ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ
Η νήπια ματιά τού αφηγητή
Αγαπητοί φίλοι, Θα ήθελα να μιλήσω απόψε για το έργο του Μένη Κουμανταρέα όχι με τον τρόπο που θα το έκανε, ίσως, κάποιος θεωρητικός της λογοτεχνίας. Αλλά, με τη ματιά του αναγνώστη που ανοίγει χρόνια μετά, ένα συρτάρι με παλιές φωτογραφίες κι ανακαλεί στη μνήμη του μορφές της μυθιστορίας και πρόσωπα λησμονημένα• γεγονότα της ζωής τους, χώρους και περιβάλλοντα που κάποτε υπήρξαν.
Μ’ αυτόν τον τρόπο επιθυμώ να ξαναφέρω στο μυαλό μου τις λογοτεχνικές περσόνες που ο συγγραφέας ανοίγοντας διάπλατα τις πόρτες τής μυθοπλασίας με ξενάγησε στον κόσμο τους: σε τόπους, σε καταστάσεις και αισθήματα• όπου, με περιέργεια παρακολούθησα τις σχέσεις τους, τις αγωνίες τους, τα πάθη και τους έρωτές τους. Κι ακολουθώντας τις σκοτεινές τους διαδρομές, μπήκα ως τα βάθη της ψυχής και του μυαλού τους.
Και ενώ, έχω λησμονήσει πια τα ονόματά των ηρώων και των ηρωίδων του - ακόμα, ακόμα και την ίδια τους την ύπαρξη -, όμως το πέρασμά τους από τη δική μου τη ζωή, η δράση τους κι οι αντιλήψεις τους, μέρες μακρόσυρτες μέσα σε μίζερα λογιστικά γραφεία και σχέσεις που δεν βγάζουν πουθενά, έχουν αφήσει πάνω μου τα ίχνη τους. Προπάντων η ατμόσφαιρα και το συγκεκριμένο ύφος τους: άλλοτε χαλαρό κι άλλοτε εναγώνιο, συγκρατημένο ή απόμακρο, και κάποτε παράτολμο, μα πάντοτε αληθινό, έχει εμποτίσει τη συνείδησή μου.
Η κ. Κούλα, ο Μπίλης, ο Κουρέας του, ο Ωραίος λοχαγός, η μυστήρια Συμμορία της άρπας, ένας πλανόδιος σαλπιγκτής, ο Νώε ή το μαύρο σκυλί της Πάτρας. Αφομοιωμένοι όλοι τους ως ύλη βιωματική, έχουν ενσωματωθεί εντός μου κι έχουν γίνει ένα ενιαίο σύνολο μαζί μου: μια αξεδιάλυτη ύλη εμπειριών και βιωμάτων. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους ήρωες της πραγματικής ζωής: πρόσωπα λησμονημένα (η μορφή τους ξεχασμένη εντελώς) αλλά που η αίσθησή τους παραμένει ακόμα ζωντανή.
Αυτό δεν είναι άλλωστε ο απώτερος σκοπός του συγγραφέα; Να κάνει τους αναγνώστες του να δουν τον κόσμο μέσα απ’ τα δικά του μάτια, και να βιώσουν μιαν άλλη - τη δική του - οπτική των πραγμάτων.
Τα στοιχεία που εντυπώθηκαν λοιπόν στη μνήμη μου από τον έργο του Μένη Κουμανταρέα έχουν να κάνουν
~με τους αδρούς χαρακτήρες και τη στιβαρότητα που αναδύεται από το λόγο τους
~με την ατμόσφαιρα των σκηνικών του,
~με την πανοραμική καταγραφή μιας αστικής κοινωνίας, και τέλος
~με το μυστήριο ενός τριπρόσωπου αφηγητή που βρίσκεται πίσω απ’ όλα αυτά.
Αυτά με προσείλκυσαν στη γραφή του. Αυτά ακριβώς αποτελούν και τους άξονες γύρω από τους οποίους θα περιστραφεί η εισήγησή μου για τον συγγραφέα που τιμάμε απόψε.
Με τρόπο λεπτό και από τη δέουσα απόσταση χτίζει τις λογοτεχνικές περσόνες του. Η διεισδυτική του ματιά έχει πάντα τα όριά της. Γι’ αυτό και συνυπάρχουν με μέτρο,
~η ψυχογραφία των ηρώων (αλλά και ο σεβασμός στην αυτονομία τους),
~η απόδοση τής λεπτομέρειας (και συγχρόνως η διακριτικότητα στην καταγραφή της).
Η ευθύβολη ματιά του αφηγητή - είτε περίοπτη, είτε εστιασμένη στις μικρολεπτομέρειες -, τού επιτρέπει να διεισδύει από απόσταση στους χαρακτήρες του. Αλλά, και να ιχνηλατεί το κοινωνικό τους στίγμα. Οι μυρωδιές, οι ήχοι, τα βλέμματα τον παρασέρνουν. Γίνονται αφορμές πολλές φορές για το πλάσιμο του μύθου, για το χτίσιμο των χαρακτήρων του• ή, μπορεί να οδηγήσουν την πλοκή σε μονοπάτια και σε δρόμους άλλους. Το έλασσον της ζωής, η ουσιαστική της λεπτομέρεια ανασύρεται και ανάγεται σε κύριο θέμα.
(Μια φλέβα λ.χ. του χεριού τους, ο τρόπος που ανιχνευτικά ακουμπούν τα πόδια τους δυο άγνωστα - προς το παρόν - κορμιά και σε λίγο παθιασμένοι εραστές, μπορούν να συνιστούν μέρος της προσωπικότητάς τους, αλλά και στοιχεία δηλωτικά της ταξικής τους προέλευσης. Αρκεί, κάποιες φορές, ένας υπαινιγμός και μόνο, μια μονολεκτική περιγραφή τού τρόπου που ο ήρωας τινάζει τα μαλλιά του «περήφανα» ή «με νεύρο», για να δηλωθούν, έτσι, οι εσωτερικές διεργασίες, σκέψεις του ήρωα ή συναισθήματα που αν και παραμένουν ανείπωτα, όμως εξαιτίας τού ελάχιστου αυτού υπαινιγμού, γίνονται ήδη αντιληπτά. Ο αναγνώστης έχει σχηματίσει την πλήρη εικόνα του προσώπου: Ευκρινώς).
Και ενώ, το αποστασιοποιημένο – όπως είπα παραπάνω - βλέμμα τού αφηγητή θα μπορούσε να οδηγήσει στην εγκεφαλική καταγραφή, ίσως ψυχρή κι αδιάφορη, όμως μια αθωότητα (πώς να την πω αλλιώς;) αθωότητα παράδοξα παιδική, ως προς τον τρόπο που αυτός βλέπει τα πράγματα, μια νήπια ματιά που πέφτει φυσική και αβίαστη, χωρίς επίγνωση θαρρείς της φυσικότητάς της, ανεβάζει τη θερμοκρασία τού κειμένου και, εξασφαλίζοντας το κατάλληλο συναισθηματικό υπόβαθρο, κάνει τη λιτή γλώσσα να λειτουργεί με τον πλέον δραστικό τρόπο. Αυτό πιστεύω πως είναι το ιδιαίτερο γνώρισμα στο έργο του Μένη Κουμανταρέα. Αυτό το χαρακτηριστικό συμβάλλει καθοριστικά στη δημιουργία του ύφους του.
Είχα πάντα δηλαδή την εντύπωση ότι στο βάθος των ηρώων του, ακόμα και στην πλέον σκοτεινή πλευρά τους, υπήρχε ένα παιδί που παρακολουθούσε θαυμαστικά τον κόσμο. Που έβλεπε με καθαρή και έντιμη ματιά. Και με άλλη τόση ενάργεια περιέγραφε τα πράγματα. Ήταν ο συγγραφέας; Μόνον ο αφηγητής του; Ποιός να ξέρει.
Πάντως, από τα πρώτα κιόλας διαβάσματα των έργων του διέκρινα στο ρόλο τού αφηγητή το παιδί που πίσω απ’ τα περίτεχνα κάγκελα του «μπαλκονιού» του, σαν από θεωρείο στημένο στην πρόσοψη ενός μεγαλοαστικού σπιτιού, έβλεπε με λαχτάρα τα άλλα παιδιά να παίζουν στην πλατεία. Να χτυπιούνται, να κάνουνε παρέες και να ζουν. Κι αυτό συμμετείχε νοερά. Σαν θεατής. Από μακριά και μόνος...
Έκτοτε, έχω την εντύπωση ότι ο συγγραφέας εξακολουθεί να παραμένει ένα παιδί – ακόμα και στα πιο σύνθετα, στα πιο ώριμα έργα του. Γιατί καθώς μεγάλωνε κι ανοιγότανε στον κόσμο, εντούτοις έμενε μέσα του έφηβος που έζησε από μακριά φίλους παιδικούς, δεν τους άγγιξε σχεδόν ποτέ, δε μάτωσε μύτες-γόνατα παλεύοντας ή παίζοντας μαζί τους στις αλάνες. Αν και θα το ήθελε πολύ : να συγχρωτιστεί μ’ εκείνους, να μαλώσει, να τον δείρουνε και να τους δείρει. Κι ύστερα, ας φιλιώσουνε.
Απ’ αυτή τη θέση ο συγγραφέας, ώριμος πια, περιγράφει όλα τα χαμίνια του, τα κλεφτρόνια, τους μπαγαπόντηδες• εννοώ, τους λαϊκούς του ήρωες και τους ανθρώπους του περιθωρίου. Διατηρώντας πάντα το αχνό χαμόγελο, το δίχως φθόνο βλέμμα, τη συμπαθητική ματιά εκείνου του παιδιού: Που μέσα του έχουν αποτυπωθεί επιθυμίες ανεκπλήρωτες. Ίσως γι’ αυτό, τα έργα του τα διαποτίζει μια υποδόρια θλίψη, τα διατρέχει μια επιθυμία ανεκπλήρωτη. (Ή μήπως τάχατες μόνον εγώ τα βλέπω όλα αυτά;).
Ο Μένης ισορροπεί βαδίζοντας ανάμεσα σε δύο κόσμους: Από τη μια μεριά, η αστική του κοινωνία, η αστική καταγωγή - που δεν την απαρνήθηκε ποτέ αλλά και ποτέ δεν ταυτίστηκε μαζί της. Κι απ’ την άλλη, ένας κόσμος λαϊκός (που μολονότι ο αστός αφηγητής τού αφιέρωσε τον θαυμασμό του) όμως, μέρος του δεν έγινε ποτέ. Μπαινόβγαινε με άνεση στο περιβάλλον και τα στέκια τους, κι ωστόσο ουδέποτε ενσωματώθηκε ο ίδιος μέσα σ’ αυτό το χώρο.
Παρόλα αυτά, η παιδική εκείνη έκπληξη για τα πράγματα τριγύρω, η αμήχανη στάση του μπροστά στην παράξενη ομορφιά του κόσμου δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Μάλλον αυτό είναι το μυστικό της ζωντανής γραφής του, αλλά και ο λόγος που το ενδιαφέρον τού κοινού για τα βιβλία του παραμένει αδιάπτωτο: Η ειλικρίνεια και η αυθεντικότητά του - αυτό.
Στα παραπάνω στοιχεία πρέπει να προστεθεί το χιούμορ, ο σαρκασμός κι ο αυτοσαρκασμός του. Που, με τον καιρό, όσο εδραιώνονταν η φήμη του ως συγγραφέα (νωρίς, νωρίς - ευτυχώς, για το ύφος του) τόσο περισσότερο αναδεικνύονταν στο έργο του. Απόρροια της πείρας που συσσωρεύει στον άνθρωπο η σοφία της ζωής. Αλλά και που προσδίδει στη συγγραφική ματιά η αποδοχή από τους άλλους.
Θέλω να αναφερθώ, τώρα, για λίγο στο κοινωνικό του στίγμα, στην ατμόσφαιρα των έργων του. Την αναδυόμενη από τους τόπους και τα σκηνικά του, αλλά και τα εσωτερικά ανθρώπινα τοπία, τις αντιθέσεις προπαντός ανάμεσα στην αστική κοινωνία και στους ανθρώπους λαϊκής καταγωγής.
Η αντιπαραβολή των αντιλήψεων, της νοοτροπίας τους, της ψυχολογίας των δύο αυτών κόσμων αποτέλεσαν (για μένα οπωσδήποτε, αλλά πιστεύω και για το σύνολο των αναγνωστών του) έναν ισχυρό πόλο έλξης.
Στον διαφαινόμενο τότε μετασχηματισμό της κοινωνίας της δεκαετίας του’60, και πολύ περισσότερο στη δεκαετία του ’70, η θεματική του Κουμανταρέα κατέγραφε τις κοινωνικές αλλαγές, αποτύπωνε τον παλμό της εποχής, αποσαφήνιζε τις καταστάσεις, ερμήνευε σαν σε πανόραμα τις εκφάνσεις της μεσοαστικής κοινωνίας.
Κυρίως όμως, έβγαζε στο προσκήνιο τη φθορά του αστικού κόσμου, την κοσμοαντίληψη, τις μύχιες σκέψεις τους. Φωτογράφιζε με κάθε λεπτομέρεια έναν κόσμο που μετεξελισσότανε ραγδαία, αλλοιωνόταν η φυσιογνωμία του και που σε λίγο έμελλε να αλωθεί πλήρως από την οικονομική και κοινωνική άνοδο της λαϊκής τάξης. Η οποία από τα μέσα του ’70 και μετά θα έπαιζε ρόλο πρωταγωνιστικό στον μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας ως κύριος φορέας πολιτικών αλλαγών.
Ο Κουμανταρέας έδωσε σ’ αυτούς τους ανθρώπους εξαρχής ρόλο πρωταγωνιστικό, δίπλα στη φθίνουσα αστική κοινωνία. Χωρίς να κινείται ιδιαίτερα, πιστεύω, από καμία πολιτική σκοπιμότητα παρεκτός την ιδεολογική του στράτευση –νομίζω — σε μιαν ουμανιστική αντίληψη, μια πίστη σταθερή στα δικαιώματα και τις ελευθερίες των ανθρώπων. Πέρα από τάξεις, ή οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια.
Και ο τρόπος του δεν έμοιαζε ούτε με τον τρόπο του Ιωάννου, ούτε με τον τρόπο του Ταχτσή (η πολύ ενδιαφέρουσα λογοτεχνική περσόνα του Ιωάννου, πρωτότυπη και εντελώς πρωτοποριακή, ήταν κλεισμένη στον εσωτερικό της κόσμο, διαλεγόμενη με τον εαυτό της, ενώ οι μικροαστοί ήρωες του Ταχτσή – βγαλμένοι από μιαν ηθογραφία φρέσκια κι ολοζώντανη, παρέμεναν ωστόσο στον περιορισμένο χώρο της λαϊκής τους συνοικίας. Δεν πήγαιναν πιο πέρα• εννοώ τον ταξικό τους χώρο κι όχι την μεγάλη, αντιθέτως, λογοτεχνική αξία τους).
Ο Κουμανταρέας έκανε κάτι διαφορετικό: κατέγραψε τον αστικό κόσμο αλλά και παρεισέφρησε στις λαϊκές γειτονιές. Έφερε σε επικοινωνία τη λαϊκή τάξη με την αστική κοινωνία. Και μέσα από τη σύγκριση των δύο κόσμων ο αναγνώστης έβγαζε συμπεράσματα, χωρίς να καθοδηγείται ασφυκτικά από κάποιον παντογνώστη αφηγητή. Ανάδειξε εύστοχα τα θέματά του στοχεύοντας όχι στο θυμικό του αναγνώστη του κυρίως, αλλά στη λογική του. Και χρησιμοποιώντας ευρυγώνιους φακούς ανέπτυξε τα σκηνικά του, ξανοίχτηκε σε πανοραμικά τοπία, σε κοινωνικές ομάδες και θεματικές, και έδωσε τοιχογραφίες της εποχής, πληρέστερες και ολοκληρωμένες.
Αυτά με βρήκαν έτοιμο να τα παρακολουθήσω. Κι ήμουν περίεργος να ακούσω και να δω. Γιατί τον έναν κόσμο (τον λαϊκό) τον ήξερα καλά, τον άλλον όμως τον αγνοούσα πλήρως. Ο Κουμανταρέας με συμπαρέσυρε στο λογοτεχνικό του σύμπαν, και με έμπασε στο σκηνικό του, μέσα από τη γλώσσα του.
Το σημείο όπου συναντιόντουσαν οι δύο κόσμοι του ήταν ακριβώς το γλωσσικό τους ιδίωμα.Μια γλώσσα τολμηρή και πειστική που τραβά την περιέργεια του αναγνώστη, κάμπτει τις αμφιβολίες και, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη, πείθει για την ειλικρίνεια των προθέσεων του συγγραφέα. Παρατηρείστε, π. χ. με ποιο τρόπο παρεισφρέει ο ένας κόσμος μες στον άλλο.
Φτάνει μια λέξη για να μετακομίσει η ηρωίδα του από τον καθωσπρεπισμό της αστικής κοινωνίας στον παρορμητισμό τής λαϊκής γυναίκας με τις ασυγκράτητες επιθυμίες, τα αχαλίνωτα πάθη. Λέει η αστή ηρωίδα στον λαϊκό εραστή της
~ «…κατά βάθος, σε βλάπτω …» (του λέει χρησιμοποιώντας το ρήμα στον καθαρεύοντα τύπο του)
~« εγώ σε βλάφτω,» της απαντάει ο λαϊκός Μίμης. Καμία άλλη νύξη. Τα όρια της γλώσσας τους καθορίζουν και τα όρια του κόσμου τους, όπως θα έλεγε ο ποιητής.
Κι ακόμα: Οι αστικές φιγούρες δίνονται με μια γλώσσα προσεγμένη, που ταιριάζει στα μέτρα τους (π. χ. «περιποιημένη στην τρίχα» ή «μ’ ένα σκούρο ταγεράκι»). Άλλωστε, η πιο αντιπροσωπευτική απ’ όλες: «η Κούλα» της ομώνυμης νουβέλας, είναι μια «Κυρία». Ούτε που θα το διανοήθηκε, φαντάζομαι, ο συγγραφέας, αλλά κι ο αναγνώστης θα δυσανασχετούσε αν ξαφνικά την αποκαλούσε με το ανάρμοστο για μιαν αστή προσωνύμιο: «Κυρά Κούλα». Ενώ ο Μίμης, λαϊκής καταγωγής, το πρώτο που ζητάει από την συνομιλήτρια είναι να του μιλάει στον ενικό. Γιατί – εξηγεί ο αφηγητής - : «του ερχόταν δύσκολο να κρατάει τους τύπους». Ιδού η σύγκριση των δύο κόσμων και η τεράστια, ανάμεσά τους, διαφορά.
Τελειώνοντας, ο Μένης Κουμανταρέας, φαίνεται ότι αντλεί από το αστικό του περιβάλλον δύο πολύτιμα στοιχεία:
Πρώτον, την ευρύτητα ενός χώρου βιωμένου (ενώ από τον λαϊκό κόσμο, το βάθος του μυστηριώδους γι’ αυτόν ανθρώπινου τοπίου). Και ενώ στον αστικό του κόσμο στιγματίζει τις αλλοτριωμένες σχέσεις, την αποξένωση των ανθρώπων και την ανούσια συμβίωση, στους λαϊκούς ανθρώπους φαίνεται να τον συγκινεί η ψυχική τους δύναμη (αλλά και η ανεπίγνωστη ομορφιά τους, όταν αυτή συμβαίνει να είναι αυθεντική).
Το δεύτερο πολύτιμο στοιχείο αφορά το αργό ξετύλιγμα της αφήγησης. Έχει να κάνει δηλαδή με τη βραδύτητα του χρόνου. Με την ηρεμία τού τίποτα, μιας καθημερινής συνήθειας, με την αίσθηση ότι η ζωή περνάει στα χαμένα, και που συνέχεια ελλοχεύει η απειλή της σήψης, ο κίνδυνος να λιώσουν όλα ξαφνικά ή να τιναχτούν από κάποια απροσδόκητη αιτία στον αέρα με τον πιο εκκωφαντικό θόρυβο.
Κυρίες και κύριοι, αν οι ραγδαίες εξελίξεις έχουν απωθήσει τόσο πολύ από τη μνήμη μας τις κοντινές μας εποχές ώστε να μοιάζουνε απόμακρες, όμως πολλά από τα χρώματα, τα βλέμματα, τις μυρωδιές τα ίχνη του καιρού μας ζωντανεύουν στα γραπτά του τιμώμενου απόψε συγγραφέα. Ένα μεγάλο μέρος από την ατμόσφαιρα της εποχής, τα κοινωνικά δεδομένα και οι εξελίξεις, η ψυχολογία των ανθρώπων έχουν αποτυπωθεί με ενάργεια στο έργο του. Οι λέξεις του Κουμανταρέα, οι εικόνες κι οι περιγραφές μάς κάνουν να ανακαλούμε στο μυαλό μας βιώματα εφηβικά• μιαν ιδιάζουσα αίσθηση των πραγμάτων. Τα χρόνια της πνευματικής και βιολογικής μας ωριμότητας. Γι’ αυτό και τον ευχαριστώ.
Κώστας Λογαράς
(Παρουσίαση του Μένη Κουμανταρέα στο 2ο Συνέδριο Πεζογραφίας, Πάτρα 8/11/2009)
http://panagiotisandriopoulos.blogspot.gr/2014/12/blog-post_89.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου