Αναγνώστες

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΣΙΑ ΣΤΟ ΔΕΛΤΑ ΤΟΥ ΙΝΔΟΥ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΣΙΑ ΣΤΟ ΔΕΛΤΑ ΤΟΥ ΙΝΔΟΥ

Η κάθοδος του Ακεσίνη και του Ινδού – Στις χώρες των Αβαστανών, των Ξάθρων, των Σαμβαστών, των Οσσαδίων, των Σόγδων, του Μουσικανού και του Οξικανού
(Αρριανός ΣΤ. 15.5, 17.3, Πλούταρχος Αλέξανδρος 64.1, Διόδωρος ΙΖ.102.1-7, 103.6-κ.ε., 105.5, Κούρτιος 9.8.3-15, 20-27, Ιουστίνος 12.10.2)

Η στρατιά παρέμεινε στρατοπεδευμένη στη συμβολή του Ακεσίνη και του Υδραώτη, μέχρι η ανάρρωση του Αλεξάνδρου να επιτρέψει τη μετακίνησή του. Στο μεταξύ ναυπηγούσαν κι άλλα πλοία από την άφθονη ξυλεία των παραποταμίων δασών. Μόλις το επέτρεψε η κατάσταση της υγείας του, ο Αλέξανδρος επιβίβασε στα πλοία 1.700 εταίρους ιππείς, 10.000 πεζούς, όλους τους υπασπιστές, μπήκε στον Ακεσίνη και έπλευσε χωρίς προβλήματα ως τη συμβολή του στον Ινδό. Εκεί περίμενε την άφιξη του Περδίκκα, που επικεφαλής της υπόλοιπης στρατιάς προέλαυνε στην δεξιά όχθη του Ακεσίνη και καθ’ οδόν υπέταξε το αυτόνομο έθνος των Αβαστανών. Η συμβολή του Ακεσίνη στον Ινδό ήταν το σημείο, όπου διευθετήθηκε μία σειρά θεμάτων. Πρώτα απ’ όλα εκείνο το σημείο ορίστηκε ως το ανατολικότερο όριο της σατραπείας του Φιλίππου, που ξεκινούσε από τη Βακτριανή. Εκεί, λες και είχε ανησυχήσει για τον τραυματισμό του γαμπρού του, εμφανίστηκε ο Οξυάρτης, ο πατέρας της Ρωξάνης και πεθερός του Αλεξάνδρου. Στην εξουσία του Οξυάρτη παραδόθηκαν και οι Παροπαμισάδες, διότι ο Αλέξανδρος είχε πληροφορηθεί ότι ο μέχρι τότε σατράπης τους, ο Τυριέσπης, βαρυνόταν με κατηγορίες κακοδιαχείρισης.

Στη συμβολή του Ακεσίνη με τον Ινδό εντάχθηκαν στο στόλο κι άλλες καινούργιες τριακόντοροι και στρογγύλα (φορτηγά) πλοία, που είχαν ναυπηγηθεί στο έθνος των Ξάθρων, ενώ έστειλε πρέσβεις και παραδόθηκε το έθνος των Οσσαδίων. Κάποιος από τους λαούς των Αβαστανών ή των Οσσαδίων του Αρριανού ίσως είναι ο λαός, τον οποίο ο Διόδωρος ονομάζει Σαμβαστές και ο Κούρτιος Σαβάρκες. Αυτοί λέγεται ότι είχαν δημοκρατικά πολιτεύματα, συγκέντρωσαν 60.000 πεζούς, 6.000 ιππείς, 500 άρματα και ετοιμάστηκαν να πολεμήσουν. Όταν όμως είδαν τη στρατιά του Αλεξάνδρου, προτίμησαν να στείλουν πρέσβεις και να συνθηκολογήσουν. Εκεί εγκαταστάθηκε ο Φίλιππος με όλους τους Θράκες, όσους από τη μακεδονική φάλαγγα χρειάζονταν για την επιτήρηση της χώρας, και στη συμβολή του Ακεσίνη με τον Ινδό διατάχθηκε να χτίσει νεώσοικους και μία πόλη, που ο Αλέξανδρος πίστευε ότι θα αναπτυσσόταν πολύ.

Θεωρούμε ότι η στρατιά συνέχισε την προέλασή της προς τα νότια της κοιλάδας του Ινδού κάποια ημέρα του Ιανουαρίου 325. Ούτε αυτή η χρονολογία προκύπτει με σαφήνεια από τις αρχαίες πηγές, αλλά επειδή δεχθήκαμε ότι ξεκίνησαν από τον Υδάσπη στις αρχές Οκτωβρίου του 326 και με δεδομένες τόσο τις επιχειρήσεις όσο και την καθυστέρηση από τον τραυματισμό του Αλεξάνδρου ο Ιανουάριος είναι λογική επιλογή. Επιπλέον, φαίνεται να συμφωνεί και μία πληροφορία από τον Πλούταρχο, ότι ο κατάπλους των ποταμών διήρκεσε 7 μήνες, ως τον Ιούλιο που δεχόμαστε ότι έφτασαν στα Πάταλα, αν και ο Πλούταρχος θεωρεί ότι 7 μήνες διήρκεσε ο κατάπλους από τον Υδάσπη και όχι από τη συμβολή Ακεσίνη και Ινδού ως τα Πάταλα. Είναι όμως πιθανό η διαφορά των τριών μηνών από τη μαρτυρία του Αριστόβουλου να υποδηλώνει χρονολόγηση του Πλούταρχου από τον τραυματισμό του Αλεξάνδρου και μετά.

Ο Κρατερός επικεφαλής του μεγαλύτερου μέρους της στρατιάς και των ελεφάντων πέρασε στην αριστερή όχθη του Ινδού, που ήταν πιο κατάλληλη για βαρύ στράτευμα. Στην αριστερή όχθη ζούσαν επίσης αρκετά έθνη, που δεν ήταν καθόλου φιλικά. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος με το στόλο κατέπλευσε στην πρωτεύουσα του έθνους των Σόγδων. Ο λαός των Σόγδων του Αρριανού ίσως είναι ο ίδιος με τον λαό των Σόδρων, τον οποίο ο Διόδωρος τοποθετεί στην απέναντι όχθη των Μασσανών. Στην περιοχή αυτή ο Αλέξανδρος έχτισε μία παραποτάμια Αλεξάνδρεια, στην οποία εγκατέστησε 10.000 κατοίκους, έφτιαξε νεώσοικους και επισκεύασε το καταπονημένα πλοία του. Όρισε σατράπες της περιοχής από τη συμβολή του Ακεσίνη στον Ινδό μέχρι τα παράλια της Ινδίας τους Οξυάρτη και Πείθωνα.

Εν συνεχεία ο Αρριανός αναφέρει ότι αποσπάσθηκε ο Κρατερός με το βαρύτερο τμήμα της στρατιάς και ξεκίνησε για την Καρμανία μέσω Αραχωσίας και Δραγγιανής. Κάτι τέτοιο δεν είναι ιδιαίτερα λογικό, διότι δεν είχε εξασφαλισθεί ακόμη η κατοχή όλης της κοιλάδας του Ινδού, και δεν φαίνεται να το πιστεύει ούτε κι ο ίδιος ο Αρριανός. Κατά πάσα πιθανότητα λοιπόν ολόκληρη η στρατιά προέλασε προς τη χώρα του Μουσικανού, η οποία εθεωρείτο ότι ήταν η πλουσιότερη σε όλη την Ινδία. Αυτός ο Ινδός ηγεμόνας είχε αγνοήσει τα μηνύματα του Αλεξάνδρου και δεν είχε στείλει πρέσβεις, για να ζητήσει συμμαχία ή να δηλώσει υποταγή. Ο Αλέξανδρος κατέπλευσε τον Ινδό τόσο γρήγορα, ώστε πέρασε τα σύνορα της χώρας, πριν ο Μουσικανός μάθει ότι ο στόλος είχε ξεκινήσει εναντίον του. Πρόλαβε όμως να προϋπαντήσει τον Αλέξανδρο την τελευταία στιγμή, να του προσφέρει τα καλύτερα δώρα της εθιμοτυπίας και να παραδεχτεί ότι ήταν λάθος του που καθυστέρησε. Αυτή ήταν η ασφαλέστερη μέθοδος για να διατηρήσει ένας ηγεμόνας τη θέση του. Αφού επιθεώρησε και θαύμασε τη χώρα, ο Αλέξανδρος διέταξε τον Κρατερό να οχυρώσει την ακρόπολη και να τοποθετήσει φρουρά, διότι η περιοχή είχε στρατηγική σημασία για την επιτήρηση αρκετών γειτονικών λαών. Ένας νομάρχης της περιοχής, ο Οξικανός, δεν παραδόθηκε και ο Αλέξανδρος προέλασε εναντίον του με τους 1.700 εταίρους, τους τοξότες και τους Αγριάνες. Κατέλαβε εξ εφόδου τις δύο μεγαλύτερες πόλεις, τις λαφυραγώγησε, συνέλαβε και εκτέλεσε τον Οξικανό και ενέταξε στη στρατιά τους πολεμικούς ελέφαντες. Μετά απ’ αυτά παραδόθηκαν κι οι άλλες δύο πόλεις του Οξικανού. Μία σύγκρουση παρόμοια με αυτήν, που ο Αρριανός περιγράφει μεταξύ Αλεξάνδρου και Οξικανού, οι Διόδωρος και Κούρτιος την περιγράφουν μεταξύ Αλεξάνδρου και Πορτικάνου. Και οι δύο θεωρούν ότι ο Πορτικάνος ήταν βασιλιάς, ενώ ο Κούρτιος συμπληρώνει ότι το όνομα του λαού ήταν Πραιστοί.

Αφού υπέταξε τον Οξικανό, ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά στις πόλεις των Βραχμάνων. Ο Σάμβος, ο οποίος είχε ήδη παραδοθεί και γι’ αυτό είχε παραμείνει βασιλιάς της ορεινής περιοχής του, εγκατέλειψε την εξουσία και έφυγε. Σύμφωνα με τον Αρριανό προέλασε εναντίον του, αλλά μόλις πλησίασε με το στρατό του στα Σινδίμανα, την πρωτεύουσα του Σάμβου, οι άρχοντες της πόλης τον προϋπάντησαν και του παρέδωσαν τους πολεμικούς ελέφαντες και το δημόσιο ταμείο προς έλεγχο. Τελικά, ο Σάμβος δεν είχε αποστατήσει, απλώς ήταν εχθρός του Μουσικανού, η παραμονή του οποίου στην εξουσία, πίστεψε ότι τον έθετε σε κίνδυνο. Κατά τον Διόδωρο ο Σάμβος αντιστάθηκε στην προέλαση του Αλεξάνδρου, έχασε πάνω από 80.000 στρατιώτες, οι περισσότερες πόλεις του κατασκάφτηκαν και οι κάτοικοι εξανδραποδίστηκαν. Εκείνος διέφυγε πέρα από την ανατολική όχθη του Ινδού με 30 πολεμικούς ελέφαντες, ενώ οι υπόλοιπες πόλεις του παραδόθηκαν. Ο Κούρτιος συμφωνεί στις απώλειες των Ινδών και αποκαλύπτει ότι πηγή του (και προφανώς και του Διόδωρου) ήταν ο Κλείταρχος. Κατά τον Πλούταρχο, ο Σάββας (όπως ονομάζει τον Σάμβο) παρακινήθηκε σε αντίσταση από τους Βραχμάνες γυμνοσοφιστές και προκάλεσε πολλές συμφορές στους Μακεδόνες.

Συνεχίζοντας την προέλαση, ο Αλέξανδρος κατέλαβε άλλη μία πόλη και εκτέλεσε τους Βραχμάνες φιλόσοφους, που την υποκίνησαν σε επανάσταση. Σ’ αυτήν τη λακωνική καταγραφή του Αρριανού ίσως μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα περιστατικά, που ο Διόδωρος παραδίδει ότι συνέβησαν στη νοτιότερη βραχμανική πόλη, την Αρματήλια. Εκεί οι Ινδοί είχαν αλείψει με θανατηφόρο δηλητήριο τα όπλα τους, ώστε ακόμη και όσοι είχαν επιπόλαια τραύματα από τη μάχη, τελικά πέθαιναν με φρικτούς πόνους. Αυτή η διήγηση τοποθετείται από τους δύο Ρωμαίους ιστορικούς στη χώρα του Σάμβου.

Στο μεταξύ κάποιοι άλλοι Βραχμάνες υποκίνησαν σε επανάσταση τον Μουσικανό. Ο Αλέξανδρος έστειλε εναντίον του τον Πείθωνα, ενώ ο ίδιος εισέβαλε στη χώρα και επιτέθηκε στις επαναστατημένες πόλεις. Άλλες τις λεηλάτησε, τις κατέσκαψε κι εξανδραπόδισε τους κατοίκους και σε άλλες (που βρίσκονταν σε στρατηγικές θέσεις) οχύρωσε τις ακροπόλεις και εγκατέστησε φρουρές. Μετά επέστρεψε στο στρατόπεδο και το στόλο. Ο Πείθων έφερε εκεί αιχμαλώτους τον Μουσικανό και τους Βραχμάνες, για να εκτελεστούν. Παρουσιάστηκε ακόμη ο διοικητής των Πατάλων και του παρέδωσε την επικράτειά του, το Δέλτα του Ινδού, μία περιοχή μεγαλύτερη από το Δέλτα του Νείλου. Ο Αλέξανδρος τον διέταξε να επιστρέψει στη χώρα του και να μεριμνήσει για την υποδοχή της στρατιάς.

Σ’ αυτό το σημείο ο Αρριανός λέει για δεύτερη φορά ότι αποσπάσθηκε ο Κρατερός. Πράγματι, εφόσον είχαν υποταχθεί όλοι οι Ινδοί κατά μήκος της κοιλάδας του Ινδού και ο διοικητής του Δέλτα παρέδωσε την περιοχή του, ο Αλέξανδρος μπορούσε να προχωρήσει στην επόμενη φάση και να αποδεσμεύσει τα πιο βραδυκίνητα τμήματα. Φαίνεται ότι κι ο Αρριανός θεωρεί πιθανότερο να έγινε τότε η απόσπαση, διότι απαριθμεί τις δυνάμεις, που ανέλαβε ο Κρατερός. Ήταν οι τάξεις των Άτταλου, Μελέαγρου και Αντιγένη, μερικοί τοξότες και εταίροι ιππείς, όλοι οι ελέφαντες και οι απόμαχοι Μακεδόνες, που θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους. Θα περνούσαν μέσω Αραχωσίας και Δραγγιανής κατευθυνόμενοι προς την Καρμανία, όπου θα συναντούσαν και τις δυνάμεις του Αλεξάνδρου, ο οποίος προηγουμένως σκόπευε να εξασφαλίσει την ακτογραμμή του Ινδικού Κόλπου (της Αραβικής θαλάσσης).

Δύο είναι τα καταλληλότερα δρομολόγια, που μπορεί να ακολούθησε ο Κρατερός ως την Αραχωσία. Το πρώτο κατευθύνεται αρχικά βόρεια, μέσα απ΄ την κοιλάδα του Ινδού και περνώντας από τη διάβαση Μπολάν οδηγεί στην Αλεξάνδρεια της Αραχωσίας. Το δεύτερο κατευθύνεται βόρεια, περίπου στο βασίλειο του Σάμβου αφήνει την κοιλάδα του Ινδού και μέσω της διάβασης Μουλλά διασχίζει τη Γεδρωσία με βόρεια κατεύθυνση ως την Αλεξάνδρεια της Αραχωσίας. Στο δεύτερο δρομολόγιο η βαριά στρατιά θα διέσχιζε από Βορρά προς Νότο όλη σχεδόν τη Γεδρωσία, όπου οι δυσκολίες ήταν μεγαλύτερες, ενώ στο πρώτο μόλις που θα άγγιζε το βορειότερο τμήμα της. Επειδή η Γεδρωσία δεν αναφέρεται στο δρομολόγιο του Κρατερού, το πιθανότερο είναι ότι επελέγη το δρομολόγιο μέσω της διάβασης Μπολάν. Από την Αλεξάνδρεια της Αραχωσίας ως τη γη των Ευεργετών ο Κρατερός θα ακολουθούσε αντίστροφα το δρομολόγιο, που είχαν πάρει κατά την προέλαση προς τον Παροπάμισο την άνοιξη του 329.

Ο Πείθων με τους ιππακοντιστές και τους Αγριάνες αποσπάστηκε από το τμήμα του Ηφαιστίωνα και πέρασε στην αριστερή όχθη με διαταγές να συγκεντρώσει πληθυσμό από την ύπαιθρο, για να εποικίσει τις περιτειχισμένες πόλεις, και να καταστείλει τυχόν εστίες επανάστασης. Μετά έπρεπε να κατευθυνθεί προς τα Πάταλα, προς τα οποία κατευθυνόταν και η υπόλοιπη στρατιά υπό τον Ηφαιστίωνα καθώς κι ο στόλος υπό τον Αλέξανδρο. Τρεις ημέρες αργότερα οι περίπολοι αναγνώρισης ενημέρωσαν τον Αλέξανδρο ότι στα Πάταλα τους περίμενε το συνηθισμένο σκηνικό, οι κάτοικοι εγκατέλειπαν την περιοχή και κατέφευγαν στις γειτονικές ερήμους.


Στο Δέλτα του Ινδού
(Αρριανός Ε.4, ΣΤ.19, 21, Ινδική 20-21, Διόδωρος, ΙΖ.104.1, Πλούταρχος, Αλέξανδρος 66.1, Κούρτιος 9.10.4, Στράβων 15.1.17)

Από τις διαθέσιμες πληροφορίες των αρχαίων πηγών μπορούμε να προσδιορίσουμε με ικανοποιητική προσέγγιση τον χρόνο άφιξης του Αλεξάνδρου στα Πάταλα. Η πληροφορία του Κούρτιου ότι έφτασαν στα Πάταλα το χειμώνα απορρίπτεται ασυζητητί κι εκείνη του Πλούταρχου ότι ο κατάπλους των ποταμών διήρκεσε 7 μήνες έχει αξία μόνο σε συνδυασμό με άλλες και όχι αφ’ εαυτής. Ο Στράβων διέσωσε την πληροφορία του Αριστόβουλου ότι ο στόλος άρχισε τον κατάπλου από τον Υδάσπη «πριν τη δύση των Πλειάδων» (το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου) και 10 μήνες αργότερα, «περί την ανατολή του Κυνός» (περί την 22α Ιουλίου) έφτασε στα Πάταλα. Από το ημερολόγιο καταστρώματος του Νέαρχου ο Αρριανός διέσωσε την πληροφορία ότι οι μουσώνες τελείωναν «πριν τη δύση των Πλειάδων» (το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου) και ότι ο στόλος άρχισε το ταξίδι στη θάλασσα την 20η Βοηδρομιώνος, δηλαδή την 5η Οκτωβρίου. Εικοσιεννέα δε ημέρες αργότερα (δηλαδή την 3η Νοεμβρίου) είχαν τελειώσει, όλα τα εφόδια που ο Αλέξανδρος τους είχε εξασφαλίσει για 4 μήνες. Αφού λοιπόν τα εφόδια των 4 μηνών τελείωσαν λίγο πριν την 3η Νοεμβρίου, σημαίνει ότι είχαν συγκεντρωθεί περί την 3η Ιουλίου. Δηλαδή, από τις πληροφορίες του Αριστόβουλου και του Νέαρχου, που είχαν πάρει μέρος στην εκστρατεία, ως χρόνος άφιξης του Αλεξάνδρου στα Πάταλα προσδιορίζεται το πρώτο εικοσαήμερο του Ιουλίου, ειδικά δε με βάση τον Νέαρχο, που δίνει πιο ακριβή ημερομηνία, προσδιορίζεται η πρώτη εβδομάδα του Ιουλίου του 325 π.Χ.

Ο Αλέξανδρος έχοντας πληροφορηθεί ότι κι αυτοί οι Ινδοί αρνούνταν να υποταχθούν και ότι είχαν πάρει το δρόμο της προσφυγιάς, επιτάχυνε τον κατάπλου στα Πάταλα (Χαϋντεραμπάντ) και βρίσκοντας έρημη την πόλη, έστειλε τους ελαφρύτερα οπλισμένους στρατιώτες να καταδιώξουν τους κατοίκους. Επειδή η προέλαση είχε φτάσει σε ένα εξαιρετικά κρίσιμο σημείο και έπρεπε να προετοιμαστεί η μεν στρατιά για τη διάβαση ερήμων, ο δε στόλος για τον παράπλου άγνωστων ακτών, οι Μακεδόνες δεν είχαν τις συνήθεις διαταγές εξολόθρευσης των προσφύγων. Αντίθετα συνέλαβαν κάποιους Ινδούς και τους έστειλαν στους υπόλοιπους με τη διαβεβαίωση ότι μπορούσαν να επιστρέψουν στις εστίες τους άφοβα. Πράγματι, οι περισσότεροι επέστρεψαν.

Σύμφωνα με τον Νέαρχο ο Αλέξανδρος ήθελε διακαώς να εξερευνήσει τη θάλασσα από την Ινδία ως την Περσία, αλλά τον τρόμαζε το ενδεχόμενο να φτάσει ο στόλος σε κάποια παράλια άγονα και χωρίς αγκυροβόλια. Κάτι τέτοιο θα κατέστρεφε το στόλο και θα αποτελούσε την πρώτη μελανή κηλίδα, ενώ μέχρι τότε είχε σημειώσει μόνο λαμπρές επιτυχίες. Φυσικά, η ακόρεστη δίψα του για επιτυχίες σε δύσκολα έργα υπερίσχυσε των φόβων και των ενδοιασμών του. Με τον Νέαρχο, τον πιστό παιδικό του φίλο, που είχε οδηγήσει το στόλο ως το Δέλτα του Ινδού, άρχισε να συζητά για την επάνδρωση του στόλου, που αυτή τη φορά θα έβγαινε στην άγνωστη θάλασσα. Η δυσκολία στην επιλογή των πληρωμάτων ήταν μεγάλη, διότι έπρεπε να διασκεδάσει τους φόβους τους ότι τους έστελνε σε πασίδηλο κίνδυνο χωρίς να λογαριάζει τη ζωή τους, και ο Αλέξανδρος δυσκολευόταν να βρει επιχειρήματα. Όμως το μεγαλύτερο πρόβλημα φαινόταν να είναι η επιλογή του ναύαρχου για την ανοιχτή θάλασσα. Όποιο όνομα κι αν έφερναν στο μυαλό τους, ο Αλέξανδρος το απέρριπτε. Άλλον διότι είχε πεσμένο ηθικό, άλλον διότι δεν είχε πείσει ότι θα διακινδύνευε για να δοξαστεί ο Αλέξανδρος, άλλον διότι ήθελε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Στο τέλος, είτε για να βγουν από το αδιέξοδο, είτε διότι ο Αλέξανδρος εξαρχής εκεί ήθελε να οδηγήσει τα πράγματα, ο Νέαρχος αυτοπροτάθηκε. Υπό τις αυτονόητες προϋποθέσεις, «με τη βοήθεια των θεών, εφόσον η Μεγάλη Θάλασσα ήταν πράγματι πλωτή και εφόσον η όλη επιχείρηση δεν ξεπερνούσε τις ανθρώπινες δυνατότητες», ο Νέαρχος αναλάμβανε να οδηγήσει σώους πλοία και πληρώματα από την Ινδία στην Περσία. Αν κάπου αποτύγχανε, θα μπορούσε να επικαλεστεί την αντίθετη θέληση κάποιου θεού ή δυσκολίες λογικές και αναμενόμενες σε τόσο μεγάλο ταξίδι, ενός τόσο μεγάλου στόλου, σε τόσο άγνωστα νερά. Ο Αλέξανδρος προέβαλε στον παλιό καλό φίλο του τις αντιρρήσεις, που επιβάλλει η αβρότητα, ο Νέαρχος έδειξε την προθυμία, που επιβάλλει η πίστη, και έτσι βγήκαν από το αδιέξοδο. Ο Νέαρχος ανέλαβε την εξερεύνηση της άγνωστης Μεγάλης Θάλασσας, που προκαλούσε δέος σε όσους θα επάνδρωναν το στόλο και ανακούφιση σε όσους θα παρέμεναν στο κατ’ ήπειρον στράτευμα.

Αυτή ήταν η καλύτερη λύση και φαίνεται ότι παρά το παιχνίδι με τους υποψηφίους, μάλλον και οι δύο ήθελαν να καταλήξουν εκεί. Ο μεν Αλέξανδρος, διότι στον κατάπλου των ποταμών είχε την ευκαιρία να ελέγξει τις ικανότητες του φίλου του, ο δε Νέαρχος, οπωσδήποτε ενθαρρυμένος από την επιτυχία του στα ινδικά ποτάμια, μπορούσε να ικανοποιήσει μεγαλύτερες φιλοδοξίες. Όμως ο Αλέξανδρος είχε έναν ακόμη σοβαρό λόγο να προτιμάει τον Νέαρχο για ναύαρχο. Ο διορισμός του αύξανε το αίσθημα ασφαλείας και μείωνε εκείνο του φόβου στα πληρώματα, διότι ήταν προφανές ότι ο βασιλιάς τους δεν θα εξέθετε αστόχαστα σε κίνδυνο έναν παλιό και έμπιστο φίλο του, αντίθετα θα κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπάθεια, για να τον προστατεύσει. Πράγματι, στη συνέχει ο Αλέξανδρος έδειξε μεγαλύτερη αγωνία για το στόλο του Νέαρχου, απ’ όση για τη δική του στρατιά, που δοκιμαζόταν σκληρά στην έρημο της Γεδρωσίας.

Στα Πάταλα ο Αλέξανδρος έφτιαξε ναύσταθμο και νεώσοικους, ανέθεσε στον Ηφαιστίωνα να οχυρώσει την ακρόπολη και έστειλε ειδικούς, για να ανοίξουν πηγάδια στη γύρω άνυδρη περιοχή και να την κάνουν κατοικήσιμη. Σ’ αυτούς επιτέθηκαν Ινδοί και τους προξένησαν αρκετές απώλειες, αλλά και υπέστησαν αρκετές, πριν υποχωρήσουν βαθύτερα στην έρημο. Όταν το πληροφορήθηκε ο Αλέξανδρος, έστειλε ενισχύσεις και οι εργασίες επιταχύνθηκαν. Τέλος, έστειλε τον Λεοννάτο με 1.000 περίπου ιππείς και 8.000 οπλίτες και ψιλούς να εξασφαλίσει την όχθη μέχρι το ύψος ενός νησιού του ποταμού, που κι αυτό λεγόταν Πάταλα, ενώ ο ίδιος με μία μοίρα αναγνώρισης, αποτελούμενη από τα ταχύτερα πλοία (τις ημιολίες, όλες τις τριακοντόρους και μερικούς κέρκουρους) ξεκίνησε, για να ελέγξει το δρομολόγιο προς τη θάλασσα, διασχίζοντας το δεξί (δυτικό) παρακλάδι του Δέλτα. Όμως οι Ινδοί οδηγοί του δραπέτευσαν και ο στόλος ήταν υποχρεωμένος να κινείται με μικρή ταχύτητα και μεγάλη προσοχή. Την επόμενη μέρα, σε μία έξαρση των μουσώνων, ο άνεμος ερχόταν από τη θάλασσα, αντίθετα προς το ρεύμα του ποταμού, σηκώθηκε κυματισμός και τα περισσότερα πλοία έπαθαν ζημιές, ενώ μερικές τριακόντοροι καταστράφηκαν ολοσχερώς και παρασύρθηκαν από το ρεύμα, αν και είχαν προλάβει να τις ρίξουν στην όχθη.

Ο Αλέξανδρος τότε διέταξε να ναυπηγήσουν άλλες και έστειλε τους ελαφρύτερα οπλισμένους ψιλούς να συλλάβουν μερικούς Ινδούς, τους οποίους χρησιμοποίησε ως οδηγούς. Όταν έφτασε στο σημείο, όπου ο Ινδός διαχέεται στη μεγαλύτερη έκταση (περί τα 200 στάδια ή 37 χμ), φύσηξε ξανά αέρας από τη θάλασσα και οι Ινδοί του υπέδειξαν μία διώρυγα, για να προφυλάξει τη μοίρα. Εκεί είδαν και το άγνωστο στους κατοίκους της Μεσογείου Θαλάσσης φαινόμενο της παλίρροιας. Με την άμπωτη τα πλοία βρέθηκαν στη … στεριά και όσα είχαν καθίσει στη λάσπη, με την πλημμυρίδα έπλευσαν χωρίς προβλήματα. Όσα όμως είχαν καθίσει σε πιο στεγνό έδαφος, παρασύρθηκαν από την ορμή του νερού, συγκρούσθηκαν μεταξύ τους ή εξώκειλαν στις όχθες και έπαθαν ζημιές. Ο Αλέξανδρος διέταξε να τις επισκευάσουν πρόχειρα και οι Ινδοί υπέδειξαν ένα άλλο νησί του ποταμού, τα Κίλλουτα, για να αγκυροβολήσει η μοίρα αναγνώρισης. Οι πλοηγοί πλησίασαν με δύο κέρκουρους και διαπίστωσαν ότι το νησί ήταν μεγάλο, με κατάλληλους όρμους και διέθετε νερό. Η μοίρα αγκυροβόλησε εκεί και ο Αλέξανδρος προχώρησε, για να ελέγξει αν η εκβολή του Ινδού στη θάλασσα ήταν πρόσφορη. Γύρω στα 200 στάδια (37 χμ) πιο μακριά, στην ανοιχτή θάλασσα, υπήρχε άλλο νησί. Επέστρεψε στα Κίλλουτα, χωρίς να βγει στη θάλασσα, και έκανε θυσίες στους θεούς, που (όπως έλεγε) του είχε υποδείξει ο Άμμων. Διανυκτέρευσαν εκεί και το άλλο πρωί βγήκε στη θάλασσα και κατευθύνθηκε προς το νησί, όπου έχτισε βωμούς και έκανε θυσίες προς τιμήν του Ωκεανού και της Τηθύος, κι αυτές υποτίθεται κατ’ εντολή του Άμμωνα. Μετά, είτε για αναγνώριση των ακτών είτε από ματαιοδοξία είτε για εξευμενισμό των θεών είτε για να ενισχύσει την ψυχολογία των πληρωμάτων, ξανοίχτηκε στο πέλαγος, θυσίασε ταύρους στον Ποσειδώνα και τους έρριξε στη θάλασσα. Έκανε σπονδές στον Πόντο από χρυσή φιάλη και χρυσούς κρατήρες, που κι αυτά τα έρριξε στη θάλασσα, για να εξασφαλίσει την εύνοια του Πόντου, ώστε ο στόλος να φτάσει με ασφάλεια στις εκβολές του Τίγρη και του Ευφράτη. Η απόφαση του Αλεξάνδρου να οδηγήσει ο ίδιος τη μοίρα αναγνώρισης μέσα από τις εκβολές του Ινδού στην ανοιχτή θάλασσα και οι θυσίες, που προσέφερε εκεί, αύξησαν ακόμη περισσότερο το ηθικό των πληρωμάτων. Ο στρατάρχης τους παρέμενε τολμηρός, αποτελεσματικός και φρόντιζε παράλληλα να εξευμενίζει τους θεούς, των οποίων αποδεδειγμένα είχε την εύνοια.

Αφού τελείωσε με την αναγνώριση του δρομολογίου και τις ευχαριστήριες τελετές, ο Αλέξανδρος επέστρεψε στα Πάταλα, όπου είχε φτάσει και ο Πείθων με τους ιππακοντιστές και τους Αγριάνες. Διέταξε τον Ηφαιστίωνα, που είχε ολοκληρώσει την οχύρωση της ακρόπολης, να οχυρώσει το ναύσταθμο και τους νεώσοικους, διότι σκόπευε να εγκαταστήσει εκεί μία σημαντική μοίρα ως ναυτική δύναμη του ποταμού. Επειδή το δρομολόγιο από τα Πάταλα ως τη θάλασσα μέσα από το δυτικό παρακλάδι του Ινδού αποδείχτηκε ότι δεν ήταν ασφαλές για το στόλο, υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει το αριστερό (ανατολικό) παρακλάδι, του οποίου η εκβολή στη θάλασσα απείχε 1.800 στάδια (περί τα 333 χμ) από την εκβολή του δεξιού. Ο Λεοννάτος και το τμήμα του προήλαυνε κατά μήκος της όχθης, παράλληλα προς τη μοίρα, ώσπου έφτασαν σε ένα σημείο, όπου ο ποταμός πλάταινε και σχημάτιζε μία μεγάλη λίμνη με μεγάλα θαλασσινά ψάρια. Ο Αλέξανδρος αγκυροβόλησε εκεί, που του υπέδειξαν οι Ινδοί, και άφησε τον Λεοννάτο με τους περισσότερους στρατιώτες και όλους τους κέρκουρους. Ο ίδιος με τις τριακοντόρους και τις ημιολίες πέρασε τις εκβολές, βγήκε στη θάλασσα και διαπιστώνοντας ότι αυτό το δρομολόγιο ήταν ασφαλές, άραξε στην παραλία και με μερικούς ιππείς προχώρησε τρεις σταθμούς στα ανατολικά. Διέταξε να ανοίξουν πηγάδια, για να υδροδοτούνται τα πλοία, που θα παρέπλεαν την περιοχή, και επέστρεψε στα Πάταλα. Στη λιμνοθάλασσα τοποθέτησε φρουρά, διέταξε να κατασκευασθούν ναύσταθμος και νεώσοικοι και έστειλε ενισχύσεις σ’ εκείνους, που άνοιγαν τα πηγάδια στην παραλία.

Αν και ο Σκύλαξ ο Καρυανδεύς είχε καταπλεύσει τον Ινδό ως τη θάλασσα έναν περίπου αιώνα νωρίτερα κι ο Κτησίας ο Κνίδιος είχε γράψει σχετικό σύγγραμμα κάπου μισό αιώνα νωρίτερα, σύμφωνα με τον Νέαρχο ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε από Ινδούς στα Πάταλα, ότι την περίοδο των μουσώνων δεν είναι ασφαλής η ναυσιπλοΐα. Όμως ο Σκύλαξ είχε κάνει το ίδιο δρομολόγιο, προκειμένου να συλλέξει όλα τα τοπογραφικά και γεωγραφικά στοιχεία, που χρειαζόταν ο τότε Μέγας Βασιλεύς Δαρείος, για να επεκτείνει το περσικό εμπόριο στην περιοχή. Οι δε μουσώνες αποτελούν σημαντικότατη ιδιαιτερότητα και δεν είναι δυνατόν να μην την είχε περιλάβει στον Περίπλου. Από αυτά τα δύο σημεία φαίνεται σαν να μη γνώριζε ο Αλέξανδρος τα έργα του Σκύλακα και του Κτησία, αλλά δεν είναι λογικό να υποθέσουμε κάτι τέτοιο, διότι το μορφωτικό του επίπεδο ήταν ανάλογο των Αθηναίων διανοουμένων. Επειδή είναι ακόμη γνωστό το ενδιαφέρον του από νεαρή ηλικία για τη συλλογή στοιχείων περί την Ασία, δεν μπορεί παρά να είχε συλλέξει όλες τις γεωγραφικές πληροφορίες που υπήρχαν. Η εξήγηση αυτού του φαινομενικά παράδοξου είναι ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν κρίνει ως υπερβολικά εξωτικές και αναξιόπιστες τις περιγραφές του Κτησία, γι’ αυτό – πολύ σωστά - τις είχαν απορρίψει. Αυτό φαίνεται καθαρά και από τη φράση του Αρριανού «o Κτησίας, αν είναι επαρκής ως τεκμηρίωση, λέει…». Παραμένει όμως το ερώτημα αν το μακεδονικό επιτελείο γνώριζε το σύγγραμμα του Σκύλακα ή αν το είχε απορρίψει κι αυτό ως αναξιόπιστο. Όπως και να είχαν τα πράγματα, ο Αλέξανδρος προελαύνοντας ως τα Πάταλα και ο Νέαρχος πλέοντας με το στόλο από τα Πάταλα ως τις εκβολές του Τίγρη, στην ουσία επαναλάμβαναν το ταξίδι του Σκύλακα. Είτε λοιπόν αγνοούσαν τον Περίπλου, είτε αμφισβητούσαν, είτε αποδέχονταν την αξία του, δεν ήταν δυνατόν να εξαρτήσουν από παμπάλαιες πληροφορίες το άνοιγμα ενός από τους σημαντικότερους εμπορικούς δρόμους όλων των εποχών. Έπρεπε οπωσδήποτε να διαθέτουν πρόσφατα επιβεβαιωμένες και αναλυτικές πληροφορίες.

Εκείνη λοιπόν την εποχή του έτους έπνεαν με κατεύθυνση από τη θάλασσα προς τη ξηρά οι ισχυροί ετήσιοι άνεμοι, οι μουσώνες, και η ναυσιπλοΐα ήταν επικίνδυνη. Ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε από τους Ινδούς ότι η κατάλληλη εποχή για πλόες στην περιοχή ήταν το διάστημα από τη δύση των Πλειάδων ως το χειμερινό ηλιοστάσιο, δηλαδή από το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου ως το τελευταίο του Μαρτίου. Το Δέλτα του Ινδού και οι υποταγμένοι λαοί της Πενταποταμίας μπορούσαν με μεγάλη άνεση να εγγυηθούν την τροφοδοσία στρατού και στόλου στα Πάταλα μέχρι το τέλος των μουσώνων, όμως υπήρχε μία λεπτομέρεια, που καθιστούσε αδύνατη την παράλληλη προέλαση στρατού και στόλου. Όσο φυσούσαν οι μουσώνες, το λιγοστό νερό (ρέματα, νερόλακκοι και πηγές) των άνυδρων περιοχών στα δυτικά του Ινδού, που έπρεπε να διασχίσει η στρατιά, θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες της, έστω και οριακά. Μετά τους υγρούς μουσώνες, θα άρχιζαν οι ξηροί άνεμοι από την ενδοχώρα προς τη θάλασσα, που σύντομα θα εξαφάνιζαν κάθε σημείο υδροληψίας. Δηλαδή ο Αλέξανδρος έπρεπε να διασχίσει τις ερήμους πριν τελειώσουν οι μουσώνες, ενώ ο Νέαρχος δεν μπορούσε να αποπλεύσει όσο διαρκούσαν.

Αυτά τα δεδομένα υποχρέωσαν τον Αλέξανδρο να εγκαταλείψει τη βέλτιστη μέθοδο της παράλληλης προέλασης στρατού και στόλου, την οποία είχε εφαρμόσει σε όλη την ακτογραμμή της Μεσογείου και σε όλα τα ποτάμια της Ινδίας. Αποφάσισε λοιπόν την προέλαση του στρατού το συντομότερο δυνατόν και ανεξάρτητα από τον στόλο, ο οποίος θα έμενε καθηλωμένος για μερικούς μήνες ακόμη. Επειδή το κατ’ ήπειρον στράτευμα, όπως είδαμε, είχε τη δυνατότητα να μεταφέρει τρόφιμα μόνο για 14 ημέρες και νερό μόνο για τέσσερις, έπρεπε να εξασφαλίσει την επιβίωσή του στις ερημικές χώρες, που θα διέσχιζε, με λεηλασίες σε προσεκτικά επιλεγμένα δρομολόγια. Ο Αλέξανδρος πριν ξεκινήσει, έκανε επιμελώς όλες τις αναγκαίες προετοιμασίες για την επικείμενη αναχώρηση του στόλου και συγκέντρωσε τρόφιμα για τέσσερις μήνες. Αυτά θα συντηρούσαν το ναυτικόν στράτευμα, που θα έπρεπε να παραμείνει στα Πάταλα το υπόλοιπο του Ιουλίου, όλο τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο και το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου, δηλαδή περίπου τρεις μήνες. Το νερό δεν αποτελούσε πρόβλημα, διότι τους το παρείχε ο Ινδός σε απεριόριστες ποσότητες. Όταν θα ερχόταν η ώρα του απόπλου, θα φόρτωναν στα πλοία τα υπολειπόμενα τρόφιμα, που θα αρκούσαν για έναν περίπου μήνα, καθώς και το ανάλογο νερό. Μετά τον απόπλου ο στόλος θα εξασφάλιζε τρόφιμα και νερό εν μέρει με λεηλασίες των παραλιακών πληθυσμών κι εν μέρει από τις αγορές, που θα είχαν εγκαταστήσει, και τα πηγάδια, που θα είχαν εξορύξει, οι προπορευόμενες χερσαίες δυνάμεις.


Ο στόλος της Μεγάλης Θάλασσας
(Αρριανός ΣΤ.2, Ινδική 19, Διόδωρος ΙΖ.95.5, Κούρτιος 9.3.22)

Όπως είδαμε, ο στόλος στις όχθες του Υδάσπη, κατά μία μη κατονομαζόμενη πηγή του Αρριανού αποτελούνταν από 800 πλοία, ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία του Πτολεμαίου αποτελούνταν από 2.000 πλοία. Κατά τον Κούρτιο και τον Διόδωρο αποτελούνταν από 1.000 πλοία, εκ των οποίων τα 200 ήταν χωρίς κατάστρωμα και τα 800 βοηθητικά. Διακρίνονταν δε σε ημιολίες, ιππαγωγά, κέρκουρους και διάφορα ποταμόπλοια κατάλληλα για μεταφορά προσωπικού και φορτίου, ενώ υπήρχαν και 80 τριακόντοροι. Εκτός απ’ αυτά ναυπηγήθηκαν κι άλλα πλοία σε άγνωστο αριθμό με την ξυλεία των παραποταμίων δασών, όσο ο Αλέξανδρος ανέρρωνε από τον τραυματισμό του στη χώρα των Μαλλών. Επίσης άγνωστος αριθμός τριακοντόρων και στρογγύλων (φορτηγών) πλοίων ναυπηγήθηκε στη χώρα των Ξάθρων. Εξίσου άγνωστος είναι και ο αριθμός των πλοίων, που εγκαταστάθηκαν ως τοπικές ναυτικές δυνάμεις στους ναυστάθμους, που ο Αλέξανδρος κατασκεύασε στη συμβολή του Ακεσίνη με τον Ινδό, ίσως στη χώρα των Σόγδων, στα Πάταλα και στη λιμνοθάλασσα πριν την ανατολική εκβολή του Ινδού.

Δηλαδή γνωρίζουμε μόνον ότι κατασκευάσθηκαν διαφόρων ειδών πλοία, όπως τριακόντοροι, ιππαγωγά, κέρκουροι, ημιολίες και ποταμόπλοια. Από κει και πέρα το μόνο βέβαιο είναι ότι οι πληροφορίες μας είναι αντικρουόμενες και κάθε άλλο παρά αναλυτικές. Δεν μπορούμε λοιπόν να κάνουμε καμία εικασία για το μέγεθος του στόλου, που ο Νέαρχος οδήγησε στην Αραβική θάλασσα. Ούτε για το είδος των πλοίων μπορούμε να κάνουμε εικασίες εκτός από την αυτονόητη, ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν ποταμόπλοια. Επίσης είναι λογικό να μη χρησιμοποιήθηκαν ιππαγωγά, διότι η αποστολή δεν δικαιολογούσε χρήση ίππων και, αν μη τι άλλο, τα πληρώματα θα είχαν φάει τα άλογα πριν υποχρεωθούν να φάνε ποντικούς, γεγονός, που θα είχε καταγραφεί, όπως καταγράφεται ότι έφαγαν άλλα πιο «εξωτικά» είδη.

Τελικά ο στόλος περιλάμβανε ίσως κάποια φορτηγά και οπωσδήποτε πολεμικά πλοία, πλήρως επανδρωμένα και εξοπλισμένα ακόμη και με πολεμικές μηχανές. Γνωρίζουμε ότι τα ποντοπόρα φορτηγά πλοία του 4ου π.Χ. αιώνα μπορούσαν να μεταφέρουν σε μακρινά ταξίδια 350-500 τόνους φορτίου, ενώ τα πολεμικά πλοία είχαν σαφώς μικρότερη μεταφορική ικανότητα. Ωστόσο το πρόβλημα, που αντιμετώπιζε ο Νέαρχος δεν ήταν, πώς θα μετέφερε τα εφόδια, αλλά πού και πώς θα τα εύρισκε. Στα Πάταλα ο Αλέξανδρος είχε συγκεντρώσει τρόφιμα, αρκετά για να συντηρήσουν τα πληρώματα επί 4 μήνες. Όταν απέπλευσαν, διέθεταν εφόδια για λιγότερο από ένα μήνα, αφού πριν την 30η ημέρα του ταξιδιού είχαν τελειώσει και τα τρόφιμα και το νερό. Από τα πλούσια ινδικά εδάφη θα μπορούσαν να είχαν πάρει μαζί τους προμήθειες για όλη τη διάρκεια του ταξιδιού και να τα μεταφέρουν, όπως μεταφερόταν με σιτηγούς το σιτάρι από τη Σκυθία (Ουκρανία) στην Ελλάδα. Έτσι όμως θα είχαν συγκεντρωμένες τις προμήθειές τους σε λίγα μόνο πλοία και σε περίπτωση βύθισής τους, θα βρίσκονταν εκεί, που έτσι κι αλλιώς βρίσκονταν. Δηλαδή δεν υπήρχε λόγος να αναλάβουν μία ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια συγκέντρωσης εφοδίων, που θα τα στερούσαν από τους υποταγμένους και συμμάχους Ινδούς, όταν δεν υπήρχε εγγύηση ότι θα λυνόταν το πρόβλημα επισιτισμού του στόλου.

Η αρχηγία του στόλου δεν ανατέθηκε στο Νέαρχο λόγω των ναυτικών ικανοτήτων του, αλλά επειδή ήταν παιδικός φίλος του Αλεξάνδρου. Τα πλοία επανδρώθηκαν με ναύτες προερχόμενους από τους ναυτικούς λαούς της Μεσογείου (Έλληνες γενικά, Κάρες, Φοίνικες και Αιγυπτίους), αλλά δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ότι ήταν ναυτικοί κατ’ επάγγελμα. Απλώς αυτοί οι λαοί είχαν καλύτερη σχέση με τη θάλασσα και δεδομένων των συνθηκών ήταν πιο έμπιστοι από άλλους, φέρ’ ειπείν τους Βάκτριους. Επίσης, παρά τις αρχικές δυσκολίες ο Αλέξανδρος κατάφερε τελικά να εξασφαλίσει κάποιους Ινδούς πλοηγούς και διερμηνείς για τις γλώσσες των λαών, που θα συναντούσε ο στόλος. Αυτοί μπορούσαν να οδηγήσουν τον Νέαρχο μέχρις ενός σημείου, πέραν του οποίου ουσιαστικά θα ταξίδευε στα τυφλά, έχοντας πλήρη άγνοια του μεγαλυτέρου μήκους της ακτογραμμής, αν δεν εύρισκε άλλους πλοηγούς. Η Μεγάλη και η Ερυθρά Θάλασσα (Αραβική Θάλασσα και Περσικός Κόλπος αντίστοιχα) ήταν τελείως άγνωστες όπως τελείως άγνωστοι ήταν και οι λαοί, που κατοικούσαν στα παράλιά τους, αν και οι Ινδοί πλοηγοί πρέπει να τους είχαν ενημερώσει, έστω και σε αδρές γραμμές για τα προβλήματα ανεφοδιασμού κατά μήκος του πλησιέστερου σ’ αυτούς τμήματος της ακτογραμμής. Τέλος ο στόλος είχε ζημιές, ναυάγια και νεκρούς σε όλον τον κατάπλου των ποταμών, ακόμη και μέσα στο Δέλτα του Ινδού, δηλαδή σε πολύ πιο ασφαλές περιβάλλον από την ανοιχτή θάλασσα, που είχαν μπροστά τους.

Δικαιολογημένα λοιπόν σχεδόν όλες οι ελπίδες για την επιτυχία της αποστολής είχαν εναποτεθεί στην εύνοια των θαλασσίων θεοτήτων και κυρίως στην προστασία του Δία Σωτήρα. Έτσι εξηγείται η αγωνία του Αλεξάνδρου για την τύχη του στόλου, μία αγωνία που δεν έκρυψε καθόλου. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αρχαίες πηγές δεν αναφέρουν θυσίες πριν την αναχώρηση του κατ’ ήπειρον στρατεύματος, αντίθετα αναφέρουν σημαντικές θυσίες κατά την έξοδο του Αλεξάνδρου στη θάλασσα. Μέσα σε δύο μέρες θυσίασε σε τρία σημεία: στο τελευταίο νησί του Ινδού, στο πρώτο νησί της θάλασσας και στην ανοιχτή θάλασσα. Στο νησί της θάλασσας έχτισε βωμούς ακόμη και στις πιο παλιές (και σχεδόν ξεχασμένες) θαλάσσιες θεότητες της αρχαίας ελληνικής θεογονίας, στον Ωκεανό και την Τηθύ. Στην ανοιχτή θάλασσα θυσίασε ταύρους στον Ποσειδώνα και ως πρόσθετη προσφορά άφησε στο βασίλειο των θαλασσίων θεοτήτων τα χρυσά λατρευτικά σκεύη. Η πρωτοφανής αυτή εκδήλωση θρησκευτικής ευλάβειας δείχνει ξεκάθαρα την αγωνία του Αλεξάνδρου για την τύχη του στόλου του, ενώ ο ισχυρισμός του, ότι ο Άμμων του υπέδειξε τις θυσίες, μάλλον ήταν πρόσχημα για να κρύψει αυτήν την αγωνία από τα ανήσυχα πληρώματα. Την αγωνία του έδειξε επίσης σε όλο το δρομολόγιό του, τουλάχιστον μέχρι την έρημο της Γεδρωσίας.

από τον ιστότοπο:
http://www.alexanderofmacedon.info/greek/A1gr.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου