Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος ανθολογεί τον λυρικό ποιητή και τον επανατοποθετεί στο ποιητικό πάνθεον αποφεύγοντας να τον δει ως εμβληματικό ιεροφάντη.
Η ήρα από το στάρι του Σικελιανού
Προσωπική όσο και προκλητική η ανθολόγηση του Αγγελου Σικελιανού που προτείνει ο Ζήσιμος Λορεντζάτος. Ο νέστορας στοχαστής μας επιλέγει εννέα ποιήματα του Σικελιανού για να επανατοποθετήσει το ποιητικό μέγεθός του μέσα στην ποίηση του 20ού αιώνα. Παρ' όλο που τα ποιήματα είναι λίγα σε σχέση με το μεγάλο λυρικό corpus του Σικελιανού, ο Λορεντζάτος δεν διστάζει να καταλήξει ότι μόνο με αυτά τα ποιητικά έργα ο Αγγελος Σικελιανός είναι «αδιαφιλονίκητα ο μεγαλύτερος έλληνας ποιητής του 20ού αιώνα». Αυτή την υποκειμενική και ταυτόχρονα γοητευτική ανθολογία κρίνει, προβάλλοντας κυρίως αντιρρρήσεις, ο Νάσος Βαγενάς.
Υπάρχουν τρεις κυρίως τρόποι για να ανθολογήσει κανείς το έργο ενός ποιητή. Ο πρώτος είναι ο «ιστορικός». Ο δεύτερος τρόπος είναι ο αισθητικός, ο «ποιητικός». Ο τρίτος τρόπος είναι ο θεματικός.
Οι περισσότερες ανθολογίες του έργου ελλήνων ποιητών ανήκουν στην πρώτη κατηγορία. Οι δύο ανθολογίες της ποίησης του Παλαμά, π.χ., εκείνη που επιμελήθηκε ο Λέανδρος Παλαμάς (1937) και η των Γ. Κ. Κατσίμπαλη και Αντρέα Καραντώνη (1973), φιλοδοξούν να δώσουν και μιαν εικόνα της εξέλιξης του παλαμικού ποιητικού έργου· το ίδιο αντιπροσωπευτική και των περιόδων της είναι και η Επιτομή της ποίησης του Ρίτσου (υπότιτλος: «Ιστορική ανθολόγηση του ποιητικού του έργου») που φιλοπόνησε ο Γιώργος Βελουδής, στην οποία μάλιστα η κατάταξη των ποιημάτων γίνεται με κριτήριο το έτος όχι της πρώτης δημοσίευσής τους αλλά της πρώτης γραφής τους. Αλλά και δύο από τις τέσσερις, ως χθες, εκδεδομένες σε μορφή βιβλίου ανθολογίες της ποίησης του Σικελιανού (γιατί βέβαια υπάρχουν και ανθολογήσεις της σε αφιερωματικά τεύχη περιοδικών) τοΑντίδωρο, με επιλογή του ίδιου του Σικελιανού (1943), και το Αγγελου Σικελιανού Ανθολόγημα (1981) του Παντελή Πρεβελάκη αποσκοπούν στην παρουσίαση των σημαντικότερων στιγμών της εξελικτικής πορείας του ποιητή, ενώ η κυπριακή τοΑνθολόγιο από την ποίηση του Αγγελου Σικελιανού του Νίκου Σ. Σπανού, 1981 είναι θεματική, όπως θεματική φαίνεται να είναι, αν κρίνουμε από την περιγραφή της στηΒιβλιογραφία Α. Σικελιανού του Κατσίμπαλη, η χρονικά πρώτη και δυσεύρετη σήμερα «εκλογή» Λυρικών του Σικελιανού από τον Αγι Θέρο (1935).
Στους ως τώρα τρόπους ανθολόγησης του Σικελιανού αλλά και στην «ιστορική» ανθολογική παράδοση, που συνεχίζει σήμερα συστηματικότερα από κάθε άλλη η σειρά των (15 ως τώρα) τόμων του «Ανθολόγου Ερμή», φαίνεται να αντιπαρατίθεται η πέμπτη αυτοτελής επιλογή ποιημάτων του Σικελιανού, η του Ζήσιμου Λορεντζάτου, που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο από τον «Ικαρο». Λέω φαίνεται γιατί, ενώ το εξώφυλλο Αγγελος Σικελιανός, Ανθολογία (Ζήσιμος Λορεντζάτος) , η επιλογή, η διάταξη των ποιημάτων και το ίδιο το όνομα του ανθολόγου δηλώνουν ότι η ανθολόγηση έγινε σύμφωνα με τον, αντίθετο του «ιστορικού», καθαρά αισθητικό τρόπο, ο «Πρόλογος» του βιβλίου, παρά τις αρχικές διακηρύξεις του, καλύπτεται κατά το κρισιμότερο μέρος του από στοιχεία που προσιδιάζουν περισσότερο στον θεματικό τρόπο.
Μελετώντας κανείς το βιβλίο του Λορεντζάτου αντιλαμβάνεται ότι το χαρακτηρίζει μια εσωτερική ασυμβατότητα ή, ακριβέστερα, μια σειρά ασύμφωνων μεταξύ τους στοιχείων που γίνονται αισθητά ως αντιφάσεις. Μια μείζων αντίφαση είναι αυτή που ήδη αναφέραμε: ενώ η ανθολόγηση, που περιορίζεται σε εννέα μόνο ποιήματα, αποτελεί μια πολύ προσωπική επιλογή, ο ανθολόγος στον «Πρόλογό» του, παρά τον υποκειμενικό του τόνο της αρχής («ο Σικελιανός δεν είναι για εμάς ιεροφάντης...»), μιλάει ως κάτοχος της απόλυτης αλήθειας («Κάποιος πρέπει να βρεθεί να τα πει αυτά θαρρετά. (...) Ποτέ η αλήθεια δε φοβάται την αυστηρή κρίση»). Ανακολουθία υπάρχει και ανάμεσα στο βάρος των ανθολογουμένων ποιημάτων και στον χαρακτηρισμό της ποίησης του Σικελιανού. Τα ποιήματα που επιλέγει ο Λορεντζάτος ως υψηλότερα δείγματα της τέχνης του Σικελιανού είναι, κατά την τάξη που έχουν στο βιβλίο, η οποία απεικονίζει και την αξιολογική τους κλίμακα, τα εξής: Μήτηρ Θεού (1917), Ιερά Οδός (1935), Αγραφον (1941), Στ' Οσιου Λουκά το μοναστήρι (1935), Θαλερό (1915), Τρεχαντήρα (1914), Το πρωτοβρόχι (1912), Γιατί βαθιά μου δόξασα (1938). Αισθάνεται κανείς ότι τα ποιήματα αυτά είναι πολύ λίγα και ότι οπωσδήποτε δεν είναι αρκετά για να επιβεβαιώσουν την πεποίθηση του Λορεντζάτου ότι ο Σικελιανός είναι «αδιαφιλονίκητα ο μεγαλύτερος έλληνας ποιητής του 20ού αιώνα» πολύ περισσότερο για να στηρίξουν την κατηγορηματικότητά της.
Εξίσου ασύμβατα είναι, μέσα στο πλαίσιο του «Προλόγου», και δύο κεντρικά σημεία του. Από τη μια ο Λορεντζάτος δηλώνει εμφατικά ότι η επιλογή των ποιημάτων έγινε «με γνώμονα ποιητικό» και όχι τη «σκέψη» (το περιεχόμενο των ποιημάτων)· και από την άλλη, ενώ δεν θεωρεί αναγκαίο εκτός από κάποια γενικά σχόλια να εξηγήσει ποια είναι γι' αυτόν τα κύρια γνωρίσματα της τέχνης του Σικελιανού, αναλώνει ένα όχι βραχύ τμήμα του «Προλόγου» στην ανάλυση του μηνύματος του Μήτηρ Θεού, η οποία συνοδεύεται από μια κηρυγματικής φύσεως διαπίστωση: «Φύγαμε για πάντα από τον αρχαίο κόσμο (τον πρόσκαιρο) και περάσαμε για πάντα στο Χριστό (το παντοτινό). (...) Μερικοί φαντάζονται πως υπάρχουν, για τον άνθρωπο, πνευματικές δυνατότητες πέρα από το Χριστό».
Βέβαια η διαμόρφωση της τέχνης ενός ποιητή δεν γίνεται ερήμην του οράματός του. Για τον Λορεντζάτο όμως η χριστιανική κοσμοθεωρία φαίνεται να προσφέρει στην καλλιτεχνική ποιότητα ενός έργου περισσότερα απ' ό,τι κάθε άλλη δοξασία ή ιδεολογία. Στο συμπέρασμα αυτό μας οδηγεί όχι μόνο το γεγονός ότι στην κορυφή της ποίησης του Σικελιανού ο Λορεντζάτος τοποθετεί τρία «χριστιανικού» πνεύματος ποιήματα αλλά και το ότι αυτά «τα τρία μεγάλα ποιήματα» (το Μήτηρ Θεού 558 στίχοι ανθολογείται ολόκληρο) μαζί με δύο ακόμη του ιδίου πνεύματος από τα υπόλοιπα (τα «δευτερότερα») ποιήματα της ανθολογίας (τα Στ' Οσιου Λουκά το μοναστήρι και Γιατί βαθιά μου δόξασα) καταλαμβάνουν 633 δηλαδή το 66,42% από τους συνολικά 953 στίχους της.
Καθώς η ανθολόγηση του Λορεντζάτου, παρά την περί του αντιθέτου βεβαιότητά του, γίνεται, όπως είπαμε, με κριτήρια πολύ υποκειμενικά, κάθε κριτική της παρέλκει. Το βιβλίο αυτό (όπως, άλλωστε, και η παλαιότερη ανθολογία του Λορεντζάτου Ελληνική κριτική σκέψη, 1976) μας λέει λιγότερα για το αντικείμενό του και περισσότερα για τον ίδιο τον Λορεντζάτο και σε τούτο έγκειται, ως ένα βαθμό, το ενδιαφέρον του. Το υπόλοιπο ενδιαφέρον του βρίσκεται, πιστεύω, στην τοποθέτηση του Σικελιανού στην κορυφή της ελληνικής ποίησης του αιώνα, όχι γιατί η αναγόρευση αυτή είναι προκλητική όσο γιατί επαναφέρει στο επίκεντρο της ποιητικής μας προσοχής οι συζητήσεις έχουν ήδη αρχίσει ένα μεγάλο θέμα της ποίησης και της κριτικής μας που είναι ο Σικελιανός. Θα περιοριστούμε λοιπόν στην κριτική που κάναμε του «Προλόγου», προσθέτοντας μόνο ορισμένες σκέψεις μας για μιαν ανθολόγηση του ποιητικού έργου του Σικελιανού η οποία δεν θα είχε βέβαια την απαίτηση της αντικειμενικότητας ούτε την ψευδαίσθηση ότι δεν θα ήταν προσωπική, θα φιλοδοξούσε όμως να είναι λιγότερο υποκειμενική από την ανθολόγηση του Λορεντζάτου.
Δημιουργικός διχασμός
Πολύ περισσότερο από μιαν «ιστορική» ή θεματική ανθολογία της ποίησης του Σικελιανού χρειαζόμαστε σήμερα μια «ποιητική» ανθολογία και ο Λορεντζάτος πολύ σωστά τονίζει την ανάγκη «να καθαριστεί η ήρα από το στάρι του Σικελιανού». Και τούτο γιατί στην ποιητική προσωπικότητα του Σικελιανού διακρίνει κανείς ένα διχασμό θα έλεγα, ένα δημιουργικό διχασμό από τον οποίο απορρέουν όχι μόνο οι αδυναμίες αλλά και η δύναμη του ποιητικού έργου του. Αναφέρομαι στις διιστάμενες, από ένα συμπορευτικό σημείο και μετά, κατευθύνσεις της ποιητικής και της ιεροφαντικής (της «προφητικής» του) φύσης. Στα μεγάλα σε έκταση και γραμμένα σε ελευθερωμένο ή σε ελεύθερο στίχο έργα (Αλαφροΐσκιωτος, Πρόλογος στη ζωή) αλλά και παρά την πειθαρχημένη έμμετρη μορφή του στο Μήτηρ Θεού αισθάνεται κανείς ότι υπερισχύει ο μυσταγωγός και ότι το σύνολο πάσχει από μιαν οραματική και συναισθηματική διάχυση που το καθιστά ποιητικό πρόπλασμα μάλλον παρά τελειωμένο ποιητικό έργο. Συγχρόνως όμως νιώθει κανείς ότι αυτό είναι το τίμημα που έπρεπε να καταβάλει ο Σικελιανός για να φτάσει στην ποιητική τελειότητα: ότι ο ποιητής Σικελιανός δεν θα μπορούσε να είχε απελευθερωθεί πλήρως αν δεν είχε εκτονωθεί ο μύστης Σικελιανός, με τη διοχέτευση του ογκώδους υπερβάλλοντος βάρους των «προφητικών» αναζητήσεών του στις μακρές συνθέσεις του· και ότι ο με τον τρόπο αυτό κεκαθαρμένος βαθύτερος «μυστικός» του παλμός είναι εκείνος που κινεί τα καλύτερά του ποιήματα και τα εκτινάσσει στα ύψη.
Στα ποιήματα αυτά, που είναι μικρής εκτάσεως, γραμμένα αβίαστα θα έλεγε κανείς στο περιθώριο των προγραμματικών συνθέσεων, ο ύψιστος βαθμός και η υπέρτατη ένταση του συντονισμού της ευαισθησίας με το ποιητικό ρήμα (για να χρησιμοποιήσω τη σεφερική ορολογία) μετατρέπει ακόμη και το πρόσκομμα ορισμένων παλαιοδημοτικών τύπων σε πηγή προσωδιακής ενέργειας, παράγοντας μιαν οπτική και συγκινησιακή ακρίβεια και διαύγεια που όμοιά της δεν θα συναντήσουμε σε κανέναν άλλο νεοέλληνα ποιητή. Είναι, πιστεύω, αυτά, στα οποία το ποιητικό όραμα του Σικελιανού φτάνει σε οντολογικές διαστάσεις, τα ποιήματα που μπορούν να συγκροτήσουν μια «ποιητική» ανθολογία της ποίησης του Σικελιανού· ποιήματα όπως τα Θαλερό, Παν, Γιατί βαθιά μου δόξασα, Ιερά Οδός, Αγραφον, τα οποία ανθολογεί ο Λορεντζάτος, και πολλά άλλα που δεν ανθολογεί: ταΥμνος του Μεγάλου Νόστου, Παντάρκης, Γιάννης Κητς, Η Μάννα του Dante, Αχελώος, Το θείο ταξίδι, Στο έρμο χωράφι εκεί στη Σαλαμίνα, Στον Ακροκόρινθο, Η Αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο, το δεύτερο από τα Γράμματα, το δεύτερο ή το τρίτο μέρος των Καθαρμών από το Πάσχα των Ελλήνων και ακόμη ορισμένα λυρικά κομμάτια από τις τραγωδίες: Το τραγούδι των μουσικών του Απόλλωνα και του Διονύσου (Σίβυλλα, στ. 1630-1641), ο Υμνος στη Μάννα - Νύχτα (Ο Διθύραμβος του Ρόδου, στ. 297-379), ο Υμνος του Επιδότη Υπνου (Ασκληπιός, στ. 490-425) και ο Λόγος του Ορφέα (Ο Δαίδαλος στην Κρήτη, στ. 879-898).
Αυτά τα 20, που είναι πιστεύω από τα δυνατότερα ποιήματα που γράφτηκαν στη νέα ελληνική γλώσσα, δεν ξέρω αν επιβεβαιώνουν την άποψη ότι ο Σικελιανός είναι ο μεγαλύτερος έλληνας ποιητής του 20ού αιώνα. Μας επιτρέπουν, ωστόσο, να πούμε ότι περιέχουν περισσότερα από όσα μεγάλα ποιήματα έγραψε στον αιώνα μας οποιοσδήποτε άλλος έλληνας ποιητής.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου