Αναγνώστες

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

Κλαούντιο Ροδρίγκεθ

Κλαούντιο Ροδρίγκεθ

Ο Κλαούντιο Ροδρίγκεθ, που γεννήθηκε στη Θαμόρα στις 30 Ιανουαρίου 1934, είναι ένας από τους πιο ιδιοσυγκρασιακούς και γοητευτικούς ισπανούς ποιητές του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Με τη συλλογή του Don de la ebriedad (Δώρο της μέθης, 1953) («η ποίηση –εφηβεία– είναι σαν δώρο· και η μέθη σαν κατάσταση ενθουσιασμού, με την πλατωνική έννοια, έμπνευσης, έκστασης ή, στη χριστιανική ορολογία, ζήλου») διαμόρφωσε τις όχθες στις οποίες θα περιδιάβαζε στη συνέχεια η ποίησή του και η ποίηση άλλων ποιητών της γενιάς του.
Το 1951 πήγε στη Μαδρίτη για να σπουδάσει φιλοσοφία και λογοτεχνία. Πήρε το πτυχίο του από το τμήμα Ρομανικής Φιλολογίας, με διπλωματική εργασία που είχε τον τίτλο Το μαγικό στοιχείο στα ισπανικά παιδικά χορωδιακά τραγούδια. Οι βιογράφοι του επισημαίνουν ότι η προσωπικότητά του στα νεανικά του χρόνια χαρακτηριζόταν από δύο στοιχεία: αγαπούσε πολύ καθετί το παιδικό, παρατηρώντας και αναπαράγοντας με μανία τα παιδικά παιχνίδια και τραγούδια, και, από την άλλη, ήταν μανιώδης περιπατητής και περιηγητής. Περίπατοι στη Θαμόρα, στις όχθες του Ντουέρο, σε πόλεις και σε χωριά της Ισπανίας, έχουν επηρεάσει καθοριστικά τον παλμό της γραφής του.
Στην πρωτεύουσα της Ισπανίας γνωρίστηκε με τον Βιθέντε Αλεϊξάντρε, επιφανή ποιητή της γενιάς του ’27 και βραβείο Νομπέλ λογοτεχνίας, στο σπίτι του οποίου συνέρρεαν όλοι οι νέοι ποιητές της εποχής, με τα γραπτά τους ανά χείρας, για να τα δείξουν στον δάσκαλο των ποιητών.
Παρά τη συντομία της, η ποιητική διαδρομή του Κλαούντιο Ροδρίγκεθ, που ολοκληρώνεται με άλλες τέσσερις ποιητικές συλλογές σπάνιας ομορφιάς [Conjuros (Εξορκισμοί), Alianza y condena (Συμμαχία και καταδίκη), El vuelo de la celebración (Η πτήση της γιορτής) και Casi una leyenda (Σχεδόν θρύλος)], είναι ένα από τα καλύτερα και πιο ολοκληρωμένα δείγματα ποίησης που έχει συλληφθεί και υλοποιηθεί ως πορεία προς τη γνώση.
Η σπάνια παρατηρητικότητά του, η φυσική αίσθηση του ρυθμού και η καθημερινή, συγκεκριμένη, και μαζί υπερβατική γλώσσα του, συμπυκνώνονται σε ένα λυρικό έργο από το οποίο αναδεικνύονται τρεις βασικές αρετές: η αλληλεγγύη, η απλότητα και η ευθυμία.
Παράλληλα, από το 1958 έως το 1964 ο Ροδρίγκεθ δίδαξε ως λέκτορας ισπανικών στα πανεπιστήμια του Νότιγχαμ και του Κέιμπριτζ (στη Μεγάλη Βρετανία), και αργότερα ως καθηγητής ισπανικής λογοτεχνίας σε βορειοαμερικανικά πανεπιστημιακά ιδρύματα με έδρα στην Ισπανία. Διακρίθηκε επίσης ως μεταφραστής στα ισπανικά του έργου του Τ. Σ. Έλιοτ.
Στον Κλαούντιο Ροδρίγκεθ απονεμήθηκαν κάποιες από τις σημαντικότερες διακρίσεις της ισπανικής λογοτεχνίας, όπως το βραβείο Adonáis (1953), το βραβείο Κριτικής (1965), το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1983). Το 1993 έλαβε το Βραβείο Príncipe de Asturias, και αμέσως μετά το Βραβείο της Βασίλισσας Σοφίας για την Ιβηροαμερικανική Ποίηση, το οποίο απονέμεται από το ίδρυμα Patrimonio Nacional και το Πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκας.
Πέθανε στη Μαδρίτη, στις 22 Ιουλίου 1999.

Η ελληνική μετάφραση των πέντε ποιημάτων του Κλαούντιο Ροδρίγκεθ περιλαμβάνεται στην έκδοση Claudio Rodríguez, Cinco Poemas, μαζί με μεταφράσεις των ίδιων ποιημάτων στα αγγλικά, τα πορτογαλικά, τα γαλλικά, τα ιταλικά, τα λιθουανικά, τα βουλγαρικά και τα γερμανικά. Το βιβλίο κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2007 από τις ισπανικές εκδόσεις Hiperión.




LIBRO PRIMERO, I

Siempre la claridad viene del cielo;
es un don: no se halla entre las cosas
sino muy por encima, y las ocupa
haciendo de ello vida y labor propias.
Así amanece el día; así la noche
cierra el gran aposento de sus sombras.
Y esto es un don. ¿Quién hace menos creados
cada vez a los seres? ¿Qué alta bóveda
los contiene en su amor? ¡Si ya nos llega
y es pronto aún, ya llega a la redonda
a la manera de los vuelos tuyos
y se cierne, y se aleja y, aún remota,
nada hay tan claro como sus impulsos!
Oh, claridad sedienta de una forma,
de una materia para deslumbrarla
quemándose a sí misma al cumplir su obra.
Como yo, como todo lo que espera.
Si tú la luz te la has llevado toda,
¿cómo voy a esperar nada del alba?
Y, sin embargo —esto es un don—, mi boca
espera, y mi alma espera, y tú me esperas,
ebria persecución, claridad sola
mortal como el abrazo de las hoces,
pero abrazo hasta el fin que nunca afloja.

De Don de la ebriedad (1953)


ALTO JORNAL

Dichoso el que un buen día sale humilde
y se va por la calle, como tantos
días más de su vida, y no lo espera
y, de pronto, ¿qué es esto?, mira a lo alto
y ve, pone el oído al mundo y oye,
anda, y siente subirle entre los pasos
el amor de la tierra, y sigue, y abre
su taller verdadero, y en sus manos
brilla limpio su oficio, y nos lo entrega
de corazón porque ama, y va al trabajo
temblando como un niño que comulga
mas sin caber en el pellejo, y cuando
se ha dado cuenta al fin de lo sencillo
que ha sido todo, ya el jornal ganado,
vuelve a su casa alegre y siente que alguien
empuña su aldabón, y no es en vano.


De Conjuros (1958)


LO QUE NO ES SUEÑO

Déjame que te hable en esta hora
de dolor con alegres
palabras. Ya se sabe
que el escorpión, la sanguijuela, el piojo,
curan a veces. Pero tú oye, déjame
decirte que, a pesar
de tanta vida deplorable, sí,
a pesar y aun ahora
que estamos en derrota, nunca en doma,
el dolor es la nube;
la alegría, el espacio;
el dolor es el huésped;
la alegría, la casa.
Que el dolor es la miel,
símbolo de la muerte, y la alegría
es agria, seca, nueva,
lo único que tiene
verdadero sentido.
Déjame que con vieja
sabiduría, diga:
a pesar, a pesar
de todos los pesares
y aunque sea muy dolorosa y aunque
sea a veces inmunda, siempre, siempre
la más honda verdad es la alegría.
La que de un río turbio
hace aguas limpias,
la que hace que te diga
estas palabras tan indignas ahora,
la que nos llega como
llega la noche y llega la mañana,
como llega a la orilla
la ola:
irremediablemente.

De Alianza y condena (1965)


NOVIEMBRE

Llega otra vez noviembre,que es el mes que más quiero
porque sé su secreto, porque me da más vida.
La calidad de su aire, que es canción,
casi revelación,
y sus mañanas tan remediadoras,
su ternura codiciosa,
su entrañable soledad.
Y encontrar una calle en una boca,
una casa en un cuerpo mientras, tan caducas,
con esa melodía de la ambición perdida,
caen las castañas y las telarañas.

Estas castañas, de ocre amarillento,
seguras, entreabiertas, dándome libertad
junto al temblor en sombra de su cáscara.
Las telarañas, con su geometría
tan cautelosa y pegajosa, y
también con su silencio,
con su palpitación oscura
como la del coral o la más tierna
de la esponja, o la de la piña
abierta,
o la del corazón cuando late sin tiranía, cuando
resucita y se limpia.
Tras tanto tiempo sin amor, esta mañana
qué salvadora. Qué
luz tan íntima. Me entra y me da música
sin pausas
en el momento mismo en que te amo,
en que me entrego a ti con alegría,
trémulamente e impacientemente,
sin mirar a esa puerta donde llama el adiós.

Llegó otra vez noviembre. Lejos quedan los días
de los pequeños sueños, de los besos marchitos.
Tú eres el mes que quiero. Que no me deje a oscuras
tu codiciosa luz olvidadiza y cárdena
mientras llega el invierno.


De El vuelo de la celebración (1976)


SECRETA

Tú no sabías que la muerte es bella
y que se hizo en tu cuerpo. No sabías
que la familia, calles generosas,
eran mentira.

Pero no aquella lluvia de la infancia,
y no el sabor de la desilusión,
la sábana sin sombra y la caricia
desconocida.

Que la luz nunca olvida y no perdona
más peligrosa con tu claridad
tan inocente que lo dice todo:
revelación.

Y ya no puedo ni vivir tu vida,
y ya no puedo ni vivir mi vida
con las manos abiertas esta tarde
maldita y clara.

Ahora se salva lo que se ha perdido
con sacrificio del amor, incesto
del cielo y con dolor, remordimiento,
gracia serena.

¿Y si la primavera es verdadera?
Ya no sé qué decir. Me voy alegre.
Tú no sabías que la muerte es bella,
triste doncella.


De Casi una leyenda (1991)
ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ, Ι

Πάντα η διαύγεια έρχεται απ’ τον ουρανό·
είναι δώρο: δε βρίσκεται ανάμεσα στα πράγματα
αλλά πολύ πιο πάνω, τα καταλαμβάνει
και τούτο γίνεται η ζωή της και το έργο της.
Έτσι χαράζει η μέρα· έτσι κλείνει
η νύχτα τη μεγάλη αυλαία των σκιών της.
Και είναι δώρο. Ποιος κάνει όλο και πιο
άκτιστα τα όντα; Ποιος θόλος ψηλός
τα περιέχει στην αγάπη του; Αν τώρα έρχεται σ’ εμάς
κι είναι νωρίς ακόμη, έρχεται πια παντού εδώ
σαν τις δικές σου πτήσεις,
κλείνει, κι απομακρύνεται, και, μακρινή ακόμη,
τίποτα φωτεινότερο από τις ενορμήσεις της!
Διαύγεια που διψάει για μια μορφή,
μιαν ύλη για να τη φωτίσει
και να καεί η ίδια ολοκληρώνοντας το έργο της.
Όπως εγώ, όπως το καθετί που περιμένει.
Αν έχεις πάρει εσύ μαζί σου ολάκερο το φως,
τι άραγε να περιμένω εγώ από την αυγή;
Κι ωστόσο –είναι δώρο– το στόμα
περιμένει, η ψυχή μου περιμένει, κι εσύ με περιμένεις,
μεθυσμένη καταδίωξη, μοναδική μου διαύγεια
θανάσιμη όπως το αγκάλιασμα των δρεπανιών,
αγκάλιασμα μέχρι το τέλος όμως που ποτέ δεν χαλαρώνει.

Από το Δώρο της μέθης (1953)


ΥΨΗΛΟ ΜΕΡΟΚΑΜΑΤΟ

Ευτυχισμένος όποιος βγαίνει ταπεινός ένα ωραίο πρωί,
και προχωρά στο δρόμο, όπως και τόσες άλλες
μέρες της ζωής του, και δεν το περιμένει, και
ξάφνου, τι είναι αυτό; Κοιτά ψηλά και
βλέπει, στήνει αυτί στον κόσμο κι αφουγκράζεται,
και περπατά, κι ανάμεσα στα βήματά του νιώθει να φουσκώνει
η αγάπη της γης, και συνεχίζει, και ανοίγει
το αληθινό του εργαστήρι, και λάμπει στα χέρια του
καθάρια η τέχνη του, και μας την παραδίνει
από καρδιάς γιατί αγαπά, και πάει στη δουλειά του
τρέμοντας σαν το παιδί που κοινωνάει
και πλημμυρίζει από χαρά, κι όταν
αντιλαμβάνεται στο τέλος πόσο απλά
ήταν όλα, κι έχει κερδίσει πια το μεροκάματό του
γυρίζει σπίτι του χαρούμενος κι ακούει κάποιον
να χτυπά το ρόπτρο, κι αυτό δεν είναι μάταιο.

Από τη συλλογή Εξορκισμοί (1958)



Ο,ΤΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΝΕΙΡΟ

Να σου μιλάω άσε με, την ώρα αυτή
του πόνου, με τα λόγια της χαράς.
Το ξέρουμε άλλωστε
πως ο σκορπιός, η ψείρα και η βδέλλα
κάποιες φορές γιατρεύουν. Εσύ όμως άκου,
άσε με να σου πω ότι, κι αν είναι
αξιοθρήνητη η ζωή, και τώρα ακόμη
που έχουμε ηττηθεί, όχι όμως και παραδοθεί,
ο πόνος είν’ το σύννεφο,
και η χαρά ο χώρος·
ο πόνος είναι ο καλεσμένος
και η χαρά το σπίτι.
Ο πόνος είν’ το μέλι,
σύμβολο του θανάτου, και η χαρά
είναι πικρή, ξερή, και πάντα νέα,
μοναδική περιουσία της
το αληθινό της νόημα.
Άσε με να σου πω
με γνώση και σοφία πανάρχαια:
ότι παρ’ όλα αυτά, παρά
τις πίκρες όλες,
κι ας είναι τόσο οδυνηρή, κι ας είναι
αφόρητη ώρες ώρες, πάντα, ναι, πάντα,
η πιο βαθιά αλήθεια είναι η χαρά.
Αυτή που στο θολό ποτάμι
κάνει διάφανο το νερό,
εκείνη που με κάνει να σου λέω
αυτές τις λέξεις, τις τόσο ανάξιες τώρα,
αυτή που φτάνει ως εμάς όπως
φτάνει η νύχτα και όπως φτάνει το πρωί,
όπως φτάνει στην όχθη
το κύμα:
ανεπανόρθωτα.


Από το Συμμαχία και καταδίκη (1965)


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ

Έρχεται πάλι ο Νοέμβριος, ο μήνας που περισσότερο αγαπώ
γιατί ξέρω το μυστικό του, γιατί μου δίνει περισσότερη ζωή.
Η ποιότητα του αέρα του, τραγούδι,
κι αποκάλυψη σχεδόν,
τα θεραπευτικά του πρωινά,
η άπληστή του τρυφερότητα,
η βαθιά του μοναξιά.
Και βρίσκεις ένα δρόμο σ’ ένα στόμα
Ένα σπίτι σ’ ένα κορμί ενώ, εφήμερα,
υπό τη μελωδία της χαμένης φιλοδοξίας
πέφτουν τα κάστανα και οι ιστοί αράχνης.

Αυτά τα κάστανα, ώχρα κιτρινωπή,
σίγουρα, μισάνοιχτα, να μου προσφέρουν ελευθερία
μαζί και ρίγος στη σκιά της φλούδας τους.
Οι ιστοί αράχνης, με την κολλώδη και
διστακτική γεωμετρία τους, με
τη σιωπή τους
και το σκοτεινό παλμό τους
όπως του κοραλλιού ή τον πιο τρυφερό
του σπόγγου ή του ανοιχτού
κουκουναριού,
ή της καρδιάς όταν χτυπάει δίχως τυραννία, σαν
βρίσκει ανάσταση και κάθαρση.
Τόσος καιρός που πέρασε χωρίς αγάπη, πόσο σωτήριο
τούτο το πρωινό. Πόσο
οικείο το φως του. Με διαπερνά και μου χαρίζει μουσική
χωρίς παύσεις
την ίδια τη στιγμή που σ’ αγαπώ,
που παραδίνομαι όλος χαρά σε σένα,
τρέμοντας κι ανυπόμονος,
και δεν κοιτώ την πόρτα όπου με καλεί το αντίο.

Ήρθε και πάλι ο Νοέμβριος. Κι είναι μακριά οι μέρες
των μικρών ονείρων, των μαραμένων ασπασμών.
Εσύ είσαι ο μήνας που αγαπώ. Ας μη μ’ αφήσει στο σκοτάδι
τ’ άπληστο φως σου, το γκριζογάλανο και ξεχασιάρικο
σαν έρχεται ο χειμώνας.


Από το Η πτήση της γιορτής (1976)


SECRETA

Εσύ δεν ήξερες πως είναι όμορφος ο θάνατος
και πως κυρίεψε το σώμα σου. Δεν ήξερες
πως οικογένεια, δρόμοι γενναιόδωροι
ήτανε ένα ψέμα.

Όχι όμως και η βροχή των παιδικών σου χρόνων,
ούτε η γεύση της απογοήτευσης,
το ανίσκιωτο σεντόνι και το άγνωστο
χάδι.

Ότι το φως ούτε ξεχνά ούτε και συγχωρεί ποτέ,
πιο επικίνδυνο μαζί με το δικό σου φέγγος
το τόσο αθώο που τα λέει όλα
– αποκάλυψη.

Και πια είμαι ανίκανος να ζήσω τη ζωή σου,
και πια είμαι ανίκανος να ζήσω τη ζωή μου
με τα χέρια ορθάνοιχτα ετούτο το απόγευμα
το φωτεινό και το καταραμένο.

Τώρα σώζεται ό,τι χάθηκε
με τη θυσία του έρωτα, αιμομιξία
τ’ ουρανού, με την οδύνη και την τύψη,
τη γαλήνια χάρη.

Κι αν είναι αληθινή η άνοιξη;
Δεν ξέρω τώρα τι να πω. Φεύγω ευτυχισμένος.
Εσύ δεν ήξερες πως είναι όμορφος ο θάνατος,
θλιμμένη κόρη.


Από το Σχεδόν θρύλος (1991)


[Μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου]

Από: http://www.apiliotis.gr/ArticlesList.aspx?C=135&A=53

1 σχόλιο:

  1. I'm now not positive the place you are getting your information, however good topic. I must spend some time learning much more or working out more. Thanks for magnificent info I used to be in search of this info for my mission.
    Feel free to visit my web site - vuelos a india

    ΑπάντησηΔιαγραφή