Αναγνώστες

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2010

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΣΙΑ ΣΤΟ ΔΕΛΤΑ ΤΟΥ ΙΝΔΟΥ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΣΙΑ ΣΤΟ ΔΕΛΤΑ ΤΟΥ ΙΝΔΟΥ

Η διάβαση του Ινδού και του Υδάσπη
(Αρριανός Ε.4, Ζ.1-2, Ινδική 11, Διόδωρος ΙΖ.86, 107, Πλούταρχος Αλέξανδρος 59.5, 65, Κούρτιος 8.12.11, 15-κ.ε.)

Αφού κατέλαβε την Άορνο Πέτρα, ο Αλέξανδρος στράφηκε ξανά κατά των Ασσακηνών, διότι ο αδελφός του Ασσακάνου (του σκοτωμένου διοικητή των Μασσάγων) με μεγάλες δυνάμεις και πολεμικούς ελέφαντες είχε καταφύγει στα βουνά και ετοίμαζε αντίσταση. Ο Αλέξανδρος βρήκε άλλη μία πόλη, τα Δύρτα, και τη γύρω περιοχή εγκαταλελειμμένη από τους κατοίκους της και έστειλε δύο αποσπάσματα με τους χιλίαρχους των υπασπιστών, Νέαρχο και Αντίοχο για αναγνώριση. Ο Νέαρχος είχε τους Αγριάνες και τους ψιλούς και ο Αντίοχος τη δική του και άλλες δύο χιλιαρχίες υπασπιστών. Η αποστολή τους ήταν να αποσπάσουν, από όσους ντόπιους εύρισκαν, πληροφορίες κυρίως σχετικά με τους πολεμικούς ελέφαντες. Ο Αλέξανδρος χρειαζόταν τους πολεμικούς ελέφαντες, διότι ήταν ένα πολύ ισχυρό οπλικό σύστημα, τρομοκρατούσαν πεζούς και ίππους και γι’ αυτό δεν μπορούσε να τους αφήνει ελεύθερους στη διάθεση των εχθρών του. Εντάσσοντάς τους στη δύναμή του, εξοικείωνε κυρίως τους πεζούς του με το όπλο αυτό, αύξανε την αυτοπεποίθησή τους και ταυτόχρονα μείωνε την αυτοπεποίθηση των εχθρών του, αφού δεν το διέθεταν πλέον μόνο οι Ινδοί, αλλά και οι Μακεδόνες.

Εκείνος με την υπόλοιπη στρατιά κατευθύνθηκε προς τον Ινδό. Η πορεία ήταν δύσκολη, γιατί δεν υπήρχαν δρόμοι και έπρεπε διαρκώς να διευθετούνται δρομολόγια. Φτάνοντας στον ποταμό συνέλαβε μερικούς Ινδούς, που του είπαν ότι οι κάτοικοι της γύρω περιοχής είχαν καταφύγει στον Αβισάρη και είχαν εγκαταλείψει τους ελέφαντες κοντά στο ποτάμι, για να βοσκήσουν. Με δυσκολία κατάφερε να πάρει στην ακολουθία του μερικούς κυνηγούς ελεφάντων, που τον βοήθησαν να πιάσει τους εγκαταλειμμένους ελέφαντες, εκτός από δύο, που κατά την καταδίωξη έπεσαν σε γκρεμούς και σκοτώθηκαν. Κοντά στο ποτάμι υπήρχαν και δέντρα κατάλληλα για ναυπήγηση πλοίων. Οι στρατιώτες τα έκοψαν και οι ναυπηγοί κατασκεύασαν πλοία, τα οποία έπλευσαν τον ποταμό μέχρι τη γέφυρα, που είχαν κατασκευάσει ο Ηφαιστίων και ο Περδίκκας.

Φτάνοντας στη γέφυρα βρήκαν πολλά μικρά πλοιάρια και δύο τριακόντορους. Επιπλέον ο Ταξίλης είχε στείλει 200 τάλαντα, 3.000 βόδια για τις θυσίες, πάνω από 10.000 πρόβατα, περί τους 30 πολεμικούς ελέφαντες, 700 Ινδούς ιππείς και του παρέδωσε επισήμως τα Τάξιλα, τη μεγαλύτερη πόλη μεταξύ Ινδού και Υδάσπη (Τζέλαμ). Εκεί, στη δυτική όχθη του Ινδού, ο Αλέξανδρος έκανε τις γνωστές ελληνικές τελετές, θυσίες, γυμνικούς και ιππικούς αγώνες. Οι οιωνοί των θυσιών ήταν ευνοϊκοί και την επόμενη αυγή η στρατιά του Αλεξάνδρου πέρασε τη γέφυρα και πάτησε την κυρίως Ινδία, μία χώρα τόσο μακρινή και μυθική για τους Έλληνες, που ήταν πρόθυμοι να πιστέψουν οποιαδήποτε ανοησία και υπερβολή.

Ήταν άνοιξη του 326 π.Χ. και μόλις περαιώθηκε όλη η στρατιά στην ανατολική όχθη του Ινδού, έκαναν θυσίες και ξεκίνησαν για τα Τάξιλα. Ο Αλέξανδρος πέρασε τη στρατιά στην απέναντι όχθη, όπου παρέμεινε επί 30 ημέρες για ανάπαυση. Εκεί τον συνάντησε ο γιος του βασιλιά Ταξίλη. Ο πατέρας του είχε πεθάνει, ο Ώμφις τον διαδέχθηκε στο θρόνο και διατήρησε την συμμαχία με τον Αλέξανδρο και την ονομασία Ταξίλης. Στην πραγματικότητα «Ταξίλης» σημαίνει τον καταγόμενο από τα Τάξιλα και είναι ανάλογο του «Αβισάρης», «Αθηναίος» ή «Μακεδόνας». Σύμφωνα με το Διόδωρο, στα Τάξιλα ο Ώμφις υποδέχθηκε επισήμως τον Αλέξανδρο και οι διοικητές της περιοχής δήλωσαν την υποταγή τους. Εκείνος έκανε και πάλι θυσίες και, για να ευχαριστήσει τους πρόθυμους συμμάχους του, τους έδωσε όσα εδάφη από τη γειτονική χώρα ζήτησαν. Ο Κούρτιος λέει ότι ο Ταξίλης προσέφερε χρυσά στέμματα, 80 τάλαντα σε ασημένια νομίσματα, 56 πολεμικούς ελέφαντες, μεγάλο αριθμό εξαιρετικά μεγαλόσωμων προβάτων, 3.000 ταύρους και μεγάλες ποσότητες σιτηρών. Ο Αλέξανδρος ανταπέδωσε τα δώρα κι επιπλέον έδωσε στον Ταξίλη 1.000 τάλαντα. Ο εταίρος Μελέαγρος σε κάποιο μεθύσι συνεχάρη σαρκαστικά τον Αλέξανδρο, που επιτέλους βρήκε έναν άνθρωπο αξίας 1.000 ταλάντων. Ο Αλέξανδρος υποτίθεται ότι είχε μετανιώσει πάρα πολύ για το φόνο του Κλείτου και συγκράτησε την οργή του, για να αποφύγει ένα νέο έγκλημα. Ο Πλούταρχος συμφωνεί ότι ο Αλέξανδρος εξόργισε τους εταίρους με τα δώρα που προσέφερε στον Ταξίλη.

Στα Τάξιλα δέχθηκε ακόμη πρεσβεία του Αβισσάρη, του βασιλιά των ορεσίβιων Ινδών (των κατοίκων του σημερινού Κασμίρ και Τζαμμού), με πολλούς επιφανείς άρχοντες και επικεφαλής τον αδελφό του Αβισσάρη. Όρισε τον Φίλιππο σατράπη της περιοχής μεταξύ Ινδού και Βακτρίας, τοποθέτησε φρουρά στα Τάξιλα, άφησε τους ασθενείς στρατιώτες και ξεκίνησε για τον Υδάσπη.

Στη χώρα του Ταξίλη φέρεται να συνάντησε για πρώτη φορά τους Βραχμάνες. Κατά τον Αρριανό ο πιο ηλικιωμένος και δάσκαλος όλων των άλλων, ο Δάνδαμις, δεν πήγε να υποβάλει τα σέβη του στον κατακτητή, ούτε άφησε τους άλλους να πάνε. Σε κάποιον που πήγε να τους επιδώσει πρόσκληση του Αλεξάνδρου, απάντησε ότι κι εκείνος ήταν γιος του Δία, όπως κι ο Αλέξανδρος, και ότι δεν χρειαζόταν τίποτα από αυτά, που μπορούσε να του προσφέρει. Ήταν απόλυτα ευτυχισμένος με όσα του πρόσφερε η ινδική γη και, όταν θα πέθαινε, θα απαλλασσόταν από τον ενοχλητικό σύντροφό του, το σώμα του. Είπε ακόμη στον Αλέξανδρο ότι κανένας δεν κατέχει μεγαλύτερο κομμάτι γης απ’ όσο πατάει, ότι κι ο Αλέξανδρος ήταν σαν όλους τους άλλους ανθρώπους και διέφερε μόνο στην πολυπραγμοσύνη και την έπαρση, ότι κατέκτησε πολλή γη μακρυά από την πατρίδα του, και μετά τη μοίρασε σε άλλους για να τη διοικούν και όταν θα πεθάνει θα κατέχει τόση γη, όση θα καλύπτει το σώμα του. Κατά τον Πλούταρχο, ο Αλέξανδρος έστειλε στους πιο διάσημους Βραχμάνες πρόσκληση με τον Ονησίκριτο, σύμφωνα με τα λεγόμενα του οποίου, ο Σφίνης τον δέχθηκε πολύ προσβλητικά. Τον διέταξε να βγάλει το χιτώνα του και να σταθεί μπροστά του γυμνός, «κι ας τον είχε στείλει ο ίδιος ο Δίας». Ο Δάνδαμις ήταν πιο ήρεμος και, αφού άκουσε τον Ονησίκριτο, τον μαθητή του κυνικού φιλόσοφου Διογένη, να μιλάει για τον Σωκράτη, τον Πυθαγόρα και το Διογένη, ρώτησε μόνο «Για ποιο λόγο έκανε τόσο δρόμο ως εδώ ο Αλέξανδρος;». Μετά από προτροπή του Ταξίλη, ο Σφίνης προσκολλήθηκε στη στρατιά. Επειδή όμως τους χαιρετούσε όλους με την ινδική προσφώνηση «καλέ» (=χαίρε), οι Έλληνες τον ονόμασαν Κάλανο κατά τον Αρριανό ή Καλανό κατά τον Πλούταρχο ή Κάρανο κατά τον Διόδωρο. Με την ενέργειά του αυτή ο Σφίνης ή Κάλανος προκάλεσε την περιφρόνηση των ομοίων του, διότι προτίμησε να υπηρετήσει ένα άρχοντα αντί για το θεό. Μεταξύ των μαθητών της ινδικής φιλοσοφίας, που απέκτησε κατά την εκστρατεία, ήταν και ο Λυσίμαχος, ενώ λέγεται ότι έφερε στον Αλέξανδρο το εξής παράδειγμα: ακούμπησε στο έδαφος ένα σκληρό και ξερό κομμάτι δέρμα και πιέζοντάς του στη μία άκρη, σηκωνόταν σε όλα τα άλλα. Αφού έδειξε ότι αυτό συνέβαινε, όταν πίεζε οποιοδήποτε σημείο της περιφέρειας, πίεσε στο κέντρο και όλα τα σημεία της περιφέρειας έμειναν σταθερά. Έτσι υποτίθεται ότι πείσθηκε ο Αλέξανδρος να κάνει την πρωτεύουσά του στο κέντρο της αυτοκρατορίας. Σημειώνουμε ότι δεν φαίνεται πολύ λογικό (σύμφωνα με τη διήγηση του γενικά αναξιόπιστου Ονησίκριτου) ο Σφίνης από πεπεισμένος Βραχμάνας να μετατρέπεται στη συνέχεια σε ακόλουθο του Αλεξάνδρου, που εξόντωνε τους άλλους Βραχμάνες. Ίσως το ορθό να είναι ότι ο πεπεισμένος Βραχμάνας ήταν ο Δάνδαμις, όπως λέει κι ο Αρριανός, και ως κίνητρο για μια τέτοια ανακρίβεια θα μπορούσαμε να αποδώσουμε στον Ονησίκριτο κάποια φιλοσοφική αντιδικία του με τον Σφίνη ή Κάλανο.


Η μάχη με τον Πώρο – Ο θάνατος του Βουκεφάλα
(Αρριανός Ε.14, 18-20, ΣΤ.2.1, Πλούταρχος Αλέξανδρος 16.14, 32.12, 44.3-5, 58.6, 60.8, 11-12,14, 61, Διόδωρος ΙΖ.76.6, 87.5, 88.4, 89.1-6, 91.2, 95.5, Κούρτιος 6.5.18, 8.13.8-9, 14.2, 41-46, 9.1.1,Ιουστίνος 12.8.4-8)

Η στρατιά, στην οποία είχαν προσκολληθεί και 5.000 Ινδοί υπό τον Ταξίλη και τους διοικητές της περιοχής, ακολούθησε το δρομολόγιο ΝΑ από τα Τάξιλα, μέσω της διάβασης Ναντάνα προς τον Υδάσπη. Ο Αλέξανδρος μαθαίνοντας ότι στην απέναντι όχθη του Υδάσπη (Τζέλαμ) είχε παραταχθεί ο βασιλιάς της περιοχής για να τον αποκρούσει, έστειλε πίσω τον Κοίνο με εντολή να φέρει τα πλοία από τον Ινδό στον Υδάσπη. Πράγματι τα πλοία αποσυναρμολογήθηκαν (οι τριακόντοροι έγιναν τρία κομμάτια και τα μικρότερα πλοία δύο κομμάτια), με υποζύγια μεταφέρθηκαν δια ξηράς ως τον Υδάσπη, συναρμολογήθηκαν ξανά σε διάφορα σημεία της ανατολικής όχθης και ξαφνικά εμφανίσθηκε στόλος στο ποτάμι! Είχε περάσει η εαρινή ισημερία (21 Μαρτίου), ήταν η περίοδος των βροχών στην Ινδία, έλιωναν τα χιόνια και όλα τα ποτάμια κατέβαζαν πολλά, θολά και ορμητικά νερά. Το χειμώνα ο Υδάσπης περνιόταν χωρίς ζεύξη, όχι όμως και την άνοιξη. Έτσι, η στρατιά καθηλώθηκε στη δυτική όχθη του ποταμού. Παρ’ ότι με την πάροδο των ετών οι κοίτες των ποταμών μετακινούνται και οι όχθες τους αλλάζουν όψη, ο σερ Ώρελ Στάϊν, ίσως ο σημαντικότερος εξερευνητής των δρομολογίων του Αλεξάνδρου, πιστεύει ότι ο Αλέξανδρος στρατοπέδευσε κοντά στη σημερινή Χαρανπούρ.

Ανατολικά του Υδάσπη εκτεινόταν το βασίλειο της Παουράβας για τους Ινδούς ή του Πώρου για τους Έλληνες. Ο Πώρος (όπως Ταξίλης ή Αβισάρης) δεν έκανε το ίδιο στρατηγικό λάθος με τους άλλους Ινδούς ηγεμόνες και αντί να κατακερματίσει τις δυνάμεις του, τις συγκέντρωσε για να υπερασπισθεί το φυσικό κώλυμα του Υδάσπη. Η συγκέντρωση των στρατιωτικών δυνάμεων στην απέναντι όχθη, ο στόλος στο ποτάμι, τα εφόδια, που έφθαναν συνεχώς από όλες τις περιοχές, τα αντίσκηνα, που ετοιμάζονταν να μετατραπούν για άλλη μία φορά σε ασκοσχεδίες, έδειχναν ότι ο Αλέξανδρος θα περίμενε να κατέβει η στάθμη του ποταμού για να περάσει. Ωστόσο ο Πώρος δεν επαναπαύθηκε στο θεωρητικά αδιάβατο του ποταμού, αλλά παρέταξε τις δυνάμεις του κατά μήκος της όχθης, ώστε να φρουρεί όλους τους πιθανούς πόρους. Οι διάφορες αρχαίες πηγές παραδίδουν τις δυνάμεις του ως εξής:

ΑΡΡΙΑΝΟΣ ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ ΚΟΥΡΤΙΟΣ
Ε.15. ΙΖ.87.2 ΑΛΕΞ.62.2 8.13.6
Πεζοί 30.000 πάνω από 50.000 20.000 30.000
Ιππείς 4.000 3.000 2.000
Ελέφαντες 200 130 85
Άρματα 300 πάνω από 1.000 300

Σημειώνουμε μόνο ότι ο Κούρτιος, ενώ δεν αναφέρει ιππείς στη συνολική δύναμη, αργότερα κάνει λόγο για 4.000 ιππείς. Επίσης ο Αρριανός καταγράφει μόνο τις δυνάμεις του Πώρου, που μετακινήθηκαν ως το πεδίο της μάχης και όχι τις συνολικές. Παραδίδεται ότι η στρατιά, με την οποία ο Αλέξανδρος εισέβαλε στην Ινδία, αριθμούσε 120.000 ή 135.000 μάχιμους, ενώ στην Ινδία μόνο ο Ταξίλης τον είχε ενισχύσει με άλλους 5.000 μάχιμους. Το σύνολο των άνω των 120.000 στρατιωτών του Αλεξάνδρου πρέπει να το θεωρήσουμε υπερβολικό, διότι όσους κι αν αφαιρέσουμε απ’ αυτό ως στρατοπεδευμένους στις κατακτημένες χώρες της Ινδίας, στη μάχη με τον Πώρο καταγράφεται ένα μικρό υποπολλαπλάσιο των 120.000. Στις όχθες του Υδάσπη οι δυνάμεις του Αλεξάνδρου ξεπερνούσαν μεν κατά πολύ τους 11.000 πεζούς και τους 5.000 ιππείς, που καταγράφονται αναλυτικά, αλλά δεν είναι δυνατόν να ήταν πού μεγαλύτερες από τις δυνάμεις του Πώρου.

Ο Αλέξανδρος χώρισε τη στρατιά του σε μικρότερα τμήματα και την ανέπτυξε στην όχθη, ώστε να έχει μέτωπο μεγαλύτερο του Πώρου. Η διάβαση του Υδάσπη φαινόταν αδύνατη, το πλάτος του ήταν 4 στάδια (περίπου 740μ) και τα κύματα σε συγκεκριμένα σημεία υποδήλωναν την ύπαρξη βράχων μέσα στην κοίτη. Η στρατιά του Πώρου ήταν εξαιρετικά υπολογίσιμη ως επάνδρωση του ποτάμιου κωλύματος, ο Υδάσπης ήταν επικίνδυνος και, αν ο Αλέξανδρος επιχειρούσε να τον περάσει, μόλις θα αντίκριζαν τους ελέφαντες, οι ίπποι πανικόβλητοι θα πηδούσαν έξω από τις ασκοσχεδίες. Το τελευταίο αποτελούσε και τον ισχυρότερο ανασταλτικό παράγοντα, ώστε να μην αναλάβει κάποια παράτολμη ενέργεια, όπως το συνήθιζε. Ωστόσο, ενώ είχε διακηρύξει δημοσίως ότι θα περίμενε το χειμώνα, ο Αλέξανδρος έψαχνε τρόπο να περάσει απέναντι, όσο πιο σύντομα γινόταν. Εφάρμοσε λοιπόν το ακόλουθο στρατήγημα: επί αρκετές νύχτες μετακινούσε τμήματα του ιππικού σε διάφορα σημεία της όχθης με διαταγές να φωνάζουν και να κάνουν όλο το θόρυβο, που γίνεται από τις προετοιμασίες μάχης. Στην αρχή ο Πώρος μετακινούσε τους ελέφαντες και τις άλλες δυνάμεις του για να αποκρούσει ενδεχόμενη διέλευση, όταν όμως είδε ότι οι αντίπαλοί του δεν είχαν πρόθεση να διακινδυνεύσουν, θεώρησε τις ενέργειές τους ως ψυχολογική επιχείρηση και έπαψε να αντιδρά.

Σε μία καμπή του ποταμού, περί τα 150 στάδια (27,7 χμ) από το μακεδονικό στρατόπεδο υπήρχε ένα δασωμένο νησάκι στην κοίτη του ποταμού και όλη η γύρω περιοχή ήταν δασωμένη, προσφέροντας κάλυψη σε όσους θα περνούσαν τον ποταμό. Το σημείο αυτό πιθανολογείται από τον Στάϊν ότι βρίσκεται στη σημερινή Τζαλαλπούρ, περί τα 28χμ βορείως του στρατοπέδου και ότι το νησάκι ήταν το σημερινό Αντμάνα. Οι Μακεδόνες έκαναν φανερά τις απαραίτητες προετοιμασίες και συνέχιζαν τις νυχτερινές παραπλανήσεις. Όταν όλα ήταν έτοιμα, ο Αλέξανδρος άφησε στο στρατόπεδο τον Κρατερό με την ιππαρχία του, τους ιππείς από την Αραχωσία και τον Παροπάμισο, δύο τάξεις της φάλαγγας (του Αλκέτα και του Πολυπέρχοντα) και τους 5.000 Ινδούς με τους αρχηγούς τους. Ανάμεσα στο στρατόπεδο και το νησάκι έταξε τους Μελέαγρο, Άτταλο και Γοργία με τους μισθοφόρους, ιππείς και πεζούς. Ο ίδιος πήρε την υπόλοιπη δύναμη, το άγημα των εταίρων, τρεις ιππαρχίες εταίρων (του Ηφαιστίωνα, του Περδίκκα και του Δημητρίου), τους Βάκτριους, Σογδιανούς και Σκύθες ιππείς, τους Δάες ιπποτοξότες, δύο τάξεις της φάλαγγας (του Κοίνου και του Κλείτου), τους τοξότες και τους Αγριάνες, και με ένα σύνολο 6.000 πεζών και 5.000 ιππέων κινήθηκε προς το προκαθορισμένο σημείο μακριά από την όχθη, για να μη γίνει αντιληπτός.

Τότε έβγαλαν από τις κρυψώνες και έρριξαν στο ποτάμι τις ασκοσχεδίες και τα περισσότερα από τα πλοία, που είχαν μεταφέρει και ξανασυναρμολογήσει σ’ εκείνο το σημείο της όχθης. Την καταδρομική αυτή επιχείρηση βοήθησε και η μπόρα, που ξέσπασε το βράδυ, καλύπτοντας τους θορύβους από την μετακίνηση της δύναμης κρούσης. Το χάραμα μόλις κόπασε ο αέρας και η βροχή, το ιππικό ανέβηκε στις ασκοσχεδίες και το πεζικό (όσο χωρούσε) μπήκε στα πλοία. Ο Αλέξανδρος, που μάλλον δεν ήξερε κολύμπι, επιβιβάστηκε σε μία τριακόντορο μαζί με τους σωματοφύλακες, Πτολεμαίο, Περδίκκα, Λυσίμαχο, και τον εταίρο Σέλευκο, τον μετέπειτα βασιλιά και ιδρυτή της δυναστείας των Σελευκιδών. Κάλυπταν τις κινήσεις τους τους πίσω από το νησάκι και πλησίασαν την όχθη, όμως έκαναν λάθος και αποβιβάσθηκαν σε ένα άλλο, μεγαλύτερο νησί του ποταμού. Μόλις το διαπίστωσαν, αναζήτησαν πόρο και πέρασαν από τον φουσκωμένο Υδάσπη στην απέναντι όχθη με μεγάλη δυσκολία, διότι το νερό έφτανε σχεδόν ως το λαιμό των πεζών, ενώ κάλυπτε όλο το σώμα των ίππων.

Η διάβαση ενός τόσο μεγάλου υδάτινου κωλύματος από μία τόσο σημαντική στρατιωτική δύναμη, η οποία επιπλέον έκανε και λάθος στο δρομολόγιό της, ήταν αδύνατον να περάσει απαρατήρητη από τον εχθρό. Πράγματι έγινε αντιληπτή και στο σημείο, όπου αποβιβάσθηκε ο Αλέξανδρος, ο Πώρος έστειλε ένα τμήμα, του οποίου ο διοικητής, η σύνθεση, η δύναμη και οι ενέργειες (όπως ήταν αναμενόμενο) παραδίδονται διαφορετικά από κάθε αρχαία πηγή και καταγράφονται στον παρακάτω πίνακα:

ΑΡΡΙΑΝΟΣ Ε.14. ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ ΚΟΥΡΤΙΟΣ
ΑΡΙΣΤΟΒΟΥΛΟΣ ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ ΑΛΛΟΙ ΑΛΕΞ.60.8 8.14.2
Ιππείς 2.000 1.000 4.000
Άρματα 60 120 πάνω από 60 60 100
Διοικητής Γιός του Πώρου Γιός του Πώρου Αδελφός του Πώρου

Η δύναμη που παραδίδει ο Αριστόβουλος είναι τεράστια για περίπολος αναγνώρισης, αλλά εντελώς ασήμαντη, για να αντιμετωπίσει τους 6.000 πεζούς και 5.000 ιππείς του Αλέξάνδρου, ακόμη κι τους έβρισκε χωμένους ως το λαιμό στο φουσκωμένο ποτάμι. Λέει ακόμα ότι οι Ινδοί αντί να εμποδίσουν την απόβαση των Μακεδόνων, που από μόνοι τους την είχαν δυσκολέψει, τους περίμεναν να παραταχθούν στην όχθη, πριν επιτεθούν. Αυτό βέβαια είναι πέρα από κάθε έννοια λογικής, αφού -όπως λέει κι ο ίδιος- οι ιπποτοξότες του Αλεξάνδρου τους απώθησαν εύκολα. Άλλοι πάλι έγραψαν ότι οι Ινδοί έφτασαν με δύναμη πολύ μεγαλύτερη από 60 άρματα και συγκρούστηκαν με τους Μακεδόνες την ώρα, που έβγαιναν από το ποτάμι, ενώ ο γιος του Πώρου τραυμάτισε τον Αλέξανδρο και σκότωσε τον Βουκεφάλα. Και μόνο οι θεμελιώδεις αρχές στρατιωτικής τακτικής αναδεικνύουν ως λογικότερη τη διήγηση του Πτολεμαίου, την οποία υιοθετεί κι ο Κούρτιος. Σύμφωνα μ’ αυτήν, όταν έφτασε ο γιος (ή ο Σπιτάκης, ο αδελφός) του Πώρου με 2.000 ιππείς και 120 άρματα, είχαν πια αποβιβαστεί όλοι οι Μακεδόνες. Προσπάθησαν να τους απωθήσουν πίσω στο ποτάμι, αλλά υποχρεώθηκαν σε υποχώρηση αφήνοντας πίσω τους τα άρματα, που κόλλησαν στη λάσπη της όχθης, και τον γιο του Πώρου ανάμεσα σε 400 άλλους νεκρούς. Όταν ο Ινδός βασιλιάς πληροφορήθηκε την απόβαση του Αλεξάνδρου και την απώλεια του γιου του, έσπευσε να αναχαιτίσει τον εισβολέα. Στο στρατόπεδό του άφησε λίγους ελέφαντες και ένα μικρό στρατιωτικό τμήμα ως φόβητρο στην καραδοκούσα δύναμη του Κρατερού.

Αφού εδραιώθηκαν στην όχθη οι Μακεδόνες, παρατάχθηκαν για μάχη και προέλασαν προς το στρατόπεδο του Πώρου. Στην πρώτη γραμμή τοποθετήθηκαν οι ιπποτοξότες και πίσω τους το υπόλοιπο ιππικό. Στο δεξί άκρο του, όπου συνήθιζε να παίρνει θέση ο Αλέξανδρος, τοποθετήθηκε το άγημα των εταίρων και δίπλα του διαδοχικά οι καλύτεροι εταίροι από όλες τις ιππαρχίες, οι ιππαρχίες εταίρων των Ηφαιστίωνα, Περδίκκα και Δημητρίου, οι Βάκτριοι, Σογδιανοί και Σκύθες ιππείς. Πίσω από το ιππικό παρατάχθηκαν από αριστερά προς τα δεξιά οι βασιλικοί υπασπιστές με διοικητή τον εταίρο Σέλευκο, το βασιλικό άγημα, οι υπόλοιποι υπασπιστές με τη σειρά, που είχαν οι διοικητές τους εκείνη την ημέρα, και οι τάξεις του Κλείτου και του Κοίνου (της οποίας δεν ηγούνταν ο ίδιος). Τα δύο άκρα των πεζών κάλυπταν οι τοξότες, οι Αγριάνες και οι άλλοι ακοντιστές. Ο Αλέξανδρος διέταξε τους λίγο λιγότερους από 6.000 πεζούς να ακολουθούν συντεταγμένοι και εκείνος με τους περίπου 5.000 ιππείς προέλασε γρήγορα. Ανάμεσα στο ιππικό και το πεζικό άφησε τους τοξότες του τοξάρχη Ταύρωνα, με διαταγή να ακολουθούν με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα. Ο Κρατερός είχε διαταγή να επιτεθεί, αν έβλεπε ότι ο Πώρος έστελνε όλους τους ελέφαντες κατά του Αλεξάνδρου (μόνο τους ελέφαντες φοβόταν το ιππικό), ενώ οι Μελέαγρος, Γοργίας και Άτταλος είχαν διαταγή να επιτεθούν, μόλις έβλεπαν τους Ινδούς να εμπλέκονται.

Ο Πώρος επέλεξε ένα επίπεδο και αμμώδες μέρος, μακριά από τις επικίνδυνες λάσπες της όχθης, για να παρατάξει τις δυνάμεις του. Τοποθετώντας μπροστά-μπροστά τους ελέφαντες σε ανάμεσά τους απόσταση μεγαλύτερη από ένα πλέθρο (περί τα 30 μ), ανάπτυξε το ισχυρότερο όπλο κατά του μακεδονικού ιππικού μπροστά από όλο το μέτωπο της παράταξης του. Στα ενδιάμεσα κενά δεν υπήρχε φόβος να διεισδύσει κανείς, διότι τόσο οι ίπποι όσο και οι πεζοί φοβόντουσαν τους ελέφαντες, κι αν διείσδυαν, εύκολα θα τους απωθούσαν οι ελέφαντες και οι πεζοί Ινδοί. Πίσω από τους ελέφαντες και στα μεταξύ τους διάκενα τοποθέτησε τους πεζούς σε λόχους. Στα δύο άκρα της πεζής παράταξης τοποθέτησε το ιππικό και μπροστά απ’ αυτό, στην ίδια ευθεία με τους ελέφαντες, τα άρματα. Οι δυνάμεις του Πώρου έδιναν την εικόνα περιτειχισμένης πόλης, με τους πεζούς και ιππείς στη θέση των τειχών και τους ελέφαντες στη θέση των πύργων.

Οι δυνάμεις του Αλεξάνδρου είχαν ξεκινήσει τις πρώτες πρωινές ώρες, διήνυσαν περί τα 28 χμ από το στρατόπεδο ως τον πόρο, πέρασαν τον ορμητικό Υδάσπη πάνω στις ασκοσχεδίες, αποβιβάσθηκαν σε λάθος μέρος, βούτηξαν στα επικίνδυνα νερά, βγήκαν στην όχθη, ενεπλάκησαν με τις προφυλακές του Πώρου και κάλυψαν άλλη μία απόσταση αρκετών ακόμη χιλιομέτρων από τον πόρο ως το σημείο παράταξης του Πώρου. Δηλαδή κάλυψαν απόσταση ενός σταθμού μέσα σε λίγες ώρες, πέρασαν τον φουσκωμένο Υδάσπη και μετά από όλα αυτά έπρεπε να δώσουν και μάχη εκ παρατάξεως! Γι’ αυτό, όταν ο Αλέξανδρος είδε την παράταξη του Πώρου, περίμενε να πλησιάσει η φάλαγγα των πεζών και να ξεκουραστεί λίγο από την πορεία, κάνοντας στο μεταξύ αναγνωριστικές εξορμήσεις παράλληλα προς το μέτωπο της ινδικής παράταξης. Με βάση τις περιγραφές των αρχαίων πηγών, σ’ αυτό ακριβώς το σημείο εντοπίζουμε το μεγάλο λάθος του Πώρου. Αν είχε επιτεθεί αμέσως, αντί να περιμένει την επίθεση του Αλεξάνδρου, η θέση του θα ήταν σαφώς καλύτερη. Πάντως, λαμβάνοντας υπόψιν τη μικρή ταχύτητα κίνησης των ελεφάντων, το πιθανότερο είναι ότι οι δυνάμεις του Πώρου και του Αλεξάνδρου αντιπαρατάσσονταν ταυτόχρονα, ο δε Αλέξανδρος έκανε αναγνωρίσεις των σημείων όπου εκείνη τη στιγμή ανέπτυσσε τις δυνάμεις του ο Πώρος.

Γνώριζε ότι δεν μπορούσε να προσβάλει τον Πώρο με κατά μέτωπον επίθεση, αφού τους ελέφαντες τους φοβόντουσαν τόσο οι ίπποι όσο και οι πεζοί. Διέταξε λοιπόν τους πεζούς των Σέλευκου, Αντιγένη και Ταύρωνα να μην κινηθούν, πριν το μακεδονικό ιππικό προκαλέσει αναστάτωση στους Ινδούς, ιππείς και πεζούς. Ο ίδιος ανέλαβε το αριστερό τμήμα του ινδικού ιππικού και ανέθεσε το δεξί στον Κοίνο με δύο ιππαρχίες εταίρων, του Δημητρίου και άλλη μία (μάλλον του Περδίκκα, διότι ο Ηφαιστίων με την ιππαρχία του θα πρέπει να παρατάχθηκε κοντά στον Αλέξανδρο). Μόλις το ιππικό του πλησίασε τους Ινδούς σε απόσταση βολής, εξαπέλυσε τους ιπποτοξότες, που με το πλήθος των βελών και την επέλαση των ίππων δημιούργησαν αναστάτωση στην ινδική παράταξη. Ο Αλέξανδρος όρμησε με τους εταίρους, για να χτυπήσει στα ρήγματα, που δημιουργήθηκαν, πριν προλάβουν οι Ινδοί να αξιοποιήσουν το ιππικό τους. Τότε ο Πώρος συγκέντρωσε το ιππικό του από παντού και το εξαπέλυσε κατά του Αλεξάνδρου, για να ανακόψει την επέλασή του. Ο Κοίνος εκτελώντας τις διαταγές του εφόρμησε κατά των Ινδών ιππέων, που επέλαυναν κατά του Αλεξάνδρου. Εκείνοι μόλις αντιλήφθηκαν τους ιππείς του Κοίνου στα νώτα τους, συνέχισαν να επελαύνουν κατά του Αλεξάνδρου με το μεγαλύτερο και καλύτερο τμήμα του ιππικού τους, ενώ ένα μικρότερο τμήμα ανέστρεψε για να αποκρούσει τον Κοίνο.

Η επέλαση του εταιρικού ιππικού διέσπασε τις γραμμές των Ινδών πεζών, που αναζήτησαν καταφύγιο στα διάκενα μεταξύ των ελεφάντων, και οι οδηγοί τους έστρεψαν τα θηρία εναντίον των εταίρων. Τότε επετέθη η μακεδονική φάλαγγα και περικύκλωσε τους ελέφαντες. Λόγω της περίστασης αναμίχθηκαν στη φάλαγγα και ακοντιστές, οι οποίοι ακόντιζαν κατά των ελεφάντων και κυρίως κατά των οδηγών τους. Θεωρητικά οι σάρισσες των πρώτων γραμμών ήταν ιδανικές στη μάχη με τους πολεμικούς ελέφαντες, τους οποίους μπορούσαν να πλήξουν, χωρίς να εκτίθενται οι φαλαγγίτες στην οργή των θηρίων. Εντούτοις σε όποιο σημείο εφορμούσαν οι ελέφαντες, διασπούσαν τη συνοχή της φάλαγγας, όσο πυκνές κι αν ήταν οι γραμμές της.

Οι Ινδοί ιππείς βλέποντας τη φάλαγγα απασχολημένη με τους ελέφαντες, επιτέθηκαν ξανά κατά του μακεδονικού ιππικού. Νικήθηκαν όμως και σ’ αυτήν τη σύγκρουση και ξαναζήτησαν καταφύγιο πίσω από τους ελέφαντες. Τότε όλο το ιππικό του Αλεξάνδρου έπεσε με ορμή πάνω στις τάξεις των Ινδών σκορπίζοντας τον θάνατο. Η φάλαγγα κατόρθωσε να απωθήσει τους ελέφαντες σε ένα στενό χώρο και να περιορίσει τα περιθώρια των κινήσεών τους. Με τα ακόντια είχαν εξοντώσει τους οδηγούς τους και οι ελέφαντες αδέσποτοι, πληγωμένοι και κουρασμένοι άρχισαν να φεύγουν από το πεδίο της μάχης, σπρώχνοντας, ποδοπατώντας και σκοτώνοντας όποιον εύρισκαν μπροστά τους. Στο ίδιο στενό βρέθηκαν και πολλοί Ινδοί ιππείς, που υπέστησαν μεγάλες απώλειες από τους πανικόβλητους ελέφαντες. Αφού απαλλάχθηκαν από τα τρομερά παχύδερμα, ο Αλέξανδρος διέταξε τη φάλαγγα να επιτεθεί στην παράταξη των Ινδών, ενώ την περικύκλωνε με το ιππικό. Βλέποντας ότι δεν υπήρχαν πια ελέφαντες, πέρασε τον Υδάσπη και ο Κρατερός, που με τις ξεκούραστες δυνάμεις του έπεσε πάνω στους κατάκοπους από τη μάχη Ινδούς και τους προξένησε ακόμη μεγαλύτερες απώλειες.

Ο Πώρος αντίθετα προς το Δαρείο, τον Μεγάλο Βασιλέα, δεν εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης. Δεν έχασε το ηθικό του από την εξουδετέρωση των ελεφάντων ή τη σφαγή των ανδρών του και υποχώρησε, μόνο όταν τραυματίσθηκε κι ο ίδιος στον δεξιό ώμο, μετά από σκληρή μάχη πολλών ωρών. Εντυπωσιασμένος ο Αλέξανδρος από τις στρατιωτικές ικανότητες, τη γενναιότητα και την επιμονή του Ινδού βασιλιά, του έστειλε μήνυμα με τον Ταξίλη. Ο Ταξίλης πλησίασε έφιππος τον ελέφαντα του τραυματισμένου Πώρου, ο οποίος βλέποντας τον παλιό εχθρό του και σύμμαχο του εισβολέα, αντί να ακούσει το μήνυμα, προσπάθησε να σκοτώσει τον Ταξίλη. Ο Πώρος έδειξε την ίδια διάθεση και στους άλλους απεσταλμένους του Αλεξάνδρου, ώσπου του έστειλε τον Μερόη, έναν παλιό φίλο του, και τότε δέχθηκε να συναντήσει τον Αλέξανδρο. Ο Αλέξανδρος εντυπωσιάσθηκε από το ανάστημα και το φρόνημα του Πώρου, του πρώτου Ινδού, που εκτός από γενναιότητα έδειξε και στρατηγική επάρκεια. Τον ρώτησε πώς ήθελε να του συμπεριφερθεί, κι εκείνος απάντησε «Βασιλικά». «Αυτό θα το κάνω για τη δική μου φήμη» είπε ο Αλέξανδρος «εσύ ζήτα μου ό,τι θέλεις». «Το έκανα ήδη» απάντησε ο Πώρος. Λέγεται ότι όση εντύπωση έκανε στον Αλέξανδρο η υπερηφάνεια του Γανδάριου βασιλιά, ώστε τον άφησε ηγεμόνα σε περιοχή μεγαλύτερη από αυτήν, που είχε πριν από τη μάχη. Κατά τον Πλούταρχο του έδωσε πέντε έθνη, 5.000 αξιόλογες πόλεις και πάρα πολλά χωριά από τους αυτόνομους Ινδούς, που υπέταξε στη συνέχεια. Η πραγματικότητα ίσως είναι ότι λόγω της στρατηγικής επάρκειας, που επέδειξε ο Πώρος, ο Αλέξανδρος πείσθηκε ότι μπορούσε να κάνει μία στρατηγική συμμαχία μαζί του.

Η μάχη στις όχθες του Υδάσπη έγινε τον αττικό μήνα Μουνυχιώνα, επί επωνύμου άρχοντος στην Αθήνα του Ηγήμωνος (μεταξύ 16ης Απριλίου και 15ης Μαΐου του 326 π.Χ.). Ήταν σκληρή, επίμονη και κράτησε 8 ώρες. Οι απώλειες των Ινδών ήταν τρομακτικές. Κατά τον Αρριανό, αν και το κείμενό του έχει κάποιο κενό στο σημείο των απωλειών, καταστράφηκαν όλα τα άρματα και σκοτώθηκαν όλοι οι Ινδοί οδηγοί αρμάτων και ελεφάντων, πολλοί ελέφαντες, 3.000 ιππείς, κάτι λιγότερο από 20.000 πεζοί, μεταξύ των οποίων δύο γιοι του Πώρου και αρκετοί άλλοι αξιωματούχοι. Από τις δυνάμεις του Αλεξάνδρου σκοτώθηκαν 80 πεζοί, 10 ιπποτοξότες, 20 εταίροι και περί τους 200 άλλους ιππείς. Κατά τον Διόδωρο οι απώλειες των Ινδών ήταν πάνω από 12.000 άντρες, οι δύο γιοι του Πώρου, οι στρατηγοί και οι καλύτεροι αξιωματικοί του. Πιάστηκαν αιχμάλωτοι πάνω από 9.000 άντρες και 80 ελέφαντες. Οι απώλειες των Μακεδόνων ήταν 280 ιππείς και πάνω από 700 πεζοί.

Σύμφωνα με τους Ιουστίνο και Διόδωρο, στη μάχη αυτή σκοτώθηκε κι ο Βουκεφάλας, ενώ κατ΄ άλλους μη κατονομαζόμενους αρχαίους συγγραφείς πληγώθηκε στη μάχη, και υπέκυψε αργότερα. Κατά τον Ονησίκριτο πέθανε από τον καύσωνα και τα γηρατειά σε ηλικία 30 ετών, ενώ οι ίπποι ζουν 20 χρόνια, και αναπόφευκτα θυμόμαστε το άλλο μύθευμα του ιδίου με τις Αμαζόνες. Αν το 326 ο Βουκεφάλας ήταν πράγματι 30 ετών, τότε στη μάχη του Γρανικού (ακριβώς 8 χρόνια νωρίτερα) θα είχε ξεπεράσει κατά δύο έτη το προσδόκιμο ζωής των ίππων, ενώ ο Αλέξανδρος θα τον είχε αποκτήσει όταν είχε ηλικία πάνω απ’ το μισό του προσδόκιμου. Συνεπώς δεν προκύπτουν ως λογικά ενδεχόμενα ούτε ο Φίλιππος Β΄ να ακριβοπλήρωσε έναν μεγάλης ηλικίας ίππο ως τον πολεμικό ίππο του τότε διαδόχου του, ούτε είναι λογικό ο Αλέξανδρος ως βασιλιάς της Μακεδονίας να ίππευε ένα γερασμένο άλογο.

Για τον Βουκεφάλα λέγεται ακόμη ότι ήταν μεγαλόσωμος, γενναίος και ότι ονομάστηκε έτσι, είτε επειδή ήταν μαρκαρισμένος με ένα κεφάλι βοδιού είτε επειδή, ενώ ήταν μαύρος, είχε στο κεφάλι του ένα άσπρο σημάδι σε σχήμα κεφαλής βοδιού. Ήταν θεσσαλικός ίππος και ένας Θεσσαλός έμπορος, ο Φιλόνικος, τον είχε οδηγήσει στη Μακεδονία για να τον πουλήσει στη βασιλική Αυλή. Ο Φίλιππος απέρριψε την αγορά του, επειδή ήταν δύστροπος ίππος και δεν ανεχόταν ούτε καν τη φωνή των ακολούθων του. Ο Αλέξανδρος αγνόησε τις συμβουλές των παρισταμένων και επέμενε ότι επρόκειτο για εξαιρετικό ίππο και ότι μπορούσε να τον δαμάσει. Αφού δήλωσε ότι σε περίπτωση αποτυχίας του δεχόταν να καταβάλει ο ίδιος το αντίτιμο του Βουκεφάλα ως τιμωρία για την αλαζονεία του προς τους ειδικούς, ο Φίλιππος παζάρεψε την τιμή, που τελικά έκλεισε στα 13 αργυρά τάλαντα. Κατά τα θρυλούμενα ο Αλέξανδρος είχε καταλάβει ότι ο Βουκεφάλας φοβόταν τη σκιά του και με τους κατάλληλους χειρισμούς κατάφερε να τον δαμάσει, αποσπώντας τις επευφημίες των ειδικών και την υπερηφάνεια του πατέρα του.

Ο βασιλικός πολεμικός ίππος είχε μοιραστεί πολλές κακουχίες και κινδύνους με τον Αλέξανδρο, τον μόνο που δεχόταν ως αναβάτη και ο οποίος τον αγαπούσε πολύ. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, σε κάποια χώρα τον απήγαγαν οι βάρβαροι και ο Αλέξανδρος διαμήνυσε στους κατοίκους ότι, αν δεν του τον επέστρεφαν, θα τους έσφαζε όλους, και μόνο τότε του τον επέστρεψαν. Κατά τον Αρριανό το περιστατικό αυτό διαδραματίστηκε στη χώρα των Ούξιων, κατά τον Πλούταρχο στην Υρκανία, ενώ κατά τον Διόδωρο και τον Κούρτιο στη χώρα των Μάρδων. Ο Πλούταρχος λέει ότι, επειδή ο Βουκεφάλας ήταν ήδη γέρος και ο Αλέξανδρος τον ίππευε μόνο στις μάχες. Ισχυρίζεται όμως ότι στη μάχη του Γρανικού ίππευε άλλον ίππο, ο οποίος και σκοτώθηκε.

Ο Αλέξανδρος έθαψε με τις πρέπουσες τιμές τους νεκρούς της μάχης και στο σημείο, όπου πρωτοπέρασε τον Υδάσπη, έκανε γυμνικούς και ιππικούς αγώνες. Επίσης προσέφερε θυσίες στον Ήλιο, ο οποίος με τη νίκη επί του Πώρου του επέτρεπε να κατακτήσει την Ανατολή. Εκεί θεμελίωσε και μία πόλη, που την ονόμασε Βουκεφάλα εις μνήμην του ίππου του, ενώ στο σημείο της μάχης του με τον Πώρο θεμελίωσε άλλη μία πόλη, που την ονόμασε Νίκαια, σε ανάμνηση της νίκης του. Ο Πλούταρχος μας δίνει επίσης την πολύ χαρακτηριστική πληροφορία ότι κάπου αλλού ο Αλέξανδρος έχτισε μία πόλη και της έδωσε το όνομα του Περίτα, του αγαπημένου του σκύλου που μόλις είχε ψοφήσει. Χαρακτηριστικό βέβαια δεν είναι το πώς ο Αλέξανδρος έχτιζε και ονόμαζε τις πόλεις, αλλά το πώς γράφτηκαν τα διάφορα «ιστορικά» συγγράμματα για τον Αλέξανδρο. Συγκεκριμένα ο Πλούταρχος, που σε αρκετά σημεία εμφανίζεται κριτικός έναντι άλλων συγγραφέων, διευκρινίζει ότι γνωρίζει την παραπάνω πληροφορία «από τον Σωτίωνα, που λέει ότι το άκουσε από τον Ποτάμωνα τον Λέσβιο».

Στις όχθες του Υδάσπη υπήρχε αφθονία εφοδίων κι έτσι η στρατιά μπόρεσε να παραμείνει συνολικά επί 30 ημέρες, για να ξεκουραστεί και να εδραιώσει τη μακεδονική εξουσία στο υποτελές πλέον βασίλειο του Πώρου.


Γλαύσες ή Γλαυγανίκες - Η διάβαση του Ακεσίνη και του Υδραώτη
(Διόδωρος ΙΖ.91.1)

Ο Αλέξανδρος άφησε τον Κρατερό στον Υδάσπη, για να χτίσει και να τειχίσει τη Βουκεφάλα και τη Νίκαια, και το αργότερο περί τα μέσα Ιουνίου του 326 ξεκίνησε κατά των γειτόνων του Πώρου, τους οποίους ο Αριστόβουλος ονομάζει Γλαυγανίκες και ο Πτολεμαίος Γλαύσες. Είχε μαζί του το μισό ιππικό των εταίρων, τους καλύτερους από κάθε τάξη της φάλαγγας, όλους τους ιπποτοξότες, τους Αγριάνες και τους τοξότες. Συνθηκολόγησαν όλοι οι Γλαύσες ή Γλαυγανίκες και έτσι παρέλαβε 37 περίπου πόλεις με πληθυσμό από 5.000 έως 10.000 κατοίκους καθώς και πολλά χωριά με πληθυσμό όσο και οι πόλεις. Την περιοχή αυτή την παρέδωσε στον Πώρο και αποδέσμευσε τον Ταξίλη, αφού προηγουμένως συμφιλίωσε τους δύο βασιλιάδες. Τώρα πια ήταν σύμμαχοί του και χρειαζόταν τη συνεργασία τους, όχι τις μεταξύ τους έριδες.

Στη χώρα των Γλαυσών τον συνάντησαν πρέσβεις του ηγεμόνα των ορεσίβιων Ινδών. Ο Αβισάρης αρχικά είχε προσπαθήσει να ενισχύσει τους Ασσακηνούς, όταν ο Αλέξανδρος επιχειρούσε εναντίον των Βαζίρων, των Ώρων και της Αόρνου Πέτρας. Στη συνέχεια θέλησε να συμμαχήσει με τον Πώρο κατά του Αλεξάνδρου, αλλά μετά την ήττα του πρώτου αποφάσισε να συνεργασθεί και, όταν ο Αλέξανδρος βρισκόταν στη χώρα των Γλαυσών ή Γλαυγανικών του έστειλε πρέσβεις με δώρα, 40 πολεμικούς ελέφαντες και έθεσε στη διάθεση του Αλεξάνδρου τον εαυτό του και τη χώρα του, ωστόσο δεν θέλησε να παρουσιαστεί ο ίδιος. Αυτό δεν άρεσε καθόλου στον Αλέξανδρο, που υποψιαζόταν ότι ο Αβισάρης ίσως ήθελε απλώς να κερδίσει χρόνο και όχι να παραδοθεί. Γι’ αυτό τον διέταξε να παρουσιαστεί αυτοπροσώπως μπροστά του, άλλως θα παρουσιαζόταν ο Αλέξανδρος με όλη τη στρατιά του στον Αβισάρη.

Εκεί τον συνάντησαν ακόμη πρέσβεις από διάφορα αυτόνομα ινδικά έθνη και από κάποιον άλλο Πώρο, έναν τοπικό διοικητή. Ο Αλέξανδρος διέταξε τον Αβισάρη, τον καινούργιο και ιδιότροπο σύμμαχό του, όταν θα παρουσιαζόταν μπροστά του να έχει μαζί του κι αυτόν τον άλλο Πώρο, τον οποίο δεν θεωρούσε ειλικρινή. Οι δύο Πώροι, ο βασιλιάς κι ο διοικητής, είχαν εχθρικές σχέσεις. Γι’ αυτό, πριν ο Αλέξανδρος περάσει τον Υδάσπη, ο διοικητής του έστειλε πρέσβεις και του παρέδωσε τον εαυτό του και τη χώρα του. Βλέποντας όμως μετά τη μάχη ότι ο βασιλιάς, αν και ηττήθηκε, απέκτησε μεγαλύτερη εξουσία, φοβήθηκε και αθέτησε τη συμφωνία του. Εγκατέλειψε τη χώρα του και κατέφυγε με όσους πολεμιστές μπόρεσε να πείσει στη χώρα των Γανδαριδών. Ο Αλέξανδρος έδωσε στον Ηφαιστίωνα δύο τάξεις πεζών, δύο ιππαρχίες (του Ηφαιστίωνα και του Δημητρίου), τους μισούς τοξότες και τον έστειλε στη χώρα του ανυπότακτου Πώρου, για να την καταλάβει και να την παραδώσει στο σύμμαχό τους Πώρο.

Στη χώρα των Γλαυσών έφτασε και ο σατράπης των Παρθυαίων και των Υρκανών, ο Φραταφέρνης, με τους Θράκες, που είχαν μείνει πίσω ως φρουρά. Έφτασαν και αγγελιαφόροι του Σισσίκοτου, του διορισμένου διοικητή των Ασσακηνών, που τον πληροφόρησαν ότι οι Ασσακηνοί επαναστάτησαν ξανά. Ο Αλέξανδρος έστειλε τον Φίλιππο και τον Τυριέσπη να καταστείλουν την επανάσταση και συνέχισε την πορεία του προς τον Ακεσίνη.

Προς το τέλος Ιουνίου του 326 η στρατιά έφτασε στον Ακεσίνη (Τσενάμπ). Ο ποταμός ήταν ορμητικός, η κοίτη του γεμάτη μεγάλες και μυτερές πέτρες, είχε πολλές δίνες και πλάτος 15 στάδια (περίπου 2,8 χμ). Οι ασκοσχεδίες πέρασαν εύκολα, αλλά τα πλοία τσακίστηκαν πάνω στις πέτρες και πολλοί πνίγηκαν. Ο Αλέξανδρος άφησε τον Κοίνο στον Ακεσίνη, για να προετοιμάσει καλύτερα το πέρασμα της υπόλοιπης στρατιάς με τα εφόδια, κι έστειλε πίσω τον Πώρο για να στρατολογήσει τους καλύτερους Ινδούς και να του στείλει όσους ελέφαντες μπορούσε. Ο ίδιος επικεφαλής των υπολοίπων τμημάτων κατευθύνθηκε προς τον Υδραώτη (Ραβί), που ήταν εξίσου πλατύς με τον Ακεσίνη, αλλά όχι τόσο ορμητικός. Καθ’ οδόν άφηνε φρουρές, για να ελέγχουν το δρομολόγιο, από το οποίο θα περνούσαν ο Κοίνος και ο Κρατερός με την υπόλοιπη στρατιά, καθώς και την περιοχή από την οποία θα συνέλεγαν τα τρόφιμα. Ο Υδραώτης δεν παρουσίαζε τις δυσκολίες του Ακεσίνη και η διάβασή του έγινε χωρίς προβλήματα.


Αδραϊστές και Καθαίοι – Η πολιορκία των Σαγγάλων
(Διόδωρος ΙΖ.91.3-κ.ε.,92,93,Κούρτιος 9.1, 9.2.1-5)

Όσους Γανδάριους ανατολικά του Υδραώτη δεν συνθηκολόγησαν εξ αρχής, ο Αλέξανδρος τους υπέταξε δια της βίας. Πληροφορήθηκε ότι οι Καθαίοι, οι Μαλλοί και οι Οξυδράκες ή Συδράκες, που είχαν τη φήμη γενναίων πολεμιστών, ετοιμάζονταν για αντίσταση. Κινήθηκε γρήγορα εναντίον των Καθαίων (Κσατρίγια), που λεγόταν ότι έκαιγαν και τις γυναίκες μαζί με τους νεκρούς άντρες τους, και δύο μέρες από τη διάβαση του Υδραώτη έφτασε σε μία πόλη των Αδραϊστών (Αντρίστα), τα Πίμπραμα. Οι Αδραϊστές συνθηκολόγησαν και τον ακολούθησαν ως σύμμαχοι.

Την επομένη ο Αλέξανδρος ξεκίνησε για τα Σάγγαλα (Λαχώρη ή Αμριτσάρ), όπου είχαν συγκεντρωθεί οι Καθαίοι και γείτονές τους. Είχαν οχυρωθεί σε ένα λόφο μπροστά από την πόλη, που δεν ήταν απότομος απ’ όλες τις πλευρές, γύρω του είχαν τοποθετήσει άμαξες σε τρεις ομόκεντρους κύκλους δημιουργώντας έτσι τριπλό χάρακα. Ο Αλέξανδρος έστειλε αμέσως του ιπποτοξότες, για να τους πλήξουν από μακριά και να τους εμποδίσει να κάνουν έξοδο, όσο εκείνος παρέτασσε τις δυνάμεις του. Στο δεξί κέρας, τοποθέτησε το άγημα και την ιππαρχία του Κλείτου, τους υπασπιστές και τους Αγριάνες. Στο αριστερό κέρας παρέταξε τον Περδίκκα με την ιππαρχία του και τις τάξεις των πεζεταίρων. Οι τοξότες κάλυψαν τα άκρα των δύο κεράτων. Ενώ ακόμη τακτοποιούσε τη παράταξη, έφτασε και η οπισθοφυλακή. Ενίσχυσε με τους πεζούς και τους ιππείς την υπάρχουσα παράταξη, ως συνήθως πήρε θέση στο δεξί κέρας και επιτέθηκε. Όμως οι Ινδοί δεν του έκαναν τη χάρη να βγουν από τον χάρακα και να αντεπιτεθούν. Ανέβηκαν πάνω στις άμαξες και εξαπέλυαν τα τοξεύματά τους από ψηλότερο σημείο και ο Αλέξανδρος διαπίστωσε ότι το ιππικό δεν ήταν αποτελεσματικό όπλο σ’ αυτήν τη φάση. Ξεπέζεψε λοιπόν και οδήγησε τη φάλαγγα κατά των Καθαίων. Τους έδιωξαν εύκολα από τον πρώτο χάρακα, αλλά τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα στον δεύτερο. Οι Ινδοί συμπτύχθηκαν σε μικρότερη περίμετρο και πύκνωσαν τις τάξεις τους. Οι Μακεδόνες έπρεπε να μετακινούν τις άμαξες του πρώτου χάρακα, να χαλάνε τον συνασπισμό της φάλαγγας και να χώνονται στα διάκενα των αμαξών όπως - όπως. Παρά ταύτα έδιωξαν τους Καθαίους κι από τον δεύτερο χάρακα. Εκείνοι δεν συμπτύχθηκαν στον τρίτο, αλλά υποχώρησαν στην πόλη και κλείστηκαν στα τείχη.

Ο Αλέξανδρος στρατοπέδευσε γύρω από την πόλη. Η περίμετρος των τειχών της ήταν μεγάλη και το στρατόπεδο δεν την κάλυπτε όλη. Μπροστά από ένα μέρος του αφρούρητου τμήματος υπήρχε μία ρηχή λίμνη, γύρω από την οποία έβαλε φρουρές του ιππικού, διότι περίμενε ότι οι Καθαίοι θα επιχειρούσαν να διαφύγουν τη νύχτα. Πράγματι έτσι έγινε. Το ιππικό επιτέθηκε, κατέσφαξε τους πρώτους και οι υπόλοιποι ξανακλείστηκαν στα τείχη. Οι Μακεδόνες έφτιαξαν διπλό χάρακα μπροστά από το τμήμα του τείχους, που δεν κάλυπτε το στρατόπεδο κι η λίμνη, τοποθέτησαν καλύτερες φρουρές γύρω της και έφεραν τις πολιορκητικές μηχανές κοντά στα τείχη. Τότε κάποιοι αυτόμολοι ενημέρωσαν τον Αλέξανδρο ότι οι πολιορκούμενοι θα επιχειρούσαν έξοδο εκείνο το βράδυ από την πλευρά της λίμνης. Εκείνος έδωσε στον Πτολεμαίο του Λάγου τρεις χιλιαρχίες υπασπιστών, όλους τους Αγριάνες, μία τάξη τοξοτών και του ανέθεσε να επιτηρεί το σημείο, που φαινόταν καταλληλότερο ως διάδρομος διαφυγής των Καθαίων. Ο Πτολεμαίος ολοκλήρωσε γρήγορα την κατασκευή του χάρακα μεταξύ τείχους και λίμνης και τοποθέτησε τις άμαξες των Καθαίων έτσι, ώστε να νομίσουν ότι είναι πολλά τα αδιάβατα και φρουρούμενα σημεία και να πέσουν στην ενέδρα. Όλη αυτή η δουλειά τελείωσε τη νύχτα. Κατά την τέταρτη βάρδια οι Καθαίοι επιχείρησαν έξοδο. Άνοιξαν τις πύλες στην πλευρά της λίμνης, αλλά ο Πτολεμαίος τους κατέκοψε και τους ανάγκασε να ξανακλειστούν στα τείχη αφήνοντας πίσω τους 500 νεκρούς. Τότε έφτασε κι ο Πώρος με 5.000 Ινδούς και τους ελέφαντες, που είχε στρατολογήσει. Είχαν συναρμολογηθεί και οι πολεμικές μηχανές και πλησίαζαν στα τείχη. Ωστόσο δεν πρόλαβαν να χρησιμοποιηθούν, διότι η φάλαγγα είχε υποσκάψει το πλίνθινο τείχος, που κατέρρευσε σε πολλά σημεία, και με μία γενική έφοδο οι Μακεδόνες ανέβηκαν από παντού στα τείχη και κυρίευσαν την πόλη. Κατά την άλωση σκοτώθηκαν πάνω από 17.000, αιχμαλωτίσθηκαν πάνω από 70.000 Καθαίοι και μεταξύ της λείας ήταν 300 άρματα και 500 ίπποι. Η στρατιά του Αλεξάνδρου είχε συνολικά λιγότερους από 100 νεκρούς, αλλά πάνω από 1.200 τραυματίες, μεταξύ των οποίων και ο σωματοφύλακας Λυσίμαχος, ο μετέπειτα βασιλιάς των ευρωπαϊκών εδαφών.

Ο Αλέξανδρος έθαψε τους νεκρούς του με τις καθιερωμένες τιμές και έστειλε τον γραμματέα Ευμένη στις άλλες δύο πόλεις, που είχαν οργανωθεί για αντίσταση, μηνύοντας στους υπερασπιστές τους ότι, αν έμεναν στις θέσεις τους και τον δέχονταν φιλικά, δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα. Όμως για άλλη μια φορά οι Ινδοί εγκατέλειψαν τις πόλεις τους και πήραν το δρόμο της προσφυγιάς. Φαίνεται ότι, είτε δεν πίστεψαν τον Ευμένη, είτε δεν είχαν σκοπό να παραδοθούν, αλλά μετά την άλωση των Σαγγάλων δεν τολμούσαν και να προβάλουν αντίσταση. Τότε ο Αλέξανδρος του καταδίωξε, αλλά δεν τους πρόφτασε. Φτάνοντας στα άκρα την ανηλεή τακτική, που είχε υιοθετήσει ήδη από την Περσία, εκτέλεσε τους περίπου 500 αρρώστους, που είχαν μείνει πίσω, όπως είχε κάνει κι ο Δαρείος στους δικούς του τραυματίες στην Ισσό. Μετά επέστρεψε και ως τιμωρία για την αντίσταση κατέσκαψε τα Σάγγαλα, τα οποία θα ανοικοδομούσαν αργότερα οι Διάδοχοι ως Ευθυδήμεια. Παρέδωσε την περιοχή στους Ινδούς συμμάχους του, ως ανταμοιβή που είχαν παραδοθεί με τη θέλησή τους, στέλνοντας έτσι ένα σαφέστατο μήνυμα προς τους ανυπότακτους ακόμη Ινδούς. Ανέθεσε στον Πώρο να εγκαταστήσει φρουρές στις πόλεις, που είχαν υποχρεωθεί να παραδοθούν, και προέλασε κατά των εθνών πέρα από τον Ύφασι. Σύμφωνα με τον Διόδωρο και τον Κούρτιο οι δύο τελευταίοι βασιλείς, που παραδόθηκαν στη δυτική όχθη του Ύφασι, ήταν ο Σοφίτης ή Σωπείθης κι ο Φηγέας. Σύμφωνα με τον Αρριανό το βασίλειο του Σωπείθη δεν ήταν στον Ύφασι αλλά στον Υδάσπη και υποτάχθηκε, όταν ο Αλέξανδρος άρχισε την κάθοδο προς τη θάλασσα.


Το τέρμα της εκστρατείας
(Αρριανός, Ε.25-29,ΣΤ.1, Διόδωρος ΙΖ.93.1-2, 94, 95.1-2, Πλούταρχος Αλέξανδρος 62, Κούρτιος 9.2-9.3.19, Ιουστίνος 12.8.10-16, Ηρόδοτος Δ.40)

Την εποχή των μουσώνων στο Παντζάμπ η ατμόσφαιρα είναι πνιγηρά υγρή, η θερμοκρασία πάνω από 40οC και η βροχόπτωση έντονη, ακολουθούμενη από διαλείμματα ηλιοφάνειας, πυκνή νέφωση και ισχυρές καταιγίδες με βροντές και κεραυνούς. Σύμφωνα με το Διόδωρο, η στρατιά προήλαυνε ήδη επί 70 σχεδόν ημέρες υπ’ αυτές τις καιρικές συνθήκες, όταν στασίασε στον Ύφασι. Επειδή η περίοδος των μουσώνων διαρκεί από τον Ιούλιο ως τον Σεπτέμβριο, συμπεραίνουμε από αυτήν την πληροφορία ότι ο Αλέξανδρος έφτασε στον Ύφασι το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου του 326 π.Χ. Ο Ύφασις είχε πλάτος 7 στάδια (περίπου 1,3 χμ), βάθος 6 οργιές (περίπου 10,6 μ) και ρεύμα δυνατό κι επικίνδυνο. Στα ανατολικά του υπήρχε μία έρημος και σε απόσταση 12 σταθμών έρεε ο Γάγγης, ο μεγαλύτερος ποταμός της Ινδίας, με πλάτος 32 στάδια (περίπου 5,9 χμ) και βάθος 100 οργιές (περίπου 177 μ), το μεγαλύτερο βάθος απ’ όλα τα ποτάμια της Ινδίας. Οι πληροφορίες έλεγαν ότι πέρα από το Γάγγη κατοικούσαν οι Πράσιοι και οι Γανδαρίδες, ότι οι χώρες τους ήταν πλούσιες, ευνομούμενες, οι πολεμιστές γενναίοι και οι ελέφαντες καλύτεροι και μεγαλύτεροι, από όσους είχαν συναντήσει ως τότε. Ανάλογα με την πηγή οι δυνάμεις των Γανδαριδών δίνονται από τον παρακάτω πίνακα:

Πλούταρχος Διόδωρος Κούρτιος Ιουστίνος
Αλέξ.62.3 ΙΖ.93.2 9.2.3-4 12.8.10
Πεζοί 200.000 200.000 200.000 200.000
Ιππείς 80.000 20.000 20.000 20.000
Άρματα 8.000 2.000 2.000
Ελέφαντες 6.000 4.000 3.000

Αυτές οι δυνάμεις φέρονται ότι επτόησαν τους Μακεδόνες και τους έκαναν να αντιδράσουν στην παραπέρα προέλαση. Ωστόσο, ήταν σημαντικά μικρότερες από τις παραδιδόμενες δυνάμεις για τους Πέρσες στη μάχη των Γαυγαμήλων και οι Ινδοί, ενώ καταγράφεται ότι δυσκόλεψαν πολύ τις δυνάμεις του Αλεξάνδρου, δεν παραδίδεται να προξένησαν αναλογικά περισσότερες απώλειες από τις συνήθεις. Δύσκολα λοιπόν μπορούμε να δεχθούμε την άποψη ότι οι Μακεδόνες αρνήθηκαν να προχωρήσουν περισσότερο, επειδή δήθεν φοβήθηκαν τις ισχυρές δυνάμεις των Γανδαριδών. Στην πραγματικότητα, όπως ήδη έχουμε σημειώσει, οι Μακεδόνες έβλεπαν ότι δεν διεξήγαν πλέον πανελλήνια εκστρατεία, ότι δεν πολεμούσαν για την τιμή της Ελλάδος, αλλ’ ότι απλώς προέλαυναν ασταμάτητα. Η αντίδρασή τους λοιπόν ήταν απόλυτα δικαιολογημένη. Είχαν τιμωρήσει τους Πέρσες σύμφωνα με την αρχική εντολή τους, είχαν απελευθερώσει όλες τις ελληνίδες πόλεις της Μικράς Ασίας, είχαν κατακτήσει μία προς μία όλες τις σατραπείες της Περσίας, είχαν καταδιώξει τον Μεγάλο Βασιλέα και τον εκτελεστή του και είχαν υποτάξει χώρες και λαούς, που δεν είχε κατορθώσει να υποτάξει η αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της. Είχαν αγνοήσει όλα τα φυσικά κωλύματα, τις καιρικές συνθήκες, την πείνα, τη δίψα και την κόπωση, αλλά μετά από οκτώ ετών συνεχή πόλεμο είχαν πλέον εξαντληθεί ψυχικά και οικονομικά. Ούτε οι μισθοί τους, ούτε οι κατά περίπτωση δωρεές, ούτε τα λάφυρα από τις λεηλασίες ήταν αρκετά. Όλοι τους ήταν καταχρεωμένοι. Στο μεγάλο αυτό διάστημα μακρυά από τις γυναίκες και τα παιδιά τους, οι στρατιώτες διατηρούσαν σχέσεις με πόρνες και εξανδραποδισμένες ή ελεύθερες ασιάτισσες, με τις οποίες φυσικά αποκτούσαν και παιδιά. Οι νόμιμες οικογένειες των στρατιωτών είχαν καταστραφεί από τις επιδιώξεις του Αλεξάνδρου.

Στη δυτική όχθη του Ύφασι είχε φτάσει μόνο μια σκιά της αρχικής δύναμης, που είχε ξεκινήσει απ’ την Ελλάδα. Οι περισσότεροι είχαν αποστρατευθεί ή εποικιστεί σ’ όλη την Ασία, πολλοί είχαν πεθάνει από τις αρρώστειες και τις κακουχίες και αρκετοί είχαν σκοτωθεί στα πεδία των μαχών. Οι Ινδοί ήταν πολύ σκληροί πολεμιστές, το υγρό και θερμό κλίμα δυσκόλευε τις πληγές να επουλωθούν και συχνά συντελούσε στη μόλυνσή τους. Είχαν φθαρεί τα όπλα από την ακατάπαυστη χρήση, το ίδιο κι οι οπλές των ίππων από τη συνεχή οδοιπορία, ενώ υπήρχε έλλειψη ελληνικού ιματισμού, που υποχρέωνε τους στρατιώτες να χρησιμοποιούν βαρβαρικά υφάσματα και να μεταποιούν τις ινδικές στολές. Επιπλέον το πρωτόγνωρο γι’ αυτούς φαινόμενο των μουσώνων τους ταλαιπωρούσε επί 70 σχεδόν ημέρες κι επιβάρυνε ακόμη περισσότερο την ψυχολογία τους.

Εν ολίγοις, είχαν κάνει το καθήκον τους προς την πατρίδα τους, νίκησαν σε όλες ανεξαιρέτως τις μάχες δοξάζοντας τα μακεδονικά όπλα και προσφέροντας στην Ελλάδα πολύ περισσότερα από όσα όλοι οι προηγούμενοι Ηγεμόνες μαζί. Τώρα είχε έλθει η στιγμή να απαιτήσουν τα δικαιώματά τους ως πολίτες. Είχε έλθει η ώρα να υποστεί ο Αλέξανδρος την πρώτη ήττα στην εκκλησία των Μακεδόνων. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Διόδωρος λέει ξεκάθαρα ότι ο Αλέξανδρος συγκάλεσε την εκκλησία των Μακεδόνων, κάτι που προκύπτει κι απ’ τους Πλούταρχο και Κούρτιο. Αντίθετα, ο Αρριανός λέει ότι ο Αλέξανδρος κάλεσε τους στρατιωτικούς διοικητές, «Μακεδόνες και συμμάχους» και βάζει σαφώς τον Αλέξανδρο και εμμέσως τον Κοίνο να απευθύνονται σε «Μακεδόνες και συμμάχους», αν και όσα λένε τόσο ο Αλέξανδρος όσο κι ο Κοίνος στοχεύουν αποκλειστικά στους Μακεδόνες.

Το βέβαιο είναι ότι οι βάρβαροι, είτε είχαν υποταχθεί δια της βίας είτε είχαν συμμαχήσει εξ ανάγκης, θα ήταν οι τελευταίοι, που θα τολμούσαν να φέρουν αντιρρήσεις. Οι μη Μακεδόνες Έλληνες θα ανησυχούσαν μήπως οι αντιρρήσεις τους εκληφθούν ως ανταρσία στα πλαίσια του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων και τιμωρηθούν ανάλογα. Μόνο οι Μακεδόνες θα ήταν κάπως ασφαλείς αν του εναντιώνονταν στα πλαίσια της «συνταγματικής» μοναρχίας της Μακεδονίας. Αυτό ακριβώς προκύπτει από όλους τους αρχαίους συγγραφείς, που φέρουν μόνο τους Μακεδόνες να αντιδρούν. Φαίνεται λοιπόν λογικότερο ο Αλέξανδρος να συγκάλεσε μία σύσκεψη των αξιωματικών του, για να βολιδοσκοπήσει τις διαθέσεις τους. Φαίνεται δηλαδή λογικότερο να απέφυγε την εκκλησία, όπου οι αντιρρησίες Μακεδόνες αναθαρρημένοι από τη σαφή πλειοψηφία τους θα έσυραν τον Βασιλέα της Ασίας σε μία συντριπτική «κοινοβουλευτική» ήττα. Μία ήττα βαρύτατη για την υπερηφάνειά του και μοιραία για την επιβολή του ως θεού-βασιλιά στους Ασιάτες.

Όταν λοιπόν ο Αλέξανδρος έμαθε, ότι όλο και περισσότεροι στρατιώτες αντιδρούσαν στη συνέχιση της προέλασης και ότι οι σχετικές συζητήσεις πύκνωναν, προσπάθησε να αντιμετωπίσει την κατάσταση, πριν πάρει επικίνδυνες διαστάσεις. Ο Διόδωρος στην δική του εκδοχή εμφανίζει τον Αλέξανδρο σαν ένα σύγχρονο πολιτικό δευτέρας διαλογής, που καταφεύγει σε προεκλογικές παροχές, για να αποφύγει τη συντριβή στις επερχόμενες εκλογές. Λέει συγκεκριμένα, ότι ο Αλέξανδρος για να καλοπιάσει τους άντρες του, τους επέτρεψε να λεηλατήσουν την εχθρική χώρα, χωρίς να προσδιορίζει ποιάν εννοεί. Όσο εκείνοι έλειπαν από το στρατόπεδο, ανέλαβε να χορηγεί στις γυναίκες τους κάθε μήνα τρόφιμα και στα παιδιά τους χορήγησε οικονομικό βοήθημα, ανάλογο με το βαθμό των πατεράδων τους. Όταν οι στρατιώτες επέστρεψαν με πλούσια λεία από την λεηλασία, συγκάλεσε την εκκλησία των Μακεδόνων. Τους μίλησε ωραία και προσεγμένα, αλλά δεν κατόρθωσε να αποσπάσει τη συγκατάθεσή τους και αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα σχέδιά του για προέλαση πέρα από τον Ύφασι. Όμως τόσο ο ίδιος ο Διόδωρος, όσο και οι άλλοι ιστορικοί λένε ότι όλες οι γειτονικές χώρες είχαν υποταχθεί, μένει λοιπόν αδιευκρίνιστο σε ποια εχθρική χώρα μπορεί να αναφέρεται ο Διόδωρος. Από τους άλλους ιστορικούς, που δίνουν λεπτομέρειες, ο μεν Αρριανός δίνει έκταση ανάλογη της βαρύτητας του ζητήματος, ο δε Κούρτιος, που σε ήσσονος σημασίας περιστατικά δίνει ιδιαίτερη έκταση, εδώ μας εκπλήσσει με τη συντομία του. Ωστόσο συμφωνεί με τον Αρριανό.

Στη σύσκεψη των διοικητών ο Αλέξανδρος είπε ότι κατανοούσε την απροθυμία των στρατιωτών να συνεχίσουν και ότι ήθελε είτε να τους πείσει να συνεχίσουν τις κατακτήσεις είτε να τον πείσουν εκείνοι να επιστρέψουν. Απαρίθμησε μία προς μία τις περιοχές, που είχαν κατακτήσει, τους θύμισε ότι υπέταξαν εύκολα όλους τους λαούς και ότι στην Ινδία, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν, κανείς δεν τους αναχαίτισε, ενώ πολλοί έφευγαν και εγκατέλειπαν τις χώρες τους έρημες στη διάθεση των Μακεδόνων και των ντόπιων συμμάχων τους. Δεν έβλεπε γιατί να αφήσουν τα έθνη στα ανατολικά του Ύφαση έξω από τη Μακεδονική κυριαρχία. Τους διαβεβαίωσε ότι βρίσκονταν κοντά στην επίτευξη του πραγματικού σκοπού της εκστρατείας (και προσωπικής του επιδίωξης), που ήταν η κατάκτηση όλου του κόσμου. Τους είπε ότι δεν απείχαν πολύ από τον Γάγγη και την Ανατολική Θάλασσα, ότι αν διένυαν αυτήν τη μικρή απόσταση, που τους είχε απομείνει, θα αποδείκνυε στους Μακεδόνες (που φαίνεται ότι δεν τον πίστευαν) και σ’ όλον τον κόσμο, ότι η Υρκανία (Κασπία) Θάλασσα αποτελούσε κόλπο της Ανατολικής Θάλασσας, ότι ο Ινδικός κόλπος επικοινωνούσε με τον Περσικό και την Κασπία. Τους είπε ακόμη ότι, σκόπευε ακόμη να στείλει στόλο από τον Ινδικό Κόλπο στον Περσικό, για να περιπλεύσει τη Λιβύη (τη σημερινή Αφρική) και να φτάσει στις Ηράκλειες Στήλες (Γιβραλτάρ), διότι αν κατείχαν τις Ηράκλειες Στήλες, η εσωτερική Λιβύη (οι μεσογειακές ακτές της Αφρικής) θα γινόταν δική τους και τα όρια της επικράτειάς τους θα ταυτίζονταν με «τα όρια, που έδωσαν οι θεοί στη Γη».

Αναρωτιέται κανείς τι θα έλεγε και τι θα επεδίωκε ο Αλέξανδρος, αν γνώριζε ότι η πραγματική έκταση της Γης ήταν πολύ μεγαλύτερη απ’ όσο γνώριζαν πριν φύγουν από την Ελλάδα ή όσο έμαθαν φτάνοντας στο Πακιστάν. Άλλωστε ήταν πλέον γνωστό πόσο εσφαλμένες είχαν αποδειχθεί οι γεωγραφικές του αντιλήψεις και πόσο αβασάνιστα έβγαζε λάθος συμπεράσματα. Είχε δει ότι απ’ όλα τα ποτάμια, μόνο στον Νείλο και στον Ινδό ζούσαν κροκόδειλοι, είδε ακόμη στις όχθες του Ακεσίνη κουκιά, που φυτρώνουν και στην Αίγυπτο, έμαθε ότι ο Ακεσίνης συμβάλλει στον Ινδό και έσπευσε να συμπεράνει ότι ο Ινδός και ο Νείλος είναι το ίδιο ποτάμι. Πίστεψε ότι ο Ινδός διαρρέει κάποια ερημική περιοχή και μετά επανεμφανίζεται στην Αίγυπτο, όπου παίρνει το όνομα Νείλος. Τόσο ικανοποιημένος έμεινε από το συμπέρασμά του, ώστε ήταν έτοιμος να ανακοινώσει ότι ανακάλυψε τις πηγές του Νείλου στην Ινδία. Ευτυχώς τον πρόλαβαν οι Ινδοί και τον ενημέρωσαν ότι ο Ινδός χύνεται στη θάλασσα. Όπως ήταν φυσικό, ούτε οι εξερευνητικές φιλοδοξίες του ούτε οι εξαγγελίες νέων εκστρατειών μπορούσαν να συγκινήσουν τους Μακεδόνες του, που πολεμούσαν ακατάπαυστα ήδη επί 8 χρόνια και κάποιοι απ’ αυτούς ίσως είχαν πολεμήσει και υπό τις διαταγές του πατέρα του.

Ο Αλέξανδρος είπε ακόμη στους διοικητές των μονάδων του ότι, αν επέστρεφαν χωρίς να ολοκληρώσουν την κατάληψη της Ινδίας ως την Ανατολική Θάλασσα, οι πολλοί και αξιόμαχοι λαοί, που ζούσαν εκεί, θα ξεσήκωναν τους υποταγμένους και επίσης αξιόμαχους Ινδούς και θα έχαναν από την εξουσία τους την Ινδία, για την οποία τόσο σκληρά αγωνίσθηκαν. Τους θύμισε ότι ο πιο μαλθακός και γλεντζές θεός, ο Διόνυσος, είχε προχωρήσει πολύ βαθειά στην Ασία, ως τη Νύσα, και ότι ο Ηρακλής είχε αποτύχει στην πολιορκία της Αόρνου Πέτρας, ενώ εκείνοι είχαν ξεπεράσει και τον Διόνυσο και τον Ηρακλή. Πίστευε ότι το τμήμα της Ασίας που δεν είχαν κατακτήσει ήταν μικρό κι ότι λίγο ακόμη τους έμενε, για να κατακτήσουν όλο τον κόσμο.

Τους τόνισε επίσης ότι δεν κοπίαζαν μόνοι, αλλά ότι κι ο ίδιος διακινδύνευε εξίσου με τους απλούς στρατιώτες. Δεν μπορούσαν λοιπόν να πουν ότι εκείνοι είχαν κουραστεί πιο πολύ από τον βασιλιά τους. Τους είπε ακόμη ότι εκείνοι ήταν οι σατράπες της Ασίας και ότι σ’ εκείνους ανήκε ο πλούτος της. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Αλέξανδρος είχε δείξει βέβαια, και θα έδειχνε και στη συνέχεια με τη γενναιοδωρία του, ότι αυτό δεν ήταν ασήμαντο σχήμα λόγου. Αλλά δεν το εννοούσε και κυριολεκτικά, όπως αποφάσισαν να πιστέψουν αρκετοί αξιωματούχοι στα μετώπισθεν. Τέλος, τους είπε πως όταν θα είχαν τελειώσει τις κατακτήσεις και θα ερχόταν η ώρα να γυρίσουν πίσω, θα ικανοποιούσε όλες τις επιθυμίες τους, όμως πιο πολύ θα ικανοποιούσε, όσους επέλεγαν να μείνουν μαζί του στην Ασία. Αυτό ίσως μπορεί να θεωρηθεί ως έμμεση δήλωση ότι ο ίδιος δεν σκόπευε να επιστρέψει.

Οι διοικητές των μονάδων γνώριζαν πολύ καλά ότι από τους άντρες τους οι πιο ήπιοι έκλαιγαν τη μοίρα τους και οι πιο απηυδισμένοι ήταν κατηγορηματικοί: δεν σκόπευαν να προχωρήσουν άλλο! Ο Αλέξανδρος παρότρυνε τους αξιωματικούς του να απαντήσουν στα όσα τους είπε, ειδικά μετά το φόνο του Κλείτου κανείς δεν τολμούσε να φέρει αντιρρήσεις στο Βασιλιά της Ασίας. Μόνο ο Κοίνος του Πολεμοκράτη είχε το σθένος να πάρει το λόγο και να δηλώσει στον Αλέξανδρο ότι δεν θα μιλούσε για λογαριασμό δικό του ή των άλλων προβεβλημένων επωνύμων, που ήδη απολάμβαναν τους καρπούς των επιτυχιών τους, αλλά θα μιλούσε για λογαριασμό των ανωνύμων στρατιωτών. Τόνισε στον Αλέξανδρο ότι ήταν από τους μεγαλύτερους σε ηλικία εταίρους, δεν είχε αποφύγει κόπους ή κινδύνους και γι’ αυτό είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Δηλαδή έμμεσα ξεχώρισε τον εαυτό του από τους μικρότερους σε ηλικία αυλοκόλακες, που είχαν προωθηθεί στα ανώτατα αξιώματα μετά τη δίκη του Φιλώτα, και θύμισε στον Αλέξανδρο, ότι ως καταξιωμένος αξιωματικός του μακεδονικού στρατού και έμπιστος επιτελής του βασιλιά, είχε υποχρέωση να μιλήσει με απόλυτη ειλικρίνεια, με μοναδικό γνώμονα το μακροχρόνιο συμφέρον του βασιλιά και του κράτους. Είπε λοιπόν τα ακόλουθα: «Βασιλιά μου, θυμάσαι πόσοι Μακεδόνες και Έλληνες ξεκινήσαμε και βλέπεις πόσοι μείναμε. Σωστά έπραξες στα Βάκτρα, όταν αποστράτευσες τους Θεσσαλούς, επειδή διαπίστωσες ότι είχαν κουραστεί και δεν ήταν πρόθυμοι για άλλες περιπέτειες. Όμως οι περισσότεροι από τους άλλους Έλληνες, που εποίκισες στις νεοϊδρυμένες πόλεις, μένουν εκεί χωρίς τη θέλησή τους. Από όσους αρχικά σε είχαν ακολουθήσει πρόθυμα, άλλοι σκοτώθηκαν στις μάχες, άλλοι πέθαναν από αρρώστιες, και άλλοι, ως απόμαχοι, σκόρπισαν κατά την πορεία μας σ’ όλην την Ασία. Λίγοι έμειναν στις τάξεις του στρατού μας κι αυτοί κουρασμένοι από τον αδιάκοπο πόλεμο και χωρίς ψυχική δύναμη. Όλοι τους, στρατιώτες απόμαχοι και έποικοι, θέλουν να γυρίσουν στις πατρίδες τους, στους γονείς τους (αν ζουν μετά από οκτώ χρόνια), στις νόμιμες γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Πρέπει να τους συγχωρέσεις αυτήν την επιθυμία [Αλέξανδρε, ο Όμηρος εκτός από την αγαπημένη σου Ιλιάδα, έγραψε κι άλλο έπος, την Οδύσσεια, όπου εξυμνεί τον πόθο του Οδυσσέα να επιστρέψει σπίτι του] και έχεις υποχρέωση να τους δεις να φτάνουν στα πατρικά τους εδάφη πλούσιοι και τιμημένοι, όχι φτωχοί και άσημοι [όλοι ξέρουμε τα χρέη των Μακεδόνων]. Αλλά και συ πρέπει να γυρίσεις στην πατρίδα, να δεις τη μητέρα σου, να φέρεις όλες αυτές τις πολλές και σημαντικές νίκες στον Οίκο σου [ο πατέρας σου δολοφονήθηκε σε συνομωσία και συ ο ίδιος αγωνίστηκες σκληρά, για να εδραιωθείς στον θρόνο. Ένα θρόνο, που εγκατέλειψες σχεδόν αμέσως σε έναν άλλο έμπιστο εταίρο, ενώ στη Μακεδονία δεν υπάρχει κανένα άρρεν μέλος του Οίκου των Αργεαδών] και να τακτοποιήσεις τα πράγματα στην Ελλάδα [τώρα πια δεν είσαι το μειράκιον του Δημοσθένη]. Μετά, αν θέλεις, σχεδίασε κι άλλες εκστρατείες, στα ανατολικά της Ινδίας, στον Εύξεινο Πόντο, στην Καρχηδόνα και στη Λιβύη (Αφρική) πέρα από την Καρχηδόνα. Τότε θα σε ακολουθήσουν κι άλλοι Μακεδόνες, κι άλλοι Έλληνες. Νέοι και ακμαίοι, όχι γερασμένοι και κουρασμένοι, όπως οι τωρινοί. Και θα είναι πρόθυμοι να ριψοκινδυνεύσουν για σένα, βλέποντας πόσο ωφελημένοι και τιμημένοι γύρισαν στις πατρίδες τους οι προηγούμενοι. Βασιλιά μου, τίποτα δεν είναι σημαντικότερο από τη σωφροσύνη μέσα στην ευτυχία, ενώ οι αποφάσεις των θεών είναι απρόβλεπτες και οι άνθρωποι δεν μπορούν να φυλαχτούν από αυτές [διότι όλοι εμείς γνωρίζουμε καλά Αλέξανδρε, ότι είσαι ο θνητός γιος του Φιλίππου και όχι ο αθάνατος του Άμμωνα]».

Τα λόγια του Κοίνου είχαν τη λεπτή και διαφανή επίστρωση αβρότητας και όλη την ευστοχία, που έχουν οι αναλύσεις των επιτελών. Επεσήμανε στον Αλέξανδρο ότι η αντίδραση των στρατιωτών δεν ήταν απροσδόκητη, αλλά απόλυτα δικαιολογημένη και αναμενόμενη. Την είχαν προκαλέσει οι επιλογές της ανώτατης διοίκησης, δηλαδή του ίδιου του Αλεξάνδρου. Είναι σημαντικό ότι το πρώτο, που ανέφερε ήταν οι Έλληνες, που είχαν εποικίσει στις ελληνικές πόλεις που ίδρυσαν στην Ασία. Ο Αλέξανδρος τους είχε υποχρεώσει να παραμείνουν εκεί παρά τη θέλησή τους και το πρόβλημα, που προέκυπτε, φαίνεται πως ήταν εξαρχής διαπιστωμένο. Οπωσδήποτε ήταν πολύ σοβαρό, αφού πληροφορούμενοι τον θάνατο του Αλεξάνδρου, αυτοί οι Έλληνες εγκατέλειψαν τις πόλεις της Ασίας, για να επιστρέψουν στις πατρίδες τους.

Ο Κοίνος τα είπε όλα αυτά ως τεχνικός συντήρησης του στρατιωτικού μηχανισμού. Ως ανώτατος αξιωματούχος του Μακεδονικού Κράτους είχε βαρύνουσα γνώμη στις στρατηγικές επιλογές και προέτρεψε τον Αλέξανδρο να γυρίσει στην πατρίδα του, να ξεκουραστεί κοντά στους οικείους του, όπως όλοι οι άλλοι, και να ασχοληθεί με τα πράγματα της Ελλάδας. Καλή και ένδοξη η κατάκτηση της Ασίας, αλλά δεν έπρεπε να ξεχάσουν ποια ήταν η πατρίδα τους. Αφού τιμώρησαν τους Πέρσες, έπρεπε να ασχοληθούν με τα δικά τους θέματα και μετά μπορούσαν να στραφούν σε νέες κατακτήσεις. Εκτός από την κατάκτηση της υπόλοιπης Ινδίας ο Κοίνος προσδιόρισε ως νέους στόχους τον Εύξεινο Πόντο και την Αφρική λέγοντας έμμεσα στον Αλέξανδρο ότι η υποταγή της Ινδίας και η κατάκτηση εδαφών μέχρι την Ανατολική Θάλασσα δεν αποτελούσαν στρατηγική προτεραιότητα για τη Μακεδονία. Στα παράλια του Εύξεινου Πόντου βρισκόταν ένα μεγάλο πλήθος ελληνικών αποικιών, ενώ οι σιτοβολώνες της Σκυθίας τροφοδοτούσαν ανέκαθεν τα κράτη της νότιας Ελλάδας. Η Καρχηδών ήταν η μόνιμη απειλή για τις Ελληνικές αποικίες στη Σικελία και την Κάτω Ιταλία και μετά την υποταγή της Φοινίκης και την καταστροφή της Τύρου, αποτελούσε τον μοναδικό εμπορικό ανταγωνιστή του ελληνικού κόσμου. Ο Κοίνος εμμέσως υποδείκνυε στον Αλέξανδρο να μην επιδιώξει την κατάκτηση όλης της ηπείρου στα ανατολικά της Ελλάδας, αλλά να καταλάβει τις κυριότερες στρατηγικές περιοχές περιμετρικά της Ελλάδας. Αυτό ίσως να αποτελεί και ένδειξη υποβόσκουσας διαφωνίας μεταξύ των σημαντικότερων επιτελών και του Αλεξάνδρου σχετικά με τις στρατηγικές επιλογές της Μακεδονίας. Τελειώνοντας ο Κοίνος τόνισε ότι ο τρόπος, με τον οποίο ο Αλέξανδρος διαχειριζόταν τους παρόντες ανθρώπινους πόρους δεν βοηθούσε τη στρατολόγηση κι άλλου, νεότερου προσωπικού για τις επόμενες εκστρατείες. Υπό τις παρούσες συνθήκες είχαν προχωρήσει ήδη πολύ μακριά και καλό θα ήταν να μην προκαλέσουν άλλο την τύχη τους. Η στρατιά κινδύνευε από εσωτερική κατάρρευση και αν συνέχιζαν περισσότερο, θα διακινδύνευαν τα πάντα.

Οι παρευρισκόμενοι διοικητές των μονάδων ταράχτηκαν από τα λόγια του Κοίνου και πολλοί έβαλαν τα κλάματα. Ήταν προφανές ότι δεν ήθελαν να συνεχίσουν την εκστρατεία. Ο Αλέξανδρος στενοχωρήθηκε από την παρρησία του Κοίνου, αλλά πιο πολύ στενοχωρήθηκε, επειδή κανείς δεν ζήτησε τη συνέχιση της εκστρατείας. Ούτε καν οι νεότεροι εταίροι, εκείνοι τους οποίους ανέδειξε ο ίδιος, προς τους οποίους ήταν τόσο γενναιόδωρος και οι οποίοι στήριζαν όλες τις επιλογές του ως εκείνη τη στιγμή. Ούτε κι αυτοί δεν ήταν με το μέρος του τώρα. Στενοχωρημένος και απογοητευμένος διέλυσε τη σύσκεψη.

Την επομένη συγκάλεσε νέα σύσκεψη και οργισμένος τους δήλωσε ότι ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει την εκστρατεία, με όσους του ήταν πιστοί. Δεν θα πίεζε κανένα Μακεδόνα να τον ακολουθήσει χωρίς τη θέλησή του και όποιοι ήθελαν να γυρίσουν πίσω, ήταν ελεύθεροι να πάνε και να πούνε στους δικούς τους ότι επέστρεψαν έχοντας εγκαταλείψει το βασιλιά τους ανάμεσα στους εχθρούς. Αμέσως μετά κλείστηκε στη σκηνή του, χωρίς να αφήσει περιθώριο για αντίλογο και χωρίς να επιτρέπει να τον πλησιάσει κανείς. Ήξερε καλά ότι πολύ συχνά οι στρατιώτες αλλάζουν γνώμη και ήλπιζε ότι τα λόγια του θα τους άγγιζαν στο φιλότιμο και ότι για άλλη μία φορά θα τους έπαιρνε με το μέρος του.

Οι Μακεδόνες αγαπούσαν τον Αλέξανδρο, όπως πέραν πάσης αμφιβολίας θα φαινόταν αργότερα στην Ώπη. Όσο κι αν τους είχε εξοργίσει με τη βαρβαρική συμπεριφορά του, δεν έπαυαν να είναι υπερήφανοι για το βασιλιά τους, για τα κατορθώματά του και για τη συμμετοχή τους σ’ αυτά. Όμως ήταν απλοί άνθρωποι, χωρίς τα οράματα ή τις εμμονές του και είχαν φτάσει στα όρια της αντοχής τους. Δεν είχαν το σθένος να συνεχίσουν μία πορεία χωρίς ορατό τέρμα μέσα σε αχανείς βαρβαρικές χώρες. Είχαν ανάγκη να ξαναδούν τις πατρίδες τους, τα σπίτια τους και τις οικογένειές τους. Κάποιοι δεν ήθελαν πια άλλες πορείες, άλλες πολιορκίες, άλλες μάχες, άλλους σκοτωμούς. Πόσοι άραγε να ήταν οι μοναδικοί επιζώντες από όσους ξεκίνησαν από το ίδιο χωριό ή τον ίδιο οικισμό; Πόσοι άραγε είχαν δει να σκοτώνονται οι καλύτεροι φίλοι τους; Πόσοι άραγε δυσκολεύονταν ακόμη και να θυμηθούν τα πρόσωπα των γυναικών και των παιδιών, που είχαν αφήσει στις τέσσερις άκρες της πατρίδας τους; Με πόση πίκρα να θυμόντουσαν άραγε τον πρώτο χειμώνα της εκστρατείας, όταν ο εικοσάχρονος, χρεωκοπημένος βασιλιάς της Μακεδονίας είχε δώσει άδεια στους νιόπαντρους στρατιώτες του να επισκεφθούν τις οικογένειές τους, ενώ τώρα ο πάμπλουτος και αδιαμφισβήτητος κοσμοκράτορας εκβίαζε ηθικά τους άντρες, τους οποίους πράγματι αγαπούσε και στους οποίους στηριζόταν;

Επί τρεις ημέρες ο Βασιλιάς της Ασίας, έμενε απομονωμένος στη σκηνή του. Επί τρεις ημέρες οι στρατιώτες του, αυτοί που δεν νικήθηκαν σε καμία μάχη, έμεναν σιωπηλοί στις σκηνές τους. Ήλπιζαν ο βασιλιάς τους να τους οδηγήσει στο δρόμο της επιστροφής, αλλά ταυτόχρονα θλίβονταν και ανησυχούσαν που τον θύμωναν. Επί τρεις ημέρες το στρατόπεδο έμενε βουβό κι ακίνητο, ενώ ο Αλέξανδρος θυσίαζε συνεχώς ελπίζοντας σε κάποιο ίχνος ευνοϊκού οιωνού για τη διάβαση του Ύφασι, ενός οιωνού που δεν ήλθε. Την τέταρτη μέρα ο Αλέξανδρος υποτάχθηκε στη θέληση θεών κι ανθρώπων. Κάλεσε τους πιο ηλικιωμένους εταίρους και τους στενότερους φίλους του και τους ανέθεσε να μεταφέρουν στη στρατιά την απόφασή του: η προέλαση προς τα ανατολικά τελείωσε! Μόλις το έμαθαν οι στρατιώτες του, ξέσπασαν σε παραλήρημα χαράς, άλλοι έκλαιγαν και άλλοι έτρεχαν στη σκηνή του να του ευχηθούν τα μύρια όσα καλά, που μόνο από τους δικούς του στρατιώτες ανέχθηκε να ηττηθεί.

Εν κατακλείδι η αντίδραση των Μακεδόνων δεν συνιστούσε στάση ή ανταρσία και, όταν συναντάμε αυτούς τους όρους πρέπει να τους αποδίδουμε στην ποιητική άδεια των μεταγενεστέρων συγγραφέων. Στην πραγματικότητα ο Αλέξανδρος γνώριζε ότι η συνέχιση της εκστρατείας μετά το θάνατο του Δαρείου ήταν οριακά ανεκτή από τους άντρες του. Ο φόνος του Κλείτου, η εκτέλεση των παίδων και του Καλλισθένη είχαν φιμώσει τις αντι-αλεξανδρινές φωνές, αλλά μόνο προσωρινά. Αν λάβουμε υπόψη μας και την ιδιαίτερη πρόνοια για την αποτροπή λιποταξιών, που για πρώτη φορά καταγράφει ο Αρριανός στη συνέχεια, φαίνεται ότι παρά τις επιτυχίες της στα πεδία των μαχών η στρατιά αντιμετώπιζε οξύτατο πρόβλημα πειθαρχίας. Το πιθανότερο λοιπόν είναι ότι ο Αλέξανδρος συγκάλεσε σύσκεψη των επιτελών του, για να εκτιμήσει πόσο ανησυχητικό ήταν το πρόβλημα αυτό. Διαπιστώνοντας ότι οι επιτελείς του δεν ήταν σε θέση να εγγυηθούν την πειθαρχία των μονάδων τους, έκανε μία ύστατη προσπάθεια να κεντρίσει το φιλότιμο των Μακεδόνων και παράλληλα ζήτησε από τους μάντεις να τον συνδράμουν με ένα χρήσιμο οιωνό. Η αποτυχία και στα δύο τον υποχρέωσε να αποδεχθεί την πραγματικότητα και να ενεργήσει ανάλογα.

Η στρατιά αναζωογονημένη από την προσμονή της επιστροφής πήρε τη διαταγή να χωριστεί σε δώδεκα τμήματα και κάθε ένα να κατασκευάσει από ένα βωμό. Ο Αλέξανδρος ήθελε να αφήσει πίσω του ένα μνημείο των περιπετειών του αλλά και να ευχαριστήσει τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου, που τον είχαν φέρει νικητή από την Ελλάδα ως το Πακιστάν και παρέδωσαν στην εξουσία του σχεδόν όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Φυσικά, ούτε σ΄ αυτό το σημείο ήταν δυνατόν να συμφωνούν οι αρχαίες πηγές. Κατά τον Αρριανό οι βωμοί ήταν ψηλότεροι και πλατύτεροι από τις μεγαλύτερες πολιορκητικές μηχανές (στην πολιορκία της Αλικαρνασσού είδαμε έναν πύργο 100 πήχεων (περίπου 45 μ)), κατά το Διόδωρο είχαν ύψος 50 πήχεων (περίπου 23 μ) και κατά τον Κούρτιο ήταν από τετράγωνη λαξευτή πέτρα. Κατά τον Πλούταρχο ως τις ημέρες του (περί τους 4 αιώνες αργότερα) οι βασιλείς των Πρασίων σέβονταν τους βωμούς εκείνους και όποτε περνούσαν από εκεί, προσέφεραν «ελληνικές θυσίες». Το τελευταίο δεν είναι παράλογο. Δεν έβλαπτε να προσφέρουν ευχαριστίες στους θεούς των Ελλήνων, οι οποίοι είχαν στρέψει εναντίον του αήττητου κοσμοκατακτητή τους ομοεθνείς του στρατιώτες και δεν είχαν εγκρίνει την προέλασή του πέρα από τον Ύφασι, απαλλάσσοντάς τους Πράσιους από τις συμφορές ενός σκληρού πολέμου.

Εκτός από τους 12 βωμούς όλοι οι ιστορικοί πλην του Αρριανού αναφέρουν κι άλλες κατασκευές. Κατά το Διόδωρο ο Αλέξανδρος τριπλασίασε την περίμετρο του χώρου στρατοπέδευσης, τον περιέβαλε με τάφρο βάθους 40 ποδών (12 μ), πλάτους 50 ποδών (15 μ) και με το χώμα της εκσκαφής έχτισε τείχος αξιόλογων διαστάσεων. Διέταξε τους πεζούς να χτίσουν καταλύματα με δύο κλίνες μήκους 5 πήχεων (περίπου 2,3 μ) και τους ιππείς εκτός από τα καταλύματά τους να κατασκευάσουν και φάτνες διπλασίου μεγέθους. Ήθελε να αφήσει μνημεία, που να υποδηλώνουν στους ντόπιους ότι εκεί στρατοπέδευσαν άντρες με υπερφυσική διάπλαση και δύναμη. Σ’ αυτό συμφωνεί κι ο Πλούταρχος που λέει ότι ο Αλέξανδρος κατασκεύασε βαρύτερα χαλινάρια, μεγαλύτερα όπλα και φάτνες και τα σκόρπισε στο έδαφος. Ο Κούρτιος λέει ότι άφησε πίσω του μεγαλυτέρων διαστάσεων αντικείμενα ως ένα παραπλανητικό μνημείο κι ο Ιουστίνος λέει ότι έχτισε στρατόπεδο με εγκαταστάσεις μεγαλυτέρων των φυσιολογικών διαστάσεων, για να τρομάξει τους εχθρούς του. Ο Αρριανός, που άντλησε στοιχεία από τον Αριστόβουλο και τον Πτολεμαίο δεν αναφέρει τίποτα σχετικό. Κανένας δε αρχαίος ιστορικός δεν αποδίδει στον Αλέξανδρο άλλη εξίσου άρρωστη ματαιοδοξία και γι’ αυτό είναι δύσκολο να πιστέψουμε κάτι τέτοιο. Αυτές οι πληροφορίες φαίνονται περισσότερο να είναι προσθήκες για εντυπωσιασμό, διότι ο Αλέξανδρος έδινε μεγάλη σημασία στον ψυχολογικό παράγοντα και είναι παράλογο να ήθελε να δημιουργήσει στους ανυπότακτους Ινδούς την εντύπωση ότι στην ανατολική όχθη του Ύφαση σταμάτησαν κάποιοι άνθρωποι με υπερφυσική σωματική διάπλαση και δυνάμεις. Αν αργότερα αποφάσιζε να τους υποτάξει, θα του προέβαλλαν πολύ σφοδρότερη αντίσταση μόλις διαπίστωναν ότι ούτε εκείνος ούτε οι στρατιώτες του είχαν τίποτα το υπερφυσικό. Αντίθετα, θα ήταν πολύ μεγαλύτερος πολλαπλασιαστής ισχύος η φήμη ότι στρατιά του ήταν αήττητη, κι ας την αποτελούσαν φυσιολογικοί άνθρωποι.

από τον ιστότοπο:
http://www.alexanderofmacedon.info/greek/A1gr.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου