(Βύρων Λεοντάρης-Γιάννης Στεφανάκις)
Ένα απόσπασμα από το αφιέρωμα του περιοδικού μας (τεύχος 9)
στον ποιητή
Βύρωνα Λεοντάρη
Παίζοντας τὸ κεφάλι μας στὰ γράμματα
τοῦ Θωμᾶ Ἰωάννου
Συνήθως, οἱ ποιητὲς θεωροῦν αὐτονόητη τὴν ἀξία τῆς γραφῆς καὶ παρὰ τὶς κατὰκαιροὺς ἐνστάσεις τους ὀμνύουν σὲ αὐτή. Ὅμως, τὸ «συνήθως» δὲν ἀποτελεῖὀργανικὸ μέρος τοῦ ποιητικοῦ λόγου. Ἐξάλλου, ἡ ποίηση ἀνθεῖ ἐκεῖ ὅπου φύεται τὸ «σπανίως» καὶ ἐξασθενεῖ ὁ κανόνας. Αὐτὸ τὸ «σπανίως» ἔρχεται νὰὑποστηρίξει μὲ τὸ ἔργο του ὁ ποιητὴς Βύρωνας Λεοντάρης.
Ἴσως κανεὶς ἄλλος νεοέλληνας ποιητὴς δὲν ἔθεσε σὲ ἀμφισβήτηση τόσοἔντονα τὴν ἴδια τὴν ποίηση. «Θνητὸς τῆς ποίησης ὁ λόγος/ ἀλλὰ ἀπὸ ἀνάξιο φόβο τὴν ἀθανασία ζητάει».1 Ἐκκινώντας ἀπὸ τὸν Καρυωτάκη, ὁ Λεοντάρης ἐπεκτείνει τὴν προβληματικὴ στὸ μὴ περαιτέρω. Τεντώνει τὸ σχοινὶ τόσο ποὺ κινδυνεύει νὰσπάσει. Δὲν παίζει μὲ τὰ λόγια του καὶ σχεδὸν προκαλεῖ τὴ μοίρα του.
Δὲ διστάζει νὰ ἐξαπολύσει ἕνα δριμὺ κατηγορῶ ἐνάντια στὴν ποίηση καὶ κατ’ἐπέκταση στὸ ἴδιο τὸ ποιητικὸ ὑποκείμενο: «Ἢ μήπως μὲ τὴν ποίηση δὲν κάνεις κι ἐσὺ τὴν ἴδια δουλειὰ μὲ μένα… Δὲν μακελεύεις σωθικά, δήμιε ψυχῶν;».2 Ὅμως, συμβαίνει τὸ παράδοξο ὅτι ὁ λόγος του ἐν τέλει λειτουργεῖ ὑπερασπιστικὰ γιὰ τὴνἴδια τὴν ποίηση, ἂν καὶ δὲν τὴν ἀθωώνει ποτέ. Ὁμολογεῖ τὸν ἐφιάλτη τῆς ἐνοχῆς του, «Γιατὶ εἴμαστε τὸ ἔγκλημα ποὺ μᾶς ἔγινε —αὐτὸ εἴμαστε…»3, δίχως ὅμως νὰμοιράζει ἔμμετρα συγχωροχάρτια εἰς ἑαυτὸν καὶ ἀλλήλους. «Τὴν καταδίκη μου ζητῶ/ τὴν ἐνοχή μου θέλω νὰ ἀποδείξω/ μὰ ὅλα τὰ δικαστήρια μὲ ἀποπέμπουν δὲν ἀναγνωρίζουν τὸ ἔγκλημα τῆς ὕπαρξης»4. Ἡ παράδοση τοῦ ποιητῆ στὶς «Ἀρχές», ἀντὶ νὰ ἐπιταχύνει τὴν κάθαρση, ἐμποδίζει τὴν ἀπονομὴ μιᾶς «ἀνθρώπινου» τύπου δικαιοσύνης, καθὼς ὁ κοινωνικὸς μηχανισμὸςἀποδεικνύεται ἀπαράσκευος νὰ συλλάβει τὸ ἀποτρόπαιο τῆς ὕπαρξης. «Σκίστηκεὁ ἄνθρωπος στὰ δυό, σκίστηκε ἡ πράξη»5 καὶ μιὰ ὁριστικὴ διάσχιση διαπερνᾶ τὸσῶμα τῆς ποίησης, ποὺ καθιστᾶ σχεδὸν ἀδύνατη τὴν ἀποτροπὴ τοῦ διαμελισμοῦτης.
Συνειδητοποιεῖ ὁ Β.Λ. τὴν ἐγγενῆ ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀρθρωθεῖ σὲἀρτιμελῆ λόγο ὕπαρξης καὶ ἐνδεχομένως θέλει νὰ διαχωρίσει τὴ θέση του, ψελλίζοντας τὸ ἄρρητο: «ὄχι ποιητὴς – ἕνας ἀνίατα ἄρρωστος, ποὺ προσποιεῖται τὸν ἀνίατα ἄρρωστο…»6.Ὅμως, πέρα ἀπὸ τὴν πρόσποίηση ἢ τὴν ὑπόκρισηἀσθένειας, ὁ ἄνθρωπος-ποιητὴς πάσχει ὁ ἴδιος καὶ μάλιστα ἔχει ἀπὸ τὸ πρῶτο του ποίημα ἐπισημάνει τὴ ρίζα τῆς κακοδαιμονίας μας. «Ἤμασταν ἄνθρωποι πολὺ/ Ἄνθρωποι ὣς τὴν τελευταία αἱμόπτυση τῆς δύσης»7. Γνωρίζοντας ἀπὸπρῶτο χέρι τὴν πιθανότητα ἕνα στόμα νὰ ξερνᾶ, νὰ φτύνει αἷμα, ξέρει νὰ μετρᾶ τὰλόγια του.
Ἡ γραφὴ μαρτυρᾶ μὲ τρόπο μοναδικὸ τὴν ἐσωτερικὴ αἱμορραγία τῆς ὕπαρξης καὶ ἡ κρισιμότητά της ὀφείλεται στὸ ὅτι κομίζει διαρκῶς ἕνα SOS. Ἡ ἐξωστρέφεια ποὺ ἐμπεριέχει ἡ ἄρθρωση τῆς ἐσωτερικῆς περιπέτειας, ὀφείλει νὰ σέβεται τὴνὑλικὴ καὶ συμβολικὴ ἀξία τοῦ αἵματος. Ἡ μελάνη δὲν μπορεῖ νὰ ἐξισωθεῖ μὲ τὸαἷμα, ὅσο κι ἂν ἐπιμένουν πολλοὶ στὴν υἱοθέτηση μιᾶς στάσης ζωῆς-γραφῆς, ποὺ ἀποζητᾶ τὴ φωτεινὴ ἅλω τοῦ ὁσιομάρτυρα. Ὁ ἔντεχνος λόγος εἶναι μιὰἀναπαράσταση, μίμηση μιᾶς πράξης καὶ ἑνὸς «κινήματος» τῆς ψυχῆς ποὺ ὅσοἐπιτυχὴς κι ἂν εἶναι, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ὑπολείπεται τῆς σημασίας ἑνὸς αἱμορραγικοῦ συμβάντος. Ἡ ζωτικὴ ἀνάγκη τῶν ποιητῶν νὰ ἔχουν θεατὲς στὸμαρτύριό τους, διαμορφώνει συχνὰ μιὰ ποίηση ποὺ ἐπαιτεῖ τὸ θαυμαστικὸ ἔλεος τοῦ κοινοῦ.
Ὅμως, στὴν περίπτωση τοῦ Λεοντάρη ἀποκρυσταλλώνεται μὲ τρόπο ψύχραιμοἡ κατάσταση διαρκοῦς ἔκτακτης ἀνάγκης τοῦ ἀνθρώπου, δίχως νὰ φωνάζει γιὰβοήθεια, παρὰ ἐκπέμπει ἕνα σῆμα κινδύνου, ἡ ἀποκρυπτογράφηση τοῦ ὁποίουἐπαφίεται στὸν παραλήπτη. «Ὡστόσο δὲ σ’ ἀπάτησα, σοῦ λέω,/ οὔτε ἔκρυψα οὔτε εἶπα· ἐσήμανα. Τί φταίω/οἱ ἄνθρωποι ἂν δὲν μποροῦν νὰ διακρίνουν/πὼς κάθε σῆμα σῆμα εἶναι κινδύνου;»8 Ἡ ποίηση τῆς προσωπικῆς ἐνοχῆς ἀπαιτεῖσυλλογικὴ εὐθύνη, ἀποζητώντας συνενόχους. Ἡ παλάμη τοῦ ποιητῆ, ποὺ φέρειἐγχάρακτη μιὰ στατιστικὴ πιθανότητα, ποὺ ἡ ἑρμηνεία της εἴθισται νὰ καλεῖται μοίρα καὶ νὰ διαβάζεται ἀπὸ ἄλλους στὸ χέρι μας, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἁπλωμένη ζητιανεύοντας. Ἡ παλάμη τῆς ποίησης τοῦ Λεοντάρη παρέμεινε πεισματικὰκλειστή, ὄχι σχηματίζοντας μιὰ γροθιὰ (ὅπως τόσες καὶ τόσες ποὺ ὑψώθηκανἀερολογώντας), ἀλλὰ προσφέροντας καταφύγιο σὲ ἕναν τσακισμένο ὁρίζοντα προσδοκιῶν, ἀπαιτώντας κι ὄχι ἐπαιτώντας, τὸ σεβασμὸ στὴ μοίρα τοῦἀνήμπορου. Ἡ τρυφερότητα τῆς γραφῆς, προϋποθέτει τὴν σκληρότητά της, τὴνἀνάπτυξη ἐκ μέρους της πολλαπλῶν γραμμῶν ἄμυνας ἐνάντια σὲ ὅσουςἐπιθυμοῦν τὴ χαλάρωση τοῦ τόνου της τείνοντας χεῖρα φιλίας.
Ἡ ἐπιφυλακτικὴ στάση τῆς ποίησης ἀπέναντι στὴν ὅποια ἀνάγνωσή της διασώζει, ἂν ὄχι τὸ νόημα, τουλάχιστον τὴν ἀξιοπρέπειά της, καθὼς σκληραγωγεῖ τοὺς κοινωνούς της, κάνοντας ὅσους τὴν πλησιάσουν νὰ τὸσκεφτοῦν δυὸ φορές. «Εἶναι βαριὲς οἱ λέξεις, μὴ πασχίζεις ἄλλο πιὰ νὰ τὶς μετακινήσεις»9, προειδοποιεῖ ὁ Β.Λ. καὶ πράγματι δὲν προσφέρεται ὁ λόγος αὐτὸς γιὰ ποιητικὴ “γυμναστική”. «Σεσημασμένος εἶμαι. Ἔχετε τὰ γραφικά μουἀποτυπώματα/ μπορεῖτε νὰ μὲ ἀναγνωρίσετε, ὄχι ὅμως καὶ νὰ μὲ διαβάσετε οὔτε νὰ μὲ διαβεῖτε»10. Ἡ ἰδιοσυγκρασιακὴ ἀντίσταση τῆς ποίησης τοῦ Λεοντάρη σὲ μιὰδραματικὴ ἐκφόρτιση πρὸς τὰ ἔξω ἑνὸς ζέοντος κόσμου καὶ ἡ ψύχραιμη θέρμη τοῦ λόγου του, στοιχειοθετοῦν ἕνα ξεχωριστὸ ἦθος γραφῆς. Ὑπὲρ τοῦ ἠθικοῦπλεονεκτήματος τῆς ποίησής του, συνηγορεῖ καὶ ἡ διαρκὴς διερώτηση ποὺδιατρέχει ὅλο τὸ σῶμα τῆς γραφῆς του, σχετικὰ μὲ τὸ «δικαίωμα» τοῦ ποιητῆ νὰμιλᾶ, νὰ πιάνει στὸ στόμα του διάφορα θέματα καὶ καταστάσεις. Ὁ δισταγμὸς αὐτὸς δὲν ἀποτελεῖ ἔνδειξη λιποψυχίας, ἀλλὰ ὑπογραμμίζει τὴν ἀπιστία τοῦΛεοντάρη στὴν ἠθικὴ ἀνωτερότητα τοῦ «πνευματικοῦ κόσμου» καὶ στὴδυνατότητα σὲ μιὰ διὰ τοῦ λόγου κάθαρση. Πίσω ἀπὸ κάθε σχεδὸν στίχο τοῦ Β.Λ. διαφαίνεται ἡ πεποίθησή του πὼς ἡ γραφὴ παραεῖναι πεπερασμένη γιὰ νὰχωρέσει τὸ ἄπειρο τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ποίησή του ἀσκεῖ ἕναν προγραμματικὸ ἀναγραμματισμό. Τὸ μέλλον γίνεται «νολλέμ»11. Ἀρθρώνει μιὰ πρόταση ἀνατροπῆς τοῦ χρόνου καὶ τοῦ κόσμου. Δὲνἀποδέχεται τὴ μονοσήμαντη φορὰ τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ ἐντέχνως καλλιεργεῖτὴν ἀντίληψη μιᾶς ἀνάδρομης ἑρμηνείας. Ἐνσπείρει τὴν ἀμφιβολία στὴν παραδεδομένη γνώση. Προκαλεῖ μιὰ χημικὴ ἀντίδραση ἀντίθετης κατεύθυνσης καὶ προσκρούει πάνω στὴν ἀρχικὴ φορὰ τῆς «αὐθόρμητης» κίνησης τῆς συνήθειας. «Πρέπει νὰ κάνεις τὸ ἀντίδρομο ταξίδι/ ὅσα ἔχεις πεῖ νὰ τὰ ξεπεῖς/ κιὅσα ἔζησες νὰ τὰ ξεζήσεις»12. Τὸ σημεῖο συνάντησης τῶν ἀντίρροπων τάσεωνὁριοθετεῖ ἕναν κοινὸ τόπο καὶ σηματοδοτεῖ ἕνα σημεῖο ἰσορροπίας. Ἡφαινομενικὰ ἐπαμφοτερίζουσα στάση τοῦ Λεοντάρη ἀπέναντι στὴν ποίησηἀποτελεῖ μιὰ διαρκῆ σχοινοβασία. Κάθε ἄσκοπη ἢ ἀδέξια κίνηση μπορεῖ νὰἀποβεῖ μοιραία. Ὅμως τί ἄλλο εἶναι ἡ ποίηση πέρα ἀπὸ ἀκρίβεια χιλιοστοῦ τῆς γλώσσας, καθὼς κάθε περιττὴ κίνηση μπορεῖ νὰ συντρίψει τὴ ραχοκοκαλιὰ τοῦλόγου;
Ἔχοντας πρώιμα πεῖ ὅτι «Γιατὶ δὲ θέλω, δὲν μπορῶ, δὲν καταδέχομαι/ ὅσαἔζησα/ τώρα μονάχα ποίηση νά ’ναι»13, εἶχε ἐγκαίρως διαγνώσει πὼς ἡ ποίησηἀποτελεῖ τὸ ἵζημα μιᾶς βιοτικῆς ἐμπειρίας. Τὸ κατακάθι μιᾶς διαδρομῆς, ποὺ ἂν κανεὶς τὸ μελετήσει θὰ προβλέψει τὸ παρελθόν του καὶ θὰ διαβάσει σωστὰ τὰἔγκαιρα λάθη του. Τὰ λάθη, ὅπως καὶ τὰ ποιήματα, ἔχουν σημασία ὅταν εἶναιἔγκαιρα, στὴν ὥρα τους, «ἀλλιῶς ὡραῖα». Μετὰ δὲν ἔχουν νοστιμάδα, μοιάζουν φρόνιμα πάθη. Τὸ ἔγκαιρο καὶ τὸ ἀκριβὲς συναπαρτίζουν μιὰ γοητευτικὴ ἀστοχία, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν γραφή. Ἡ σταθερὴ ἀπόκλιση τῆς γραφῆς ἀπὸ τὸν βίο, ἀποτελεῖ μέτρο τῆς ἰσχύος της, καθὼς ἡ διάσχιση αὐτὴ –ὅλως παραδόξως–ἀποτελεῖ κοινὴ συνιστάμενη βίου καὶ ποιητικῆς μαρτυρίας. «Δὲν ἤθελα χρησμοὺς καὶ ὁράματα, ζητοῦσα/ ἄλλο πιὰ νὰ μὴν παρασταίνεται τὸ δράμα. Νὰ τελεῖται»14.
Ἡ προσφιλὴς τακτικὴ τῆς σύζευξης τῶν ἀντιθέτων σὲ σχήματα ἀνατρεπτικὰ τῶν καθιερωμένων ἐννοιολογικῶν πλεγμάτων, ὅπως π.χ. «παιδικὴ ἀγριότητα»15ὀξύνει τὸ ἀδιέξοδο, ἀποκαλύπτοντας ἐνδεχόμενα ποὺ σὲ μιὰ πρώτη ἀνάγνωση τοῦ βίου μᾶς διέφυγαν. Ἡ ἀποδυνάμωση τῆς ἕως τώρα ὀπτικῆς μας, μᾶς καλεῖνὰ ἀνοίξουμε τὰ μάτια καὶ νὰ βάλουμε τὰ χέρια στὴ φωτιά. Μιὰ ποιητικὴ ἀφήγηση διεκδικεῖ λόγο ὕπαρξης, ὅταν ὠθεῖ τὸν ἀναγνώστη της νὰ συμμετέχει ἐνεργά, νὰἐμπλακεῖ σωματικὰ στὴν ὑπόθεση τῆς ἀναθεώρησης τοῦ κόσμου. Πυρήνας τῆς γραφῆς εἶναι ἡ ἀμφιβολία, ἡ ἀμφισβήτηση κάθε κατεστημένης «γλώσσας» καὶ ἡδημιουργία μιᾶς «ἀντιγλώσσας». Ἡ «ἀντιγλώσσα» αὐτὴ λειτουργεῖ ἀντιστικτικὰκαὶ ἀντιρροπιστικὰ μὲ τὴν καθιερωμένη. Λειτουργεῖ ὡς ἀντίβαρο, διασφαλίζοντας τὴν ἀποτροπὴ μιᾶς ἀνεξέλεγκτης κυριαρχίας τῆς «κοινῆς γλώσσας» καὶπαράλληλα ἀποτρέπει τὴν πλήρη ἀνατροπή της, πράγμα ποὺ θὰ μετέτρεπε τὸν ποιητικὸ λόγο, ἀπὸ παράβαση σὲ κανόνα καὶ συνεπῶς ἀδρανῆ.
Ἡ ποίησή του κυτταρικὰ ἀντιδημοτική, δὲν φτιάχτηκε ἀπὸ ὑλικὰ ποὺ θὰ τῆςἐπέτρεπαν νὰ γίνει σύνθημα σὲ τοῖχο. Φέρει μαζί της μιὰ «ταραχὴ βυθῶν»16, ἕναν κλονισμὸ ποὺ ἀποστρέφεται τὴ στατικότητα καὶ δημιουργεῖ ρωγμὲς στοὺς τοίχους, ὅπου πίσω ἀπὸ αὐτούς, μέσῳ αὐτῶν τῶν ρηγμάτων, ἀποκαλύπτονται τὰ πιὸ ἀπωθημένα πρόσωπά μας, ὅσο κι ἂν θεωρήσαμε πὼς μπορούσαμε νὰ τὰκρύψουμε πίσω ἀπὸ τὸν τοῖχο τῆς ποίησης. Ἡ μορφή μας ἀναδύεται ὡς θραῦσμα, ἕτοιμη νὰ συντρίψει τὸ ἑνιαῖο εἴδωλο μιᾶς αὐταπάτης. Αὐτὴ ἡ ἐγγενὴς τάση του, νὰ δυναμιτίζει τὸ εὔκρατο κλῖμα τῆς ποίησής μας, καθιστᾶ τὸν Β.Λ. συστηματικὸ ὑπονομευτὴ τῆς καθεστηκυίας τάξης τῶν γραμμάτων.
Ὁ ἴδιος ὁ Β.Λ. μίλησε γιὰ τὴ διάστασή του μὲ τὴν ποίηση («στὴ δεύτερη διάστασή του μὲ τὴν ποίηση»)17, ὅμως ἐκεῖνο ποὺ μέτρησε καθοριστικὰ στὸ βίο τουἦταν ὅταν ἀντιλήφθηκε τὴν ὁριστικὴ διάσταση μὲ τὸ μέσα του («ὁριστικὴ πιὰ ἡδιάστασή μου μὲ τὸ μέσα μου»)18. Τότε, ἴσως, θὰ ἦταν ποὺ ἀναζήτησε ἔξω τουἕνα ἀσφαλὲς καταφύγιο καὶ στράφηκε στὴν ποίηση, γνωρίζοντας –ἐκ τῶν προτέρων– τὰ δεσμὰ ποὺ εἶχε ἐπιλέξει. Ἐπέλεξε νὰ συντηρεῖ αὐτὴ τὴ διάσταση,ἀποφεύγοντας τὴν ὁριστικὴ ρήξη, τροφοδοτώντας μιὰ ζωτικὴ ἀντίφαση ποὺσυγκρότησε τὰ θεμέλια ἑνὸς ποιητικοῦ οἰκοδομήματος σὲ μόνιμη ταλάντωση.Ὅμως, πῶς ἀλλιῶς θὰ μποροῦσε νὰ παρακολουθεῖ τὸ ἐκκρεμὲς τῆς ὕπαρξης, παρὰ ἀπὸ μιὰ φύση συγγενική, ὅπως ἡ γραφή, ποὺ θὰ εἶχε τὴν ἰδιότητα τοῦ μετεωρισμοῦ;
Γνωρίζει τὸ εἰδικὸ βάρος τῶν λέξεων καὶ πόσο στενὸ θεραπευτικὸ εὖρος ἔχει ἡποιητικὴ οὐσία. Πόσο εὔκολα ἀπὸ φάρμακο μπορεῖ νὰ γίνει φαρμάκι. Γιὰ αὐτὸ καὶχρησιμοποιεῖ ζυγαριὰ ἀκριβείας, ὅμως συχνὰ γίνεται τοξικός, καθὼς τὰ ἐπίπεδαἀλήθειας καὶ ἀπογύμνωσης ὑπερβαίνουν τὶς ἀνθρώπινες ἀντοχές. Προκαλεῖ μιὰδιαρκῆ ναυτία, καθὼς πολλοὶ ἀναπτύσσουν δυσανεξία στὴν ὑπαρκτὴπραγματικότητα. Μακριὰ ἀπὸ γιατροσόφια ποὺ ὑπόσχονται ἀνώδυνη λύτρωση ἢπλήρη ἴαση, κάθε δραστικὸ φάρμακο φέρει καὶ παρενέργειες, ποὺ συχνὰ εἶναι καὶ αἰτίες διακοπῆς τῆς ἀγωγῆς. Παραδόξως ὅμως, τὸ ἴδιο τὸ δηλητήριο τοῦλόγου τοῦ Λεοντάρη ἀποτελεῖ καὶ τὸ ἀντίδοτό του, ἀφοῦ ἐπενεργεῖ ὡς καθαρτήριο πῦρ μιᾶς ἐν ὑπνώσει συνείδησης.
Ἡ δυναμικὴ ἰσορροπία μεταξὺ δύο φαινομενικῶν ἄκρων ποὺ –ἐν τέλει– δὲνἀπέχουν πολὺ μεταξύ τους κατέχει ἀξονικὴ θέση στὸ ἔργο του. Διαρκῶς χαρτογραφεῖ τὸν ἐλάχιστο χῶρο μεταξὺ δυὸ βεβαιοτήτων. Ἡ γκρίζα αὐτὴ ζώνηἀποτελεῖ γόνιμο ἔδαφος γιὰ τὴ σπορὰ τῶν ξυραφιῶν τῆς ἀμφισβήτησης. Τὰξυράφια, λάμψη μαζὶ καὶ ἀπειλή, στέκονται ἐκεῖ, γιὰ ὅσους θελήσουν νὰδιανύσουν μὲ «ἐλαφρὰ πηδηματάκια» τὸ περιθώριο τῶν σελίδων. «Τὸ περιθώριο δὲ μὲ ἔσωσε/ γκρεμίστηκα ἔξω ἀπ’ τὶς σελίδες»19.
Τὸ διαρκὲς σφυροκόπημά του στὸν ποιητικὸ λόγο, ἐν τέλει σφυρηλατεῖ τὸμέταλλο τῆς γλώσσας χαρίζοντας ἕνα σχῆμα στὴν ἀγωνία τῆς ὕπαρξης. Ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ λόγου τὸ περιττὸ καὶ πλαδαρὸ καὶ διαμορφώνει ἕνα «σχῆμα λόγου» δραστικὸ καὶ ἀποτελεσματικό, κατάλληλο γιὰ μάχες σῶμα μὲσῶμα. Ἡ ποίηση τοῦ Λεοντάρη «συναισθηματικὰ ἔνοπλη»20 ὅπως εὔστοχα ἔχειἐπισημάνει ὁ Λυκιαρδόπουλος, διεκδικεῖ μέχρις ἐσχάτων τὴ δική της ἐπικράτεια,ἔστω κι ἂν βρίσκεται συχνὰ μεταξὺ διασταυρούμενων πυρῶν.
Ὁ λόγος του στιγματίζει ἀνεξίτηλα τὴν ἑλληνικὴ ποίηση. Οἱ νέες γενιὲς δὲν μποροῦν νὰ ἀγνοήσουν αὐτὴ τὴν κληρονομικὴ ἐπιβάρυνση, αὐτὸ τὸ «κουσούρι» ποὺ ἐγκαταλείπει στὸν ἄλλοτε ἀρτιμελῆ λόγο ὁ Λεοντάρης, κι ἂν αὐτὸ συμβεῖ, τότεἔχουν ἁπλῶς πάρει τὶς θέσεις τους στὶς ἀναπαυτικὲς πολυθρόνες φιλολογικῶν κοιμητηρίων, χαρούμενες ποὺ βγῆκαν σῶες καὶ ἀβλαβεῖς ἀπὸ τὴν περιπέτεια τοῦβίου. Ἡ οὐλὴ ποὺ χαράζει στὸ σῶμα τῆς ἑλληνικῆς ποίησης δὲν ἀποκαθίσταται μὲ κανενὸς εἴδους αἰσθητικὲς ἐπεμβάσεις, καθὼς μένει ἐκεῖ ἀψευδὴς μαρτυρία μιᾶς ποίησης ποὺ ἀρνήθηκε νὰ ὑποστεῖ μιὰ προσαρμογὴ στὰ αἰσθητικὰ πρότυπα τῶν καιρῶν.
Τὸ στίγμα τοῦ Λεοντάρη, μὲ πυρωμένο σίδερο καμωμένο, ὁρίζει τὶς ἀκριβεῖς συντεταγμένες ἑνὸς ποιητικοῦ τόπου παραμεθόριου, ἔκκεντρου, στὰ σύνορα τῆςἑλληνικῆς γλώσσας. Ἐκεῖ ὅπου τέμνεται ἡ γλώσσα τοῦ μετανάστη καὶ τοῦπρόσφυγα (ἡ κατεξοχὴν γλώσσα τῆς ποίησης κατὰ τὸν Λεοντάρη)21 καὶ τοῦἀκρίτα (ποὺ ἀμύνθηκε ὑπὲρ μιᾶς «μητριᾶς» πατρίδας), καὶ ποὺ διάλεξε, ἑκὼν ἢἄκων, ἕναν τόπο ἰδιότυπης «τιμητικῆς» ἐξορίας. Ὑβρίδιο μιᾶς γλώσσας σὲκατάσταση διαρκοῦς ἔκτακτης ἀνάγκης καὶ μιᾶς λαλιᾶς ποὺ ἔχει τὴν «πολυτέλεια» νὰ φέρει ὡς τιμαλφῆ τὶς διαδοχικὲς διαστρωματώσεις τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου. Εἶναι μὲ ὅρους γεωγραφικοὺς ὁ Λεοντάρης, τὸ Φαρμακονήσι τῆς ἑλληνικῆς ποίησης. Τόπος ὅπου ὁ Ἱπποκράτης συνέλεγε πολύτιμα βότανα κατὰ τὴν παράδοση. Τὸ νησάκι αὐτό, βραχονησίδα, βρίσκεται στὰ νότια τῆς νήσου Σάμουἀπ’ ὅπου ἕλκει τὴν καταγωγή του ὁ ποιητής. Στὸ βραχῶδες ἀνάγλυφο τῆς ποίησής του ξεφυτρώνουν orphan drugs, φάρμακα ποὺ προορίζονται γιὰ τὴθεραπεία σπανίων νοσημάτων καὶ ἀνθρωπογεωγραφεῖται ἡ ἔρημος. Ἡ θητεία στὰ σύνορα συνήθως ἀποφεύγεται μὲ κάθε τρόπο. Ὅμως ἐκεῖ, χαράζεται τὸ ὅριο τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου, ἀρχὴ καὶ τέλος μαζί.
Ἡ παρουσία τοῦ Λεοντάρη ἀναδιατάσσει τὸν λογοτεχνικὸ χάρτη, καθὼς μετατοπίζει βίαια τὸ κέντρο βάρους τῆς ἑλληνικῆς ποίησης. Στρεβλώνει τὸνἰσχύοντα ἄξονα περιστροφῆς καὶ καθιστᾶ τὸ «ἔκκεντρο» σημεῖο ἀναφορᾶς. «Τὸκέντρο διαρκῶς διαστέλλεται/ Ἔτσι ὅλους μᾶς ἐγκλείει καὶ μᾶς ἀποκλείει/ κι ὅλαἔτσι ἀποκτοῦν ὑπόσταση μόνο καθὼς ἀπομακρύνονται κι ἀραιώνουν/ ψυχὲς καὶσώματα ἐξαχνωμένα»22. Ἐπιβάλλει τοὺς δικούς του ὅρους σὲ ἕνα παιχνίδιἐξαρχῆς χαμένο, κερδίζοντας μιὰ ἧττα στὰ σημεῖα. Ὅσοι βιαστοῦν νὰπαρακάμψουν τὸν σκόπελο αὐτό, θὰ ἀξιωθοῦν τὸν τίτλο τοῦ ποιητῆ τοῦ γλυκοῦνεροῦ, γιατὶ ἀλίμονο ἂν ἀκόμη ἀποζητοῦμε τὴ βολή μας. Μιὰ ποίηση ποὺξεβολεύει, ἕνας λόγος ἐνοχλητικός, δὲν ἀποφεύγεται μὲ ἐπιδέξιες μανοῦβρες ἢμὲ κερὶ στὰ αὐτιά. Σὲ αὐτὴ τὴ βραχονησίδα θὰ βροῦν καταφύγιο οἱ ἀπελπισμένοι τῆς γραφῆς καὶ θὰ συντριβοῦν οἱ ταξιδιῶτες τῆς πρώτης θέσης.
Ὁ Λεοντάρης ἀποφάσισε νὰ παίξει κορῶνα-γράμματα τὸ κεφάλι του στὰ γράμματα. Ἔριξε τὸ κέρμα (ὀβολὸς) στὸν ἀέρα, ἀλλὰ δὲν ἄφησε τὴ μοίρα ἢ τὴν τύχη νὰδιαλέξει. Πείραξε τὸ κέρμα καὶ ἔβαλε τὸ χέρι του ὥστε αὐτὸ νὰ μὴν «καθίσει» οὔτε πρὸς τὴν πλευρὰ τῶν γραμμάτων (καταπλακώνοντας τὸ κεφάλι, τὸ πρόσωπο τοῦ ποιητῆ), ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ «κάτσει» στὴ μεριὰ τῆς μορφῆς τοῦ δημιουργοῦ(ἀκυρώνοντας τὰ γράμματα). Ἔθεσε ἕναν ἀνέφικτο –ἐνδεχομένως– στόχο, νὰκατορθώσει νὰ κρατήσει τὸ νόμισμα ποὺ ἔχει πάντα δυὸ ὄψεις, ὄρθιο μετὰ τὴρίψη του, νὰ τὸ ἰσορροπήσει στὴν ἐλάχιστη φλοῦδα ὕλης ποὺ ἐπιτρέπει νὰφανερώνονται καὶ οἱ δυὸ πλευρές του. Τὸ θρίλερ αὐτὸ ἐκτυλίσσεται ἐρήμην τῶν θεατῶν καὶ ἡ κατάληξή του παραμένει ἐκκρεμής. «Ἂς μὲ ὀνειδίσουν/ ὅσοι προσβλέπουν στὸ ἀποτέλεσμα/ σ’ αὐτὸ τὸ ἀπόβλητο τοῦ τέλους ποὺ ρυπαίνει τὰἱερά/ Ἂς μὲ ἀκυρώσουν οἱ κριτὲς στοὺς πίνακές τους»23.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βύρων Λεοντάρης: Ἑνότητα ΣΤΙΧΟΜΑΝΤΕIA, στὴ συλλογὴ Ἐν γῇ ἁλμυρᾶ, ἐκδόσειςἜρασμος 1996, σελ. 51. — 2. Β.Λ.: «Ἱωσήφ, Βουλευτὴς Ἀριμαθαῖας ΙΙΙ», στὴ συλλογὴΨυχοστασία, ἐκδόσεις Προτάσεις 1972, τώρα στὴ συγκεντρωτικὴ ἔκδοση Ψυχοστασία (Ποιήματα 1949-1976), ἐκδόσεις Ὕψιλον 1983, σελ. 194. — 3. Β.Λ.: «Ἕναςἀποφυλακισμένος τὸν Δεκέμβρη ΙΙ», στὴ συλλογὴ Κρύπτη, ἰδιωτικὴ ἔκδοση 1968, τώρα στὴ συγκεντρωτικὴ ἔκδοση Ψυχοστασία ὅ.π., σελ. 165. — 4. Β.Λ.: Ἐκ περάτων VΙ, στὴσυλλογὴ Ἐκ περάτων, ἐκδόσεις Ὕψιλον 1986, σελ. 25. — 5. Β.Λ.: «Ἀνασύνδεση VIII», στὴ συλλογὴ Ἀνασύνδεση, ἰδιωτικὴ ἔκδοση Ὕψιλον, τώρα στὴ συγκεντρωτικὴ ἔκδοσηΨυχοστασία ὅ.π., σελ. 150. — 6. Β.Λ.: Μόνον διὰ τῆς λύπης… ΙΙ, στὴ συλλογὴ Μόνον διὰτῆς λύπης…, ἐκδόσεις Σημειώσεις 1976, τώρα στὴ συγκεντρωτικὴ ἔκδοση Ψυχοστασία,ὅ.π., σελ. 214. — 7. Β.Λ.: «Ἄνθρωποι», ἀπὸ τὴν ἑνότητα ΠΑΛΑΙΟΙ ΚΗΠΟΙ, στὴ συλλογὴΓενικὴ Αἴσθηση, ἰδιωτικὴ ἔκδοση 1954, τώρα στὴ συγκεντρωτικὴ ἔκδοση Ψυχοστασίαὅ.π., σελ. 9. — 8. B.Λ.: Ἐκ περάτων V, στὴ συλλογὴ Ἐκ περάτων ὅ.π., σελ. 22. — 9. Β.Λ.: «Αἰχμαλωσία V», στὴ συλλογὴ Ἡ Ὁμίχλη τοῦ Μεσημεριοῦ, ἰδιωτικὴ ἔκδοση 1959, τώρα στὴ συγκεντρωτικὴ ἔκδοση Ψυχοστασία ὅ.π., σελ. 124. — 10. Β.Λ.: Ἑνότητα Ἐκτός, στὴ συλλογὴ Ἕως…, ἐκδόσεις Νεφέλη 2003, σελ. 19. — 11. Β.Λ.: Μόνον διὰ τῆς λύπης… VII, στὴ συλλογὴ Μόνον διὰ τῆς λύπης…, τώρα στὴ συγκεντρωτικὴ ἔκδοσηΨυχοστασία ὅ.π., σελ. 219. — 12. Β.Λ.: Ἐκ περάτων IV, στὴ συλλογὴ Ἐκ Περάτων ὅ.π., σελ. 15. — 13. Β.Λ.: «Νυχτερινὰ V», στὴ συλλογὴ Ἡ Ὁμίχλη τοῦ Μεσημεριοῦ, τώρα στὴσυγκεντρωτικὴ ἔκδοση Ψυχοστασία, ὅ.π., σελ. 126. — 14. Β.Λ.: Ἑνότητα Ἐκτός, στὴσυλλογὴ Ἕως… ὅ.π., σελ. 21. — 15. Β.Λ.: Ἀπὸ τὴ φράση «μέρες τῆς παιδικῆςἀγριότητας», Ἐκ περάτων Χ, στὴ συλλογὴ Ἐκ περάτων ὅ.π., σελ. 33. — 16. Β.Λ.: «Αἰχμαλωσία V», στὴ συλλογὴ Ἡ Ὁμίχλη τοῦ Μεσημεριοῦ, τώρα στὴ συγκεντρωτικὴἔκδοση Ψυχοστασία, ὅ.π. σελ. 123. — 17. Β.Λ.: «Αἵνιγμα IV», στὴ συλλογὴ Ψυχοστασία, τώρα στὴ συγκεντρωτικὴ ἔκδοση Ψυχοστασία ὅ.π., σελ. 203. — 18. Β.Λ.: ἙνότηταΣΤΙΧΟΜΑΝΤΕΙΑ, στὴ συλλογὴ Ἐν γῇ ἁλμυρᾷ, ὅ.π., σελ. 48. — 19. Β.Λ.: ἙνότηταΣΤΙΧΟΜΑΝΤΕΙΑ, στὴ συλλογὴ Ἐν γῇ ἁλμυρᾷ, ὅ.π., σελ. 51. — 20. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος: Ἀπὸ τὴ φράση «…ἔκφραση ἑνὸς κόσμου ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ στέκειἀκόμα συναισθηματικὰ ἔνοπλος…», στὸ κείμενο «Ἡ Ποίηση τοῦ Β. Λεοντάρη, Σχέδιο γιὰμιὰ ἀναδρομή», στὴν συγκεντρωτικὴ ἔκδοση δοκιμίων τοῦ Β.Λ. Ἀναφορές, ἐκδόσειςἜρασμος 1979, σελ. 65. — 21. Β.Λ.: Ἀπὸ τὴ φράση «Δὲν ὑπάρχει ἄλλο γλωσσικὸ ἰδίωμα γιὰ τὴν ἑλληνικὴ ποίηση, παρὰ ἡ γλώσσα τοῦ πρόσφυγα, τοῦ μετανάστη, τοῦ ἐξόριστου, τῆς διασπορᾶς, ἡ γλώσσα τοῦ Ἕλληνα σὲ συνεχῆ κατάσταση ἀνάγκης», στὸ κείμενοΘέσεις γιὰ τὸν Καρυωτάκη, στὴ συγκεντρωτικὴ ἔκδοση δοκιμίων τοῦ Β.Λ. Κείμενα γιὰτὴν Ποίηση, ἐκδόσεις Νεφέλη 2001, σελ. 23. — 22. Β.Λ.: Ἑνότητα ΕΚΤΟΣ, στὴ συλλογὴἝως…, ὅ.π., σελ. 10. — 23. Β.Λ.: Ἑνότητα Ἐκτός, στὴ συλλογὴ Ἕως…, ὅ.π., σελ. 27.
http://periodikokoukoutsi.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου