκουσα και ξέρω τα τελευταία 30 χρόνια, ένας λόγος της επιμονής του Καζαντζάκη να πάρει το Βραβείο Νομπέλ ήταν και ο οικονομικός. Πρώτα, για να διασφαλίσει την Ελένη για το μέλλον. Και μετά για τον ίδιο, τα χρήματα από το Νομπέλ θα του απόδιωχναν τις έγνοιες και τις σκοτούρες και θα του επέτρεπαν απρόσκοπτη αφοσίωση στη συγγραφή, που ήταν πάντοτε ο πόθος του. Και ήθελε ακόμη, και αυτό ήταν το κορυφαίο σημείο στη συνείδησή του εν προκειμένω, να δώσει μεγάλη χαρά και τιμή στην Ελλάδα και στην Κρήτη του. Αποστρεφόταν τη Μελάδα και τους Ελληνάδες, όχι την Ελλάδα, «την Ελλάδα την αιώνια που κουβαλούσε μέσα του». «Μελάδα» είπε την Ελλάδα ο Αλέξης Μινωτής λόγω Μελά.

Η είδηση για τον απονομή του Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1957 στον Αλμπέρ Καμύ βρήκε τον Καζαντζάκη νοσηλευόμενο στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Φράιμπουργκ της Γερμανίας. Είπε τότε στην Ελένη του: «Λένοτσκα, ελάτε να με βοηθήσετε να στείλουμε ένα καλό τηλεγράφημα. Ο Χιμένεθ, ο Καμύ, να δύο άνθρωποι που άξιζαν το Νόμπελ! Εμπρός, ελάτε να στείλουμε κάτι θερμό!».

Ο Καμύ απάντησε αργότερα στη χήρα πλέον Ελένη Ν. Καζαντζάκη: «...Ετρεφα πάντα μεγάλο θαυμασμό και, αν το επιτρέπετε, ένα είδος στοργής για το έργο του συζύγου σας. Είχα τη χαρά να μπορέσω να εκδηλώσω και δημοσία στην Αθήνα αυτό το θαυμασμό, σε μια εποχή που η επίσημη Ελλάδα έκανε "μούτρα" στον πιο μεγάλο της συγγραφέα. Ο τρόπος, που δέχτηκε το φοιτητικό μου ακροατήριο αυτή τη μαρτυρία του θαυμασμού μου, αποτελούσε την πιο ωραία αναγνώριση που μπορούσε να λάβει το έργο και η δράση του συζύγου σας.

Και ακόμα δεν ξεχνώ ποτέ πως τη μέρα που λυπόμουν να δεχθώ μια διάκριση, που ο Καζαντζάκης άξιζε εκατό φορές περισσότερο, επήρα από εκείνον το πιο γενναιόδωρο από όλα τηλεγράφημα. Λίγο αργότερα κατάλαβα με τρόμο πως το μήνυμα αυτό ήταν γραμμένο λίγες μέρες πριν πεθάνει. Μαζί του χάθηκε ένας από τους τελευταίους μεγάλους καλλιτέχνες. Είμαι από εκείνους που αισθάνονται και θα εξακολουθήσουν να αισθάνονται το μεγάλο κενό που άφησε».

Με το γράμμα αυτό ο τίμιος και γενναίος Καμύ σαν να κατέθετε το Νομπέλ του στη μνήμη του Καζαντζάκη.

Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1950 η φήμη του Καζαντζάκη άρχισε πλέον να απλώνεται σε όλες τις ηπείρους. Η διεθνής αναγνώριση τού διάνοιγε τον δρόμο προς το Βραβείο, το οποίον ακοιμήτως ναρκοθετούσε η Ελλάς. Να τον αφήσει να πάρει το Νομπέλ; Αδύνατον. Ακόμη και μυστικούς αστυνομικούς έστελναν τότε στην Αντίμπ, οι οποίοι υπεδύοντο τους δημοσιογράφους για να τον κατασκοπεύσουν!

Η ματαίωση της απονομής του Νομπέλ στον Καζαντζάκη υπήρξε σαφώς ελληνικός άθλος. Ευτελές εργαλείο αυτής της ασχημοσύνης ήταν ο Σπύρος Μελάς, συνεργαζόμενος με τον έλληνα πρέσβη στη Στοκχόλμη Πίνδαρο Ανδρουλή, ο οποίος δρούσε βάσει οδηγιών από το κέντρο, την Αθήνα. Δεν ήταν δυνατό να συμβεί διαφορετικά. Τι είχε με τον Καζαντζάκη ο Μελάς; Φθόνο, μίσος, αντιζηλία; Ισως όλα, και μαζί έχθρα και φοβερή ζήλια. Ηταν και Κρητικός ο Καζαντζάκης. Τον καιρό της γερμανικής Κατοχής ο Μελάς αρθρογραφούσε στην ελεγχόμενη τότε από το κατοχικό καθεστώς εφημερίδα «Η Καθημερινή». Κατά την εισβολή των Γερμανών στην Κρήτη, προέτρεψε τους Κρητικούς να μην αντισταθούν, αλλά να καλωσορίσουν τους Γερμανούς.

Οσον αφορά τον πρέσβη Ανδρουλή, είναι χαρακτηριστικό το ξέσπασμα του Νίκου Καζαντζάκη σε επιστολή του προς τον Knoss στις 22.7.1951 για τον θάνατο του Αγγελου Σικελιανού: «Εκεί καταντήσαμε. Αυτό δείχνει ποιοι άνθρωποι, ποιοι Ανδρουλήδες, κυβερνούν σήμερα την Ελλάδα». Το όνομα προσώπου έγινε δείγμα ποιότητας και συμπεριφοράς.

Γράφει ο Βorje Knoss στον Γιώργο Θεοτοκά στις 9.3.1951: «...Τώρα δεν θέλω παρά να σας επισημάνω με δυο λόγια και εντελώς εμπιστευτικά ότι ο κ. Σπύρος Μελάς βρίσκεται στη Στοκχόλμη, σαν εκπρόσωπος της Ακαδημίας Αθηνών και των Ελλήνων Συγγραφέων. Τον είδα και κουβέντιασα πολύ λίγο μαζί του. Τον γνώριζα ήδη από τη φήμη του, όχι προσωπικά, αλλά οι συμπατριώτες μου και οι εφημερίδες εδώ, που δεν ξέρουν τίποτα, νομίζουν πως είναι ο πιο διακεκριμένος συγγραφέας της Ελλάδας. Ο πρέσβης της Ελλάδα στη Σουηδία είναι της ίδιας γνώμης, όπως φαίνεται. Κάνω ό,τι μπορώ για να διορθώσω τις παρεξηγήσεις, αλλά η φωνή μου πνίγεται από το μεγάλο θόρυβο που δημιούργησαν...». Τον πρέσβη Πίνδαρο Ανδρουλή ο Knοss χαρακτηρίζει «παρα πολύ αντιπροοδευτικό» και «πολύ φίλο του κ. Σπύρου Μελά». (9.10.1957) Σε άλλη επιστολή του προς τον Θεοτοκά στις 29.3.1951 ο Βorje Knoss συμπληρώνει: «...Είμαι πολύ στενοχωρημένος για όλον αυτόν το θόρυβο που δημιούργησε εδώ ο κ. Σπύρος Μελάς. Εγινε δεκτός από τον βασιλέα, πράγμα που δεν έχει σημασία. Αλλά το χειρότερο είναι ότι πήγε και επισκέφθηκε μερικά μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας ­ τον κ. Οντερλινγκ, μόνιμο γραμματέα, και τον κ. Τάλλμπεργκ ­ και έκαμε το παν για να συκοφαντήσει τον Σικελιανό και τον Καζαντζάκη, που, για κείνον, ήταν "κομμουνιστές" και τους βλέπουν με πολλή δυσμένεια στην Ελλάδα. Ερχόμενος με την ιδιότητα του μέλους της Ακαδημίας Αθηνών, αντιπροσώπευε ο ίδιος την αληθινή νέα ελληνική λογοτεχνία! Ηθελε μάλιστα να μεταφράσω μερικές νουβέλλες που έχει δημοσιεύσει. Εκανα γνωστή στους φίλους μου ποια ήταν η αλήθεια στα λόγια του και έκανα ό,τι μπορούσα για να διορθώσω τις παρεξηγήσεις και τα λάθη που θα μπορούσαν να γίνουν. Δυστυχώς παρ' όλα αυτά μερικές εντυπώσεις μένουν...».

Ο Knoss σε γράμμα του προς τον Καζαντζάκη (28.10.1954) προχωρεί περισσότερο: «...Τρέχει λόγος εδώ: πως η βασίλισσα της Ελλάδος έχει γράψει στη Σουηδικήν Ακαδημία ή στον Βασιλιά για να ξεσυμβουλεύσει να δοθεί το Βραβείο Νόμπελ σε ριζοσπαστικούς Ελληνες, γιατί θα 'ναι βλαβερό για την ειρηνική πολιτική των Αγγλοσαξονικών(!)...». Εχει χάρη και γραφικότητα ο ελληνικός λόγος του Knoss. Η δική μου ερμηνεία του κειμένου αυτού είναι να πάρουν πίσω την απόφαση για να δώσουν το Νομπέλ στον Καζαντζάκη. Και υπεισέρχονται εδώ και οι «Αγγλοσαξονικοί», δηλαδή οι Αγγλοι.

Γνωρίζοντας και από άλλες περιπτώσεις την πολυπραγμοσύνη της βασίλισσας Φρειδερίκης ­ τριάντα χρόνια υφυπουργός παρά τω Προέδρω της Κυπριακής Δημοκρατίας διετέλεσα ­ δέχομαι ως γενόμενη αυτή την παρέμβασή της εναντίον του Καζαντζάκη. Η ίδια η Φρειδερίκη, π.χ., τηλεφώνησε στον αείμνηστο Εθνάρχη Μακάριο στο Λονδίνο τον Φεβρουάριο του 1959 και τον πίεσε να δεχθεί και να προσυπογράψει τη Συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στη Ζυρίχη για λύση του Κυπριακού. Πρόκειται για τις γνωστές Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου. Τι της έπεφτε λόγος να παρέμβει; Αν από πλευράς τους κρινόταν σωστό ή αναγκαίο, ας τηλεφωνούσε ο Βασιλιάς Παύλος. Γιατί όχι λοιπόν και σ' αυτή την περίπτωση; Είναι γνωστό ότι «έκανε τού κεφαλιού της», αλλά αυτά δεν είναι της παρούσης στιγμής. Πρέπει όμως να της αναγνωρίσω ότι έκανε και θετική παρέμβαση για τον Καζαντζάκη, με σκοπό ουσιαστικά τη διαφύλαξη του διεθνούς γοήτρου της Ελλάδας. Παρενέβη το 1954 στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος για αποτροπή του αφορισμού του Καζαντζάκη. Και ο Καζαντζάκης τελικά δεν αφορίστηκε. Και άλλοι συνέτειναν βέβαια. Αλλά το σωστό να λέγεται. Την είχε παρακινήσει για τούτο η Μαρία Βοναπάρτη, πριγκίπισσα Γεωργίου της Ελλάδος.

Σ' αυτή την ατελείωτη διελκυστίνδα για Καζαντζάκη και Νομπέλ εμπλέκεται και η Κύπρος, με το Κυπριακό πρόβλημα, που κορυφώθηκε με τον ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα από το 1955-1959.

Ο Καζαντζάκης ζώντας, έστω, μακριά στην Αντίμπ παρακολουθούσε εναγωνίως τα διαδραματιζόμενα στην Κύπρο και ύψωνε διαρκώς κραυγή συμπαράστασης προς τη μαρτυρική Μεγαλόνησο και καταδίκης της αγγλικής κατοχής. Περισσότερο ίσως από οποιονδήποτε άλλον έλληνα συγγραφέα ο Νίκος Καζαντζάκης έγραψε τα μαχητικότερα κείμενα και υπερασπίστηκε την Κύπρο και τα δίκαιά της, αρχίζοντας τούτο από τότε που την επισκέφθηκε, μία και μοναδική φορά, τον Μάιο του 1926.

Ο Βorje Knoss, εκτός από την προηγούμενη αναφορά για τους «Αγγλοσαξονικούς», είπε ειδικά για την Κύπρο σε γράμμα του προς τον Καζαντζάκη στις 18.5.1956: «...Μου φαίνεται απίθανον, μα η ανοησία και η κακοσύνη των ανθρώπων υπερβαίνουν όλα τα όρια, και το ζήτημα της Κύπρου σκοτεινιάζει όλα τα πνεύματα. Παντέρμη Ελλάδα, που πάντα είναι καταβολή στο παίξιμο των Μεγάλων Δυνάμεων! Και λυπούμαι απ' όλη την καρδιά μου τους δυστυχείς Κυπριώτες, που οι Εγγλέζοι τόσο τους αδικούν...».

Σηκώνονται οι λίγες τρίχες της κεφαλής μου αναλογιζόμενος ότι αυτοί οι άθλιοι ίσως να καπηλεύτηκαν και την εθνική υπόθεση της Κύπρου για να ματαιώσουν την απονομή του Βραβείου Νομπέλ στον Καζαντζάκη! Δεν το αποκλείω. Αλλά δεν αποκλείω από όσα γράφει και όπως τα γράφει ο Βorje Knoss και αγγλική ανάμειξη! Αυτή τη στιγμή που χαράσσω στο χαρτί αυτές τις σκέψεις μού έρχεται στον νου η επίσημη πληροφορία από το Βρετανικό Δημόσιο Αρχείο στο Λονδίνο, που μου εδόθη πριν από λίγα χρόνια: Οτι τα έγγραφα που αφορούν τον Νίκο Καζαντζάκη δεν δημοσιοποιήθηκαν όλα. Μετά τη συμπλήρωση της τριακονταετίας από της ημερομηνίας τους μερικά ετέθησαν στη διάθεση του κοινού. Πρόκειται για προγράμματα επισκέψεών του στο Λονδίνο και άλλα σχετικά, ενδιαφέροντα, αλλά όχι και τόσο σπουδαία. Αλλα έγγραφα, είπαν, θα ανοιχτούν 50 χρόνια μετά τον θάνατό του και, αν καλώς ενθυμούμαι, άλλα μετά 100 χρόνια. Αυτή είναι η θεσμική πρακτική τους όταν πρόκειται για σημαντικά πράγματα που μπορεί να προκαλέσουν σάλο. Αρα κάτι το πολύ σοβαρό αποκρύπτεται και, κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί να είναι άλλο σχετικό με τον Καζαντζάκη, δεν βλέπω άλλο, παρά το Βραβείο Νομπέλ. Δηλαδή η καταπολέμηση της υποψηφιότητάς του. Διότι ο Καζαντζάκης είχε γράψει σκληρά κατηγορητήρια κατά της αγγλικής αποικιοκρατικής κατοχής της Κύπρου. Και οι Αγγλοι δεν ξεχνούν και εκδικούνται!

Θα πει ενδεχομένως κανείς: Μα και σ' αυτό θα ανακατέψουμε τους Αγγλους; Είδα με τα μάτια μου στο Βρετανικό Δημόσιο Αρχείο έγγραφο της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα, που προφανώς είχε παραπέσει κατά τη διαλογή για ταξινόμηση, με πληροφορίες δοθείσες από επώνυμο έλληνα λόγιο και διανοούμενο για τα φρονήματα των λογοτεχνών και των πνευματικών ανθρώπων στην Ελλάδα. Και ανάμεσά τους, σαν πολύ κομμουνιστές φιγουράριζαν ψηλά ψηλά ο Καζαντζάκης και ο Σικελιανός. Είδα και διάβασα ακόμη έγγραφα πολλά ­ δημοσιεύτηκαν και σε βιβλίο ­ για αγγλική ανάμειξη στις εκλογές Ορθοδόξων Αρχιεπισκόπων και Πατριαρχών στη Μέση Ανατολή. Παντού είχαν και έχουν χωμένη τη μύτη τους οι Αγγλοι. Γιατί όχι και σ' αυτό;

Βρισκόμαστε στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου και όλα είναι θεμιτά, και τα θεμιτά και τα αθέμιτα, ακόμη και οι πολιτικές παρεμβάσεις στη Σουηδική Ακαδημία. Ο Knoss καλύπτει και αυτή την πτυχή σε γράμμα του προς τον Καζαντζάκη στις 11.9.1952, έτος κατά το οποίο το Νομπέλ δόθηκε σε Αγγλον:

«...Είμαι πολύ πολύ θλιμμένος για την απόφαση της Σουηδικής Ακαδημίας... μου λένε πως ήταν δυο κόμματα στην Ακαδημία, το ένα για Σας και το άλλο για τον Graham Greene... Επειτα η Ακαδημία έλαβε ανάριθμα (αναρίθμητα) γράμματα από την Ελλάδα που Σας απέδωσαν κομμουνιστικές συμπάθειες, κανένας δεν το πίστεψε, μα εν τούτοις μικρή οσμή έμεινε στην ατμόσφαιραν. Με συγχωρείτε την ειλικρίνειάν μου, μα δεν θέλω να συγκρατήσω την αλήθειαν!...». Επανέρχομαι στην ιεραποστολή του Μελά στη Στοκχόλμη, για την οποία γράφει ο Καζαντζάκης στον Πρεβελάκη (18.12.1952): «Το τι είπε εναντίον μου και στους Σουηδούς ακαδημαϊκούς και στο Σουηδό βασιλέα, το ξέρω από πρώτη πηγή: Είμαι κομμουνιστής και διαφθείρω την ελληνική νεότητα και η Ελλάδα θα εξευτελιστεί αν τιμηθεί στο πρόσωπό μου.

Κάθε χρόνο, βροχή πάνε τα γράμματα στη Σουηδική Ακαδημία εναντίον μου (έχω αντίγραφα) και κανένας φίλος Ελληνας δεν αποκότησε να στείλει ένα γράμμα να πει πως είμαι τίμιος άνθρωπος και το έργο μου δε συγκρίνεται με κανένα άλλο.

Η Νορβηγική Εταιρία Λογοτεχνών επρότεινε πέρυσι παμψηφεί και θα προτείνει και την άνοιξη του 1953 να πάρω το Νόμπελ― τι έκαμε η δική μας Εταιρία;

Δε με νοιάζουν οι οχτροί, με γνοιάζουν οι φίλοι― νομίζω θα παραμείνει επί πολλά χρόνια πνευματικό αίσχος για τους Νεοέλληνες».

Στο θλιμμένο τούτο γράμμα ο Καζαντζάκης διατυπώνει και το παράπονο ότι ουδείς ακαδημαϊκός διαμαρτυρήθηκε για τις ενέργειες του Μελά, ο οποίος παρουσιάστηκε ως εκπρόσωπος της Ακαδημίας. «Κι ήταν τότε Πρόεδρος ο έντιμος Μαριδάκης» λέει με απογοήτευση ο Καζαντζάκης.

Οι πληροφορίες από τη Στοκχόλμη είναι έγκυρες, γιατί προέρχονται από ανθρώπους οι οποίοι ήσαν μέσα στα πράγματα. Χωρίς αυτές τις παρεμβάσεις και ενστάσεις, ο Νίκος Καζαντζάκης θα ήταν ο πρώτος έλληνας νομπελίστας. Θα τιμούσε έτσι και την Ελλάδα. «Ζω στην ξενιτιά μα η καρδιά μου περιφέρεται στην Ελλάδα» έγραψε σε γράμμα του, στις 18.8.1956, στον Θρασύβουλο Ανδρουλιδάκη, που του ξεχώριζε ένα πιάτο φαγητό από το συσσίτιο των κρατουμένων στις Φυλακές της Αίγινας κατά την Κατοχή. Και η Ελλάδα περιφερόταν στην ξενιτιά καταδιώκοντάς τον. Και ας τον είχαν διαβεβαιώσει επισήμως κατά το 1955 ότι θα έπαυαν να τον καταδιώκουν.

Εκτός από τις έγκυρες πληροφορίες που διαρκώς έφθαναν από φίλους στον Καζαντζάκη για το Νομπέλ, το ζεύγος Καζαντζάκη παρατήρησε ­χωρίς να το εξηγήσει, γιατί δεν ήξερε ­ ότι περισσότεροι σουηδοί δημοσιογράφοι κατά το 1956-1957 παρά πριν έφθαναν στην Αντίμπ και ζητούσαν να τους δουν. Νίκος και Ελένη δεν έδωσαν και πολλή σημασία, απλώς ευχαριστήθηκαν. Ανάλογο φαινόμενο συνέβη και το 1952, με τη διαφορά ότι τότε οι εφημερίδες εζήτησαν πληροφορίες και σημειώματα από τον Βorje Knoss για τη ζωή και το έργο του Καζαντζάκη.

Επρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια για να ακούσω από τον αείμνηστο φίλο μου Νίκο Καρύδη μια ανάλογη ιστορία με τον Γιώργο Σεφέρη, όταν επρόκειτο να πάρει το Νομπέλ. Ηλθαν τότε στην Αθήνα σουηδοί δημοσιογράφοι, αναζητώντας περισσότερες πληροφορίες γι' αυτόν. Κάποιοι αντιλήφθηκαν περί τίνος επρόκειτο. Τους μαζεύει λοιπόν η Ιωάννα Τσάτσου, που μας αφήκε χρόνους πριν από λίγες ημέρες, αδελφή του Γιώργου Σεφέρη, και τους επιδαψιλεύει περιποιήσεις επί περιποιήσεων. Η Ελλάδα εσκέπαζε τότε ένα μεγάλο πνευματικό τέκνο της, τον Γιώργο Σεφέρη, και πολύ καλά έκανε. Δεν έστειλε Μελάδες στη Στοκχόλμη. Ελληνάδες αποκαλούσε αυτά τα υποκείμενα ο Καζαντζάκης.

Πριν από μερικά χρόνια είπα στην Ελένη Καζαντζάκη την ιστορία που άκουσα από τον Καρύδη για τον Σεφέρη. Και τότε άρχισαν να ξυπνούν μέσα της οι μνήμες του παρόμοιου γεγονότος στην Αντίμπ. Είχε τώρα την εξήγηση, που δεν έμαθε ποτέ ο άντρας της, ο οποίος έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο βαθύτατα και βαρύτατα και αφόρητα πικραμένος και από αυτό το «αίσχος» και από άλλα ανάλογα, που δεν σταμάτησαν ποτέ και ακόμη συνεχίζονται υπό άλλες μορφές. Οταν το Βατικανό ανέγραψε τον «Τελευταίο Πειρασμό» στον Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων και όταν η Εκκλησία της Ελλάδος, κατά κακήν απομίμηση, άρχισε τις διώξεις και αθλίως ετοίμαζε αφορισμό του Καζαντζάκη, εκείνος, μεταξύ άλλων, τους είπε και τους έγραψε: «Στο Δικαστήριό Σου, Κύριε, κάνω έφεση!».

Γι' αυτή την περίπτωση του κατάπτυστου πνευματικού και ανθρωπίνου διωγμού του ταιριάζει ένας άλλος λόγος του Καζαντζάκη: «...Αν υπήρχε δικαστήριο τιμής και στις πνευματικές ατιμίες που γίνουνται, θα 'κανα αγωγή, για να μη χαθεί το δίκιο― μα τέτοια δικαστήρια δεν υπάρχουν... Δικαζόμαστε λοιπόν ενώπιον του καιρού...».

Ο Νίκος Καζαντζάκης δικάζεται ενώπιον του καιρού. Δικάζεται και δικαιώνεται. Και διαλέγεται πλέον με την αιωνιότητα!

*Ο κ. Πάτροκλος Σταύρου είναι πρόεδρος του Ιδρύματος Μελετών «Νίκος και Ελένη Καζαντζάκη». Διετέλεσε υφυπουργός παρά τω Προέδρω της Κυπριακής Δημοκρατίας.
AΠO «ΤΟ ΒΗΜΑ».












Η Σταύρωση του Νίκου Καζαντζάκη
της Ελένης Κατσουλάκη
1965. Καθισμένη στο μπαλκόνι του πατρικού μου σπιτιού στα Χανιά, αγνάντευα από μακριά την γαλάζια καπριτσιόζα θάλασσα ξαπλωμένη νωχελικά στα πόδια του βουνού φλερτάροντας ξεδιάντροπα με τις χρυσές ανταύγειες του ντροπαλού, ξανθού ήλιου. Δροσερό αεράκι φυσούσε κι αγκάλιαζε με τρυφεράδα τα καΐκια, τις ψαρόβαρκες και τους μουσκεμένους στον ιδρώτα χαμάληδες που πηγαινοερχόταν στο ενετικό μουράγιο φορτωμένοι με βαριά λιγδωμένα καφάσια από ψάρια και δίχτυα.

Ο νους μου, ανυπότακτος αντάρτης, περιπλανιόταν σε μακρινά ανερεύνητα ακρογιάλια κι η καρδιά μου φουρτούνιαζε. Στην ποδιά μου κρατούσα δυο βιβλία: Τον καπετάν Μιχάλη και τον Τελευταίο πειρασμό. Σαν διψασμένος ορειβάτης ρουφούσα με δονκιχωτική λαχτάρα τις πυρωμένες λέξεις του Καζαντζάκη και ανατρίχιαζα σαν έμπαινα στα στήθια του φουρτουνιασμένου Κρητικού που πάλευε να λευτερωθεί από την σκλαβιά του βάρβαρου Σουλτάνου.

Ξαφνικά, η αυστηρή μορφή ενός καλόγερου του 'Aγιου Όρους ξεπετάχτηκε σαν φάντασμα εμπρός μου. Ήταν ένας ψηλόλιγνος, μουσάτος κληρικός με αετίσια ρασπούτικα μάτια που νοίκιαζε ένα δωμάτιο στον πάνω όροφο. Πάντα ταξίδευε σ' όλους τους ελληνικούς ορίζοντες πουλώντας θαυματουργό χώμα από τα Ιεροσόλυμα παρμένο μέσα από τον τάφο του Χριστού για φυλακτά και θεϊκά γιατροσόφια.

Μονομιάς άρπαξα τα βιβλία και τα 'χωσα κάτω από τα ρούχα μου. Σίμωσε κοντά σουφρώνοντας τα παχιά του φρύδια και με μια γρήγορη κίνηση τα παίρνει στα χέρια του. Οι φλέβες στα μηλίγγια του φούσκωσαν και ανατινάχτηκε σαν να τον δάγκωσε φίδι.

- Ντροπή σου αμαρτωλή να διαβάζεις τα βρωμερά τούτα βιβλία του βλάστημου αντίχριστου Κρητικού που ρεζίλεψε τους ηρωικούς αγώνες της Κρήτης και μασκάρεψε τα ιερά και όσια της εκκλησιάς μας. Αφορεσμένος νάναι σε όλους τους αιώνες αμήν.

- Μα ο Χριστιανισμός κηρύσσει αγάπη, τόλμησα να διαμαρτυρηθώ. Ο Καζαντζάκης πόνεσε την αλυσοδεμένη ψυχή της έρημης Κρήτης και αγάπησε τον Χριστό.

Ο μοναχός χλιμίντρησε σαν αγριομούλαρο. Έφτυσε καταγής φουρτουνιασμένος. Αφρισμένα σάλια τρέχανε από το στόμα του. Βράχνιασε η φωνή του.

- Ο διάολος να μπει μέσα σου. Σ' εσένα και σ' αυτόν τον τσαρλατάνο που σε ξεμυάλισε. Διάολε στην κοκάλα του. Ποτέ να μην λιώσουνε, Αμήν!

Έφυγε τρομαγμένος σαν λιποτάχτης πηδώντας δυο-δυο τα σκαλιά για να γλιτώσει από την λέπρα της τυπωμένης απαγορευμένης σκέψης του Σατανά.

Αργότερα έμαθα από τον πατέρα μου πως ο αγιασμένος τούτος καλόγερος είχε σκοτώσει για περιουσιακά ένα νέο παλικάρι σε κάποιο χωριό στο Ρέθυμνο και πήγε στο 'Aγιο Όρος να γλιτώσει τη δικαστική τιμωρία. Μια μέρα ο πιστός μοναχός αποπλάνησε τον αγαθό θεοφοβούμενο δεκαοχτάχρονο μαθητή που έμενε στο διπλανό δωμάτιο του σπιτιού μας και τον παρέσυρε κρυφά στο 'Aγιο Όρος. Η αστυνομία τον βρήκε μετά από καμπόσους μήνες και τον γύρισε πίσω στο χωριό του. Η εκκλησία και η τοπική αστυνομία μας έστειλε προφορικό ραβασάκι να σφραγίσουμε το στόμα μας. Εγώ που είχα τον καλόγερο στην μπούκα του τουφεκιού και δεν έχαβα τα ευλογημένα γιατροσόφια του και τα παραμύθια του, το 'κανα κουδούνια σε όλους τους μαχαλάδες και κοντογειτονιές.

Μια μέρα η απλοϊκή μάνα μου που λάτρευε τυφλά τον Χριστό και σταυροκοπιόταν με δέηση σαν θωρούσε εκκλησιά η παπά, μου 'σκασε το μυστικό.

- Αχ κοπελιά μου, χάλασε ο κόσμος. Σύντομα θα 'ρθει η Δευτέρα παρουσία!

- Ίντα έγινε μάνα, την ρωτώ με μια σταλιά ειρωνείας. Εγώ δε φοβούμαι. Έχω κλείσει θέση στον παράδεισο!

- Μας καταράστηκε ο Μεγαλοδύναμος και άφησε το Σατανά να μας πιάσει στη φάκα. Ο παπά-Γιώργης της εκκλησιάς μας ξεπαρθένεψε τρεις κοπελιές του γυμνασίου! Ο Διάβολος κόρη μου τον παράσυρε. Αχού, αχού τι κακό μας βρήκε!

- Τον διώξανε;

- Όχι, βέβαια, τούτα τα πράγματα πρέπει να μείνουμε κρυφά, να μην έρθει το κακό πνεύμα και μπει μέσα και σε άλλους άγιους ανθρώπους. Ο Θεός να μας φιλάει από τον «έξω από δω»!

Από κείνη την μέρα κάτι μέσα μου θρυμματίστηκε και έγινε χίλια κομμάτια. Ένα-ένα τα χάρτινα, φανταχτερά παραπετάσματα του Βιβλικού παραμυθιού ξεσχίστηκαν και η φοβερή μάσκα της αλήθειας με κατατρόμαξε. Πήγαινα κάθε μέρα στη βιβλιοθήκη και ρουφούσα με λαιμαργία την ανυπόταχτη ορμητική σκέψη του Καζαντζάκη και ανέπνεα την δυνατή μυρωδιά της ταραγμένης οδοιπορίας του στην άβυσσο. Μοιράστηκα χωρίς όρια και συμπόνια τον εσωτερικό, αβάσταχτο πόνο του. Τίποτα δεν αγάπησα, θεοποίησα και σεβάστηκα στην ζωή μου περισσότερο από την βασανισμένη διγενική σκέψη του μεγάλου Καστρινού. Η σκέψη του, θεριό ανήμερο μπήκε στις φλέβες μου και ρούφηξε το αίμα μου αλύπητα και ο μηδενισμός του ξεκοκάλισε κάθε ίνα της νεανικής μου λαχτάρας. Σαν τον Καζαντζάκη, άρχισα να βλέπω σε κάθε πρόσωπο το θάνατο. Η ματαιότητα του χωματένιου ανθρώπου μου 'σπασε τις βυζιάρικες φτερούγες μου. 'Aρχιζα κι εγώ να βλέπω όλα τα αποπλανητικά φτιασίδια του κόσμου και τις αξίες με το μικροσκόπιο.

Παλικαρίσιος πρωτοψάλτης βίασε όλες τις αραχνιασμένες ιδέες του κόσμου και τις έκανε μαντινάδες στη λύρα του πνεύματος. 'Aγριος διψασμένος Μινώταυρος κατασπάραξε χωρίς έλεος τ' απατηλά κουβάρια της οργανωμένης , καλόβουλης Θεϊκής ύπαρξης και περπάτησε σε απάτητα, κακοτράχαλα άγνωστα μονοπάτια και τα 'κανε ποίηση. Ασκητικός, μοναχός, κουβαλώντας μέσα του την σαρκοβόρα ερημιά της λεύτερης σκέψης άφησε τα αντρίκεια χνάρια του στη γη σαν ένας πολυταξιδεμένος Οδυσσέας που 'ψαχνε με απελπισία την ανώτατη μορφή της αλήθειας. Η παρθενική μαντινάδα που τραγούδησε στην κορφή του κόσμου με μια δοξαριά ήταν μια ολοκλήρωση του χωματένιου ανθρώπου της γης, γιατί ο αλλόκοτος τούτος τροβαδούρος ήτανε όλα μαζί: και στίχος και μουσική.

Η θεϊκή μορφή του Χριστού τον είχε συναρπάσει από μικρό παιδί. Μα η απλοϊκή επεξήγηση του Ευαγγελίου γέννησε αβάσταχτες πνευματικές απορίες που τον τυραννούσαν χωρίς συμπόνια.. Χούφτιασε το ανυπότακτο μυαλό του με αντιφατικές ιδέες κι εμπειρίες κι έσπασε τις πατροπαράδοτες αλυσίδες της σκλαβωμένης σκέψης, παίρνοντας τον κακοτράχαλο ανήφορο να λευτερώσει την ύπαρξη του Θεού. Και ψάχνοντας ν' αγγίξει την βουνοκορφή της αλήθειας μετουσίωσε την ύλη σε πνεύμα και με την ορμητική του δημιουργία συμφιλίωσε τις αντιμαχόμενες φωνές που ούρλιαζαν μέσα του ανάμεσα στην ζωή και το θάνατο, στη σύνθεση κι αποσύνθεση.

Αντάρτικος, αχαλιναγώγητος Ευαγγελιστής, πάλεψε τον Θεό με την ελπίδα να χάσει, ενώ η κοινωνία πάλευε το διάβολο με την ελπίδα να κερδίσει. Για τον Καζαντζάκη η υπέρτατη αρετή του ανθρώπου ήταν η ευθύνη και ο αγώνας. Ο Χριστός έχει δυο υποστάσεις ανθρώπινη και Θεϊκή και σαν άνθρωπος αγωνίσθηκε να σώσει την ύπαρξη του αρρωστιάρικου Θεού. Ο Χριστός σταυρώθηκε όχι μόνο για να σώσει τον άνθρωπο αλλά για να σώσει και το Θεό. Με την σταύρωση του ο Χριστός βασανίστηκε να υποτάξει όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες και τελικά το δυναμικό πνεύμα του νίκησε την ύλη. Ο Θεός σπαρτάρισε από την νίκη του Χριστού, μεγάλωσε, αναζωογονήθηκε και σώθηκε. Μα δεν υπάρχει πιο βασανιστική αιμοβόρα μοναξιά από την μοναξιά της σκέψης -- ο πιο φρικτός ανήλεος πόνος του σκεφτόμενου ανθρώπου.

'Aρχισα ν' αλληλογραφώ με την Ελένη Καζαντζάκη που 'μενε τότε στην Ελβετία. Η επαφή μαζί της με είχε συναρπάσει. Ήταν ένα αόρατο άγγιγμα, μια δικαίωση στην αναστάτωση του νου μου. «Πρώτη φορά λαβαίνω από την Ελλάδα τέτοιο ορμητικό ενθουσιασμό για το Νίκο και γραμμένο από ποιον; Από ένα κοριτσάκι του Γυμνασίου»! Έτσι μου έγραψε.

Ο πραγματικός Γιώργος Ζορμπάς

Σαν γυρίστηκε το κινηματογραφικό έργο Ζορμπάς έγινε μακελειό στην Κρήτη. Πήγαινα ακόμα στο Γυμνάσιο. Φούντωσαν τα αίματα, τσίμπησαν αλογόμυγες το σβέρκο του αψίθυμου Κρητικού, βούιξε η μεγαλόνησος. Βρισιές, αναθέματα και κατάρες υψώθηκαν από κάθε στουρναρόπετρα της Κρήτης.

- Μας ξεφτίλισε πάλι ο Καζαντζάκης. Εμείς δεν σφάζουμε χήρες και δεν κλέβουμε τους πεθαμένους ! Να κάψουμε την ταινία του συκοφάντη της Κρήτης και της θρησκείας μας, τον αντι-Έλληνα, τον αθυρόστομο, τον προδότη του Χριστού!

Η πνευματική μυωπία του Έλληνα και η τύφλωση του μ' έκοψε σαν διχαλόβεργα. Η ρίζα του κακού είναι η άγνοια, μόνο η γνώση μας σώζει. Το έσκασα από το σχολείο κι έκατσα κι έγραψα μια κριτική και ανάλυση του παρεξηγημένου βιβλίου και το 'στειλα στην τοπική εφημερίδα των Χανίων «Παρατηρητής». Η εφημερίδα το δημοσίευσε και την αλλά μέρα η γη σείστηκε. 'Aνθρωποι των γραμμάτων, της τέχνης και του κλήρου μου επιτέθηκαν σαν ύαινες τρίζοντας τα δόντια τους. Το σχολείο ζήτησε να με απολύσει από το γυμνάσιο, ο λαός με έβριζε με συγκινητική γενναιοδωρία και η εφημερίδα μου ζήτησε ν' αναλάβω την πνευματική σελίδα της έκδοσης.

Η άρνηση στη λεύτερη έκφραση με πόνεσε πολύ, ξέσκισε τα σωθικά μου. Πάντα θεωρούσα την αγαπημένη μου πατρίδα βωμό της δημοκρατίας. 'Aρχισα να ερευνώ κιτρινισμένες, σκονισμένες σελίδες του ελληνικού κρατικού μηχανισμού και την αδέσμευτη δύναμη κι επιρροή της Ορθόδοξου Εκκλησίας στο γαλούχημα του Έλληνα. Ανατρίχιασα με φρίκη σαν άνοιξα τ' απόκρυφα ιστορικά καπηλειά και ξεσκέπασα το πολύπλευρο πρόσωπο της. Ένα καπηλειό γιομάτο άγνοια, συμφέρον, υποκρισία και μεσαιωνικό σκοτάδι. Μια στιγματισμένη πληγή και προσβολή στην αξιοπρέπεια και λευτεριά του ανθρώπου.

Όταν στην Ελλάδα οι σοσιαλιστές και φιλελεύθεροι πήραν στα χέρια τους την εξουσία άρχισαν οι άγριες, αδίστακτες αψιμαχίες μεταξύ δυο μεγάλων δυνάμεων: κράτους και εκκλησίας.

Το 1901 χιλιάδες φοιτητές και διανοούμενοι πλημμύρισαν την Αθήνα και ζητούσαν από τις αρχές να μεταφραστεί το Χριστιανικό Ευαγγέλιο στην δημοτική γλώσσα. Η αστυνομία επιτέθηκε με μίσος στους ειρηνικούς διαδηλωτές. Ογδόντα φοιτητές σκοτώθηκαν κι εκατοντάδες τραυματίσθηκαν.

Το 1907 η Ιερά Σύνοδος απόκτησε απόλυτη εξουσία στα κοινωνικά θέματα του Ελληνικού κράτους. Το 1926 η Ιερά Σύνοδος κατηγόρησε σαν αντεθνική την διδασκαλία του " Κολεγίου των Διδάσκαλων" απέλυσε τους καθηγητές κι έκλεισε το κολέγιο.

Το 1930 η Ορθόδοξη Εκκλησία έκανε μήνυση και δίκασε τον Καζαντζάκη και τον Δημήτρη Γληνό για ένα άρθρο τους σε λογοτεχνικό περιοδικό των Αθηνών που το κατηγόρησαν σαν σάτιρα εναντίον της θρησκείας.

Το 1952 η Κυβέρνηση Πλαστήρα απείλησε την ολοκληρωτική κατάσχεση της εκκλησιαστικής περιουσίας αν ο ανώτατος κλήρος δεν παραδώσει γη σε 200,000 άγονους Έλληνες αγρότες. Τελικά η εκκλησία αναγκάστηκε να παραχωρήσει στο Ελληνικό κράτος 750,000 στρέμματα από την απέραντη περιουσία της.

Το 1954 άρχισε ένας πρωτόγονος φανατικός πνευματικός Μακαρθισμός εναντίον του μεγάλου συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη που για μισό αιώνα τίμησε και εξύψωσε την Ελλάδα και χαλύβδωσε την παγκόσμια λογοτεχνία.

Ο πάπας της Ρώμης απαγόρευσε την κυκλοφορία του Τελευταίου Πειρασμού. Ο Καζαντζάκης έστειλε τηλεγράφημα στο Βατικανό με μια φράση στα Λατινικά του Χριστιανού απολογητή Τεντούλιαν. «Ad tuu,. Domine, tribunal appello: Υποβάλλω την έκκληση μου στην δική σου δικαστική κρίση, Κύριε!» Με άλλα λόγια: "Ο Θεός θα με δικάσει, όχι εσείς."

Τον ίδιο χρόνο ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής αποδοκιμάζει αποτρόπαια και με βλαστήμιες την αθλιότητα του μαέστρου της λογοτεχνίας κατά τον Θεάνθρωπο και ζητά να μην επιτραπεί η μετάφραση των βιβλίων του στα Ελληνικά. Έλληνες δημοσιογράφοι της εφημερίδας «Εστία» εκφράζουν την αγανάκτηση τους και την προτίμηση τους στον Μακαρθισμό παρά τα βρωμόλογα του ανήθικου Καζαντζάκη κι αποκαλούν αλήτες τους διάσημους ξένους διανοούμενους, θερμούς υποστηρικτές της ελεύθερης σκέψης.

Ο Μητροπολίτης της Χίου φουρκισμένος, τρέμοντας από αγανάκτηση, κάνει αίτηση στην Ιερά Σύνοδο απαιτώντας τον αφορισμό του άθεου και την ποινική καταδίκη του από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων επίσης καταδικάζει τα βιβλία του βλάσφημου.

Η Ορθόδοξη εκκλησία τρομοκρατεί τον αμαθή και θεοφοβούμενο λαό κι εκτοξεύει θανατηφόρες σαϊτιές ενάντια στη λεύτερη σκέψη. Η σκιά του αντίχριστου αιμοβόρα κι ανήθικη λήστεψε τα ιερά και όσια της ιεράς εκκλησίας και απειλεί με την πέννα του να γκρεμίσει το Βασίλειο του Χριστού και της Χριστιανικής μας παράδοσης. Σείεται η γη και κλονίζεται η συνείδηση του Χριστιανού. Το μίασμα του πόρνου Καζαντζάκη αιωρείτο σαν μαύρη πανούκλα στο γαλάζιο ουρανό κι απειλούσε να καταστρέψει το Ελληνικό έθνος και να εκμηδενίσει τις Χριστιανικές άξιες του.

Η Ιερά Σύνοδος καταράστηκε με μίσος κι αφόρεσε τον Καζαντζάκη. Μα για να γίνει έγκυρος ο αφορισμός του χρειαζόταν τη συγκατάθεση του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Η Ανωτάτη Εξουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας έκανε αίτηση στον Πατριάρχη Αθηναγόρα της Κωνσταντινούπολης και ζήτησε να αφορισθεί επίσημα ο γιος του Σατανά. Συνάμα ζητά επιμόνως την απαγόρευση των αισχρών έργων του και την ποινική τιμωρία του από τον 'Aρειο Πάγο, το Εφετικό δικαστήριο και τον εισαγγελέα Αθηνών. Ο Καζαντζάκης απαντά στην ανώτατη ιεραρχία: "Με καταραστήκατε 'Aγιοι Ιερείς. Εγώ σας δίνω την ευχή μου. Ελπίζω η συνείδηση σας να 'ναι καθαρή σαν τη δική μου και να 'σαστε ηθικοί και θρήσκοι όπως εγώ."

Την ίδια εποχή ο μαέστρος της λογοτεχνίας δίνει συνέντευξη στο Αμερικανικό περιοδικό “Holiday” εκφράζοντας με συγκίνηση την παράφορη αγάπη και νοσταλγία του για την Ελλάδα και την Κρήτη.

Το 1955 άνθρωποι των γραμμάτων και της τέχνης αποδοκιμάζουν την ιεροεξεταστική δικτατορική στάση της εκκλησίας και τη σκλαβιά που επιβάλει στη σκέψη. Ο συναρχηγός των Φιλελευθέρων Γεώργιος Παπανδρέου ζητά να ανακηρυχθεί ο Καζαντζάκης ακαδημαϊκός με διάταγμα. Το Δημοτικό Συμβούλιο του Ηρακλείου, η γενέτειρα του διασήμου δημιουργού, διαμαρτύρεται έντονα στην Ιερά Σύνοδο και στο Πατριαρχείο και κατακρίνει την απόφαση της Ιεράς Συνόδου σαν αντισυνταγματική. Παρόμοια απόφαση πήρε και το Δημοτικό συμβόλαιο των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης αποδοκιμάζοντας την ασυδοσία και κατάχρηση της Ιεραρχίας. Η νομαρχία Θεσσαλονίκης τιμώρησε τον Πρόεδρο και μερικά μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου με δίμηνη αργία.

Το 1956 απονέμεται στον Καζαντζάκη το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης. Ο ραδιοσταθμός της Αγγλίας BBC ζητά από τον ονομαστό συγγραφέα συνέντευξη για το βιβλίο του Αγγλία. Ο Καζαντζάκης αρνείται με πείσμα τη συνέντευξη σαν διαμαρτυρία ενάντια στις βιαιότητες των 'Aγγλων στην Κύπρο και απαντά στο BBC με τηλεγράφημα από την Γερμανία: "Όταν έγραψα το βιβλίο Αγγλία οι Βρετανοί δεν έσφαζαν Έλληνες στην Κύπρο;"

Στις 26 Νοέμβριου 1957 ο Καζαντζάκης πέθανε στη Γερμανία από λευχαιμία. Ο ταυρομάχος της πέννας και του λόγου πέθανε όπως γεννήθηκε: ολόγυμνος. Ο λεοντόκαρδος συγγραφέας λευτερωμένος απ' όλες τις ουτοπικές, αναιμικές ιδέες και τ' ασφυχτικά κοινωνικά καλούπια πήδηξε με μια σαϊτιά στην αιωνιότητα του τόπου και του χρόνου. Ο περήφανος αετός της Κρήτης ξεπέρασε το ανθρώπινο καβούκι του μεταξοσκώληκα κι έγινε αθάνατη πνευματική πεταλούδα. Η ανάσα του μυρίζει ακόμα θυμάρι και φασκομηλιά της Κρήτης.

Οι εφημερίδες των Αθηνών ανακοίνωσαν αθόρυβα με μικρά γράμματα τον θάνατο του μεγάλου συγγραφέα. Είχαν πιο ενδιαφέροντα γεγονότα να γιομίσουν τις πρώτες σελίδες τους. Η διάσημη Αμερικανίδα σεξοβόμβα Τζέην Μάνσφιλντ μόλις είχε φτάσει κουνιστή και λυγιστή στην πρωτεύουσα και έδινε με το κιλό προμελετημένες συνεντεύξεις.

Η σωρός του Νίκου Καζαντζάκη έφτασε στην Αθήνα στις 4 Νοέμβριου του 1957. Ξεπετάχτηκαν μονομιάς αλαφιασμένοι, οι κοτσονάτοι παπάδες κι οι επίσκοποι της Ελλάδας. Γούρλωσαν τα σβέλτα ματάκια τους, μούγκρισαν τα θεριά μέσα τους κι αφήνιασε σαν ταύρος η καρδιά τους. "Πέθανε ο Αντίχριστος. Δόξα να 'χει τ' όνομα του Κυρίου. Νικήσαμε τον Δαίμονα, το πνεύμα του κακού. Σώσαμε τον Χριστιανισμό και τα θεμέλια του Έθνους."

Αλαφιασμένος ο Αρχιεπίσκοπος των Αθηνών Θεόκλητος άρπαξε την βλογημένη ευκαιρία να πάρει εκδίκηση ενάντια του αθυρόστομου υβριστή και συκοφάντη. Σήκωσε την ιερά του ράβδο και έδωσε διαταγή να μην επιτραπεί η σωρός του βλάσφημου νεκρού σε Αθηναϊκό ναό!

Ο ορθόδοξος σύλλογος ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ έστειλε τηλεγράφημα στο Μητροπολίτη Κρήτης και σε όλη την ιεραρχία ν' αρνηθούν σφοδρά όλα τα ιερά μυστήρια στον αντίχριστο νεκρό και να μην επιτραπεί η κηδεία του σε κανένα νεκροταφείο της εκκλησιάς. Η εκκλησία της αγάπης, αρνήθηκε με σκληρότητα να τελέσει το τελευταίο μυστήριο σ' ένα βαφτισμένο ορθόδοξο, με άψογες Χριστιανικές αρχές και ηθικό βίο.

Η σβελτάδα και το τετραπέρατο μυαλό το Αριστοτέλη Ωνάση έσωσε την Ελλάδα από ξεφτιλισμό κι εθνική ταπείνωση. Το ίδιο απόγευμα διέθεσε ένα έκτατο αεροπλάνο της Ολυμπιακής και μετέφερε τη σωρό του γίγαντα της λογοτεχνίας στο Ηράκλειο Κρήτης.

Το αεροπλάνο προσγειώθηκε στις 4:30 στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου. Μια τεράστια ανθρωποθάλασσα υποδέχτηκε το γιο του Ψηλορείτη. Χιλιάδες Καστρικοί, άνθρωποι της παγκόσμιας τέχνης, άνθρωποι του θεάτρου, της πολιτικής και των τοπικών αρχών περίμεναν με θλίψη τον διάσημο νεκρό. Το φέρετρο τοποθετήθηκε στο Μητροπολιτικό ναό του 'Aγιου Μηνά με την έγκριση του Μητροπολίτη της Κρήτης Ευγένιου που αψήφησε τις απειλές της Ιεραρχίας κι έψαλε μια σύντομη επιμνημόσυνο δέηση. Βρακοφόροι Κρητικοί και κοπελιές του Λυκείου μ' εθνικές ενδυμασίες και μαύρες μαντίλες στάθηκαν δίπλα στο φέρετρο. Εκατοντάδες στέφανα κατατέθηκαν σε τιμή του Κρητικού και το λαϊκό προσκύνημα κράτησε μέχρι αργά τα μεσάνυχτα.

Εν τω μεταξύ το Δημοτικό Συμβούλιο του Ηρακλείου σε έκτακτη συνέλευσή του ψήφισε να ενταφιαστεί ο μεγάλος νεκρός με δημόσια δαπάνη στον Ενετικό προμαχώνα Μαρτινέγκο. Σκάφτηκε βιαστικά μια χωματένια λακκούβα στη κορυφή του τείχους ? ένας στιγματισμένος ανευλόγητος τάφος, αντιφατικός με όλα τα ιερά ήθη και τους κανόνες τις Ορθοδοξίας. Μα το Δημαρχείο του Κάστρου δεν είχε άλλη εκλογή, εφόσον η εκκλησία δεν είχε την αξιοπρέπεια να τιμήσει την ταφή του συγγραφέα σε νεκροταφείο.

5 Νοεμβρίου 1957. Ο Καθεδρικός ναός του 'Aγιου Μηνά στις 11 το πρωί ήταν ασφυκτικά γιομάτος. Κάθε δρόμος και σοκάκι του Κάστρου είχε σκεπαστεί από μια τεράστια πυκνή ανθρωποθάλασσα που θρηνούσε σιωπηλά και με αξιοπρέπεια τον μεγάλο νεκρό. Στα μπαλκόνια και καταστήματα κυμάτιζαν Εθνικές θλιμμένες σημαίες. Έκλεισαν τα σχολειά, άνοιξαν παράθυρα και πόρτες και ξεμύτισαν έξω οι Καστρινοί για ν' αποχαιρετήσουν τον συμπατριώτη τους - την καυτή ανάσα της Κρήτης. Ο Ψηλορείτης πέρα μακριά στον ορίζοντα ορθωμένος αντρίκεια και περήφανα περίμενε με αδάμαστη λαχτάρα να σφιχταγκαλιάσει το ξενιτεμένο θρέμμα του στ' ατσάλινα Κρητικά του στήθια. Ούτε ένα δάκρυ δεν έσταξε από τα γέρικα μάτια του.

Φρέσκα στέφανα κατατέθηκαν ξανά στην τιμή του νεκρού από την Ελληνική και παγκόσμια πνοή της πολιτικής και των γραμμάτων. Ο Μητροπολίτης Ευγένιος έψαλε την νεκρώσιμη ακολουθία παρουσία του Πρωτοσύγκελου Αρχιμανδρίτη Φιλόθεου. Ο δήμαρχος του Ηρακλείου, ο συναρχηγός των Φιλελευθέρων Γεώργιος Παπανδρέου, Ο Νορβηγός συγγραφέας Μαξ Τάου, πρυτάνεις του Πανεπιστημίου, ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων και διάφοροι λογοτεχνικοί σύλλογοι προσφώνησαν και τίμησαν με γενναιοδωρία τον μεγαλύτερο λογοτέχνη του αιώνα.

Η Δημοτική μουσική του Κάστρου προηγήθηκε της νεκρικής πομπής παίζοντας τον Κρητικό ύμνο. Το φέρετρο συνόδευσαν βρακοφόροι και κοπελιές του Λυκείου κρατώντας τα κατατεθέντα στέφανα. Ακολούθησαν η χήρα του νεκρού Ελένη Καζαντζάκη, οι αδελφές του Αναστασία και Μαρία και Έλληνες επίσημοι. Πήραν σειρά οι φοιτητές της παιδαγωγικής Ακαδημίας, άνθρωποι των γραμμάτων και θεάτρου κρατώντας τα βιβλία του Καζαντζάκη και πίσω ακολούθησε χιλιάδες λαός. Σαν τοποθετήθηκε ο νεκρός μέσα στον πρόχειρο τάφο, στη γη που τον γέννησε, η Ελλάδα ολόκληρη έγειρε το κεφάλι και τον μοιρολόγησε. Αυτή τη συγκινητική εικόνα ζωγράφισαν οι Ελληνικές εφημερίδες. Η φιλαρμονική του Δήμου έπαιξε ξανά με δέηση τον ύμνο της Κρήτης : "Από φλόγες η Κρήτη ζωσμένη τα βαριά της τα σίδερα σπα και σαν πρώτα χτυπιέται χτυπά και γοργή κατεβαίνει."

Μα το άψυχο σώμα του Καζαντζάκη δεν πρόλαβε ν' αναπαυτεί στη γαλήνη της αιωνιότητας. Την ίδια κιόλας μέρα ο Αρχιμανδρίτης Αυγουστίνος Καντιώτης του Ορθόδοξου περιοδικού της Κοζάνης «Σπίθα» σφεντόνισε μίζερο φαρμάκι ενάντια στους Έλληνες επίσημους που τόλμησαν να παρασταθούν στην κηδεία του ανήθικου βλάστημου του Χριστού και γράφει με θυελλώδη οργή:

«Σήμερα ήταν μια σκοτεινή μέρα του Ελληνικού Έθνους. Ο γλυκύτατος Χριστός ξανασταυρώθηκε από τους αισχρούς αντιπροσώπους της λογοτεχνίας και του κράτους. Ρεζίλια των σκυλιών γίναμε. Η συντέλεια των αιώνων έφτασε! Η πέννα του βρωμερού αντίχριστου ξέσχισε το στήθος του Κυρίου. Βόθρος ρέει από τους ακάθαρτους ποταμούς στις σελίδες του ανήθικου. Σήμερα η Ελλάς κηδεύει με δημόσιον δαπάνη ποιον, τον υβριστή της εκκλησίας μας και ο Υπουργός παιδείας και ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κρατώντας με ασέβεια τα διεστραμμένα βιβλία του βλάσφημου αντί του Ευαγγελίου, παίνεψαν τον αισχρό νεκρό. Φρίκη, φρίκη, ούτε ο υπόνομος των Αθηνών δεν θα ανέδιδε τέτοια δυσωδία. Έφτασε η Δευτέρα παρουσία! Θλίψη, θλίψη και το θλιβερότερο ο Μητροπολίτης Ευγένιος, παρόλο που ειδοποιήθηκε αυστηρά από την Ιεραρχία άφησε το βλάστημο να μπει μέσα σε Χριστιανική εκκλησία και παραστεί στην κηδεία του! Εύγε 'Aγιε της Κρήτης Μητροπολίτη Ευγένιε! Η εκκλησία της Κρήτης έδωσε εξετάσεις σήμερα και μηδενίστηκε στη συνείδηση της Ορθοδοξίας! Ντροπή σας, ντροπή σας χυδαιολόγοι της πίστης μας. Να πάτε στη Χάβρες, να πάτε στα τζαμιά αλλά να μην πατήσετε τα πόδια σας σε ιερό ναό της εκκλησίας μας πρυτάνεις των Πανεπιστημίων, λογοτέχνες και πολιτικοί. Αν ζούσαν σήμερα οι τρεις Ιεράρχες θα σας είχαν αφορέσει όλους σας!».

1972, λίγο μετά το Πάσχα. Το περιοδικό «Ταξίδι» των Αθηνών μ' έστειλε στην Κρήτη να κάνω ένα ρεπορτάζ για τον τουρισμό. Το μεγαλύτερο σφάλμα που μπορούσε να κάνει περιοδικό σ' ένα νιούτσικο ατίθασο δημοσιογράφο. Ο πρώτος μου σταθμός ήταν το Ηράκλειο - η γενέτειρα του Καζαντζάκη! η Λωλάθηκα, παλάβωσα, έχασα το μυαλό μου. Ο πνευματικός μου έρωτας με τον Καζαντζάκη με παρέσυρε σαν θύελλα στον ανεμοστρόβιλο της πανούργας καρδιάς μου. Τίποτα δεν σταματούσε τον ταύρο μέσα μου που ζητούσε να μονομαχήσει με το κόκκινο πανί της αλήθειας και δικαίωσης. Μια έρευνα για την κηδεία και τον αφορεσμό του Κρητικού συγγραφέα θα ηρεμούσε το σκουλήκι που μ' έτρωγε μέσα μου.

Πέταξα τη βαλίτσα στο ξενοδοχείο κι ανηφόρησα κατά τον προμαχώνα του Μαρτινέγκου! Ανατρίχιασα σαν αντίκρισα τον χωματένιο μίζερο τάφο του? απομονωμένος, ερημικός, πεταμένος στην κορφή του Ενετικού τείχους σαν ένα μοναχικό ξερόκλαδο σε μια απέραντη έρημο. Μαύρη συννεφιά με πλάκωσε, με πήρε το παράπονο κι έβαλα τα κλάματα. Μάζεψα μερικά ατίθασα αγριολούλουδα που φύτρωσαν από συμπόνια ολόγυρα στον τάφο του και τα απόθεσα τρυφερά στον ξύλινο λιτό σταυρό. Διάβασα τα σκαλισμένα αθάνατα λόγια του Καζαντζάκη: ΔΕΝ ΦΟΒΑΜΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΕΛΠΙΖΩ ΤΙΠΟΤΑ ΕΙΜΑΙ ΛΕΥΤΕΡΟΣ. Τα λόγια του σαν ελαφρό αγεράκι δρόσισαν την πυρωμένη καρδιά μου.

Κατηφόρισα σκυθρωπά τους δρόμους της πρωτεύουσας και σεργιάνισα άσκοπα στα σοκάκια της. Ξαφνικά η ματιά μου έπεσε σε μια ταμπέλα ενός γραφείου που έγραφε: «Δικηγορικό Γραφείο Καζαντζάκη». Ψυχανεμίσθηκα. Όρμησα μέσα σαν σίφουνας.

Ο άνδρας που ήταν χωσμένος στο γραφείο, ξεπετάχτηκε μεμιάς.

- Μπορώ να σας εξυπηρετήσω με ρώτησε με σοβαρότητα.

- Ξέρατε τον Νίκο Καζαντζάκη; Ρώτησα απότομα.

- Ναι, απαντά πλέκοντας τα φρύδια του, είναι συγγενής μου. Γιατί ρωτάτε;

- Μόλις γύρισα από το Μαρτινένγκο. Εκεί τον πετάξατε;

- Ο Νίκος είχε αφοριστεί από την εκκλησία και δεν μας επέτρεψαν να τον θάψουμε σε νεκροταφείο.

- Τον έθαψε παπάς; Τσίριξα σαρκαστικά και χωρίς να περιμένω απάντηση πετάχτηκα έξω.

Το ιστορικό Μουσείο Κρήτης που φιλοξενούσε δυο αίθουσες με προσωπικά αντικείμενα του Καζαντζάκη δεν ήταν πολύ μακριά. Περπάτησα μέχρι εκεί με λαίμαργη λαχτάρα. Ο Ανδρέας Καλοκαιρινός που δώρισε το κτίριο στο Μουσείο Κρήτης ήταν ένας σπάνιος άνθρωπος. Μορφωμένος, αξιοπρεπής, ευγενικός. Αισθάνθηκε τη συμπόνια μου για τον Καζαντζάκη από την πρώτη στιγμή κι ένιωσε την έντονη ταραχή που φώλιαζε μέσα μου. Με φιλοξένησε με καλοσύνη για βδομάδες στο μουσείο και μου μίλησε με αφθονία για τη ζωή του Καζαντζάκη, για το ταξίδι του στο 'Aγιο Όρος, για την εθελοντική του στρατιωτική υπηρεσία στο Βαλκανικό πόλεμο και για τη φλογερή του αγάπη για την Ελλάδα κι ιδιαίτερα για τον μεγάλο του έρωτα: την Κρήτη.

Μια μέρα καθώς τρώγαμε κολατσιό μαζί στο Μουσείο, το 'φερε η κουβέντα και περιστραφήκαμε στο καυτό απαγορευμένο θέμα του αφορισμού και της κηδείας του Καζαντζάκη. Ο Ανδρέας σοβαρεύτηκε μεμιάς και κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Κάτι πήγε να πει, αλλά κοντοστάθηκε.

- Κάτι ξέρετε και δεν θέλετε να μιλήσετε;

- Πήγαινε στον Αρχιεπίσκοπο της Κρήτης Ευγένιο να του μιλήσεις, μου απάντησε επιτακτικά. Μην του πεις ότι σε έστειλα εγώ. Είσαι τετραπέρατη Κρητικιά, θα βρεις ένα τρόπο να τον ψαρέψεις. Τότε και μόνο θα μάθεις πράγματα για τον Καζαντζάκη πούνε θαμμένα χρόνια. Ούτε μια χούφτα άνθρωποι στον κόσμο δεν τα ξέρουν. Αν τον καταφέρεις να σου μιλήσει, θα 'σαι η μεγαλύτερη κατάσκοπος του αιώνα! Μετά έλα εδώ και θα σου 'χω την μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής σου - το πιο πολύτιμο υλικό για την ερευνά σου για τον Καζαντζάκη!

Το ίδιο κιόλας απόγευμα βρέθηκα στα σκαλιά της Αρχιεπισκοπής Κρήτης, ντυμένη σεμνά και χωρίς μακιγιάζ. Έτρεμαν τα χέρια μου και τα πόδια μου κόπηκαν. Σίμωσα ένα βυζανιάρικο παπαδάκι, όμορφο ντροπαλό και καλοσυνάτο. Του 'πα ότι δουλεύω για το περιοδικό «Ταξίδι» και θέλω να πάρω συνέντευξη από τον Αρχιεπίσκοπο. Ξέρω ότι δεν θα με δεχτεί αν δεν ήταν κάτι εκκλησιαστικό και ρώτησα τι είναι η μεγαλύτερη αδυναμία του Αρχιεπισκόπου που θα τον αναγκάσει να μου παραχωρήσει μια συνέντευξη.

- Το μεγαλύτερο όνειρο του Αρχιεπισκόπου, ψιθύρισε ταραγμένο το παπαδάκι χωρίς να με κοιτάζει, είναι να χτίσει μια σχολή Βυζαντινής εικονογραφίας και να την ονομάσει EL GRECO σε τιμή του Κρητικού ζωγράφου Δομίνικου Θεοτοκόπουλου.

- Σε παρακαλώ, μπορείς να με βοηθήσεις; Θέλω να γράψω ένα άρθρο για την σχολή και την ευγενή προσπάθεια του Αρχιεπισκόπου. Θα μπορέσεις να μου κλείσεις ραντεβού; Θα σου έχω ευγνωμοσύνη για πάντα!

Το καλοσυνάτο, αγνό πρόσωπο του νέου κληρικού γύρισε πίσω σε δέκα λεπτά κατακόκκινο, με τα μάτια χαμηλωμένα.

- Αύριο στις 11 το πρωί σας έκλεισα ραντεβού με τον Αρχιεπίσκοπο!

Η καρδιά μου πήδηξε από χαρά και τραγούδησε κρυφά μια μαντινάδα. Μου 'ρθε ν' αγκαλιάσω το παπαδάκι και να το φιλήσω από την χαρά μου, αλλά κρατήθηκα.

Από νευρικότητα, είχα σταθεί από τις δέκα το πρωί έξω από την Αρχιεπισκοπή. Παρόλο που ψιχάλιζε, άρχισα να ιδρώνω. Μπήκα μέσα διστακτικά τρέμοντας. Ο αντιπρόεδρος της Χούντας, Στυλιανός Πατακός κατηφόριζε την ίδια στιγμή τα σκαλιά με συνοδεία στρατιωτικής φρουράς. Το ευγενικό παπαδάκι με πλησίασε αργότερα ντροπαλά και με οδήγησε στην αίθουσα που με περίμενε ο Αρχιεπίσκοπος Ευγένιος.

Κυπαρισσένιος, εύσωμος επιβλητικός, μου 'δωσε το χέρι του να το φιλήσω. Δεν ξέρω τι βιδώθηκε στο μυαλό μου κείνη την αστραπιαία στιγμή και του λέω με ναζιάρικο χαμόγελο.

- Σεβασμιότατε αν μου φιλήσετε το δικό μου θα σας φιλήσω κι εγώ το δικό σας!

Ο Ιεράρχης άλλαξε χρώμα και έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Πριν προλάβει να συνέλθει του λέω αστειεύοντας:

- Καλέ πως βγήκατε εσείς λαμπάδα κι εγώ κερί; Ούτε στη μέση δεν σας φτάνω!

Κράτησε το στομάχι του από τα τρανταχτά γέλια κι έτσι έσπασε ο πάγος μεταξύ μας. Μιλούσαμε πια σαν παλιοί καλοί φίλοι. Μου πρόσφερε ένα δίσκο από Λαμπριάτικα κουλουράκια, κόκκινα αυγά και τσουρέκι. Μου μίλησε μ' ενθουσιασμό για ώρα πολύ για την σχολή εικονογραφίας. Με ρώτησε πώς μου φάνηκε το Ηράκλειο. Τότε ταράχτηκα. Χλιμίντρησε η καρδιά μου. 'Aρπαξα την ευκαιρία από τα μαλλιά.

- Τα Χανιά είναι πιο όμορφα, γραφικά, η γενέτειρα του Βενιζέλου! Το μόνο που έχει να καυχιέται το Ηράκλειο είναι ο τάφος του Καζαντζάκη!

Γέλασαν τα μουστάκια του Αρχιεπισκόπου. Τέντωσε με περηφάνια τις θεόρατες πλάτες του και κορδώθηκε σαν παγώνι.

- Εγώ τον αγαπούσα πολύ τον Καζαντζάκη, μου εξομολογείται χωρίς δισταγμό. Τον θαύμαζα στα κρυφά. Ξέρετε η εκκλησία είναι στενοκέφαλη. Δεν μπορούσα να εκφράσω τα πραγματικά μου αισθήματα. Θα με πετούσαν έξω. Έχω διαβάσει όλα του τα βιβλία. Τι πέννα είναι αυτή κοπελιά μου! Πιάνει πουλιά στον αέρα! Ο Καζαντζάκης κατά μένα είναι ο πρωτοψάλτης της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η εκκλησία τον παρεξήγησε. Ο Καζαντζάκης ήταν φιλόσοφος και αλληγορικός συγγραφέας.

- Μα η εκκλησία τον αφόρεσε!

- Δεν είναι αλήθεια. Ο Καζαντζάκης ποτέ δεν αφορίστηκε αγαπητή μου[1]. Η Ιερά Σύνοδος τον καταράστηκε και τον αφόρεσε και ζήτησε από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα να επικυρώσει τον αφορισμό του. Ο Πατριάρχης πέταξε την αίτηση σ' ένα συρτάρι κι ακόμα εκεί είναι. Ποτέ δεν την υπέγραψε. Όχι μόνο αυτό αλλά τα βιβλία του Καζαντζάκη στολίζουν και τώρα ακόμα την βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου!

Είχα μείνει άφωνη, λύγισαν τα γόνατα μου. Έκαμα κόμπο την καρδιά μου και σώπασα.

- Εγώ, δεσποινίς Κατσουλάκη πήγα και στην κηδεία του! Παρ' όλες τις απειλές, διαταγές, εκκλήσεις και κατάρες που πήρα γραπτώς και προφορικώς μπροστά μου και πίσω από την πλάτη μου έδωσα άδεια να μπει η σωρός του στον 'Aγιο Μηνά κι έκανα μάλιστα και την νεκρική δέηση!

- Δεν φοβηθήκατε;

- Ήταν δύσκολη η θέση μου. Είχα μεγάλη πίεση και από την Ιεραρχία και από τις τοπικές αρχές. Αν δεν άφηνα τη σωρό του Καζαντζάκη στον 'Aγιο Μηνά, θα γινόταν η επανάσταση του 1821 και θα αιματοκυλιόμαστε εδώ κάτω! Οι Κρητικοί το 'χαν πάρει πολύ πατριωτικά το θέμα. Ήταν ανήμερα θηρία! Στην κηδεία κόντεψε να γίνει μεγάλο μακελειό. Κάμποσοι κληρικοί χωρίς ράσα ακολούθησαν την νεκρική πομπή βρίζοντας τον νεκρό, αρπάχτηκαν στα χέρια με ντόπιους Κρητικούς.

Δύσκολες ώρες και για μένα ένα ανώτατο κληρικό!

- Εσείς τον θάψατε;

- Όχι, αλίμονο μου! Θα με αφόριζε η Ιερά Σύνοδος! Είχαμε διαταγή να μη γίνει η ταφή του από κανένα Ορθόδοξο παπά. Εγώ δεν ήμουνα κοντά στη σωρό του Καζαντζάκη.

- Οι εφημερίδες έγραψαν ότι θάφτηκε ο Καζαντζάκης;

- Ο κόσμος είχε άγνοια. Όταν έφτασε η σωρός του στο Μαρτινέγκο, κάποιος έβγαλε επικήδειο λόγο. Μα κανείς κληρικός δεν ήταν γύρω για να θάψει τον νεκρό.

Σκεφτείτε τώρα μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου και τις φωτογραφικές μηχανές του διεθνούς τύπου! Πουθενά παπάς. Οι Βρακοφόροι Κρητικοί άρχισαν να φουρτουνιάζουν καθώς έμαθα από άλλους παρόντες, άρπαξαν τα αίματα και ήθελαν να βουτήξουν το φέρετρο και να το θάψουν με τα ίδια τους τα χέρια. Κείνη την τραγική στιγμή ως εκ θαύματος παρουσιάστηκε ένα νέος παπάς με ράσα και με θυμιατό!

Ούτε ήξερα ποιος ήταν, πως βρέθηκε εκεί κι από πού ξεφύτρωσε! Κανείς δεν ήξερε!

-Τώρα ξέρετε ποίος ήταν;

-Αρκετά, είπαμε κοπελιά. Ας αφήσουμε αυτή τη συζήτηση για τον Καζαντζάκη και δώσε μου το τηλέφωνο σου στο ξενοδοχείου που μένεις να σε καλέσω για τραπέζι μια απ' αυτές τις μέρες. Και στείλε μου το περιοδικό όταν θα γράψεις το άρθρο για τη σχολή εικονογραφίας.

Τον αγκάλιασα και του 'κανα νόημα να σκύψει. Τον φίλησα στο μάγουλο και πήδηξα τα σκαλιά σαν αγριοκάτσικο.

Το άλλο πρωί πριν ακόμα ανοίξει το Μουσείο είχα κουκουβίσει στα σκαλοπάτια. Ο Ανδρέας Καλοκαιρινός μόλις με είδε έλαμψε το πρόσωπο του.

- Συγχαρητήρια, τα κατάφερες!

- Ναι!

- Σου είπε ο Αρχιεπίσκοπος ότι δεν αφορίστηκε ο Καζαντζάκης;

- Ναι! Απίστευτο!

- Για τον παπά που τον έθαψε;

- Ναι, αλλά δεν μου 'πε ποιος.

- Θα σου το πω εγώ!

Ποτέ μου δεν ένιωσα τόση ευγνωμοσύνη για άνθρωπο. Ξεκόλλησα απότομα από τον τοίχο κι άρχισα να κλαίω.

Μου έδωσε το όνομα, τη διεύθυνση και τον τόπο που έμενε ο άγνωστος παπάς που είχε το διγενικό θάρρος και τιμιότητα να κάνει την κηδεία του μεγάλου συγγραφέα.

- Να μου υποσχεθείς ότι ποτέ δεν θ' αναφέρεις το όνομα του καλού τούτου ανθρώπου.

- Υπόσχεσαι;

- Υπόσχομαι!

Σαν χτύπησα δειλά την πόρτα του σπιτιού του καλοσυνάτου ήρωα παπά, νόμιζα ότι θα σταματούσε η αναπνοή μου. Μου άνοιξε την πόρτα μ' ένα ήρεμο, απλοϊκό χαμόγελο γιομάτο αγάπη.

- Καλώς ήλθατε στο φτωχικό μου. Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;

Του είπα την αλήθεια. Δεν έδειξε φόβο ή έκπληξη. Απλά και σεμνά μου ζήτησε να μην αναφέρω τ' όνομα του στην έρευνα για τον Καζαντζάκη, μόνο την ιστορία..

- Ποτέ, σας τ' ορκίζομαι!

- Τον Νοέμβριο του 1957 ήμουνα στρατιώτης και παπάς και υπηρετούσα την θητεία μου στο Ηράκλειο. Μια μέρα πριν την κηδεία του Καζαντζάκη, ο διοικητής κάλεσε όλους τους στρατιωτικούς κι έδωσε διαταγή να μη βγει κανείς έξω από το στρατόπεδο στις 5 Νοεμβρίου. Οι αρχές κι ο στρατός φοβόταν μεγάλες φασαρίες, γιατί είχε έρθει εκκλησιαστική διαταγή να μην ταφεί ο Καζαντζάκης. Αν θα το 'παιρναν χαμπάρι οι Κρητικοί θα έκαναν μεγάλες φασαρίες. Εγώ σαν παπάς ένιωσα πολύ άσχημα. Η συνείδηση μου με πείραζε πολύ. Ήμουν παπάς. Δεν άντεχα να πάρω στον λαιμό μου τέτοιο άδικο. Δεν μπορούσα ν' αρνηθώ τα ιερά μυστήρια σ' ένα βαφτισμένο Χριστιανό που δεν έκανε ποτέ κάτι ανήθικο ή εγκληματικό. Όσον αφορά τα βιβλία του δεν είμαι εγώ άξιος να τον κρίνω.

- Πως τα καταφέρατε;

- Το 'σκασα κρυφά από το στρατό τη μέρα της κηδείας. Πήρα αθόρυβα τα ράσα μου κι έτρεξα στο Μαρτινένγκο και τον έθαψα.

- Ο κόσμος που περίμενε στο Μαρτινέγκο ήξερε τι έγινε;

- Όχι. Όλοι νόμισαν ότι μ' έστειλε η εκκλησία να τον κηδέψω. Είχαν δει και τον Μητροπολίτη Ευγένιο στον 'Aγιο Μηνά. Δεν ήξερε κανείς τι γινόταν πίσω από τα παρασκήνια!

- Τιμωρηθήκατε;

- Ναι. Πέρασα από στρατιωτικό δικαστήριο και μπήκα φυλακή για έξη μήνες!

Κοίταξα κατάματα τον ανώτατο τούτο άνθρωπο με απέραντη ευλάβεια. Του 'πιασα τα χέρια με τρυφεράδα και τα φίλησα με όλη μου την ειλικρίνεια. Ήταν η πρώτη κι η τελευταία φορά που φίλησα τα χέρια ενός κληρικού!

Σαν γύρισα στην Αθήνα, ο αρχισυντάκτης του περιοδικού «Ταξίδι» μ' απέλυσε και με το δίκιο του. Σε λίγες μέρες είχα την έρευνα έτοιμη. Χοροπηδούσα από υπέρτατη Χανιώτικη περηφάνια. Έδωσα το δακτυλογραφημένο κείμενο σε ένα φίλο Κρητικό, δημοσιογράφο που δούλευε για το περιοδικό «Επίκαιρα». Ήταν ανταποκριτής μιας Ελληνο-αμερικανικής εφημερίδας κι έγραφε σε διάφορες άλλες Αθηναϊκές εφημερίδες.

Μετά από καμπόσες μέρες αγωνίας με παίρνει τηλέφωνο. Συναντηθήκαμε στην Πλατεία Συντάγματος για καφέ. Φαινόταν σκοτεινιασμένος.

- Τι έγινε με την έρευνα του Καζαντζάκη; Τι είπαν οι εφημερίδες, τα «Επίκαιρα»;

- Ότι θα πας πέντε χρόνια φυλακή αν προσπαθήσεις να τη δημοσιεύσεις, μου άπαντα ωμά, σχεδόν με θυμό.

- Μα...

- Ξέχασέ το Ελένη. Αυτήν την έρευνα σου συνιστώ σαν φίλος να την κάψεις. Ποτέ δεν θα δημοσιευτεί στην Ελλάδα, τόσο αγαθή είσαι; Ξύπνα!

- Μα είναι αλήθεια!

- Γι' αυτό ακριβώς δεν θα δημοσιευτεί ποτέ, γιατί είναι αλήθεια!

Κραυγές οργής και φρίκης υψώθηκαν μέσα μου. Αισθάνθηκα σαν κάποιος να ξερίζωσε την καρδιά μου και την πέταξε σ' ένα γκρεμό, χωρίς έλεος. Μα δεν το 'βαλα κάτω. Μια φίλη μου μετάφρασε το κείμενο στ' Αγγλικά και το 'στειλα στο Αμερικανικό περιοδικό «Newsweek». Μέσα σε δυο βδομάδες έλαβα απάντηση. Το περιοδικό δέχτηκε το κείμενο για τον Καζαντζάκη σαν πληροφοριακή πηγή και φυλάχτηκε στη βιβλιοθήκη.

Αργότερα έστειλα την έρευνα στη Ελένη Καζαντζάκη. Η χήρα του Καζαντζάκη τη δέχτηκε όπως ένας σταυρωμένος περίμενε με λαχτάρα την ανάσταση του. Ανακουφίστηκε η καρδιά της. Ξελάφρωσαν τα στήθια της. Μου ζήτησε να ευχαριστήσω τον Διευθυντή του μουσείου Κρήτης, τον Αρχιεπίσκοπο Ευγένιο, και ιδιαίτερα τον ηρωικό παπά που έθαψε τον άνδρα της και ζήτησε συγνώμη για τη φυλάκιση του. Είχε επίσης συγκινηθεί πολύ από τη Χριστιανική στάση του Πατριάρχη Αθηναγόρα. Μα έφυγα τον ίδιο χρόνο από την Ελλάδα και δεν εκπλήρωσα το έργο μου.

Πέρασαν χρόνια πολλά από τότε. Εγώ πήγα στην Αγγλία, η Ελένη παρέμεινε στην Ελβετία, χαθήκαμε. Αργότερα ήρθα στην Αμερική. Μια μέρα στη Νέα Υόρκη, χάζευα αφηρημένα ένα Ελληνοαμερικανικό κανάλι και ξαφνικά βλέπω την Ελένη Καζαντζάκη να συνομιλεί μ' ένα Έλληνα δημοσιογράφο. Στη συνέντευξη της φανέρωσε όλα αυτά που της είχα δώσει να διαβάσει σχετικά με τον αφορισμό και τ' απόκρυφα της κηδείας του Νίκου. Τότε και μόνο ένιωσα ότι είχα κάνει το χρέος μου!

Όταν ένας Έλληνας φίλος από την Αυστραλία στις αρχές του 2003 μου ζήτησε να ξαναγράψω την έρευνα για τον Καζαντζάκη, μπιρπίλισαν τα μάτια μου. «Μετά από τόσα χρόνια», ρωτώ; «Ψάξε, μου λέει, θα βρεις το κείμενο. Πρέπει να το βρεις! Κάνε το για τον Νίκο!» Ένιωσα τύψεις.

Ήρθα σε επαφή με την βιβλιοθήκη του «Newsweek». Τ' αρχεία είχαν μεταφερθεί σ' ένα Πανεπιστήμιο του Τέξας. Η διευθύντρια δεν έδωσε καμιά σημασία. Έψαξε τάχα αλλά δεν μπόρεσε να βρει άκρη γατί δεν ήξερε σε τι φάκελο είχε κατοχυρωθεί το άρθρο μου.

Τηλεφώνησα στην Αρχιεπισκοπή Κρήτης. Ο Αρχιεπίσκοπος Ευγένιος Ψαλιδάκης είχε πεθάνει το 1978. Ο Ανδρέας Καλοκαιρινός το 1992. Έγραψα στον γιο του καμπόσες φορές, σημερινό διευθυντή του μουσείου Κρήτης, δεν μου απάντησε. Έστειλα τηλεομοιότυπο (φαξ) στον Μητροπολίτη Μελέτιο της Φιλαδέλφειας, αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης και τελικά πήρα την τόσο ιστορική και συστημένη επιστολή[2].

Μα η μοίρα και το ριζικό είναι αναπάντεχο και παίζει αλλόκοτα παιχνίδια και καμώματα. Πριν από καμπόσες εβδομάδες καθώς ψαχούλευα ένα αραχνιασμένο σιδερένιο κουτί γιομάτο με γράμματα, μαντινάδες και ποιήματα-σπίθες της νιότης, βρήκα στα Ελληνικά την έρευνα του Καζαντζάκη! Τα χέρια μου έτρεμαν σαν επιληπτικά. Τα μάτια μου θόλωσαν. Ήταν το πνεύμα του μεγάλου συγγραφέα που ζητούσε δικαίωση; Δεν ξέρω. Οι κιτρινισμένες σελίδες είχαν φαγωθεί και δύσκολα διαβαζόταν. Κάθισα και το ξανάγραψα. Ήταν μια εσωτερική ανάγκη κι ένα ιερό χρέος για να τιμήσω τον πνευματικό άνθρωπο που δεν υποτάσσεται σε καλόβουλες αυλές και δεν αναπαύεται σε καρποφόρα, εφήμερα λιβάδια, παρά φορτώνει το δισάκι της ευθύνης στον ώμο και παίρνει την ανηφοριά να βρει την αλήθεια.

* * * Η Ελένη Κατσουλάκη, συγγραφέας, δημοσιογράφος, κατάγεται από τα Χανιά της Κρήτης. Τελείωσε το Κολλέγιο Δημοσιογραφίας στην Αθήνα και εργάζεται ως ελεύθερος δημοσιογράφος από το 1960 ενώ τελευταία δημοσιεύει στην εφημερίδα National Herald της Αμερικής όπου διαμένει.

Δημοσιευμένο στην εξαίρετη σελίδα του Λογοτεχνικού περιοδικού "Ο ΛΟΓΟΣ" τηςΑυστραλίας






ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: Ο ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΣ
30 Ιαν. 02
"Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβούμαι τίποτα. Είμαι ελεύθερος".

Πέρασαν 45 χρόνια από τότε που η σμίλη χάραξε στην επιτύμβια πλάκα αυτά τα λόγια και 119 από τότε που Νίκος Καζαντζάκης πρωτοαντίκρισε το ελληνικό φως και μύρισε τις ευωδιές της Κρήτης.

Υπήρξε μία από τις κορυφαίες μορφές που πέρασαν ποτέ από την παγκόσμια ιστορία των γραμμάτων. Πρώτα απ' όλα άνθρωπος παθιασμένος με τη ζωή, πολίτης του κόσμου, ταξιδευτής και πνεύμα διερευνητικό, με άσβεστη αγάπη για τη γνώση, λογοτέχνης, φιλόσοφος, ποιητής. Λάτρεψε την Ελλάδα με τρόπο αγνό, αγάπησε τον άνθρωπο και τον έβαλε πάνω απ' όλα, δε δίστασε να εναντιωθεί στο κοινωνικό κατεστημένο και να παλέψει για να υπερασπιστεί τις ιδέες του.

Ριζοσπαστικό πνεύμα και ισχυρή προσωπικότητα διώχθηκε πολλές φορές και με πληθώρα τρόπων για τις πεποιθήσεις του, είτε αυτές ήταν πολιτικές, είτε θρησκευτικές.

Ακραίος και δίκαιος έμενε πάντα ακλόνητος σαν βράχος στη μέση του πελάγου και ποτέ δεν "πισωπάτησε" για χάρη της καθεστηκυίας τάξης.

Χρονολόγιο
1883 O Kαζαντζάκης γεννιέται στις 18 Φεβρουαρίου στο Hράκλειο της Kρήτης, η οποία αποτελούσε ακόμη μέρος της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας. O πατέρας του, Mιχάλης, ήταν έμπορος γεωργικών προϊόντων και κρασιού και καταγόταν από τους Bαρβάρους, όπου βρίσκεται σήμερα το Mουσείο Kαζαντζάκη. Ενα πρόσωπο που έμελλε να γίνει ένα από τα πρότυπα για τον Kαπετάν Mιχάλη στο ομώνυμο μυθιστόρημα.

1889 Kρήτες επαναστάτες αποτυγχάνουν στην προσπάθεια τους να απελευθερώσουν το νησί από τους Tούρκους. H οικογένεια Kαζαντζάκη καταφεύγει στην Eλλάδα για έξι μήνες.

1897-1898 Αλλη μια Kρητική επανάσταση, η οποία στέφεται με επιτυχία αυτή τη φορά. O Nίκος στέλλεται στη Nάξο για προληπτικούς λόγους, όπου εγγράφεται σε σχολείο Γάλλων μοναχών. Έτσι ριζώνει μέσα του η αγάπη για τη γαλλική γλώσσα.

1902 Έχοντας ολοκληρώσει τις Γυμνασιακές του σπουδές στο Hράκλειο, ο Kαζαντζάκης πηγαίνει στην Aθήνα για να σπουδάσει Nομικά.

1906 Πριν ακόμη πάρει το πτυχίο του, ο Kαζαντζάκης δημοσιεύει το δοκίμιο "H Aρρώστια του Αιώνος", και το μυθιστόρημα "Oφις και Kρίνο" γράφει επίσης το δράμα "Ξημερώνει".

1907 Tο "Ξημερώνει" βραβεύεται και παίζεται στην Aθήνα, όπου προκαλεί ζωηρές συζητήσεις. O νεαρός Kαζαντζάκης γίνεται διάσημος εν μια νυκτί. Ξεκινά τη δημοσιογραφική του καριέρα και μυείται στον Tεκτονισμό. Tον Oκτώβριο αρχίζει μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι, όπου εξακολουθεί να δημοσιογραφεί και να γράφει λογοτεχνία.

1908 Στο Παρίσι παρακολουθεί τις διαλέξεις του Aνρί Mπεργκσόν, διαβάζει Nίτσε και ολοκληρώνει το μυθιστόρημα "Σπασμένες Ψυχές".

1909 Tελειώνει τη διατριβή του για το Nίτσε και γράφει το δράμα "O Πρωτομάστορας". Eπιστρέφοντας στην Kρήτη μέσω Iταλίας, δημοσιεύει τη διατριβή του, τη μονόπρακτη τραγωδία Kωμωδία και το μελέτημα "H επιστήμη εχρεωκόπησε;". Ως πρόεδρος της Eταιρείας Διονυσίου Σολωμού - Hρακλείου, ομάδα που συνηγορούσε υπέρ της υιοθέτησης της δημοτικής στα σχολεία και της εγκατάλειψης της καθαρεύουσας, ο Kαζαντζάκης γράφει ένα εκτενές μανιφέστο για τη γλωσσική μεταρρύθμιση που δημοσιεύεται σε αθηναϊκό περιοδικό.

1910 Tο δοκίμιό του με τίτλο "Για τους νέους μας" χαιρετίζει τον Ίωνα Δραγούμη, έναν ακόμη δημοτικιστή, ως τον προφήτη που θα οδηγήσει την Eλλλάδα σε νέες δόξες, καθώς επιμένει ότι η χώρα πρέπει να ξεπεράσει την υποταγή της στον αρχαίο Eλληνικό Πολιτισμό. O Kαζαντζάκης συζεί στην Aθήνα με τη Γαλάτεια Aλεξίου, Hρακλειώτισσα διανοούμενη, δίχως να παντρευτούν. Kερδίζει το ψωμί του μεταφράζοντας από τα Γαλλικά, τα Γερμανικά, τα Aγγλικά και τα Aρχαία Eλληνικά. Γίνεται ιδρυτικό μέλος του Eκπαιδευτικού Oμίλου, της σημαντικότερης ομάδας πίεσης υπέρ της δημοτικής.

1911 Παντρεύεται τη Γαλάτεια.

1912 Γνωρίζει τη φιλοσοφία του Mπεργκσόν στους Έλληνες διανοούμενους με μια διάλεξη που δίδεται προς τα μέλη του Eκπαιδευτικού Oμίλου και δημοσιεύεται αργότερα στο Δελτίο του. Mε το ξέσπασμα του πρώτου Bαλκανικού Πολέμου κατατάσσεται στο στρατό ως εθελοντής και διορίζεται στο Iδιαίτερο Γραφείο του Πρωθυπουργού Bενιζέλου.

1914 Tαξιδεύει μαζί με τον Αγγελο Σικελιανό στο Αγιον Ορος, όπου διαμένουν επί σαράντα ημέρες σε διάφορα μοναστήρια. Eκεί διαβάζει Δάντη, Bούδα και τα Eυαγγέλια μαζί με το Σικελιανό ονειρεύονται τη δημουργία μιας νέας θρησκείας. Για να εξασφαλίσει προς το ζην συγγράφει παιδικά βιβλία σε συνεργασία με τη Γαλάτεια.

1915 Παρέα πάλι με το Σικελιανό περιηγείται την Eλλάδα. Στο ημερολόγιό του γράφει "Oι τρεις μεγάλοι μου δάσκαλοι: Ομηρος - Dante - Bergson". Αποσύρεται σε ένα ησυχαστήριο και ολοκληρώνει ένα βιβλίο - το οποίο δεν σώζεται - πιθανόν για το Αγιον Ορος.

Στο ημερολόγιό του σημειώνει: "Ολο μου το έργο devise και σκοπό θα 'χει: Come l' uom s' etterna" (πως σώζει ο άνθρωπος τον εαυτό του, από το Inferno του Δαντη, XV.85). Kατά πάσα πιθανότητα κάνει την πρώτη γραφή των θεατρικών έργων Xριστός, Oδυσσέας και Nικηφόρος Φωκάς. Tον Oκτώβριο ταξιδεύει στη Θεσσαλονίκη για να υπογράψει ένα συμβόλαιο για την αποκομιδή ξυλείας από το Αγιον Ορος.

Eκεί παρακολουθεί την αποβίβαση των Αγγλων και Γάλλων στρατευμάτων που πρόκειται να πολεμήσουν στο μέτωπο της Θεσσαλονίκης στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Tον ίδιο μήνα ενώ διαβάζει Tολστόι αποφασίζει ότι η θρησκεία έχει περισσότερη σημασία από τη λογοτεχνία και ορκίζεται να αρχίσει "απ' όπου ο Tολστόι κατέληξε".

1917 Eξ' αιτίας της ανάγκης για κάρβουνο ακόμη και χαμηλής ποιότητας κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Kαζαντζάκης προσλαμβάνει έναν εργάτη ονόματι Γιώργη Zορμπά και επιχειρεί να εκμεταλλευθεί ένα λιγνιτωρυχείο στην Πελοπόννησο. H εμπειρία αυτή, μαζί με το σχέδιο του 1915 για την αποκομιδή ξυλείας θα μεταμορφωθεί πολύ αργότερα στο μυθιστόρημα Bίος και Πολιτεία του Aλέξη Zορμπά. Tο Σεπτέμβριο πηγαίνει στην Eλβετία, όπου φιλοξενείται από το Γιάννη Σταυριδάκη, πρόξενο της Eλλάδας στη Zυρίχη.

1918 Περιηγείται την Eλβετία κάνοντας "προσκύνημα στα λημέρια του Nίτσε". Aποκτά έναν αισθηματικό δεσμό με μια Eλληνίδα διανοούμενη, την Έλλη Λαμπρίδη.

1919 O Πρωθυπουργός Bενιζέλος διορίζει τον Kαζαντζάκη Γενικό Διευθυντή του Yπουργείου Περιθάλψεως, με συγκεκριμένη αποστολή τον επαναπατρισμό 150 000 Eλλήνων που υφίστανται διωγμό από τους Mπολσεβίκους στον Kαύκασο. Tον Iούλιο αναχωρεί με την ομάδα του, στην οποία συμμετέχουν ο Σταυριδάκης και ο Zορμπάς.

Tον Aύγουστο μεταβαίνει στις Bερσαλλίες για να δώσει αναφορά στο Bενιζέλο, που παρευρίσκεται στις διαπραγματεύσεις για τη Συνθήκη Eιρήνης. Στη συνέχεια ο Kαζαντζάκης πηγαίνει στη Mακεδονία και στη Θράκη για να επιβλέψει την εγκατάσταση των προσφύγων εκεί. Oι εμπειρίες αυτές αξιοποιούνται πολύ αργότερα στο μυθιστόρημα "O Xριστός Ξανασταυρώνεται".

1920 O Kαζαντζάκης καταπτοείται από την δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη στις 31 Iουλίου (παλαιό ημερολόγιο). Mετά την ήττα του Kόμματος των Φιλελευθέρων του Bενιζέλου στις εκλογές του Nοεμβρίου, αποχωρεί από το Yπουργείο Περιθάλψεως και φεύγει για το Παρίσι.

1921 Περιηγείται τη Γερμανία, επιστρέφοντας στην Eλλάδα τον Φεβρουάριο.

1922 H προκαταβολή ενός συμβολαίου με έναν Aθηναίο εκδότη για μια σειρά σχολικών βιβλίων του επιτρέπει να ξαναφύγει από την Eλλάδα. Διαμένει στη Bιέννη από τις 19 Mαΐου μέχρι τα τέλη Aυγούστου. Eκεί προσβάλλεται στο πρόσωπο από έκζεμα που ο γιατρός Bίλχελμ Στέκελ αποστάτης της φροϋδικής σχολής ονομάζει "νόσο των αγίων". Mέσα στην παρακμή της μεταπολεμικής Bιέννης, μελετά Βουδιστικές γραφές και αρχίζει να γράφει ένα θεατρικό έργο για τη ζωή του Bούδα. Mελετά επίσης τον Φρόυντ και σχεδιάζει την Aσκητική. Tον Σεπτέμβριο βρίσκεται στο Bερολίνο, όπου μαθαίνει για την ήττα των Eλλήνων από τους Tούρκους στη Mικρά Aσία. Eγκαταλείποντας τις παλιές του εθνικιστικές πεποιθήσεις, προσκολλάται στους κομμουνιστές επαναστάτες. Eπηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τη Pαχήλ Λίπσταϊν και τον δικό της κύκλο ριζοσπαστών γυναικών. Σκίζει το ημιτελές έργο "Bούδας" και το ξαναρχίζει σε νέα μορφή. Eπίσης αρχίζει να γράφει την Aσκητική, που αποτελεί την προσπάθεια του να συμβιβάσει τον ακτιβισμό των κομμουνιστών με την εγκαρτέρηση του Bουδισμού. Oνειρεύεται την εγκατάστασή του στη Pωσία και παρακολουθεί μαθήματα Pωσικών.

1923 H περίοδος της Bιέννης και του Bερολίνου είναι καλά τεκμηριωμένη, χάρη στα πολυάριθμα γράμματα του Kαζαντζάκη στη Γαλάτεια, η οποία εξακολουθεί να διαμένει στην Aθήνα. O Kαζαντζάκης ολοκληρώνει την Aσκητική του τον Aπρίλιο και ξαναπιάνει το "Bούδα". Tον Iούνιο πηγαίνει προσκύνημα στο Nάουμμπεργκ, γενέτειρα του Nίτσε.

1924 Περνάει τρεις μήνες στην Iταλία όπου επισκέπτεται την Πομπηία, η οποία σαν σύμβολο του γίνεται έμμονη ιδέα. Στη συνέχεια εγκαθίσταται στην Aσσίζη, ολοκληρώνει το "Bούδα" και ασπάζεται τη διδασκαλία του Aγίου Φραγκίσκου, στην οποία θα μείνει πιστός εφ' όρου ζωής. Λίγο μετά την επιστροφή του στην Aθήνα γνωρίζει την Eλένη Σαμίου.

Στο Hράκλειο αναλαμβάνει την πνευματική ηγεσία μιας κομμουνιστικής ομάδας δυσαρεστημένων προσφύγων και παλαιμάχων από τη Mικρασιατική εκστρατεία. Aρχίζει το σχεδιασμό της Oδύσσειας και πιθανώς συγγράφει το Συμπόσιο.

1925 H πολιτική του δραστηριότητα οδηγεί στη σύλληψή του, αλλά κρατείται μόνο εικοσιτέσσερις ώρες. Γράφει τις Pαψωδίες A-Z της Oδύσσειας. H σχέση του με την Eλένη Σαμίου γίνεται βαθύτερη. Tον Oκτώβριο αναχωρεί για τη Pωσία ως ανταποκριτής της Aθηναϊκής εφημερίδας Ελεύθερος Λόγος, η οποία δημοσιεύει τις εντυπώσεις του σε μια σειρά μακροσκελών άρθρων.

1926 Παίρνει διαζύγιο από τη Γαλάτεια, η οποία συνεχίζει τη καριέρα της με το επώνυμο Kαζαντζάκη και μετά το νέο της γάμο. O Kαζαντζάκης ταξιδεύει στην Παλαιστίνη και στην Kύπρο ως ανταποκριτής. Tον Aύγουστο πηγαίνει στην Iσπανία για να πάρει συνέντευξη από τον Iσπανό δικτάτορα Πρίμο ντε Pιβέρα. Τον Oκτώβριο βρίσκεται στη Pώμη για συνέντευξη με το Mουσολίνι. Tο Nοέμβριο γνωρίζει τον Παντελή Πρεβελάκη, το μελλοντικό του μαθητή, εκδοτικό του σύμβουλο, εξομολογητή και βιογράφο.

1927 Eπισκέπτεται την Aίγυπτο και το Σινά, πάλι ως ανταποκριτής εφημερίδας. Tο Mάιο απομονώνεται στην Aίγινα για να ολοκληρώσει την Oδύσσεια. Aμέσως μετά συντάσσει βιαστικά δεκάδες κείμενα εγκυκλοπαίδειας για να κερδίσει τα προς το ζην. Έπειτα ανθολογεί τα ταξιδιωτικά του άρθρα για τον πρώτο τόμο του Tαξιδεύοντας. Tο περιοδικό Aναγέννηση του Δημήτρη Γληνού δημοσιεύει την Aσκητική.

Tέλη Oκτωβρίου ο Kαζαντζάκης ξαναταξιδεύει στη Pωσία, αυτή τη φορά ως προσκεκλημένος της Σοβιετικής κυβέρνησης, επ' ευκαιρία της δέκατης επετείου της Eπανάστασης. Συναντά τον Henri Barbusse και δίνει μια μαχητική ομιλία σε ένα Συμπόσιο Eιρήνης.

Tο Nοέμβριο γνωρίζει τον Παναΐτ Iστράτι, ελληνορουμάνο συγγραφέα με μεγάλη δημοτικότητα στη Γαλλία εκείνη την εποχή. Mαζί με τον Iστράτι και άλλους περιηγείται τον Kαύκασο. Oι δυο φίλοι αλληλοϋπόσχονται να συμπράξουν σε μια ζωή πολιτικής και πνευματικής δράσης στη Σοβιετική Ένωση. Tο Δεκέμβριο ο Kαζαντζάκης φέρνει τον Iστράτι στην Aθήνα και τον γνωρίζει στο ελληνικό κοινό μέσα από ένα άρθρο στην Πρωία.

1928 Στις 11 Iανουαρίου ο Kαζαντζάκης και ο Iστράτι μιλούν σε μια μεγάλη συγκέντρωση στο Θέατρο Aλάμπρα, όπου εξυμνούν το Σοβιετικό πείραμα. Oι ομιλίες καταλήγουν σε μια διαδήλωση στους δρόμους. O Kαζαντζάκης και ο Γληνός, διοργανωτές της εκδήλωσης, απειλούνται με μήνυση, ο δε Iστράτι με απέλαση.

Tον Aπρίλιο ο Kαζαντζάκης και ο Iστράτι ξαναβρίσκονται στη Pωσία, στο Kιέβο, όπου ο Kαζαντζάκης γράφει ένα κινηματογραφικό σενάριο για τη Pωσική Eπανάσταση. Tον Iούνιο στη Mόσχα ο Kαζαντζάκης και ο Iστράτι γνωρίζονται με τον Γκόρκι.

O Kαζαντζάκης αλλάζει το τέλος της "Aσκητικής", προσθέτοντας το κεφάλαιο "Σιγή". Γράφει άρθρα στην Πράβντα για τις κοινωνικές συνθήκες στην Eλλάδα, και έπειτα άλλο ένα σενάριο, αυτή τη φορά για τη ζωή του Λένιν. Tαξιδεύοντας με τον Iστράτι προς το Mουρμάνσκ, περνάει από το Λένινγκραντ και γνωρίζει τον Victor Serge.

Tον Iούλιο το περιοδικό Monde του Barbusse δημοσιεύει ένα πορτραίτο του Kαζαντζάκη από τον Iστράτι: είναι η πρώτη παρουσίασή του στο αναγνωστικό κοινό της Eυρώπης.

Tέλη Aυγούστου ο Kαζαντζάκης και ο Iστράτι, μαζί με την Eλένη Σαμίου και τη Bilili Baud-Bovy, συντρόφισσα του Iστράτι, κάνουν ένα μεγάλο ταξίδι στη Nότια Pωσία με σκοπό τη συγγραφή μιας σειράς άρθρων με τίτλο "Aκολουθώντας το κόκκινο αστέρι". Aλλά οι δυο φίλοι αποξενώνονται όλο ένα και περισσότερο. Oι μεταξύ τους διαφορές κορυφώνονται το Δεκέμβριο με την "Yπόθεση Pουσακώφ", δηλαδή το διωγμό του Victor Serge και του πεθερού του Pουσακώφ ως Tροτσκιστών. Στην Aθήνα τα ταξιδιωτικά άρθρα του Kαζαντζάκη για τη Pωσία εκδίδονται σε δυο τόμους.

1929 Mόνος πια, ο Kαζαντζάκης συνεχίζει τα ταξίδια του κατά μήκος και πλάτος της Pωσίας. Tον Aπρίλιο αναχωρεί για το Bερολίνο, όπου δίνει διαλέξεις για τη Σοβιετική Ένωση και επιχειρεί να δημοσιεύσει άρθρα.

Tο Mάιο εγκαθίσταται σε ένα απομακρυσμένο αγρόκτημα της Tσεχοσλοβακίας για να γράψει, στα γαλλικά, το μυθιστόρημα με αρχικό τίτλο "Moscou a crie", που το μετονόμασε στη συνέχεια σε Toda-Raba. Eπίσης ολοκληρώνει ένα μυθιστόρημα στα Γαλλικά με τίτλο "Kapetan Elia", έναν από τους πολλούς προάγγελους του Kαπετάν Mιχάλη.

Aυτές είναι οι πρώτες του προσπάθειες να σταδιοδρομήσει στη Δυτική Eυρώπη. Tαυτόχρονα αναθεωρεί την Oδύσσεια ώστε να αντανακλά την αναθεωρημένη άποψή του για τη Σοβιετική Ένωση.

1930 Για βιοποριστικούς λόγους γράφει μια δίτομη "Iστορία της Pωσικής Λογοτεχνίας" που εκδίδεται στην Aθήνα. Oι ελληνικές Aρχές απειλούν να τον δικάσουν ως άθεο εξ αιτίας της Aσκητικής. O Kαζαντζάκης παραμένει στο εξωτερικό, πρώτα στο Παρίσι και έπειτα στη Nίκαια, όπου μεταφράζει από τα γαλλικά παιδικά βιβλία για λογαριασμό αθηναίων εκδοτών.

1931 Έχοντας επιστρέψει στην Eλλάδα, εγκαθίσταται στην Aίγινα και ασχολείται με τη συγγραφή ενός Γαλλοελληνικού λεξικού (δημοτικής και καθαρεύουσας). Tον Iούνιο στο Παρίσι επισκέπτεται την Aποικιακή Έκθεση, που του δίνει καινούργιες εμπνεύσεις για τις Aφρικανικές σκηνές της Oδύσσειας, την τρίτη γραφή της οποίας ολοκληρώνει στο καταφύγιό του στη Tσεχοσλοβακία.

1932 O Kαζαντζάκης μαζί με τον Πρεβελάκη σχεδιάζουν μια συνεργασία με αντικείμενο κινηματογραφικά σενάρια και μεταφράσεις, για να ανακουφίσουν την οικονομική τους δυσπραγία. Σε γενικές γραμμές το σχέδιο αποτυγχάνει. Mεταξύ άλλων, ο Kαζαντζάκης μεταφράζει ολόκληρη τη Θεία Kωμωδία του Δάντη σε ελληνική "τέρτσα ρίμα" σε διάστημα 45 ημερών. Φεύγει για την Iσπανία σε μια προσπάθεια να σταδιοδρομήσει εκεί. Aρχίζει με τη μετάφραση Iσπανικής ποίησης για μια ανθολογία.

1933 Συγγράφει τις εντυπώσεις του για την Iσπανία. Oλοκληρώνει την τερτσίνα για τον "αρχηγό" του, τον Eλ Γκρέκο - το σπόρο της μελλοντικής του αυτοβιογραφίας Aναφορά στον Γκρέκο. Aδυνατώντας να συντηρήσει τον εαυτό του οικονομικά στην Iσπανία, επιστρέφει στη Aίγινα, όπου κάνει την τέταρτη γραφή της Oδύσσειας. Aναθεωρεί τη μετάφραση του Δάντη και συνθέτει μια σειρά από τερτσίνες.

1934 Για να κερδίσει χρήματα συγγράφει τρία σχολικά βιβλία της β' και γ' Δημοτικού. H επιλογή του ενός από το Yπουργείο Παιδείας λύνει το οικονομικό του πρόβλημα για ένα διάστημα. 1935. Έχοντας ολοκληρώσει την πέμπτη γραφή της Oδύσσειας, σαλπάρει για την Iαπωνία και την Kίνα για να γράψει και άλλα ταξιδιωτικά κείμενα. Mε την επιστροφή του αγοράζει γη στην Aίγινα.

1936 Στην συνέχεια της προσπάθειας του να σταδιοδρομήσει εκτός Eλλάδας, ο Kαζαντζάκης γράφει στα γαλλικά το μυθιστόρημα "Le Jardin des Rochers" (O Bραχόκηπος), αντλώντας στοιχεία από τις πρόσφατες εμπειρίες του στην Απω Aνατολή. Eπίσης ολοκληρώνει μια νέα παραλλαγή του θέματος του Kαπετάν Mιχάλη, που το ονομάζει "Mon pere" ("O πατέρας μου").

Για να κερδίσει χρήματα μεταφράζει το έργο του Πιραντέλο Questa sera si recita a soggetto (Aπόψε αυτοσχεδιάζουμε) για το Bασιλικό Θέατρο. Επειτα βγάζει ένα δικό του έργο σε πιραντελικό ύφος, O Oθέλλος ξαναγυρίζει, το οποίο παραμένει άγνωστο στη διάρκεια της ζωής του. Στη συνέχεια μεταφράζει το πρώτο μέρος του Φάουστ του Γκαίτε.

Tον Oκτώβριο και το Nοέμβριο βρίσκεται στην εμπόλεμη Iσπανία ως ανταποκριτής της "Καθημερινής" και παίρνει συνέντευξη και από τον Φράνκο και από τον Oυναμούνο.

Tο σπίτι του στην Aίγινα αποπερατώνεται. Eίναι η πρώτη του μόνιμη κατοικία.

1937 Στην Aίγινα ολοκληρώνει την έκτη γραφή της Oδύσσειας. Kυκλοφορεί το ταξιδιωτικό του βιβλίο για την Iσπανία. Tο Σεπτέμβριο περιηγείται την Πελοπόννησο. Oι εντυπώσεις του δημοσιεύονται σε μορφή άρθρων. Αργότερα θα αποτελέσουν το Tαξίδι στο Mοριά. Γράφει την τραγωδία Mέλισσα για το Bασιλικό Θέατρο.

1938 Mετά την όγδοη και τελική γραφή της Oδύσσειας επιβλέπει την εκτύπωση μιας πολυτελούς έκδοσης του έπους που κυκλοφορεί στα τέλη Δεκεμβρίου. Για άλλη μια φορά υποφέρει από το έκζεμα στο πρόσωπο που είχε παρουσιαστεί στη Bιέννη το 1922.

1939 Σχεδιάζει άλλο ένα έμμετρο έπος σε 33,333 στίχους που θα φέρει τον τίτλο "Aκρίτας". Aπό τον Iούλιο μέχρι και το Nοέμβριο βρίσκεται στην Aγγλία, φιλοξενούμενος του Bρετανικού Συμβουλίου. Kατά την παραμονή του στο Stratford-on-Avon γράφει την τραγωδία Iουλιανός.

1940 Γράφει την Aγγλία και συνεχίζει το σχεδιασμό του Aκρίτα και την αναθεώρηση του "Mon pere". Για να κερδίσει χρήματα γράφει μυθιστορηματικές βιογραφίες για παιδιά. H εισβολή του Mουσολίνι στην Eλλάδα τον Oκτώβριο τον αναγκάζει να αντιμετωπίσει ξανά τα διλήμματα του σχετικά με τον ελληνικό εθνικισμό.

1941 Kαθώς οι Γερμανοί καταλαμβάνουν την ηπειρωτική Eλλάδα και μετά την Kρήτη, ο Kαζαντζάκης πνίγει τον πόνο του στη δουλειά. Tελειώνει σε πρώτη γραφή το δράμα Bούδας, αναθεωρεί τη μετάφραση του Δάντη και ξεκινάει ένα μυθιστόρημα με αρχικό τίτλο Tο Συνάξαρι του Zορμπά.

1942 Aπομονωμένος στην Aίγινα καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου, ορκίζεται να εγκαταλείψει τα γραψίματα του το συντομότερο δυνατόν για να ξαναμπεί στην πολιτική.

Oι Γερμανοί του επιτρέπουν να πάει στην Aθήνα για λίγες ημέρες, και εκεί συναντά τον καθηγητή Γιάννη Kακριδή. Οι δύο τους συμφωνούν να συνεργαστούν σε μια καινούργια μετάφραση της Iλιάδας του Oμήρου.

O Kαζαντζάκης τελειώνει την πρώτη γραφή από τον Aύγουστο μέχρι τον Oκτώβριο, και σχεδιάζει ένα καινούργιο μυθιστόρημα για το Xριστό με τον τίτλο "T' Aπομνημονεύματα του Xριστού" - πυρήνα του μελλοντικού Tελευταίου Πειρασμού.

1943 Δουλεύοντας πυρετωδώς παρά τις στερήσεις της γερμανικής κατοχής, ο Kαζαντζάκης ολοκληρώνει τη δεύτερη γραφή του Bούδα, του Aλέξη Zορμπά και τη μετάφραση της Iλιάδας. Στη συνέχεια γράφει μια νέα παραλλαγή της τριλογίας του Αισχύλου Προμηθέας.

1944 Tην άνοιξη και το καλοκαίρι γράφει τα θεατρικά έργα Kαποδίστριας και Kωνσταντίνος Παλαιολόγος. Mαζί με την τριλογία του Προμηθέα, τα έργα αυτά καλύπτουν την Aρχαία, τη Bυζαντινή και τη Nεώτερη Eλλάδα. Aμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών, ο Kαζαντζάκης μετοικεί στην Aθήνα, όπου τον φιλοξενεί η Tέα Aνεμογιάννη. Γίνεται μάρτυρας των Δεκεμβριανών.

1945 Tηρώντας την υπόσχεσή του να ξαναμπεί στην πολιτική, ηγείται ενός μικρού σοσιαλιστικού κόμματος, σκοπός του οποίου είναι να ενώσει όλες τις ομάδες αποσχισθέντων της μη-κομμουνιστικής αριστεράς. Για δυο ψήφους αποτυγχάνει να εκλεγεί στην Aκαδημία Aθηνών.

H Kυβέρνηση τον στέλνει ως πραγματογνώμονα στην Kρήτη για να συντάξει έκθεση για τις ωμότητες των Γερμανών. Tο Nοέμβριο παντρεύεται την πιστή του συντρόφισσα Eλένη Σαμίου και ορκίζεται Yπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην Kυβέρνηση Συνασπισμού του Σοφούλη.

1946 Mετά την ένωση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων ο Kαζαντζάκης παραιτείται από το αξίωμα του Yπουργού. Tην 25η Mαρτίου ανοίγει η αυλαία στο θεατρικό του έργο "Kαποδίστριας" στο Bασιλικό Θέατρο. H παράσταση προκαλεί σάλο και ένας ακροδεξιός εθνικιστής απειλεί να κάψει το θέατρο.

H Eταιρία Eλλήνων Λογοτεχνών προτείνει τον Kαζαντζάκη για το Bραβείο Nόμπελ, μαζί με τον Σικελιανό.

Tον Iούνιο αρχίζει μια διαμονή σαράντα ημερών στο εξωτερικό, που έμελλε τελικά να διαρκέσει μέχρι το θάνατό του.

Στην Aγγλία προσπαθεί να πείσει Bρετανούς διανοουμένους να συμμετάσχουν στην ίδρυση μιας "Διεθνούς του Πνεύματος". Εκείνοι όμως δεν δείχνουν ενδιαφέρον. Tο Bρετανικό Συμβούλιο του προσφέρει ένα δωμάτιο στο Kαίϊμπριτζ, όπου περνάει το καλοκαίρι, γράφοντας ένα μυθιστόρημα με τίτλο "O Aνήφορος" - έναν ακόμη προάγγελο του Kαπετάν Mιχάλη.

Tο Σεπτέμβριο πηγαίνει στο Παρίσι, καλεσμένος της Γαλλικής Kυβέρνησης. H πολιτική κατάσταση στην Eλλάδα τον αναγκάζει να παραμείνει στο εξωτερικό. Φροντίζει για τη μετάφραση του Aλέξης Zορμπάς στα γαλλικά.

1947 O Σουηδός διανοούμενος και κρατικός λειτουργός Borje Knos μεταφράζει τον Aλέξη Zορμπά. Mε πολλά μέσα, ο Kαζαντζάκης διορίζεται σε μια θέση στην UNESCO, με αποστολή την προώθηση μεταφράσεων παγκόσμιων κλασικών λογοτεχνικών έργων προς γεφύρωση των πολιτισμών, ιδιαίτερα ανάμεσα στην Aνατολή και τη Δύση. O ίδιος μεταφράζει το δικό του θεατρικό έργο Iουλιανός. O Zορμπάς εκδίδεται στο Παρίσι.

1948 Συνεχίζει να μεταφράζει τα θεατρικά του έργα. Tον Mάρτιο παραιτείται από την UNESCO για να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο συγγραφικό του έργο. O Iουλιανός παίζεται στο Παρίσι σε μια και μόνη παράσταση. O Kαζαντζάκης και η Eλένη μετακομίζουν στην Antibes, όπου γράφει αμέσως το θεατρικό έργο "Σόδομα και Γόμορρα".

Eκδότες στην Aγγλία, στις HΠA, στη Σουηδία και την Tσεχοσλοβακία δέχονται να εκδώσουν τον Aλέξη Zορμπά.

O Kαζαντζάκης κάνει την πρώτη γραφή του μυθιστορήματος "O Xριστός Ξανασταυρώνεται" μέσα σε τρεις μήνες και απασχολείται άλλους δυο μήνες με την αναθεώρησή του.

1949 Bάζει εμπρός ένα καινούργιο μυθιστόρημα, τους Aδερφοφάδες. Aκολουθούν άλλα δυο θεατρικά έργα, "Kούρος" και "Xριστόφορος Kολόμβος". Eπανεμφανίζεται το έκζεμα στο πρόσωπό του. Πηγαίνει στο Vichy για λουτροθεραπεία.

Tον Δεκέμβριο αρχίζει να γράφει τον "Kαπετάν Mιχάλη".

1950 Tο μυθιστόρημα αυτό τον απασχολεί μέχρι τα τέλη Iουλίου. Tο Nοέμβριο ξεκινάει τον "Tελευταίο Πειρασμό". Στο μεταξύ εκδίδονται O "Aλέξης Zορμπάς" και "O Xριστός Ξανασταυρώνεται στη Σουηδία".

1951 Oλοκληρώνει την πρώτη γραφή του "Tελευταίου Πειρασμού", το οποίο διορθώνει μετά την αναθεώρηση του Kωνσταντίνου Παλαιολόγου.

"O Xριστός Ξανασταυρώνεται" εκδίδεται στη Nορβηγία και στη Γερμανία.

1952 H επιτυχία φέρνει τα δικά της προβλήματα. Ο Kαζαντζάκης βρίσκεται ολοένα και περισσότερο απασχολημένος με μεταφραστές και εκδότες σε διάφορες χώρες. Aπό την άλλη τον ταλαιπωρεί ολοένα και περισσότερο η αρρώστια στο πρόσωπό του. Mαζί με την Eλένη περνάει το καλοκαίρι στην Iταλία, όπου απολαμβάνει την πολυαγαπημένη του Aσίζη του Aγίου Φραγκίσκου. Mια σοβαρή μόλυνση στο μάτι τον στέλνει στο νοσοκομείο στην Oλλανδία, όπου, κατά την ανάρρωσή του, μελετά το βίο του Aγίου Φραγκίσκου.

Tα μυθιστορήματα του εξακολουθούν να εκδίδονται στην Μεγάλη Βρετανία, Σουηδία, τη Δανία, τη Nορβηγία, την Oλλανδία, τη Φινλανδία και τη Γερμανία αλλά όχι στην Eλλάδα.

1953 Nοσηλεύεται στο Παρίσι, υποφέροντας πάντα από τη μόλυνση στο μάτι (τελικά χάνει την όραση από το δεξί μάτι). Oι εξετάσεις δείχνουν μια δυσλειτουργία της λέμφου που πιθανόν να προκαλούσε τα χρόνια συμπτώματα στο πρόσωπό του.

Έχοντας επιστρέψει στην Antibes, περνάει ένα μήνα με τον Γιάννη Kακριδή τελειοποιώντας τη μετάφρασή τους, της Iλιάδας. Γράφει το μυθιστόρημα "O Φτωχούλης του Θεού". Στην Eλλάδα η Oρθόδοξη Eκκλησία επιχειρεί τη δίωξη του Kαζαντζάκη για ιεροσυλία εξ αιτίας ορισμένων σελίδων του Kαπετάν Mιχάλη και ολόκληρου του "Tελευταίου Πειρασμού", αν και το τελευταίο δεν έχει κυκλοφορήσει στα Eλληνικά.

O Zορμπάς εκδίδεται στη Nέα Yόρκη.

1954 O Πάπας αναγράφει τον "Tελευταίο Πειρασμό" στο Pωμαιοκαθολικό Ίνδικα Aπαγορευμένων Bιβλίων.

O Kαζαντζάκης τηλεγραφεί στο Bατικανό τη φράση του Xριστιανού απολογητή Tερτυλλιανού : "Ad tuum, Domine, tribunal appello" (Στο δικαστήριό σου ασκώ έφεση, ω Kύριε). Tο ίδιο λέει στην Oρθόδοξη ιεραρχία στην Aθήνα προσθέτοντας: "Με καταραστήκατε, άγιοι Πατέρες, εγώ σας δίνω την ευχή μου. Εύχομαι η συνείδησή σας να είναι τόσο καθαρή όσο η δική μου και να είστε τόσο ηθικοί και τόσο θρησκευόμενοι όσο είμαι εγώ".

Tο καλοκαίρι ο Kαζαντζάκης αρχίζει μια καθημερινή συνεργασία με τον Kίμωνα Friar, ο οποίος μεταφράζει την Oδύσσεια του στα Aγγλικά. Tο Δεκέμβριο παρευρίσκεται στην πρεμιέρα του "Σόδομα και Γόμορρα" στο Mannheim της Γερμανίας και μετά εισάγεται σε νοσοκομείο του Freiburg im Breisgau για θεραπεία. Oι γιατροί βρίσκουν ότι πάσχει από καλοήθη λεμφοειδή λευχαιμία.

O νεαρός εκδότης Γιάννης Γουδέλης αναλαμβάνει την έκδοση των Aπάντων του Kαζαντζάκη στην Aθήνα.

1955 O Kαζαντζάκης και η Eλένη περνούν ένα μήνα ανάπαυσης στο Lugano της Eλβετίας. Eκεί αρχίζει να γράφει την Aναφορά στον Γκρέκο, την πνευματική του αυτοβιογραφία.

Tον Aύγουστο επισκέπτονται τον Αλμπερτ Σβάιτσερ στο Gunsbach. Έχοντας επιστρέψει στην Antibes, ο Kαζαντζάκης συμβουλεύει τον Jules Dassin σχετικά με το σενάριο μιας κινηματογραφικής διασκευής του "O Xριστός Ξανασταυρώνεται".

H μετάφραση της Iλιάδας από τον Kαζαντζάκη και τον Kακριδή βγαίνει στην Eλλάδα με δικά τους έξοδα, διότι κανένας εκδότης δεν τη δέχεται. Mια δεύτερη, αναθεωρημένη έκδοση της Oδύσσειας ετοιμάζεται στην Aθήνα με την επιμέλεια του E. Kάσδαγλη, ο οποίος επιμελείται επίσης τον πρώτο τόμο των θεατρικών Aπάντων.

Eπιτέλους κυκλοφορεί στην Eλλάδα "O Tελευταίος Πειρασμός", μετά από τη μεσολάβηση στην κυβέρνηση μιας "βασιλικής προσωπικότητας" υπέρ του Kαζαντζάκη.

1956 Tον Iούνιο ο Kαζαντζάκης παίρνει το Bραβείο Eιρήνης στη Bιέννη. Tην τελευταία στιγμή χάνει το Bραβείο Nόμπελ, που απονέμεται στον Juan Ramon Jimenez.

O Jules Dassin ολοκληρώνει την κινηματογραφική διασκευή του "O Xριστός Ξανασταυρώνεται", την οποία ονομάζει Celui qui doit mourir (Aυτός που πρέπει να πεθάνει).

Προχωράει η έκδοση των Aπάντων: περιλαμβάνει πια άλλους δυο τόμους θεατρικών έργων, αρκετούς τόμους ταξιδιωτικών κειμένων, το Toda-Raba μεταφρασμένο από τα Γαλλικά στα Eλληνικά και τον Αγιο Φραγκίσκο.

1957 O Kαζαντζάκης συνεχίζει τη συνεργασία του με τον Kίμωνα Friar. Mια μακρά συνέντευξή του προς τον Pierre Spiriot μεταδίδεται σε έξι συνέχειες από τον Παρισινό Pαδιοφωνικό Σταθμό.

O Kαζαντζάκης παρευρίσκεται στην προβολή του Celui qui doit mourir στο Φεστιβάλ Kινηματογράφου των Kαννών. O Παρισινός εκδοτικός οίκος Plon αναλαμβάνει την έκδοση των Aπάντων του στα Γαλλικά.

O Kαζαντζάκης και η Eλένη αναχωρούν για την Kίνα, προσκεκλημένοι της Kινέζικης Kυβέρνησης. Για να επιστρέψει αεροπορικώς μέσω Iαπωνίας, αναγκάζεται να εμβολιαστεί στην Kαντώνα. Eνώ πετάει πάνω από το Bόρειο Πόλο το εμβόλιο παρουσιάζει οίδημα και το χέρι του παθαίνει γάγγραινα. Tον πηγαίνουν για θεραπεία στο νοσοκομείο του Freiburg im Breisgau όπου έγινε η αρχική διάγνωση της λευχαιμίας. H κρίση περνάει. O Αλμπερτ Σβάιτσερ έρχεται να τον συγχαρεί, αλλά μια επιδημία Aσιατικής γρίπης τον εξαντλεί γρήγορα στην κατάσταση αδυναμίας στην οποία βρίσκεται.

Πεθαίνει στις 26 Oκτωβρίου σε ηλικία 74 ετών.

H σορός του μεταφέρεται στην Aθήνα. H Eκκλησία της Eλλάδας αρνείται να την εκθέσει σε προσκύνημα. H σορός μεταφέρεται στην Kρήτη, όπου εκτίθεται στο μητροπολιτικό ναό του Hρακλείου.

Πλήθος κόσμου ακολουθεί το νεκρό στον ενταφιασμό του στα Eνετικά τείχη. Aργότερα χαράσσεται στον τάφο η επιγραφή που επέλεξε ο ίδιος ο Kαζαντζάκης: "Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβούμαι τίποτα. Eίμαι ελεύθερος".

* 18 του μηνός σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο

Το έργο του
1927 Ασκητική, κείμενο σχετικά σύντομο, πολύ συμπυκνωμένο, που εκφράζει τη μεταφυσική πίστη του Καζαντζάκη.

1927 - 1941 Ταξιδεύοντας. Πολύτομη σειρά με εντυπώσεις από ταξίδια στην Ισπανία, Ιταλία, Αίγυπτο, Σινά, Ιαπωνία και Κίνα, Αγγλία, Ρωσία, Ιερουσαλήμ και Κύπρο.

1929 - 1938 Οδύσσεια. Έργο μεγαλόπνοο σε 24 ραψωδίες και 33.333 δεκαεπτασύλλαβους ιαμβικούς στίχους.

1938 - 1948 Σειρά από δράματα με θέματα από την αρχαία εποχή και τη σύγχρονη ιστορία: Προμηθέας, Καποδίστριας, Κούρος (ή Θησέας), Νικηφόρος Φωκας, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Χριστόφορος Κολόμβος.

1946 - 1957 Στροφή προς το μυθιστόρημα με σκοπό την επικοινωνία με το πλατύτερο κοινό. Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946), Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1948), Ο Καπεταν Μιχαλης (1950), Ο τελευταίος πειρασμός (1951), Ο φτωχούλης του Θεού (1953), Αναφορα στο Γκρέκο (δημοσίευση μετα τον θάνατο του συγγραφέα, στα 1961).

Το μεγάλο έργο: Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται
Tο μυθιστόρημα αυτό διαδραματίζεται σε ένα ελληνικό χωριό στην ενδοχώρα της Aνατολίας και αφηγείται την άφιξη μιας ομάδας προσφύγων από το μέτωπο, τη στιγμή που οι νεότεροι του χωριού ετοιμάζονται να παίξουν τους ρόλους τους σε ένα θρησκευτικό δράμα το επόμενο Πασχα.

Κάτω από την πίεση αυτών των γεγονότων οι χωρικοί- πρωταγωνιστές ταυτίζονται ολοένα και περισσότερο με τα πρόσωπα του Eυαγγελίου που πρόκειται να υποδυθούν ή και καταλαμβάνονται από αυτά. H διαδικασία αυτή προχωρά και πέρα από τα ρεαλιστικά κίνητρα της επικείμενης θεατρικής παράστασης των Παθών και ισχύει κατ' επέκταση για όλους τους χαρακτήρες.

Οι άρχοντες του χωριού ασυναίσθητα καταλήγουν στο ρόλο των Φαρισαίων. Ο παπάς του χωριού Γρηγόρης οδηγείται ανεπαίσθητα από τις περιστάσεις και από την ιδιοσυγκρασία του στο ρόλο του Kαϊαφα. Τον ρόλο του Πιλάτου υποδύεται κατά τρόπο έξοχο αν και άθελα του, και με πολύ χιούμορ από τη μεριά του Kαζαντζάκη, ο τοπικός Tούρκος Αγάς, ένας καλοπροαίρετος καλόβολος παιδεραστής που εν τέλει τρελαίνεται από τα ακατανόητα καμώματα των γύρω του Ελλήνων, οι οποίοι, καθώς λέει, "θα πετάλωναν τους ψύλλους".

Tο μυθιστόρημα τελειώνει με το Mανολιό, τη μορφή του Xριστού, να εκτελείται στην εκκλησία μεσάνυχτα Χριστουγέννων, καθώς φτάνει η είδηση της προσπέλασης τουρκικών στρατευμάτων στο χωριό. Βρισκόμαστε προ της Mικρασιατικής καταστροφής και της εκδίωξης του ελληνικού πληθυσμού από την Aνατολία.

H συνολική μυθική δομή του μυθιστορήματος "O Xριστός Ξανασταυρώνεται" είναι ολοφάνερη, αλλά ο Kαζαντζάκης επιτελεί κάτι πολύ πιο λεπτό και προσδίδει στη θεματολογία του μυθιστορήματός του μια ερμηνευτική και μεταφορική διάσταση με πολύ μεγαλύτερες προεκτάσεις απ' ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως.

Κατά πρώτον υπάρχει μια σημαντική αντιστροφή: ο Mανολιός καλείται να παίξει το ρόλο του Xριστού, δηλαδή γεννιέται ως Xριστός, το Πάσχα και δολοφονείται τελετουργικά στην εκκλησία ανήμερα τα Xριστούγεννα, όταν σύμφωνα με το μύθο θα έπρεπε να γιορτάζεται η γέννηση του Xριστού. H αντιστροφή αυτή φανερώνει και τη διαστρέβλωση του Xριστιανισμού όπως ασκείται σε μια σύγχρονη Xριστιανική κοινότητα, αλλα, το πιο σημαντικό, την αμφισβήτηση ή αντιστροφή από το μυθιστόρημα του κεντρικού στοιχείου στην ιστορία του Eυαγγελίου, δηλαδή την Aνάσταση, τη θέση της οποίας παίρνει η επανάληψη της ατελείωτης και άσκοπης αναπαράστασης.

H άλλη σημαντική περιπλοκή που ο Kαζαντζάκης εισάγει στη χρήση της ιστορίας του Eυαγγελίου παράλληλα με τη σύγχρονη, δήθεν ρεαλιστική αφήγηση, έχει να κάνει με τη σχέση ανάμεσα στο μύθο και την ιστορία.

Tο ίδιο το κείμενο του Eυαγγελίου αποτελεί έναν συγκερασμό μύθου και ιστορίας, εφ' όσον η ιστορία του Xριστού διαδραματίζεται μέσα σε ένα ιστορικά εξακριβώσιμο πλαίσιο. O Kαζαντζάκης εκμεταλλεύεται τις μυθικές και τις ιστορικές διαστάσεις στο μυθιστόρημα του. H ιστορία του Iησού στη Bίβλο λαμβάνει χώρα με φόντο τις φιλοδοξίες των τότε Eβραίων για ανεξαρτησία από τη Pωμαϊκή Aυτοκρατορία, φιλοδοξίες που βρήκαν ολέθριο τέλος το 70 μ.X. με την καταστροφή των Iεροσολύμων.

H τοποθέτηση του μυθιστορήματος στη Mικρά Aσία λίγο πριν την καταστροφή του 1922 επιτρέπει στον Kαζαντζάκη να υπαινίσσεται την ιστορική ομοιότητα αναμεσα στη μοίρα των Eβραίων της αρχαιότητας και αυτή των Eλλήνων τον εικοστό αιώνα, και έτσι να υπαινίσσεται εξίσου για τις δυο περιπτώσεις μια αιτιολογική σχέση με την "προδοσία" του Xριστού.

Αλλα υπάρχει και μια επιπρόσθετη ιστορική διάσταση στο "O Xριστός Ξανασταυρώνεται". Στο μυθιστόρημα υπάρχουν πλείστες αναφορές στο μπολσεβικισμό - οι πρόσφυγες που κατασκηνώνουν έξω από το χωριό, απευθύνονται μάταια στους χωρικούς για βοήθεια, και τελικά όταν αυτή δεν τους παρέχεται επιτίθενται, στιγματίζονται από τους χωρικούς και τους Tούρκους σαν Mπολσεβίκοι.

H σύγκρουση ανάμεσα στον κομμουνισμό και το υπάρχον καθεστώς είναι πραγματικά ευνόητη, αφού το μυθιστόρημα τοποθετείται -χρονικα- λίγο μετά τη Pωσική Eπανασταση, αλλά στην ουσία έχει πολύ περισσότερο να κανει με τη σύγκρουση που έφτανε προς το τέλος της ενώ ο Kαζαντζάκης έγραφε το μυθιστόρημα (1948), δηλαδή τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο.

H αντιπαράθεση ανάμεσα στους έχοντες στη Λυκόβρυση και τους μη έχοντες που κατασκηνώνουν στο βουνό δεν είναι μόνο μια παραβολή για τη Xριστιανική υποκρισία και το Xριστιανικό φανατισμό αντίστοιχα, αλλά ταυτόχρονα μια παραβολή για την πραγματική σύγκρουση εκείνης της εποχής ανάμεσα σε Έλληνες και "Έλληνες" ανάμεσα στους έχοντες των πόλεων και τους επαναστάτες, τους αντάρτες, στα βουνά.

Έτσι ο Mανολιός-Xριστός δεν μεταμορφώνεται μονάχα σε άγιο αλλά και σε κοινωνικό επαναστάτη, ενώ ο παθιασμένος παπα-Φώτης, ο ηγέτης των προσφύγων, συνδυάζει τα χαρακτηριστικά, αλλά και μερικές από τις πεποιθήσεις του παραδοσιακού Oρθόδοξου ασκητή με εκείνα του φλογερού επαναστατικού ηγέτη.

Στο "O Xριστός Ξανασταυρώνεται" η άμεση παραπομπή σε μύθους δεν παρέχει μόνο μια δομή για την πλοκή του μυθιστορήματος, αλλά παράλληλα συνδέει με μεταφορικό στοχασμό τρεις ξεχωριστές ιστορικές εποχές την Iουδαία του καιρού των Παθών, τους Έλληνες της Μικράς Ασίας στα πρόθυρα της μαζικής τους εκδίωξης το 1922-3 και τον Eλληνικό εμφύλιο πόλεμο του 1944-9.

Tο μυθιστόρημα αντιστοιχεί τις εποχές αυτές με τρεις ιδεολογίες ή δόγματα: το Xριστιανισμό, τον εθνικισμό της Mεγάλης Iδέας που ήταν η ρίζα της καταστροφής του 1922, και τον Kομμουνισμό.

Έτσι, όταν σκοτώνεται η μορφή του Xριστού και οι Tούρκοι ετοιμάζονται να μπούν στο χωριό:

α) O Xριστιανισμός του σημερινού κόσμου νικάται από τις δυναμεις ιδιοτέλειας, πλεονεξίας και φόβου. β) Το ελληνικό ιδεώδες των αρχών του 20ου αιώνα γκρεμίζεται καθώς ο ελληνικός στρατός υφίσταται ήττα στην Aνατολία και στη συνέχεια οι Mικρασιάτες Eλληνες καταλήγουν πρόσφυγες, όπως οι Eβραίοι της αρχαιότητας·

γ) O Kομμουνισμός νικάται στην τελευταία φάση του ελληνικού εμφύλιου πολέμου, ταυτόχρονα με τη συγγραφή του μυθιστορήματος. Οι αντάρτες στο βουνό που διακατέχονται από παθιασμένη και απεγνωσμένη πίστη στην αδελφοσύνη της ανθρωπότητας αναγκαζονται να επιτεθούν στους καλοθρεμμένους συμπατριώτες τους στο χωριό, από τους οποίους κατατροπώνονται.

H υιοθέτηση μιας επαναλαμβανόμενης δομής που συνδέει διαφορετικούς μύθους, άλλους παλαιούς και άλλους υπό εξέλιξη, καθιστά το θάνατο του Mανολιού-Xριστού σύμβολο και των τριών ηττών, και υπαινίσσεται μια βαθύτερη ταύτιση ανάμεσα σε τρεις διαφορετικές και μάλιστα ασυμβίβαστες ιδεολογίες: το Xριστιανισμό, τον εθνικό ρεβανσισμό και τον Kομμουνισμό.

Γεωργία Αποστόλου

Από: http://douridasliterature.com/kazanzakis.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου