Αναγνώστες

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010

ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΛΤΑ ΤΟΥ ΙΝΔΟΥ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΛΤΑ ΤΟΥ ΙΝΔΟΥ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

Η σύγκρουση του Αλεξάνδρου με τους Μακεδόνες στην Ώπη - Ο Αντίπατρος σε δυσμένεια
(Αρριανός Ζ.8-11, Διόδωρος, ΙΖ.108-110.1-3, ΙΗ.8, Πλούταρχος Αλέξανδρος 39.13, 71, Κούρτιος 10.2, 3.4, 4.1-3, 10.15, Ιουστίνος 12.10.7, 12.11.4-9, 12.14.5, 12.12.7)

Το καλοκαίρι του 324 κατά την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ολυμπία, ο Νικάνωρ ο Σταγειρίτης ανέθεσε στο νικητή του αγώνα κηρύκων να αναγνώσει στους θεατές την εξής επιστολή του Αλεξάνδρου: «Ο βασιλιάς Αλέξανδρος προς τους φυγάδες από τις ελληνίδες πόλεις. Δεν ήμασταν μεν εμείς η αιτία της εξορίας σας, θα γίνουμε όμως η αιτία επανόδου όλων σας πλην των ανοσιουργών. Γράψαμε σχετικά και στον Αντίπατρο, για να υποχρεώσει σε υπακοή όσες πόλεις έχουν αντιρρήσεις». Η απόφαση έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους παριστάμενους και κυρίως από τους άνω των 20.000 εξορίστους, που είχαν συγκεντρωθεί για τους Αγώνες. Η απόφαση αυτή του Αλεξάνδρου αποσκοπούσε στην εξασφάλιση ερεισμάτων σε όλες τις ελληνίδες πόλεις μέσω των ικανοποιημένων, όμως οι δυσαρεστηθέντες αποδείχθηκαν ισχυρότεροι. Οι πρώτοι που δυσανασχέτησαν και θορυβήθηκαν από τις επιπτώσεις της επανόδου των εξορίστων ήταν τα δύο πιο υπολογίσιμα από τον Αλέξανδρο έθνη, οι Αιτωλοί κι οι Αθηναίοι. Οι μεν Αιτωλοί δεν είχαν ξεχάσει την απειλή του Αλεξάνδρου και ανησυχούσαν για το τι θα ακολουθήσει την επάνοδο των Οινιαδών, οι δε Αθηναίοι απειλούντο με χαριστική βολή στα συμφέροντά τους.

Το 366 μετά την κατάληψη της Σάμου από το στρατηγό των Αθηναίων Τιμόθεο πολλοί κάτοικοι του νησιού εξορίστηκαν και οι περιουσίες τους μοιράστηκαν σε Αθηναίους κληρούχους. Η απομάκρυνση των κληρούχων και η επιστροφή των εξορίστων Σαμίων στις εστίες και στις περιουσίες μετά από 42 χρόνια θα προξενούσε βαρύ οικονομικό πλήγμα και σοβαρές κοινωνικές αναταράξεις στην Αθήνα. Όπως είδαμε, οι αυστηρές διατάξεις του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων είχαν περιορίσει ασφυκτικά την ως τότε ασύδοτη αποικιοκρατική συμπεριφορά των Αθηναίων. Αν λοιπόν ο Αλέξανδρος τους αφαιρούσε τις «υπερπόντιες κτήσεις» και τους περιόριζε στα σύνορα του κράτους τους, είναι ηλίου φαεινότερο ότι οι Αθηναίοι δεν θα είχαν πόρους για να χρηματοδοτήσουν τις απαραίτητες επιθετικές ενέργειες, ώστε να συνεχίσουν το σφετερισμό πόρων από άλλα κράτη. Για την ακρίβεια δεν θα είχαν πόρους για να συντηρήσουν ούτε το μικρότερο αμυντικό στράτευμα και θα περιέπεφταν στην παρακμή, την οποία τελικά δεν απέφυγαν στους ελληνιστικούς χρόνους. Έτσι, χρησιμοποίησαν τα χρήματα, που γενναιόδωρα τους είχε προσφέρει ο Άρπαλος πριν τη φυγή του από τη Βαβυλώνα, και ανέθεσαν στον Λεωσθένη μία μυστική αποστολή. Έπρεπε να προχωρήσει σε στρατολόγηση μισθοφόρων δήθεν για ιδιωτικούς σκοπούς και χωρίς τη συγκατάθεση της εκκλησίας των Αθηναίων, ώστε να μη γίνουν αντιληπτές από τον Αντίπατρο οι πραγματικές τους προθέσεις. Ο Λεωσθένης πήγε στο ακρωτήριο Ταίναρο, όπου είχαν συγκεντρωθεί 8.000 άνεργοι μισθοφόροι αναζητώντας εργοδότη, και άρχισε τη στρατολόγηση.

Εκτός από τη συγκεκριμένη θρυαλλίδα, που μόλις είχε πυροδοτήσει, ο Αλέξανδρος σε όλη τη διάρκεια της εκστρατείας είχε πολλές ευκαιρίες να προσβάλει τους Μακεδόνες του. Φορούσε μηδοπερσική ενδυμασία και ενθάρρυνε κι άλλους να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Πευκέστα, ενώ δεν υπήρχε τίποτα πιο προσβλητικό για όλους τους Έλληνες από την υιοθέτηση βαρβαρικών εθίμων. Οι βάρβαροι Επίγονοι, που εκπαιδεύονταν και οπλίζονταν σαν Μακεδόνες, η ένταξη βαρβάρων στο εταιρικό ιππικό, όπου υπηρετούσε η αριστοκρατία της Μακεδονίας, αλλά και στο άγημα των εταίρων, που ήταν το κορυφαίο τμήμα του εταιρικού ιππικού μετά τη βασιλική ίλη, αποτελούσαν μόνο τις πιο σημαντικές προσβολές. Οι τραχείς Μακεδόνες αντιλαμβάνονταν ότι ο βασιλιάς τους δεν ήθελε να βασίζεται πια σ’ αυτούς, ότι ήθελε να τους παραγκωνίσει και ίσως να τους εκβαρβαρίσει. Δεν αντιλαμβάνονταν ότι η αχανής, πολυεθνική και πολυπολιτισμική αυτοκρατορία, που δημιούργησαν, δεν μπορούσε να διοικηθεί, όπως οι περιφερειακές κατακτήσεις των ελληνικών κρατών.

Μετά τα μέσα καλοκαιριού του 324 π.Χ., όταν βρισκόταν στην Ώπη, ο Αλέξανδρος συγκέντρωσε τους Μακεδόνες και τους ανακοίνωσε ότι αποστράτευε και έστελνε στην πατρίδα όλους τους λόγω ηλικίας και τραυμάτων απόμαχους, ενώ σε όσους θα έμεναν σκόπευε να δώσει τέτοιες παροχές, που θα τις ζήλευαν όλοι. Δεν άφησε την επιλογή σε όσους το ήθελαν να εποικίσουν κάποιες πόλεις, διότι βρίσκονταν στις πολιτισμένες περιοχές της αυτοκρατορίας, δηλαδή στις χώρες, που ήταν αστικοποιημένες και οι λαοί τους μπορούσαν να ελεγχθούν ευκολότερα. Επίσης οι λαοί εκείνοι είχαν πανάρχαιο, εξαιρετικά ανεπτυγμένο πολιτισμό και πολύ δύσκολα θα αποδέχονταν τον ελληνικό. Οι απόμαχοι λοιπόν δεν του ήταν χρήσιμοι, αντίθετα ήταν επικίνδυνοι για τη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας, επειδή είχαν τον ελληνικό ρατσισμό και πίστευαν στη «συνταγματική» μοναρχία. Ο Αλέξανδρος έπρεπε να απαλλαγεί από αυτούς, που τον θυμούνταν ως νεαρό διάδοχο του θρόνου ή ως επικεφαλής ενός αμφίβολου πανελλήνιου τολμήματος, στο οποίο δεν πίστεψαν όλοι οι Έλληνες, δηλαδή δεν ήθελε πλέον να θεωρείται ως ο δικός τους άνθρωπος. Κάποιοι, οι πλέον ευγενούς καταγωγής και συνομήλικοι του, θα έπαιζαν και θα κυνηγούσαν μαζί του στις εξοχές της Μακεδονίας. Οι περισσότεροι Μακεδόνες δεν ανέχονταν το βαρβαρικό έθιμο της προσκύνησης, ούτε το εφεύρημα της θεϊκής καταγωγής του και πολύ συχνά τον αποδοκίμαζαν και τον λοιδορούσαν στην εκκλησία των Μακεδόνων. Η δε πρόσφατη καταστροφή στην έρημο της Γεδρωσίας δεν βοηθούσε καθόλου στη βελτίωση του κλίματος. Δεν μπορούσε λοιπόν να διατηρήσει γύρω του αντιδραστικά στοιχεία, τα οποία κάποια στιγμή θα μπορούσαν να ωθήσουν και τους βαρβάρους να αμφισβητήσουν τη θεϊκή καταγωγή του και να αυθαδιάσουν.

Απ’ την πλευρά τους οι Μακεδόνες είχαν απλώς κουραστεί από την αδιάλειπτη υπερδεκαετή πολεμική δραστηριότητα και είχαν ενοχληθεί, διότι έπρεπε να συνδιοικούν με τους κατακτημένους τα κατακτημένα εδάφη, ενώ η προσβολή της αξιοπρέπειάς τους απ΄ τη βαρβαρική συμπεριφορά του Αλεξάνδρου ήταν δευτερεύουσας σημασίας. Στην πραγματικότητα και παρ’ ότι τον αποδοκίμαζαν ανοιχτά, δεν σκόπευαν να απομακρυνθούν από κοντά του, διότι βασιλιάς και υπήκοοι συνδέονταν με μία βαθειά σχέση αγάπης και μίσους. Έτσι, όσο ο Αλέξανδρος τους είχε ανάγκη οι Μακεδόνες αντιδρούσαν με υπερηφάνεια, μόλις όμως διαπίστωσαν ότι δεν του ήταν πια απαραίτητοι, αντέδρασαν με το θυμό και την αγανάκτηση εργαζομένων, που θεωρούν άδικη και προσβλητική την απόλυσή τους. Άρχισαν να του φωνάζουν να μην αποστρατεύσει μόνο τους απόμαχους, αλλά να τους αποστρατεύσει όλους, να μην κρατήσει κανένα Μακεδόνα κοντά του και κορύφωσαν τη χλεύη και την αποδοκιμασία λέγοντάς του να κάνει τις εκστρατείες του με τον πατέρα του, τον Άμμωνα. Ο Αλέξανδρος, που στο μεταξύ είχε απομακρυνθεί από τις μακεδονικές συνήθειες, την ελληνική νοοτροπία και είχε αποδεχθεί τους βαρβαρικούς τρόπους, ξέχασε ότι βρισκόταν στην εκκλησία των Μακεδόνων, όπου ο βασιλιάς πρακτικά λογοδοτούσε για τις προηγούμενες ενέργειες και έπαιρνε έγκριση για τις επόμενες. Πήδηξε οργισμένος από το βήμα και με το χέρι του έδειξε στους υπασπιστές, ποιούς από τους πρωταίτιους να συλλάβουν. Όταν μάλιστα διέταξε την εκτέλεση των 13 συλληφθέντων, οι Μακεδόνες πάγωσαν με την πρωτοφανή συμπεριφορά του βασιλιά τους. Μόλις σώπασαν, ο Αλέξανδρος ξανανέβηκε στο βήμα και τους μίλησε. Δεν γνωρίζουμε, αν είπε όλα όσα ή όπως διασώθηκαν ως τις μέρες μας, αλλά αυτός είναι ο προβληματισμός, που υπάρχει για όλες τις πληροφορίες, για όλα τα ιστορικά πρόσωπα, όλων των εποχών και κυρίως σε ότι αφορά στα βιογραφικά στοιχεία τους. Πάντως ο παραδιδόμενος από τον Αρριανό λόγος είναι μία απλή σύνοψη όλης της εκστρατείας χωρίς ρητορείες και μεγαλοστομίες, εκτός από μία μικρή ανακρίβεια. Το σημαντικότερο, που προκύπτει από αυτόν το λόγο είναι ότι ο Αλέξανδρος ήθελε να κατακτήσει τον κόσμο, να κερδίσει δόξα και όχι να απολαύσει τα αγαθά της κατάκτησης. Φέρεται λοιπόν να είπε:

«Μακεδόνες, [αφού λέτε ότι θέλετε να επιστρέψετε όλοι] δεν θα προσπαθήσω να καταλαγιάσω τον πόθο σας για επιστροφή, διότι χάρη σε μένα μπορείτε να πάτε όπου θέλετε. Θα σας μιλήσω, για να μάθετε ποιοι ήμασταν πριν και ποιοι γίναμε τώρα, που αποστρατεύεστε, και θα αρχίσω από τον πατέρα μου, τον Φίλιππο, όπως είναι το σωστό. Ο Φίλιππος σας παρέλαβε φτωχούς νομάδες, οι περισσότεροι ντυνόσασταν με δέρματα, βοσκούσατε λίγα πρόβατα στα βουνά και δύσκολα αντιμετωπίζατε τους Ιλλυριούς, τους Τριβαλλούς και τους όμορους Θράκες. Σας έδωσε χλαμύδες αντί για δέρματα, σας κατέβασε από τα βουνά στις πεδιάδες και σας έκανε αξιόμαχους αντιπάλους των βαρβάρων, αφού δεν βασιζόσασταν πια στην οχυρότητα των τόπων σας, αλλά στη γενναιότητά σας. Σας εγκατέστησε σε πόλεις και σας έδωσε νόμους και χρηστά ήθη. Σας έκανε αφέντες των βαρβάρων, που μέχρι τότε σας είχαν δούλους και υπηκόους τους, προσάρτησε στην επικράτεια της Μακεδονίας το μεγαλύτερο μέρος της Θράκης, κατέλαβε επίκαιρα παραθαλάσσια σημεία, ανέπτυξε το εμπόριο και σας επέτρεψε την απρόσκοπτη εκμετάλλευση των ορυχείων. Σας έκανε άρχοντες των Θεσσαλών, τους οποίους κάποτε φοβόσασταν μέχρι θανάτου, ταπείνωσε το έθνος των Φωκέων κι έκανε το δρόμο προς την Ελλάδα φαρδύ και ευκολοδιάβατο, ενώ μέχρι τότε ήταν στενός και αδιάβατος για εσάς. Οι Θηβαίοι και οι Αθηναίοι πάντοτε εποφθαλμιούσαν τη Μακεδονία και πάντοτε πληρώναμε φόρους στους Αθηναίους και υποτασσόμασταν στους Θηβαίους. Ο Φίλιππος τους ταπείνωσε με τη δική σας βοήθεια και τώρα εκείνοι προσβλέπουν σ΄ εμάς για την ασφάλειά τους. Διευθέτησε τα πράγματα στα έθνη της Πελοποννήσου και στο τέλος ανακηρύχθηκε στρατηγός αυτοκράτωρ ολόκληρης της άλλης Ελλάδος. Αυτή η τιμή ήταν σημαντικότερη για σας παρά για τον ίδιο.
Αν θυμηθείτε ποια ήταν η Μακεδονία πριν το Φίλιππο, θα δείτε ότι η προσφορά του πατέρα μου σ’ εσάς ήταν πολύ σημαντική, αλλά πολύ μικρότερη από τη δική μου προσφορά σ’ εσάς. Εγώ παρέλαβα ως κρατικό θησαυρό λίγα ασημένια και χρυσά ποτήρια και λιγότερα από 60 τάλαντα, ενώ το Δημόσιο Χρέος της Μακεδονίας ήταν 500 τάλαντα. Δανείστηκα κι άλλα 800 τάλαντα και ξεκινώντας από τη χώρα, που ούτε εσάς δεν μπορούσε να θρέψει καλά-καλά, άνοιξα αμέσως τον Ελλήσποντο, ενώ οι Πέρσες ήταν ακόμη θαλασσοκράτορες. Μετά τη νίκη μου στον Γρανικό προσέθεσα στην εξουσία σας ολόκληρη την Αιολίδα και την Ιωνία, τις δύο Φρυγίες (την Ελλησποντική και τη Μεγάλη) και τη Λυδία. Αφού κατέλαβα τη Μίλητο, όλες οι άλλες περιοχές παραδόθηκαν με τη θέλησή τους και σεις νέμεστε τα αγαθά τους. Αλλά και η Αίγυπτος και η Κυρήνη, που παραδόθηκαν αμαχητί, κι αυτές δικές σας είναι. Δικές σας είναι και η Συρία, η Παλαιστίνη, η Μεσοποταμία, η Βαβυλώνα, τα Βάκτρα και τα Σούσα. Δικά σας είναι ο πλούτος της Λυδίας, οι θησαυροί των Περσών, τα αγαθά των Ινδών και η έξω θάλασσα. Εσείς είστε οι σατράπες, στρατηγοί και ταξιάρχες. Εκτός από αυτήν την πορφύρα και αυτό το διάδημα εγώ τι παραπάνω από σας κέρδισα; Κανείς δεν μπορεί να δείξει την προσωπική μου περιουσία, μπορεί όμως να δείξει τη δική σας και ό,τι φυλάσσεται για λογαριασμό σας. Εγώ μοιράζομαι το φαγητό σας, κοιμάμαι όπως κι εσείς, νομίζω [δηλαδή, γνωρίζω πολύ καλά] ότι δεν ζω με την πολυτέλεια που ζουν κάποιοι από σας και ξέρω να ξαγρυπνώ, για να κοιμάστε εσείς. Μήπως πιστεύετε ότι τα κατέκτησα όλα αυτά με τους δικούς σας κόπους και ταλαιπωρίες, ενώ εγώ σας οδηγούσα χωρίς να κοπιάζω και να ταλαιπωρούμαι; Ελάτε λοιπόν, γυμνώστε τα σώματά σας και δείξτε μου τα τραύματά σας! Θα σας δείξω κι εγώ τα δικά μου. Δεν υπάρχει σημείο στο μπροστινό μέρος του σώματός μου, χωρίς τραύμα από κάθε είδους όπλο, έχω χτυπηθεί με ξίφος, με βέλος, με μηχανικό τόξευμα, με πέτρες και ξύλα. Και όλα αυτά, για να σας οδηγήσω στη δόξα και στον πλούτο μέσα από ξηρά, θάλασσα, ποτάμια, βουνά και πεδιάδες. Παντρεύτηκα με τον ίδιο τρόπο, που παντρευτήκατε κι εσείς και κάποιων τα παιδιά θα έχουν συγγένεια με τα δικά μου. Εξόφλησα τα χρέη σας χωρίς να ερευνήσω, πως τα δημιουργήσατε μετά από τους ψηλούς μισθούς σας και τις λεηλασίες, που σας επέτρεψα. Πολλούς από σας τους τίμησα με χρυσά στεφάνια για τις υπηρεσίες τους και τώρα έχουν αθάνατες αποδείξεις της ανδρείας τους και των τιμών, που τους απέδωσα. Όσοι σκοτώθηκαν έφυγαν τιμημένοι και με λαμπρή κηδεία, ενώ στην πατρίδα βρίσκονται οι χάλκινες προτομές των περισσοτέρων νεκρών και οι γονείς τους απαλλάχθηκαν από κάθε εισφορά και λειτουργία. Τέλος κανείς σας δεν σκοτώθηκε σε φυγή με μένα επικεφαλής.
Τώρα θέλησα να στείλω στην πατρίδα μόνο όσους δεν μπορούν πια να πολεμήσουν. Αφού όμως έτσι το θέλετε, φύγετε όλοι! Και μόλις φτάσετε πίσω να πείτε σε όλους ότι τον βασιλιά σας, τον Αλέξανδρο, που νίκησε του Μήδους, τους Πέρσες, τους Βάκτριους και τους Σάκες, που υπέταξε τους Ούξιους, τους Αραχωτούς και τους Δράγγες, που κατέκτησε τους Παρθυαίους, τους Χοράσμιους και τους Υρκανούς ως την Κασπία θάλασσα, που πέρασε τις Κάσπιες Πύλες, τον Όξο, τον Τάναϊ (δηλαδή τον Ιαξάρτη) ακόμη και τον Ινδό ποταμό, τον οποίο μόνο ο Διόνυσος είχε περάσει, τον Υδάσπη, τον Ακεσίνη, τον Υδραώτη και θα πέρναγε και τον Ύφαση, αν εσείς δεν κάνατε πίσω, που διέσχισε την έρημο της Γεδρωσίας, την οποία κανένας άλλος πιο πριν δεν είχε διασχίσει με τη στρατιά του, που κατέλαβε την Καρμανία και τη γη των Ωρειτών, που ο στόλος του από την Ινδία έφτασε στα παράλια της Περσίας, τώρα που φτάσατε στα Σούσα θέλετε να φύγετε και να τον παραδώσετε στους βαρβάρους, να τον φυλάνε. Αυτά να πάτε να πείτε, λες και είναι αποδεκτά από τους ανθρώπους και νόμιμα για τους θεούς. Φύγετε!»

Αμέσως πήδηξε από το βήμα και με ταχύ βηματισμό πήγε στα ανάκτορα. Τον ακολούθησαν μόνο οι εταίροι και οι σωματοφύλακες, όλοι οι άλλοι Μακεδόνες μαρμάρωσαν στις θέσεις τους. Τις επόμενες δύο μέρες ο Αλέξανδρος δεν περιποιήθηκε το σώμα του ούτε εμφανίσθηκε στους εταίρους. Την τρίτη μέρα κάλεσε τους επιφανέστερους Πέρσες, τους ανέθεσε τη διοίκηση των τάξεων, παραχώρησε το αποκλειστικό δικαίωμα να τον φιλάνε μόνο εκείνοι, τους οποίους είχε ονομάσει συγγενείς του κατά το πρότυπο των αχαιμενιδών Μεγάλων Βασιλέων, και χώρισε τη βαρβαρική στρατιά κατά τα μακεδονικά πρότυπα και τη μακεδονική ορολογία. Δημιούργησε δηλαδή περσικό άγημα πεζών, Πέρσες πεζέταιρους, ασθέτερους, περσική τάξη αργυρασπίδων και δεύτερο βασιλικό άγημα εταίρων.

Το κείμενο του Κούρτιου παρουσιάζει εκτεταμένα κενά και δεν μπορούμε να σχηματίσουμε πλήρη εικόνα της αφήγησής του, αλλά στα διασωθέντα τμήματα λέει ότι οι 13 συλληφθέντες εκτελέστηκαν το ίδιο απόγευμα. Την επομένη ο Αλέξανδρος κράτησε τους Μακεδόνες υπό περιορισμό στο στρατόπεδο και κατένειμε τους ασιάτες στη στρατιά, ενώ φαίνεται ότι υπήρξε και κάποια μακεδονική απόπειρα συνδιαλλαγής χωρίς όμως θετικό αποτέλεσμα. Αντίθετα ο Αλέξανδρος συνέλαβε κάποιους και διέταξε να τους ρίξουν σιδηροδέσμιους στον Ευφράτη.

Σύμφωνα με τον Αρριανό, του οποίου το κείμενο σώζεται ακέραιο, μόλις τ’ άκουσαν αυτά οι Μακεδόνες, δεν άντεξαν την ενσωμάτωση των βαρβάρων, έτρεξαν στα ανάκτορα, έρριξαν τα όπλα τους στην είσοδο, ως ικεσία για να τους δεχθεί ο βασιλιάς, και παρακαλούσαν να τους επιτρέψουν την είσοδο. Υποσχέθηκαν να παραδώσουν, όσους προκάλεσαν την οχλοβοή κατά την ομιλία του Αλεξάνδρου, και δήλωσαν ότι δεν θα έφευγαν από κει, μέχρι να τους λυπηθεί ο Αλέξανδρος. Εκείνος μόλις το έμαθε, βγήκε να τους συναντήσει και βλέποντας άλλους να θρηνούν και άλλους να φωνάζουν, έβαλε τα κλάματα. Προχώρησε προς το μέρος τους σαν να ήθελε να μιλήσει, ενώ οι Μακεδόνες εξακολουθούσαν να τον εκλιπαρούν. Τότε ένας εταίρος με σεβαστή ηλικία και θέση, ο Καλλίνης, είπε «Βασιλιά, αυτό που λύπησε τους Μακεδόνες είναι ότι έχεις κάνει συγγενείς σου κάποιους Πέρσες κι έχεις δώσει το δικαίωμα να σε φιλάνε μόνο αυτοί, ενώ κανένας Μακεδόνας δεν έχει γευτεί ακόμη αυτήν την τιμή» και ο Αλέξανδρος απάντησε «Εσάς σας θεωρώ όλους συγγενείς μου και από τώρα, έτσι θα σας αποκαλώ». Αμέσως πλησίασε ο Καλλίνης, τον φίλησε και ακολούθησαν, όλοι όσοι το ήθελαν.

Μετά οι στρατιώτες πήραν ικανοποιημένοι τα όπλα τους και ξαναγύρισαν στο στρατόπεδο φωνάζοντας και τραγουδώντας τον παιάνα (τον επινίκιο ύμνο), ενώ ο Αλέξανδρος θυσίασε στους θεούς, όπως συνήθιζε, και παρέθεσε συμπόσιο με δημόσια δαπάνη. Εκείνος κάθισε στην κεφαλή, δεξιά κι αριστερά του κάθισαν οι Μακεδόνες, μετά οι Πέρσες και μετά οι αντιπρόσωποι από όλους τους άλλους λαούς της αυτοκρατορίας, που διακρίνονταν για τη θέση και την ανδρεία τους. Ο Αλέξανδρος και οι περί αυτόν γέμιζαν τα ποτήρια τους από τον ίδιο κρατήρα, έκαναν τις ίδιες σπονδές, ενώ τις τελετές άρχισαν οι Έλληνες μάντεις και οι Μάγοι. Ευχήθηκε ανάμεσα στα άλλα ομόνοια και «κοινωνίαν τῆς ἀρχῆς», δηλαδή κοινή διοίκηση της αυτοκρατορίας από Μακεδόνες και Πέρσες. Λέγεται ότι στο συμπόσιο παρευρέθηκαν 9.000 άνθρωποι, που έκαναν όλοι την ίδια σπονδή, μετά την οποία παιάνισαν.

Όταν τελείωσαν οι εορτασμοί, οι απόμαχοι, είτε λόγω ηλικίας είτε λόγω κάποιου παθήματος, αποφάσισαν να επιστρέψουν στη Μακεδονία. Ήταν περίπου 10.000 και εκτός από τους δεδουλευμένους μισθούς ο Αλέξανδρος τους κατέβαλε επιπλέον (όπως είχε κάνει και στην αποστρατεία των συμμαχικών δυνάμεων στα Εκβάτανα) τις ανάλογες αμοιβές για όλο το ταξίδι της επιστροφής και εφάπαξ ένα τάλαντο στον καθένα. Έδωσε διαταγή τιμής ένεκεν να κάθονται στεφανωμένοι και στις πρώτες σειρές στους αγώνες και τα θέατρα, ενώ χορήγησε επίδομα διατροφής και ανέλαβε τη μόρφωση των ορφανών, όσων στρατιωτών είχαν σκοτωθεί. Τους διέταξε ακόμη να αφήσουν τα αγόρια (τα κορίτσια ήταν απλώς ανάξια λόγου), που είχαν αποκτήσει με Ασιάτισσες και που ήταν μιξοβάρβαροι, για να μην προκληθούν αντιδράσεις από τα νόμιμα παιδιά και τις γυναίκες, που είχαν αφήσει στην πατρίδα. Άλλωστε ο Ευριπίδης στην τραγωδία Μήδεια είχε περιγράψει ξεκάθαρα ποια είναι στην Ελλάδα η μοίρα μίας βάρβαρης γυναίκας και των μιξοβάρβαρων παιδιών της. Τους υποσχέθηκε πάντως ότι θα τους τα πήγαινε ο ίδιος στη Μακεδονία, όταν ενηλικιώνονταν. Αυτά ήταν περίπου 10.000 αγόρια και θα αποτελούσαν τον ενδιάμεσο κρίκο μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων στην επόμενη γενιά, που θα διοικούσε την αυτοκρατορία.










Αρχαίο στάδιο, στο οποίο φαίνεται καθαρά η διαφορά των πρώτων θέσεων από τις υπόλοιπες.

Παρά τις επί μέρους διαφορές, οι διηγήσεις όλων των ιστορικών έχουν ένα κοινό στοιχείο. Στην Ώπη δεν έλαβε χώρα ανταρσία του στρατεύματος, διότι κανένα ένοπλο τμήμα δεν αρνήθηκε να εκτελέσει διαταγές. Στην πραγματικότητα οι στρατιώτες αυθαδίασαν και μίλησαν προσβλητικά στον βασιλιά και αρχιστράτηγό τους. Οι συλλήψεις και οι εκτελέσεις ήταν απολύτως αναμενόμενες (προβλεπόμενες από τους κανονισμούς, θα λέγαμε), για να αποκατασταθεί η τάξη μεταξύ των Μακεδόνων και για να δοθεί στους βαρβάρους ένα παράδειγμα προς αποφυγή. Όταν τελείωσαν όλα, ο Αλέξανδρος φίλησε όλους τους απομάχους και τους αποχαιρέτησε, όπως αρμόζει σε παλιούς και γενναίους συμπολεμιστές, που συνδέονται με δεσμούς αίματος ή καλύτερα με ποταμούς αίματος. Όρισε επικεφαλής τους τον Κρατερό και δεύτερο τη τάξει αξιωματικό όρισε τον Πολυπέρχοντα, διότι ο Κρατερός είχε καταπονηθεί σωματικά και, σε περίπτωση που πέθαινε κατά την πορεία όπως ο Κοίνος νωρίτερα, οι απόμαχοι δεν έπρεπε να μείνουν χωρίς στρατηγό. Ο Κρατερός κι ο Πολυπέρχων είχαν επίσης διαταγές να στρατολογήσουν αντικαταστάτες, όσων επέστρεφαν. Οι νέοι Μακεδόνες, που θα αντικαθιστούσαν τους αποστρατευόμενους, δεν θα συναντούσαν ένα συμπατριώτη βασιλιά, θα βρίσκονταν στην καρδιά της Ασίας, μπροστά στον πανίσχυρο κοσμοκράτορα. Πράγματι, κάποτε είχε ξεκινήσει κι αυτός από την ίδια πατρίδα, τώρα όμως εκείνοι θα ήταν απλώς οι ευνοούμενοι μεταξύ των πλησιέστερων και πλέον έμπιστων ανθρώπων του. Εκείνος ήταν ο κυρίαρχος του κόσμου και κανείς πλέον γύρω του δεν είχε δικαίωμα παρεκτροπής από τις αποφάσεις του.

Στο μεταξύ η από μακρού υφιστάμενη διαμάχη μεταξύ του Αντίπατρου και της Ολυμπιάδας, της μητέρας του Αλεξάνδρου, ήταν κοινό μυστικό και αφορμή πολλών σχολίων, εικασιών και αναλύσεων από τους συνήθεις ειδικούς. Ο Αντίπατρος έγραφε στον Αλέξανδρο για την αυθάδεια, τον αυταρχισμό και την ενασχόληση της Ολυμπιάδας με όλα τα θέματα. Μάλιστα, οι σχέσεις του επιτρόπου με την βασιλομήτορα είχαν πέσει σε τόσο χαμηλό σημείο, ώστε ο Αντίπατρος να γράψει στον κοσμοκράτορα ότι η μητέρα του τον χρέωσε με υπερβολικό για 10 μήνες ενοίκιο. Η Ολυμπιάδα πάλι τον κατηγορούσε ότι είχε γίνει αλαζόνας, ότι ξέχασε ποιος τον είχε τοποθετήσει σ’ εκείνη τη θέση και ότι είχε την απαίτηση να θεωρείται ο πρώτος ανάμεσα σε Μακεδόνες και Έλληνες. Οι κατηγορίες της δείχνουν μικρότητα, ενώ ειδικά η τελευταία δεν ήταν καθόλου δικαιολογημένη, ίσα-ίσα θα πρέπει να ήταν επιβεβλημένη από το διπλωματικό πρωτόκολλο, αφού ο Αντίπατρος ήταν επίτροπος (αντιβασιλέας) της Μακεδονίας και αναπληρωτής Ηγεμών της Ελλάδος, στη θέση του απόντος Αλεξάνδρου. Χαρακτηριστικό της κρίσης αυτής είναι ότι κάποτε ο Αλέξανδρος φέρεται να διάβασε μία επικριτική για τη μητέρα του επιστολή του Αντίπατρου και να είπε «ο Αντίπατρος δεν ξέρει ότι το δάκρυ της μάνας σβήνει δέκα χιλιάδες τέτοια γράμματα». Πάντως αν αναλογιστούμε ότι ο Φίλιππος, τότε βασιλιάς της Μακεδονίας, Ηγεμών της Ελλάδος και επιπλέον σύζυγος της Ολυμπιάδας, αναγκάστηκε και ο ίδιος να απομακρυνθεί από κοντά της και τον μικρό Αλέξανδρο να στείλει για διαπαιδαγώγηση μακρυά από την Αυλή, οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι ο Αντίπατρος ως αναπληρωτής στα δύο αυτά αξιώματα επέδειξε αξιοθαύμαστη υπομονή και αντοχή.

Την περίοδο εκείνη φαίνεται ότι, κορυφώθηκε αυτή η κρίση. Ίσως πάλι απλώς να είχε έρθει η ώρα του τερματισμού της στα πλαίσια της επανεξέτασης των διοικητικών ζητημάτων από τον Αλέξανδρο. Ο επικεφαλής των αποστρατευμένων, ο Κρατερός, δεν ήταν ένας απλός απόμαχος εταίρος, που επέστρεφε στα μετώπισθεν, επειδή είχε κλονισθεί η υγεία του. Ο Αλέξανδρος τον αγαπούσε «όσο και τον εαυτό του», προφανώς τον εμπιστευόταν και γι’ αυτό τον είχε εφοδιάσει με διαταγές, φτάνοντας στη Μακεδονία να αναλάβει τα καθήκοντα του Αντίπατρου, ο οποίος έπρεπε να παρουσιαστεί ενώπιον του Αλεξάνδρου επικεφαλής των νεοσυλλέκτων. Στα 12 περίπου χρόνια, που ο Αντίπατρος ήταν επίτροπος, είναι λογικό να είχε εδραιώσει την προσωπική του εξουσία, να είχε συνάψει τις προσωπικές του συμμαχίες και ο Αλέξανδρος να έπρεπε πια να περιορίσει τη δύναμή του. Ίσως οι κατηγορίες της Ολυμπιάδας να ήταν ανυπόστατες κι εντούτοις ο Αλέξανδρος να τις πίστεψε. Ίσως ο Αλέξανδρος ήθελε να απομακρύνει τον Αντίπατρο, για να τον προστατέψει από τις δολοπλοκίες και την οργή της Ολυμπιάδας. Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για τους πραγματικούς λόγους, γνωρίζουμε μόνο ότι ο Αλέξανδρος είχε αποφασίσει την αντικατάσταση του Αντίπατρου και φυσικά μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι μετά τη δολοφονία του Παρμενίωνα, παλιού συνεργάτη και συνομήλικού του, ο Αντίπατρος μόλις παραλάμβανε τη διαταγή, θα έπαυε να αισθάνεται ιδιαίτερα ασφαλής. Σύμφωνα μάλιστα με τον Κούρτιο, του Κρατερού είχε προηγηθεί φήμη ότι μετέβαινε στη Μακεδονία με διαταγές να δολοφονήσει τον Αντίπατρο.


Μηδία – Κι άλλες Αμαζόνες - Ο θάνατος του Ηφαιστίωνα
(Αρριανός Ζ.13-14, Διόδωρος ΙΖ.110, 114.2-5, 115., Πλούταρχος, Αλέξανδρος 47.9-12, 72, Κούρτιος, Ιουστίνος)

Για τις κινήσεις του Αλεξάνδρου μετά την Ώπη, τα χάσματα στα βιβλία του Αρριανού και του Κούρτιου μας υποχρεώνουν να βασισθούμε στο Διόδωρο, κατά τον οποίο ο Αλέξανδρος έφυγε από τα Σούσα, πέρασε τον ποταμό Τίγρη και στρατοπέδευσε στις Κάρες. Από εκεί διέσχισε τη Σιττακηνή και τέσσερις ημέρες αργότερα έφτασε στα Σάμβανα, όπου στρατοπέδευσε για μία εβδομάδα. Αν και τα γεγονότα της Ώπης ο Διόδωρος τα τοποθετεί στα Σούσα, το δρομολόγιο του Αλεξάνδρου δεν προκύπτει πολύ διαφορετικό. Απλώς ο Διόδωρος βάζει τον Αλέξανδρο να περνά τον Τίγρη και μετά να διασχίζει τη Μεσοποταμία, ενώ δεν υπήρχε σοβαρός λόγος να περάσει τον Τίγρη, πριν φτάσει στην Ώπη. Επίσης εφόσον κατά τον Διόδωρο ο Αλέξανδρος βρισκόταν μεταξύ Τίγρη κι Ευφράτη, για να φτάσει αργότερα στα Εκβάτανα έπρεπε να ξαναπεράσει τον Τίγρη, κάτι που δεν αναφέρει ο συγγραφέας.

Εν πάσει περιπτώσει δεχόμαστε ότι η αναχώρηση του Αλεξάνδρου από τα Σάμβανα ισοδυναμεί με την αναχώρησή του από την Ώπη στα τέλη Σεπτεμβρίου ή στις αρχές Οκτωβρίου του 324, απ’ όπου κατά τον Διόδωρο με μία πορεία τριών ημερών έφτασε στους Κέλωνες, όπου βρήκε βοιωτικό πληθυσμό. Αυτοί υποτίθεται ότι ήταν απόγονοι των Θηβαίων, που είχαν συνεργαστεί ενθουσιωδώς με τους Πέρσες, όταν ο Ξέρξης εισέβαλε στην Ελλάδα, και μετά την αποτυχία της εκστρατείας του αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα και να καταφύγουν πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα της εποχής, για να αποφύγουν τις συνέπειες της προδοσίας τους. 156 χρόνια και πέντε γενιές μετά την αυτοεξορία των προγόνων τους μιλούσαν αρκετά καλά τα ελληνικά, ενώ ασκούσαν και μερικά «ελληνικά επαγγέλματα». Μετά τους ακρωτηριασμένους της Αρδερίκκης, τους Γορτυαίους και τους Βραγχίδες, αυτός είναι ο τέταρτος κατά σειρά θύλακας εκτοπισμένων Ελλήνων, που σύμφωνα με τους ιστορικούς της λαϊκής παράδοσης συνάντησε ο Αλέξανδρος. Παρ’ ότι γνωρίζουμε ότι στην περσική αυτοκρατορία υπήρχαν θύλακες εκτοπισμένων Ελλήνων, οι συγκεκριμένες αναφορές είναι σαφώς φανταστικές και μόνο η συνάντηση του Αλεξάνδρου με τους Βραγχίδες φαίνεται να υποστηρίζεται από αρχαιολογικά ευρήματα.

Καθ’ οδόν προς τα Εκβάτανα, ο Αλέξανδρος έκανε μία απόκλιση από το κύριο δρομολόγιο, για να επισκεφτεί τη Βαγιστάνη (Μπάγα-Στάνα = τόπος των θεών, η σημερινή Μπεχιστούν) και μία δεύτερη για να περάσει απ’ το Νησαίο Πεδίο, την πεδιάδα της Νησαίας (Νισάγια) όπου έβοσκαν οι Νησαίοι ίπποι. Οι ίπποι, που εκτρέφονταν εκεί, θυσιάζονταν την περσική πρωτοχρονιά στον Μίθρα, τον θεό του Ήλιου, της παλαιότερης μηδικής θρησκείας. Παλαιότερα υπήρχαν πολλές αγέλες, αλλά στη διάρκεια του πολέμου οι ληστές είχαν κλέψει τις περισσότερες. Κατά τον Αρριανό από τις αρχικές 150.000 ο Αλέξανδρος βρήκε μόνο 50.000, ενώ κατά τον Διόδωρο από τις αρχικές 160.000 είχαν μείνει μόνο 6.000. Η πληροφορία αυτή αποτελεί άλλη μία επιβεβαίωση της κακοδιοίκησης των αξιωματούχων, που είχε ορίσει ο Αλέξανδρος. Ενώ εκείνος ήθελε να επιβάλει στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας την ειρήνη και την ασφαλή διακίνηση προσώπων και αγαθών, οι αξιωματούχοι του δεν είχαν καταφέρει ή δεν είχαν θελήσει να εξασφαλίσουν ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της προστατευόμενης ιρανικής θρησκείας.

Κατά τον Αρριανό, στη Νησαία ο πιστός σατράπης της Μηδίας, ο Ατροπάτης, παρέδωσε στον Αλέξανδρο 100 γυναίκες ισχυριζόμενος ότι ήταν Αμαζόνες. Ήταν εξοπλισμένες περίπου όπως και οι άντρες ιππείς, μόνο που είχαν πελέκεις (τσεκούρια) αντί για δόρατα και πέλτες αντί για ασπίδες, ενώ κάποιοι έλεγαν ότι ο δεξιός τους μαστός ήταν μικρότερος από τον αριστερό και ότι το άφηναν ακάλυπτο στις μάχες. Ο Αλέξανδρος φοβήθηκε ότι οι γυναίκες αυτές θα προκαλούσαν αναστάτωση τους στρατιώτες του, που θα προσπαθούσαν να τις βιάσουν, γι’ αυτό τις έδιωξε. Τις διέταξε να πάνε στη βασίλισσά τους και να της πουν ότι θα πήγαινε να τη συναντήσει, για να της κάνει παιδιά. Αυτή η αφήγηση του Αρριανού είναι λογικοφανέστερη από εκείνες του Διόδωρου, του Κούρτιου και του Ιουστίνου, ωστόσο ο ίδιος ο συγγραφέας τη θεωρεί αναληθή. Λέει λοιπόν ότι ούτε ο Αριστόβουλος, ούτε ο Πτολεμαίος, ούτε κανείς άλλος αξιόπιστος ιστορικός του Αλεξάνδρου κάνει λόγο για Αμαζόνες. Επιπλέον, πραγματιστής όπως πάντοτε, επικαλείται τον Ξενοφώντα, ο οποίος λιγότερο από 80 χρόνια νωρίτερα επί κεφαλής των Μυρίων πέρασε από τις περιοχές, όπου υποτίθεται ότι κατοικούσαν οι Αμαζόνες, και δεν τις αναφέρει στο έργο του, ενώ αναφέρει όλους τους άλλους λαούς της περιοχής. Επειδή όμως ο Αρριανός ήταν και δημόσιο πρόσωπο, δεν ήθελε να συγκρουστεί με τις βαθιά ριζωμένες δοξασίες. Γι’ αυτό αποδέχεται ως σωστούς του μύθους για τον Ηρακλή, που πολέμησε τη βασίλισσα των Αμαζόνων, την Ιππολύτη, και έφερε στην Ελλάδα τη ζώνη της, και για το Θησέα, που τις νίκησε επικεφαλής των Αθηναίων. Δηλώνει ακόμη ότι αποδέχεται ως ακριβή την αναφορά του Ηροδότου σ’ αυτές και ως δικαιολογημένες τις σχετικές αναφορές των διαφόρων Αθηναίων ρητόρων. Αυτή τη φορά αντί να αντιπαραθέσει την πραγματικότητα στο μύθο, επιλέγει να προσφέρει τη βολική θεωρία ότι οι Αμαζόνες πράγματι υπήρξαν και ότι είναι σωστά όλα όσα γράφτηκαν σχετικά, αλλά ως έθνος είχαν εκλείψει ήδη από την εποχή του Ξενοφώντα. Κατά την άποψή του, ο Ατροπάτης έδειξε στον Αλέξανδρο κάποιες γυναίκες, που απλώς ισχυρίζονταν ότι ήταν Αμαζόνες, ενώ στην πραγματικότητα ήταν γυναίκες άλλης βάρβαρης εθνικότητας, εξοπλισμένες και εκπαιδευμένες για πόλεμο.

Μετά από παραμονή 30 ημερών στη Νησαία και μετά από μία εβδομαδιαία πορεία ο Αλέξανδρος έφτασε στα Εκβάτανα περί τα τέλη Νοεμβρίου του 324. Στην πρωτεύουσα της Μηδίας, τακτοποίησε σημαντικές κρατικές υποθέσεις και διοργάνωσε πάλι συμπόσια για τους εταίρους, μουσικούς και θεατρικούς αγώνες, για τους οποίους είχαν φτάσει 3.000 ηθοποιοί από όλη την Ελλάδα. Στη διάρκεια των αγώνων στα Εκβάτανα αρρώστησε ο Ηφαιστίων, ο οποίος την έβδομη ημέρα της ασθένειάς του φαίνεται ότι αισθάνθηκε καλύτερα και αποφάσισε να διακόψει τη θεραπευτική αγωγή. Κρίνοντας ότι μπορούσε να επιδοθεί ξανά στην κραιπάλη, όπως συνήθιζαν όλο και περισσότεροι αξιωματούχοι, καταβρόχθισε για πρωινό έναν ολόκληρο ψητό κόκορα και ήπιε ένα μεγάλο ψυκτήρα κρασί. Αν και η ποσότητα αυτή δύσκολα γίνεται πιστευτή, φαίνεται ότι το αποτέλεσμα της οινοποσίας ήταν να υποτροπιάσει ο Ηφαιστίων και λίγο αργότερα να πεθάνει. Ο Αλέξανδρος που παρακολουθούσε γυμνικούς αγώνες παίδων, όταν το έμαθε έτρεξε κοντά του, αλλά δεν τον πρόλαβε ζωντανό.

Το πένθος του ήταν βαρύ και κάθε συγγραφέας έδωσε τη δική του εκδοχή των όσων ακολούθησαν. Άλλοι έγραψαν ότι έπεσε πάνω στο σώμα του Ηφαιστίωνα και έμεινε εκεί σχεδόν όλη την ημέρα, άλλοι ότι έμεινε έτσι όλη την ημέρα κι όλη τη νύχτα, ώσπου τον τράβηξαν με τη βία οι εταίροι. Άλλοι έγραψαν ότι σταύρωσε τον Γλαυκία, τον θεράποντα γιατρό του Ηφαιστίωνα, κι άλλοι ότι τον κρέμασε, είτε διότι δήθεν χορήγησε λάθος φάρμακο στον Ηφαιστίωνα είτε διότι τον είδε να πίνει κρασί και δεν τον εμπόδισε, αν και ο Πλούταρχος λέει ότι ο Γλαυκίας παρακολουθούσε αγώνες, όταν ο Ηφαιστίων πήρε το μοιραίο πρόγευμα. Κάποιοι άλλοι έγραψαν ότι κατέσκαψε τον ναό του Ασκληπιού στα Εκβάτανα, επειδή ο θεός δεν έσωσε τον φίλο του. Ειδικά αυτό δεν μπορεί να ευσταθεί, διότι αφενός έδωσε αργότερα σε πρεσβεία των Επιδαυρίων ανάθημα (αφιέρωμα) για τον ναό του Ασκληπιού, λέγοντας με παράπονο «πάρτε το, αν και ο θεός δεν έσωσε τον φίλο, που αγαπούσα περισσότερο από τη ζωή μου» και αφετέρου στα πλαίσια της προπαγάνδας δεν ήταν δυνατόν ως γιος του ανώτατου θεού, να καταστρέψει το ναό ενός άλλου θεού. Τέλος, οι θεότητες τις οποίες τιμούσε ο Αλέξανδρος ήταν ο Δίας, η Αθηνά και όσες άλλες είχαν ειδικότητα στην υποστήριξη του κατακτητικού του έργου. Ο Ασκληπιός δεν περιλαμβανόταν στο ελληνικό δωδεκάθεο, ήταν κατώτερος θεός και οι ναοί του ήταν λίγοι και σε συγκεκριμένες πόλεις της Ελλάδας, ενώ δεν ανήκε ούτε στο μηδικό ούτε στο περσικό πάνθεο.

Πάντως όλοι συμφωνούσαν ότι ο Αλέξανδρος επί τρεις ημέρες μετά το θάνατο του Ηφαιστίωνα, ούτε έφαγε ούτε περιποιήθηκε το σώμα του. Επιπλέον δεν τον αντικατέστησε στη διοίκηση της χιλιαρχίας του εταιρικού ιππικού, διότι ήθελε να διατηρηθεί το όνομα του νεκρού φίλου του και το έμβλημα, που είχε επιλέξει. Ανέθεσε στον Περδίκκα να μεταφέρει το σώμα στη Βαβυλώνα, για να ταφεί με μεγαλοπρέπεια, κήρυξε πένθος σε όλη την επικράτεια. Έστειλε τον εταίρο Φίλιππο στο μαντείο του Άμμωνα με το ερώτημα, αν μπορούσε να τιμήσει τον νεκρό ως θεό, και μέχρι την άφιξη του χρησμού συνεχίστηκαν οι εκδηλώσεις πένθους. Διέταξε να κουρέψουν όλους του ίππους και τους ημίονους, και να σταματήσουν οι μουσικές στο στρατόπεδο. Ο Αλέξανδρος διέταξε τους κατοίκους των πόλεων, απ’ όπου θα περνούσε η νεκρική πομπή, να φροντίσουν για τα αναγκαία και όλους του κατοίκους της Ασίας να σβήσουν επιμελώς μέχρι το τέλος της κηδείας το λεγόμενο από τους Πέρσες ιερό πυρ. Οι Πέρσες έσβηναν το ιερό πυρ μόνο στο θάνατο του βασιλιά τους κι έτσι οι ασιάτες θεώρησαν ότι η διαταγή αυτή ήταν κακός οιωνός, που προμήνυε το θάνατο του ίδιου του Αλεξάνδρου. Ο θάνατος του Αλεξάνδρου βρίσκεται πλέον πολύ κοντά και από αυτό το σημείο, οι οιωνοί και τα θεϊκά σημάδια γίνονται αναπόσπαστα κομμάτια της ίδιας της ιστορίας για όλους τους αρχαίους συγγραφείς.

Όσο ζούσε ο Ηφαιστίων επικροτούσε όλες τις επιλογές του Αλεξάνδρου και έδειχνε μεγάλο ενθουσιασμό στην προώθηση των βαρβαρικών εθίμων, γι’ αυτό ο Αλέξανδρος τον χρησιμοποιούσε στις επαφές του με τους βαρβάρους. Αντίθετα ο Κρατερός ήταν προσκολλημένος στα πατροπαράδοτα έθιμα και ο Αλέξανδρος τον χρησιμοποιούσε στις επαφές του με τους Μακεδόνες και τους άλλους Έλληνες. Λόγω της συμπεριφοράς των δύο εταίρων ο Αλέξανδρος είχε χαρακτηρίσει τον μεν Ηφαιστίωνα φιλαλέξανδρο, δηλαδή προσωπικό του φίλο, τον δε Κρατερό φιλοβασιλέα, δηλαδή πιστό υποστηρικτή του θεσμού και όχι του προσώπου. Όπως ήταν λογικό, ανάμεσα στον Ηφαιστίωνα και τον Κρατερό αναπτύχθηκε μία αντιπαλότητα, η οποία κάποια φορά στην Ινδία τους οδήγησε στο σημείο να βγάλουν τα ξίφη τους από τους κολεούς. Οι άλλοι εταίροι παρενέβησαν και απέτρεψαν τα χειρότερα, ενώ ο Αλέξανδρος τους επέπληξε έντονα και αυστηρά. Ειδικά τον Ηφαιστίωνα τον προσέβαλε βαριά ενώπιον όλων αποκαλώντας τον «βαρεμένο και παράφρονα, επειδή δεν είχε αντιληφθεί ότι χωρίς τον Αλέξανδρο είναι ένα μηδενικό». Ορκίστηκε δε στον Άμμωνα και τους άλλους θεούς ότι τους αγαπούσε και τους δύο περισσότερο από κάθε άλλο άνθρωπο, αλλά αν έρχονταν ξανά σε αντιπαράθεση, θα σκότωνε ή και τους δύο ή όποιον έκανε την αρχή. Μετά τους ανάγκασε να συμφιλιωθούν και από τότε οι δύο εταίροι απέφυγαν ακόμη και τα αστεία μεταξύ τους. Όταν πέθανε ο Ηφαιστίων, ο Κρατερός ήταν καθ’ οδόν προς τη Μακεδονία κι έτσι δεν ανησύχησε καθόλου. Όμως πολλοί άλλοι εταίροι αφιέρωσαν «τα όπλα και το εαυτό τους» στον Ηφαιστίωνα, με πρώτο τον Ευμένη, που λόγω μιάς παλιάς διαμάχης του με το νεκρό, δεν ήθελε να δημιουργήσει λάθος εντυπώσεις. Όλοι δε οι αξιωματούχοι άρχισαν να παραγγέλλουν απεικονίσεις του Ηφαιστίωνα σε χρυσό, ελεφαντόδοντο και άλλα πολύτιμα υλικά, για να ευχαριστήσουν τον Αλέξανδρο.

Ο Αλέξανδρος όλο αυτό το διάστημα συσκεπτόταν για την κατασκευή του ταφικού μνημείου με διάφορους τεχνίτες και κυρίως με τον Στασικράτη, ο οποίος υποσχόταν τολμηρά, καινοτόμα και μεγαλοπρεπή πράγματα. Ο Στασικράτης είχε πει στον Αλέξανδρο σε παλαιότερη συνάντησή τους ότι το όρος Άθως της Θράκης (της σημερινής Χαλκιδικής) προσφέρεται για το καλύτερο και μονιμότερο άγαλμα. Μπορούσε να το διαμορφώσει έτσι, ώστε να απεικονίζει τον Αλέξανδρο να κρατάει μία πόλη 10.000 κατοίκων στο αριστερό χέρι και να κάνει σπονδή με το δεξί, απ’ όπου θα χυνόταν στη θάλασσα το νερό ενός ποταμού.


Κοσσαίοι – Εξερευνήσεις – Είσοδος στη Βαβυλώνα
(Αρριανός Β.4, Ζ.15-17, Διόδωρος ΙΖ.111.4-113.2, Πλούταρχος Αλέξανδρος 72.4-73.1, Ιουστίνος 12.13.1-3, Πολύαινος Δ.3.31)

Επειδή κανένας στρατός δεν μετακινήθηκε ποτέ για αναψυχή και διασκέδαση, πρέπει να αναζητήσουμε τον συγκεκριμένο λόγο, που οδήγησε τον Αλέξανδρο στα Εκβάτανα και κανένας άλλος λόγος δεν προτείνεται από τις αρχαίες πηγές, ούτε προκύπτει από τη λογική εξέταση των γεγονότων, εκτός από την υποταγή των Κοσσαίων. Οι αγώνες και οι θεατρικές παραστάσεις στα Εκβάτανα ασφαλώς καθυστέρησαν τις επιχειρήσεις, αλλά δεν δημιούργησαν κανένα πρόβλημα, διότι δεν υπήρχε κανένα άλλο μέτωπο. Όταν λοιπόν συνήλθε από το πένθος, ο Αλέξανδρος πραγματοποίησε την εκκαθαριστική επιχείρηση, για την οποία είχε βρεθεί εκεί. Οι Κοσσαίοι ήταν ορεσίβιος λαός, όπως και οι Ούξιοι, δεν είχαν υποταχθεί ποτέ στους Πέρσες και ζούσαν από τις ληστείες. Όποτε τους επετίθετο τακτικός στρατός, χωρίζονταν σε μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες και υποχωρούσαν στα πιο απροσπέλαστα σημεία, απ’ όπου έβαλλαν κατά των επιδρομέων. Όταν ο εχθρικός στρατός αναγκαζόταν να αποσυρθεί χωρίς επιτυχία, κατέβαιναν πάλι χαμηλότερα και ξανάρχιζαν τις ληστείες.

Η επιχείρηση, στην οποία πήρε μέρος και ο Πτολεμαίος του Λάγου, ήταν εξαιρετικά δύσκολη και έγινε το μάλλον στις αρχές του 323 π.Χ. Τελικά ο Αλέξανδρος υπέταξε τους Κοσσαίους μετά από επιχειρήσεις 40 ημερών και αστικοποίησε τη χώρα τους, για να την ελέγχει ευκολότερα. Το χειμώνα η οροσειρά του Ζάγκρου καλύπτεται από πυκνά χιόνια, είναι εξαιρετικά δύσβατη και 7 χρόνια νωρίτερα οι αποκλεισμένες διαβάσεις της κράτησαν τον Αλέξανδρο καθηλωμένο επί 4 μήνες μακρυά απ’ τα Εκβάτανα, όπου στάθμευε ο Δαρείος. Τώρα όμως, «ούτε η βαρυχειμωνιά ούτε οι κακοτοπιές της περιοχής τον εμπόδισαν … καμία πολεμική επιχείρηση δεν ήταν πια ανέφικτη για τον Αλέξανδρο» όπως λέει χαρακτηριστικά ο Αρριανός. Ακριβώς λόγω των μεγάλων δυσκολιών αυτής της χειμερινής επιχείρησης και επειδή έγινε λίγο μετά το θάνατο του Ηφαιστίωνα, ο Πλούταρχος θεώρησε αυτήν την επιχείρηση ως ἐναγισμόν δηλαδή προσφορά του βαρυπενθούντος Αλεξάνδρου στη σκιά του νεκρού Ηφαιστίωνα, αντίθετα ο Πολύαινος λέει ότι ο Ηφαιστίων πέθανε, ενώ ο Αλέξανδρος ήδη επιχειρούσε κατά των Κοσσαίων, ενώ οι υπόλοιποι συγγραφείς δεν κάνουν κανένα συσχετισμό. Ο Πλούταρχος λέει ακόμη ότι ο Αλέξανδρος έσφαξε όλους τους Κοσσαίους από την εφηβεία και πάνω.

Όπως θα φανεί καθαρά πιο κάτω, όσο κι αν του στοίχισε ο θάνατος του Ηφαιστίωνα, ο Βασιλιάς της Ασίας απείχε πολύ από τον παραλογισμό και ο πραγματικός λόγος, για τον οποίο είχε προαποφασίσει αυτήν την επιχείρηση, ήταν άλλος. Ο Αλέξανδρος είχε παραχωρήσει αυτονομία σε κάποιους λαούς, που δήλωσαν υποταγή, όπως οι Αριάσπες και οι Νυσαίοι, αλλά δεν ήταν αμείλικτος με όσους αντιστάθηκαν. Συνεπώς η μοίρα των Κοσσαίων δεν μπορούσε να είναι διαφορετική από εκείνη των Ούξιων, των Σογδιανών ή των Ινδών και για έναν ακόμη λόγο. Ο Αλέξανδρος προσέβλεπε πολύ στην ανάπτυξη του εμπορίου, από το οποίο εξαρτιόταν η ευημερία των υπηκόων του και τα κρατικά του έσοδα. Άλλωστε, προκειμένου να εξασφαλίσει εμπορικούς δρόμους, ταλαιπωρήθηκε στη Γεδρωσία και έστειλε τον Νέαρχο και όλους τους άλλους να εξερευνήσουν θάλασσες και ποτάμια. Αφού λοιπόν οι Κοσσαίοι επέμεναν να εμποδίζουν τη διακίνηση προσώπων και αγαθών, έπρεπε να τους υποτάξει. Και αυτό ακριβώς έκανε, τους υπέταξε και τους φέρθηκε, όπως είχε φερθεί τόσες φορές νωρίτερα και όπως προβλεπόταν από τα πολεμικά ήθη της εποχής.

Το βαρύ πένθος του Αλεξάνδρου για το θάνατο του Ηφαιστίωνα και οι προετοιμασίες της κηδείας δεν τον εμπόδισαν καθόλου να ασχοληθεί με τα σημαντικά κρατικά ζητήματα. Αφού εξάλειψε τον κίνδυνο, που αποτελούσαν για τις συγκοινωνίες και το εμπόριο οι Κοσσαίοι, ασχολήθηκε με άλλα σχετικά θέματα. Στη διάρκεια της εκστρατείας είχε διαπιστώσει ότι στην Κασπία Θάλασσα εκβάλλουν πολλοί πλωτοί ποταμοί, όπως ο Όξος κι ο Ιαξάρτης και πίστευε (σωστά αυτή τη φορά) ότι εκεί χυνόταν κι ο Αράξης (εκείνος, που πηγάζει από την Αρμενία, όχι ο άλλος που λέγεται και Κύρος). Συμπέρανε ακόμη ότι και κάποια άλλα ποτάμια, των οποίων οι εκβολές ήταν άγνωστες, εκβάλλουν στην Κασπία, αφού διασχίσουν «τη γη των Νομάδων Σκυθών, για την οποία τίποτα απολύτως δεν ήταν γνωστό». Ανέθεσε λοιπόν στον Ηρακλείδη του Αργαίου αποστολή παραπλήσια με εκείνη, που είχε υλοποιήσει κι ο ίδιος στην Ινδία. Έπρεπε να εξασφαλίσει τις ποτάμιες οδούς και να εξερευνήσει τα άγνωστα εδάφη του βορρά. Ο Αλέξανδρος εξακολουθούσε να πιστεύει ότι η Κασπία Θάλασσα ήταν κόλπος, είτε της άγνωστης Ανατολικής Θάλασσας είτε του Εύξεινου Πόντου, και ο Ηρακλείδης έπρεπε να βρει την άκρη της, να διαπιστώσει με ποιά θάλασσα ενώνεται και να συλλέξει πληροφορίες για τους Νομάδες Σκύθες και τους άλλους λαούς στα βόρειά της. Γι’ αυτό τον έστειλε στην Υρκανία μαζί με ναυπηγούς και διαταγές να υλοτομήσει τα υρκανικά δάση και να ναυπηγήσει πλοία, άλλα με κατάστρωμα, άλλα χωρίς κατάστρωμα, όλα όμως σύμφωνα με την ελληνική τεχνική, που ήταν κατάλληλη για ναυσιπλοΐα σε ανοιχτές θάλασσες και όχι σε λίμνες και ποτάμια.

Προς το τέλος του χειμώνα ή την αρχή της άνοιξης ο Ηρακλείδης κατευθυνόταν προς την Υρκανία και ο Αλέξανδρος είχε περάσει τον Τίγρη κατευθυνόμενος προς τη Βαβυλώνα, όπου ήδη βρισκόταν ο Περδίκκας με τη σορό του Ηφαιστίωνα. «Περνώντας αρκετό χρόνο σε κάθε στρατοπέδευση και ξεκουράζοντας τις δυνάμεις του, προχωρούσε με την ησυχία του» λέει ο Διόδωρος και μας θυμίζει τις περιγραφές του Πλούταρχου και του Κούρτιου ότι έπινε ἄκρατον οἶνον και κοιμόταν μέχρι το επόμενο μεσημέρι, ενώ μερικές φορές (προφανώς μετά από γενναία οινοκατάνυξη) κοιμόταν ολόκληρη την επόμενη μέρα. Αφού λοιπόν μεθοκοπούσε κατά τη διάρκεια των πιο αιματηρών και δύσκολων φάσεων της εκστρατείας, τώρα που δεν είχε πλέον εχθρούς να υποτάξει κι επιπλέον πενθούσε για το θάνατο του καλύτερου φίλου του, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η χαρακτηριστικά αργή πορεία δεν σκόπευε στην ανάπαυση του στρατεύματος, αλλά οφειλόταν στις αλλεπάλληλες ημέρες μέθης του Μεγάλου Βασιλέως. Η ψυχολογική του κατάσταση δεν ήταν καθόλου καλή και επρόκειτο να χειροτερέψει κι άλλο στη συνέχεια.

Καθ’ οδόν προς τη Βαβυλώνα τον συνάντησαν πρέσβεις από τη Λιβύη, τη Βρεττία, τη Λευκανία και την Τυρρηνία, για να τον στεφανώσουν και να τον συγχαρούν, που έγινε Βασιλιάς της Ασίας. Έφτασαν πρέσβεις και από τους Καρχηδόνιους, τους Αιθίοπες, τους Σκύθες της (πραγματικής) Ευρώπης, τους Κέλτες και τους Ίβηρες, που ζητούσαν να γίνουν φίλοι και σύμμαχοί του. Στον παραπάνω κατάλογο του Αρριανού ο Διόδωρος προσθέτει πρέσβεις από λαούς και πόλεις της Ασίας, από την Καρχηδόνα και άλλους Φοίνικες της Λιβύης (Αφρικής) καθώς και από όλα τα παράλια της Μεσογείου ως τις Ηράκλειες στήλες (Γιβραλτάρ). Από την Ευρώπη έστειλαν πρέσβεις τα ελληνικά κράτη, οι Μακεδόνες, οι Ιλλυριοί, οι περισσότεροι λαοί γύρω από την Αδριατική θάλασσα, τα έθνη των Θρακών και των γειτόνων τους Γαλατών, «τους οποίους μόλις τότε γνώρισαν για πρώτη φορά οι Έλληνες». Φυσικά, την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου δεν υπήρχαν Γαλάτες στη Θράκη. Τόσο ο Διόδωρος εδώ όσο και ο Αρριανός νωρίτερα, που τοποθετεί την Άγκυρα στη Γαλατία αντί στη Μεγάλη Φρυγία, συγχέουν τη γεωγραφία των κλασσικών χρόνων με τη μεταγενέστερη των ρωμαϊκών, οπότε οι Γαλάτες πράγματι εγκαταστάθηκαν στα εδάφη εκείνα. Οι Έλληνες λοιπόν των κλασσικών χρόνων δεν γειτόνευαν με τους Γαλάτες. Τέλος, κάποιοι άλλοι συγγραφείς των ρωμαϊκών χρόνων περιέλαβαν στον κατάλογο των πρέσβεων και τους Ρωμαίους, τους οποίους ο Αρριανός τονίζει ότι δεν αναφέρουν ούτε ο Αριστόβουλος ούτε ο Πτολεμαίος .

Οι περισσότεροι από αυτούς τους λαούς ήσαν εντελώς άγνωστοι στους Μακεδόνες και τους άλλους Έλληνες, ενώ γράφτηκε ότι μερικοί του ζήτησαν να διαιτητεύσει στις μεταξύ τους διαφορές. Έτσι ο Αλέξανδρος θα ένοιωσε και ασφαλώς θα φάνηκε στον περίγυρό του ως πλανητάρχης. Για πρώτη φορά θα συνειδητοποίησε ότι η εξουσία του εκτεινόταν πολύ πιο μακρυά από τα σύνορα του κράτους του.

Κατά τον Διόδωρο, όταν βρισκόταν σε απόσταση 300 σταδίων (περί τα 55,5 χμ) από τη Βαβυλώνα, οι Χαλδαίοι του έστειλαν αντιπροσωπεία, για να τον ενημερώσει σχετικά με το χρησμό, που είχαν λάβει από τον Βήλο (Βάαλ), πως αν έμπαινε στην πόλη, θα πάθαινε μεγάλο κακό. Όμως η αντιπροσωπεία δεν τόλμησε να παρουσιαστεί στον Αλέξανδρο και ο Βελεφάντης, ο επί κεφαλής της, προτίμησε να ενημερώσει τον Νέαρχο, που πήγαινε στον Αλέξανδρο, για να του αναφέρει την εκτέλεση της αποστολής του. Ο Νέαρχος ενημέρωσε σχετικά τον Αλέξανδρο, ο οποίος θορυβήθηκε πάρα πολύ, διότι γνώριζε την ικανότητα των Χαλδαίων στην αστρονομία και αστρολογία. Έστειλε λοιπόν τη στρατιά του στη Βαβυλώνα, αλλά ο ίδιος με την ακολουθία του, πήρε άλλο δρόμο και στρατοπέδευσε σε απόσταση 200 σταδίων (περίπου 37 χμ) από τη Βαβυλώνα. Όλοι, και ειδικά οι Έλληνες, απόρησαν που δεν έμπαινε στην πόλη και πήγαν να δουν τι συνέβαινε. Ο γνωστός Ανάξαρχος τον έπεισε να μη δίνει σημασία στις μαντείες και ειδικά σ’ εκείνες των Χαλδαίων κι έτσι ο Αλέξανδρος πείστηκε να μπει στη Βαβυλώνα.

Κατά τον Πλούταρχο οι Χαλδαίοι είχαν ενημερώσει για το χρησμό τον Νέαρχο, ο οποίος με τη σειρά του ενημέρωσε τον Αλέξανδρο, όταν συναντήθηκαν έξω από τη Βαβυλώνα. Ο Αλέξανδρος αγνόησε την προειδοποίηση, συνέχισε την πορεία του και έξω από τα τείχη της Βαβυλώνας είδε με τα μάτια έναν κακό οιωνό: πολλά κοράκια χτυπιόντουσαν μεταξύ τους και κάποια απ’ αυτά έπεσαν πάνω του. Σύμφωνα με τον Ιουστίνο καθ’ οδόν προς τη Βαβυλώνα, ένας από τους Μάγους της ακολουθίας του, προέτρεψε τον Αλέξανδρο να μην μπει στη Βαβυλώνα, διότι η πόλη θα ήταν μοιραία γι’ αυτόν.

Όλοι οι σωζόμενοι ιστορικοί της λαϊκής παράδοσης αποδίδουν τον επικείμενο θάνατο του Αλεξάνδρου σε θέλημα θεού και μερικοί εμφανίζουν τους Χαλδαίους να μην τολμούν να τον ενημερώσουν οι ίδιοι για τη μακάβρια ανακάλυψή τους. Αντίθετα, ο Αρριανός, του οποίου όλο το έργο διαπνέεται από κριτικό πνεύμα προς το θείο, όχι μόνο δεν πιστεύει ότι ο θάνατός του συνδεόταν με την είσοδό του στην Βαβυλώνα, αλλά καταγράφει και τα κάθε άλλο παρά μεταφυσικά κίνητρα των Χαλδαίων να τον κρατήσουν μακριά. Κατά τον Αρριανό λοιπόν οι Χαλδαίοι λόγιοι πλησίασαν τον Αλέξανδρο έξω από τη Βαβυλώνα, τον πήραν παράμερα, μακριά από τους εταίρους και του είπαν εμπιστευτικά για τον χρησμό. Όμως ο Αλέξανδρος δεν είχε κατακτήσει τόσους λαούς πιστεύοντας τον κάθε μάντη και τον κάθε χρησμό. Αντίθετα, ποτέ δεν άφησε τους οιωνούς να αναστείλουν τις πολεμικές επιχειρήσεις και πάνω απ’ όλα, αγωνιζόταν να γίνει αποδεκτός ως θεός, για να τον υπακούουν καλύτερα οι υποτελείς του, όχι για να εμφανίζονται οι υποτελείς του με ένα χρησμό και να του υποδεικνύουν τι να κάνει!

Ειδικά δε σ’ αυτήν την περίπτωση είχε σοβαρότατο λόγο να πιστεύει ότι ο χρησμός ήταν εφεύρημα, διότι γνώριζε ότι οι Χαλδαίοι είχαν ιδιοτελείς λόγους να τον κρατήσουν μακριά από τη Βαβυλώνα. Οι Ασσύριοι βασιλιάδες είχαν αφιερώσει στον ανώτατο θεό του πανθέου τους, τον Βάαλ, τεράστιες εκτάσεις γης και μεγάλα αποθέματα χρυσού, τα οποία παρέμειναν στην ιδιοκτησία του ναού και μετά την υποταγή των Βαβυλωνίων στους Πέρσες. Τα εισοδήματα αυτά χρηματοδοτούσαν όλες τις ανάγκες του ναού, μέχρι την αποτυχία της εκστρατείας του Ξέρξη στην Ελλάδα, οπότε με διαταγή του ισοπεδώθηκαν τα ιερά των Βαβυλωνίων. Έτσι τα εισοδήματα, που είχαν κληροδοτήσει οι παλιοί βασιλιάδες, ελλείψει αντικειμένου χρηματοδότησης τα νεμόταν πλέον το ιερατείο. Είδαμε ότι ο Αλέξανδρος είχε δώσει διαταγές να ανασκάψουν τα θαμμένα ερείπια του γκρεμισμένου ναού και στη θέση του να ανεγείρουν καινούργιο και μεγαλύτερο ναό, αλλά είχαν περάσει ήδη οκτώ χρόνια από τότε και δεν είχαν κάνει απολύτως τίποτα. Επιπλέον η στρατιά του, η οποία όποτε χρειάστηκε μετατράπηκε σε μία αποτελεσματικότατη δύναμη εργατών, απειλούσε να ανοικοδομήσει τον ναό σε ελάχιστο χρόνο, προκαλώντας τεράστια βλάβη στα συμφέροντα του ιερατείου. Απάντησε λοιπόν στους Χαλδαίους με ένα στίχο του Ευριπίδη: «καλός μάντης είναι εκείνος, που μαντεύει τα καλά» και εκείνοι βλέποντας ότι δεν πείθεται, έκαναν μία τελευταία προσπάθεια. Τον προέτρεψαν να εγκαταλείψει την προς δυσμάς πορεία και να κατευθυνθεί προς ανατολάς. Ο Αλέξανδρος τότε, είτε επειδή ο ισχυρισμός του ότι είναι θεός τον υποχρέωνε να σέβεται τους άλλους θεούς και τους λειτουργούς τους, είτε επειδή πράγματι ανησύχησε από τον χρησμό, αποφάσισε να βρει μία συμβιβαστική διέξοδο. Για την ακρίβεια, πιστεύοντας ότι θα αποδεικνυόταν πιο πονηρός από το ιερατείο, απλώς άλλαξε την κατεύθυνση της πορείας, όχι όμως και τον προορισμό της. Σκόπευε να μην μπει στη Βαβυλώνα από την ανατολική της πλευρά, αλλά από τη δυτική, ώστε κατά την είσοδό του να έχει κατεύθυνση από τη δύση προς την ανατολή, όπως τον είχαν προτρέψει οι Χαλδαίοι. Εκείνη την ημέρα στρατοπέδευσε κοντά στον Ευφράτη και την επόμενη κινήθηκε νότια με τον ποταμό στα δεξιά του, αλλά οι βάλτοι, που περιέβαλλαν τη Βαβυλώνα σε όλη την έκταση από τα ανατολικά της, όπου βρισκόταν, ως τα δυτικά της, όπου ήθελε να φτάσει, τον εμπόδισαν να υλοποιήσει το τέχνασμα, που είχε σκεφτεί. Έτσι, ο Αλέξανδρος μπήκε στη Βαβυλώνα από τα ανατολικά, υποχρεωμένος θέλοντας και μη να αγνοήσει τις προειδοποιήσεις των Χαλδαίων.


Η κηδεία του Ηφαιστίωνα
(Αρριανός Ζ.14-15, Διόδωρος ΙΖ.113.3-4, 115, Πλούταρχος Αλέξανδρος 72.3-5, 74.2-κ.ε., Ιουστίνος 12.12.12)

Στη Βαβυλώνα έγινε η κηδεία του Ηφαιστίωνα, τη σορό του οποίου είχε φέρει πιο πριν ο Περδίκκας. Για την κατασκευή της ταφικής πυράς ο Αλέξανδρος γκρέμισε τα τείχη της πόλης σε έκταση 10 σταδίων (περίπου 1,8 χμ), διάλεξε τις ψημένες πλίνθους, εξομάλυνε το έδαφος και έφτιαξε ένα τετράγωνο κρηπίδωμα επιφανείας ενός τετραγωνικού πλέθρου (περίπου 874 τμ). Πάνω του κατασκεύασε 30 θαλάμους και έστρωσε την οροφή τους με κορμούς φοινίκων, ώστε όλη η κατασκευή να είναι τετράγωνη. Η εξωτερική διακόσμηση αποτελούνταν από επτά επάλληλα διαζώματα. Το διάζωμα της βάσης αποτελούσαν 240 χρυσές πλώρες πεντήρων, που στις επωτίδες (τα δύο δοκάρια εκατέρωθεν της πλώρης, απ’ όπου κρεμούσαν τις άγκυρες) είχαν από ένα άγαλμα τοξότη ύψους 4 πήχεων (περίπου 1,80 μ), με το ένα πόδι γονατισμένο (σε θέση βολής), ενώ στο κατάστρωμα υπήρχαν ανδριάντες ενόπλων ύψους 5 πήχεων (περίπου 2,20 μ). Τα διάκενα ανάμεσα στις πλώρες συμπλήρωναν μάλλινες φοινικίδες (κόκκινες σημαίες, που σηματοδοτούσαν την έναρξη ναυμαχίας). Στο δεύτερο επίπεδο είχαν τοποθετηθεί δάδες ύψους 15 πήχεων (περίπου 6,60 μ). Στη λαβή τους είχαν χρυσά στεφάνια, στο σημείο της καύσης είχαν αετούς, που κοιτούσαν προς τα κάτω με ανοιχτά τα φτερά τους, και στις βάσεις τους είχαν δράκοντες, που κοιτούσαν τους αετούς. Στο τρίτο επίπεδο υπήρχαν παραστάσεις κυνηγιού κάθε είδους ζώων, στο τέταρτο επίπεδο υπήρχε χρυσή παράσταση κενταυρομαχίας και το πέμπτο διάζωμα είχε χρυσές παραστάσεις λεόντων και ταύρων εναλλάξ. Το έκτο διάζωμα είχε παραστάσεις μακεδονικών και περσικών όπλων, που συμβόλιζαν τη νίκη των Μακεδόνων επί των βαρβάρων. Στο ανώτατο διάζωμα υπήρχαν κούφια αγάλματα Σειρήνων, απ’ όπου αθέατες μοιρολογήτρες έψελναν τον επικήδειο θρήνο στον νεκρό. Το συνολικό ύψος της νεκρικής πυράς ξεπερνούσε τους 130 πήχεις (περίπου 57,66 μ).

Αξιωματούχοι, στρατιώτες, πρέσβεις και ντόπιοι συναγωνίζονταν σε προσφορές και όλες οι επικήδειες τελετές ήταν μεγαλειώδεις. Λέγεται ότι οι συνολικές (δημόσιες και ιδιωτικές) δαπάνες για την κηδεία του Ηφαιστίωνα ήταν κολοσσιαίες. Κατά τον Αρριανό οι νεκρικές τελετές προς τιμήν του Ηφαιστίωνα είχαν κόστος 10.000 τάλαντα. Κατά τον Πλούταρχο ο Αλέξανδρος δεν είχε σκοπό να ξεπεράσει το ποσό των 10.000 ταλάντων, αλλά ήθελε η κομψότητα και η ομορφιά του μνημείου να το κάνουν να δείχνει ακριβότερο. Κατά τον Ιουστίνο κόστισαν 12.000 τάλαντα, ενώ κατά τον Διόδωρο τα ξεπέρασαν. Οι τελετές έκλεισαν με γυμνικούς και μουσικούς αγώνες, τους λαμπρότερους που είχε διοργανώσει ως τότε ο Αλέξανδρος. Πήραν μέρος 3.000 διαγωνιζόμενοι, «που λίγο αργότερα έμελλε να διαγωνισθούν και στην δική του κηδεία».

Το γενικό πένθος για τον Ηφαιστίωνα συνεχιζόταν, αλλά δεν ανέστειλε ούτε στο ελάχιστο τις δραστηριότητες του Αλεξάνδρου. Κανείς από τους αρχαίους συγγραφείς δεν δίνει αναλυτικά τη σειρά των γεγονότων στη Βαβυλώνα, γι’ αυτό δεν γνωρίζουμε ποιά προηγήθηκαν και ποιά ακολούθησαν την κηδεία του Ηφαιστίωνα. Κρίνουμε όμως ότι ο Αλέξανδρος την προέταξε, όπως είναι ανθρωπίνως αναμενόμενο κι επισημαίνουμε ότι κανένας αρχαίος ιστορικός δεν την συνδέει με τον χρησμό, που είχε ζητηθεί από το μαντείο του Άμμωνα. Μετά λοιπόν την κηδεία συνάντησε πρέσβεις από όλη την Ελλάδα. Λέγεται ότι ο Αλέξανδρος συγκέντρωσε από τα Σούσα, τις Πασαργάδες και όλα τα άλλα μέρη της Ασίας τα λάφυρα, που είχε πάρει ο Ξέρξης από την Ελλάδα, και τα παρέδωσε στους πρέσβεις των αντιστοίχων κρατών. Παλαιότερα είχε παραδώσει σε Αθηναίους πρέσβεις τις προτομές των δύο τυραννοκτόνων, του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα, αυτή τη φορά τους παρέδωσε το άγαλμα της Κελκέας Αρτέμιδος.

Δεν ξέρουμε για ποιόν ακριβώς λόγο πήγε η κάθε πρεσβεία, αλλά λόγω της μαζικής προσέλευσης, τόσο των ελληνικών όσο και των άλλων πρεσβειών, που είχε συναντήσει κατευθυνόμενος από τα Εκβάτανα προς τη Βαβυλώνα, πρέπει να υποθέσουμε ότι πήγαν με αφορμή την εθιμοτυπία. Είχε προηγηθεί η καθυπόταξη της περσικής αυτοκρατορίας, όλης της Ινδίας στα δυτικά κυρίως του Ινδού και η επίσημη διακήρυξη του τερματισμού του πολέμου στην Ώπη. Ένας μεγάλος αριθμός λαών και πλουτοπαραγωγικών πηγών, σε μία εδαφική έκταση πολύ μεγαλύτερη του αχαιμενιδικού κράτους άρχιζε πλέον να οργανώνεται με ενιαίο διοικητικό, φορολογικό, νομισματικό και μετρικό σύστημα. Μια αυτοκρατορία Ασίας, Ινδίας και των γνωστών εδαφών Ευρώπης και Αφρικής, ήταν εν τη γενέσει και όλοι οι γειτονικοί λαοί, σύμμαχοι και μη, έσπευδαν να φιλοφρονήσουν τον κοσμοκράτορα, για να προλάβουν ή να διαλύσουν τυχόν παρεξηγήσεις και να εξασφαλίσουν οφέλη.

Ο Αλέξανδρος δέχθηκε πρώτους όσους είχαν έλθει για θρησκευτικά θέματα, δεύτερους όσους έφερναν δώρα, τρίτους όσους είχαν μεθοριακές διενέξεις και ζητούσαν διαιτησία, τέταρτους όσους είχαν πάει για ιδιωτικά θέματα και πέμπτους όσους διαφωνούσαν με την επάνοδο εξορίστων, την οποία είχε αποφασίσει νωρίτερα. Ιεραρχώντας το κύρος των ιερών τους δέχθηκε πρώτους τους Ηλείους, μετά τους Αμμωνίους, τους Δελφούς, τους Κορινθίους, τους Επιδαυρίους και μετά όλους τους άλλους. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ ο Αλέξανδρος μέχρι και τον Κλείτο είχε σκοτώσει με τα χέρια του, στον αγώνα του να θεωρηθεί γιος του Άμμωνα, κατέταξε το Αμμώνιο δεύτερο σε αξία μετά το ιερό του Διός στην Ολυμπία. Δηλαδή για άλλη μία φορά, και μάλιστα σε μία χρονική περίοδο που είχε εξαλείψει κάθε αντίθετη φωνή, έκανε σαφές ότι ο κόσμος είχε κατακτηθεί από ένα βασιλιά κοσμοπολίτη μεν, ελληνικής καταγωγής και συνείδησης δε. Επιπλέον πολλά είχαν αλλάξει από τότε, που ο Άμμων «υιοθέτησε» τον Αλέξανδρο. Οι νέες καταστάσεις επέβαλλαν να απομακρυνθεί από τον Αιγύπτιο θεό και να εφεύρει ένα νέο παγκόσμιο θεό. Και εγένετο ο Σάραπις.

Την περίοδο εκείνη έφτασε στη Βαβυλώνα ο Κάσσανδρος, ο γιος του Αντίπατρου, του οποίου ο άλλος γιος, ο Ιόλας, υπηρετούσε ήδη στην Αυλή του Αλεξάνδρου ως αρχιοινοχόος. Επιπλέον ο Κάσσανδρος δεν έδειξε καμία ευελιξία και συμπεριφέρθηκε σαν Έλληνας ανάμεσα σε Έλληνες, προκαλώντας το βίαιο ξέσπασμα του Βασιλιά της Ασίας. Αυτή η τραυματική για τον Κάσσανδρο επαφή με τον Αλέξανδρο τον έκανε θανάσιμο εχθρό όλου του Οίκου των Αργεαδών, τον οποίο τελικά κατάφερε να εξαλείψει. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, όταν έφτασε στη Βαβυλώνα, επειδή δεν είχε ξαναδεί το ασιατικό τυπικό της προσκύνησης, η ελληνική ανατροφή του τον έκανε να γελάσει απερίσκεπτα, όπως αποδείχθηκε. Ίσως επειδή η συμπεριφορά του έβλαπτε τον τρόπο διοίκησης, που είχε επιλέξει ο Αλέξανδρος, ίσως επειδή ο Αλέξανδρος ήταν οργισμένος με τον πατέρα του, τον άρπαξε δυνατά από τα μαλλιά με τα δύο του χέρια και του χτύπησε το κεφάλι στον τοίχο. Κάποιαν άλλη φορά, ο Κάσσανδρος προσπάθησε να αντικρούσει αυτούς, που κατηγορούσαν τον πατέρα του, αλλά ο Αλέξανδρος του αντέτεινε το ερώτημα «Έκαναν τόσο δρόμο οι άνθρωποι χωρίς να αδικηθούν και συ λες ότι ήρθαν για να συκοφαντήσουν;». «Αυτό ακριβώς είναι συκοφαντία, ότι απέχουν πολύ από τις αποδείξεις» είπε ο Κάσσανδρος και ο Αλέξανδρος γελώντας δυνατά τον απείλησε «Αυτά είναι σοφίσματα του Αριστοτέλη και θα κλάψετε πολύ, αν φανείτε ότι τους αδικείτε έστω και λίγο». Η συμπεριφορά του Αλεξάνδρου λένε ότι ενστάλαξε στον Κάσσανδρο τέτοιο τρόμο για τον Αλέξανδρο, ώστε πολύ αργότερα, όταν ήταν πια βασιλιάς της Μακεδονίας, σε μία επίσκεψή του στους Δελφούς, βλέποντας μπροστά του έναν ανδριάντα του Αλεξάνδρου «έχασε τα λογικά του, του σηκώθηκαν οι τρίχες, άρχισε να τρέμει και μετά βίας συνήλθε».


Η εκστρατεία κατά των Αράβων
(Αρριανός Ζ.14, 19, 21, 23, Ινδική 43, Πλούταρχος Αλέξανδρος 72.3, Διόδωρος ΙΖ.115.6, Κούρτιος 10.1.19, Ιουστίνος 12.12.12)

Τότε έφτασε κι ο Νέαρχος, αναπλέοντας με το στόλο του τον Ευφράτη, για να αναφέρει στον Αλέξανδρο και τυπικά το πέρας της αποστολής του. Ο Αλέξανδρος εκτός από την εξερεύνηση των εδαφών βορείως της Υρκανίας αποφάσισε και την εξερεύνηση της νότια θάλασσας γύρω από την Αραβία. Για το σκοπό αυτό έστειλε τρεις αποστολές υπό τον Αρχία, τον Ανδροσθένη και τον Ιέρωνα, αντίστοιχα. Ο Αρχίας με μία τριακόντορο διατάχθηκε να ερευνήσει τη δυνατότητα θαλασσινού ταξιδιού προς την Αραβία, αλλά λόγω της αδυναμίας ανεφοδιασμού στα έρημα παράλια της Αραβίας, δεν τόλμησε να προχωρήσει πιο πέρα από ένα νησί μεγάλο, πεδινό, σχετικά εύφορο, που βρισκόταν σε απόσταση ενός εικοσιτετραώρου με ούριο άνεμο, και λεγόταν Τύλος (είναι το σημερινό νησί Μωχαρέα, το μεγαλύτερο του Μπαχρέιν). Ο Ανδροσθένης με άλλη μία τριακόντορο περιέπλευσε την αραβική χερσόνησο ως το ακρωτήριο Μάκετα (στη χερσόνησο Μουσαντάμ του Ομάν). Ο Ιέρων από τους Σόλους με μία τρίτη τριακόντορο πήρε διαταγή να περιπλεύσει τη χερσόνησο και να καταλήξει στην Αίγυπτο, στην αιγυπτιακή πλευρά της Ηρωούπολης (Πιθώμ), αλλά ούτε κι αυτός κατάφερε να φτάσει ως το τέρμα του προορισμού του. Ωστόσο περιέπλευσε το μεγαλύτερο μέρος της αραβικής χερσονήσου, και όταν επέστρεψε, ενημέρωσε τον Αλέξανδρο ότι η Αραβία ήταν μεγάλη, όση περίπου και η Ινδία, ότι η χερσόνησός της προχωρούσε βαθιά μέσα στη θάλασσα, ότι είχε πολλά νησιά και αγκυροβόλια γύρω από τις ακτές της και ότι υπήρχαν κασσία, σμύρνα, λιβανωτός, κιννάμωμον και αυτοφυείς νάρδοι. Φαίνεται όμως ότι ούτε ο Ιέρων βγήκε έξω από τα στενά του Ορμούζ. Οι άνυδρες ακτές της Αραβίας επέτρεπαν τον παράπλου τους μόνο ως εκεί, που έφταναν οι προμήθειες των πλοίων κυρίως σε νερό. Απέναντι από τις εκβολές του Ευφράτη και σε απόσταση 120 σταδίων (περίπου 22 χμ) υπήρχε ένα νησάκι με δάση (το σημερινό νησί Φαϊλάκα του Κουβέιτ), το οποίο ο Αλέξανδρος διέταξε να ονομασθεί Ίκαρος σε αντιστοιχία προς το ομώνυμο νησί του Αιγαίου.

Τις ακτές της Αραβίας είχε δει και ο στόλος του Νέαρχου, μάλιστα όταν παρέπλεαν τις ακτές της Αρμόζειας (στα στενά του Ορμούζ), ήταν τόσο κοντά τους, ώστε αρκετοί κυβερνήτες, μεταξύ των οποίων και ο Ονησίκρητος, πρότειναν να την προσεγγίσουν. Όμως ο Νέαρχος επέμεινε να ολοκληρώσει την αποστολή, που του είχε αναθέσει ο Αλέξανδρος, δηλαδή να εξερευνήσει τα νότια παράλια της Ασίας προς την Αραβική Θάλασσα και τον Περσικό Κόλπο, και να μην αναλάβει με δική του πρωτοβουλία επιπλέον εγχειρήματα εν αγνοία του Αλεξάνδρου. Μετά τις αποστολές των παραπάνω εξερευνητών, αποδείχθηκε ότι ο Νέαρχος είχε πάρει μία πολύ συνετή απόφαση. Αφού ούτε εκείνοι, που είχαν σταλεί επί τούτου δεν μπόρεσαν να ανεφοδιαστούν στα έρημα παράλια της Αραβίας και υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν πριν ολοκληρώσουν τις αποστολές τους, ο Νέαρχος, που ήδη είχε υποστεί σημαντικές ταλαιπωρίες στην κύρια αποστολή του, αν συναινούσε να περιπλεύσει την Αραβία, το λιγότερο που μπορούμε να πούμε, είναι ότι δεν θα βραβευόταν από τον Αλέξανδρο για τις ναυτικές του υπηρεσίες.

Ο Αλέξανδρος σκόπευε να εποικίσει τα νησιά και τα παράλια του Περσικού Κόλπου, διότι πίστευε ότι ευρισκόμενα πάνω στη θαλάσσια εμπορική οδό μεταξύ Ινδίας και Βαβυλώνας, είχαν όλες τις προοπτικές να γίνουν εξίσου πλούσια με τη Φοινίκη. Σύμφωνα με τις πληροφορίες των εξερευνητών, η Αραβία ήταν πολύ πλούσια χώρα, γι’ αυτό ήθελε να την εντάξει στον κόσμο του, είτε το ήθελαν οι Άραβες είτε όχι. Δηλαδή ο Αλέξανδρος ήθελε να κατακτήσει την Αραβία για τους ίδιους λόγους, που τον Μεσαίωνα κατέκτησαν την Ινδία οι Ευρωπαίοι, και για ανάλογους με εκείνους, που σήμερα χειραγωγούν τα αραβικά κράτη οι πετρελαϊκές εταιρίες. Οι Άραβες της δύσης δεν είχαν προβάλει καμία αντίρρηση να γίνουν φόρου υποτελείς του, όταν κατέλαβε την Αίγυπτο. Όμως οι Άραβες των ανατολικών παραλίων είχαν αγνοήσει επιδεικτικά τον Βασιλιά της Ασίας και δεν του είχαν στείλει πρέσβεις, για να ζητήσουν την επιείκειά του ή να τον τιμήσουν για τις επιτυχίες του. Ο Αλέξανδρος δεν χρειαζόταν σημαντικότερη αφορμή για να τους επιτεθεί, και άρχισε την προπαρασκευή για απόβαση στις αραβικές ακτές του Περσικού Κόλπου.

Έξω από τη Βαβυλώνα ο Αλέξανδρος διέταξε να γίνουν οι κατάλληλες χωματουργικές εργασίες για την κατασκευή ναυστάθμου και των αναλόγων νεώσοικων για 1.000 πολεμικά πλοία, ενώ έστειλε τον Μίκκαλο τον Κλαζομένιο στη Φοινίκη και τη Συρία με 500 τάλαντα, για να προσλάβει ελεύθερους πολίτες και να αγοράσει δούλους εκπαιδευμένους στα θαλασσινά επαγγέλματα. Ο Μίκκαλος έκανε καλή δουλειά και, τόσο από τη Φοινίκη όσο και από όλα τα παράλια της Μεσογείου, άρχισαν να συρρέουν ναυτικοί για πληρώματα και βοηθητικές υπηρεσίες, δύτες πορφύρας και άλλοι θαλασσινοί. Πάνω από 45 φοινικικά πλοία (2 πεντήρεις, 3 τετρήρεις, 12 τριήρεις και περί τις 30 τριακόντοροι) ταξίδεψαν αποσυναρμολογημένα από τις ακτές της Μεσογείου, συναρμολογήθηκαν ξανά στη Θάψακο και κατέπλευσαν τον Ευφράτη ως τη Βαβυλώνα. Από τα χρήσιμα στη ναυπηγική δέντρα, μόνο τα κυπαρίσσια αφθονούσαν στην Ασσυρία και θυσιάσθηκαν για την κατασκευή του στόλου. Παράλληλα διατάχθηκε η συγκέντρωση στρατευμάτων από τις πιο ήρεμες σατραπείες.

Στο διάστημα, που κατασκευαζόταν ο ναύσταθμος κι ο στόλος κι ενώ οι εξερευνητές ερευνούσαν τα παράλια της Αραβίας, ο Αλέξανδρος κατέπλευσε τον Ευφράτη κι έκανε αυτοψία στον παραπόταμο Πολλακόπα. Αυτός βρισκόταν περί τα 800 στάδια (148 χμ) νοτίως της Βαβυλώνας και δεν ήταν πραγματικός ποταμός, αλλά αποστραγγιστική διώρυγα. Το έργο αυτό ήταν απαραίτητο, διότι την άνοιξη, που έλιωναν τα χιόνια και ανέβαινε η στάθμη του Ευφράτη, παροχέτευε τα νερά του στις λίμνες και στα έλη κοντά στα παράλια και δεν άφηνε να πλημμυρίσουν οι αγροί και να καταστραφούν οι καλλιέργειες γύρω από την κοίτη του ποταμού. Όμως το φθινόπωρο, που ελλείψει βροχοπτώσεων τα νερά του ποταμού λιγόστευαν, αν συνέχιζαν να παροχετεύονται στον Πολλακόπα, δεν θα απέμεναν αρκετά στον Ευφράτη και θα δημιουργούνταν προβλήματα στην άρδευση. Εκείνη την εποχή του χρόνου ήταν αναγκαίο το φράξιμο του Πολλακόπα και κάποιος σατράπης της Βαβυλωνίας είχε καταφέρει να κατασκευάσει ένα φράγμα. Το έργο ήταν πολύ δύσκολο, επειδή το έδαφος ήταν λασπώδες, δεν συγκρατούσε τα νερά και απασχόλησε 10.000 Ασσυρίους, που κατέβαλαν επίπονες προσπάθειες, για να το ολοκληρώσουν μέσα σε 2 μήνες. Ο Αλέξανδρος ήθελε να κάνει ένα σημαντικό έργο για την Ασσυρία και τη Βαβυλώνα, ίσως επειδή την είχε επιλέξει για πρωτεύουσα του κράτους του. Αποφάσισε λοιπόν να κατασκευάσει νέο και λειτουργικότερο φράγμα στην αποστραγγιστική διώρυγα του Πολλακόπα. Σε απόσταση 30 σταδίων (περίπου 5,5 χμ) από την αρχή της, το έδαφος ήταν στεγνό, σκληρό και προσφερόταν για την κατασκευή αποτελεσματικού φράγματος, καθώς δεν θα επέτρεπε τη διαρροή νερού την εποχή της λειψυδρίας, ενώ την εποχή των άφθονων νερών θα επέτρεπε την εύκολη εκτροπή της πλεονάζουσας ποσότητας. Επίσης στο τέλος του Πολλακόπα, κοντά τις λίμνες και τις ακτές του Περσικού Κόλπου, όπου η περιοχή ήταν κατάλληλη, ίδρυσε μία πόλη στην οποία εγκαταστάθηκαν Έλληνες απόμαχοι μισθοφόροι.

Τότε έφτασαν στη Βαβυλώνα οι διοικητές με τα στρατεύματα, που είχε καλέσει. Ήταν ο Πευκέστας με 20.000 περίπου Πέρσες στρατιώτες και αρκετούς από τους πιο πολεμικούς γείτονές τους, τους Κοσσαίους και τους Τάπουρους. Ο Φιλόξενος ήλθε από την Καρία με σημαντική στρατιά, ο Μένανδρος από τη Λυδία κι αυτός με αρκετό στρατό καθώς και ο Μενίδας με τους ιππείς του από τα Εκβάτανα. Ο Αλέξανδρος επαίνεσε τους Πέρσες για την προθυμία τους να πολεμήσουν υπό τις διαταγές του και για την υπακοή τους στον Πευκέστα, τον οποίο συνεχάρη για την αποτελεσματικότητά του ως σατράπη της Περσίδος. Οι Πέρσες στρατιώτες κατατάχθηκαν στη φάλαγγα, αλλά όχι ως ίσοι όπως οι εξέχοντες ομοεθνείς τους ή οι Επίγονοι, αλλά με τον τρόπο που εφάρμοσαν όλοι οι αποικιακοί στρατοί μέχρι τα αποικιακά στρατεύματα Άγγλων και Γάλλων στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Συγκεκριμένα, το θεμελιώδες τμήμα όλων των ελληνικών στρατών, η δεκάς (αντίστοιχο της σημερινής ομάδας τυφεκιοφόρων), αυξήθηκε σε δεκαεξάδα, επικεφαλής της οποίας ήταν τρεις Μακεδόνες, ο δεκαδάρχης, ο διμοιρίτης και ο δεκαστάτηρος, ακολουθούσαν 12 Πέρσες στρατιώτες και το τμήμα ολοκλήρωνε ένας ακόμη Μακεδόνας δεκαστάτηρος. Οι Μακεδόνες βαθμοφόροι έφεραν τον τυπικό μακεδονικό οπλισμό, αλλά οι Πέρσες στρατιώτες διατήρησαν τα μεσάγκυλά τους, σε αντίθεση προς τους Επιγόνους.

Ήλθαν κι άλλοι πρέσβεις από ελληνικά κράτη και στεφάνωσαν τον Αλέξανδρο με χρυσά στεφάνια, στεφανωμένοι και οι ίδιοι σαν να ήταν θεωροί, που πήγαιναν να τιμήσουν κάποιο θεό. Στο μεταξύ είχε κατασκευαστεί ένα τμήμα του στόλου και εν όψει της εισβολής στην Αραβία ο Αλέξανδρος άρχισε την εκπαίδευση των πληρωμάτων οργανώνοντας πολλούς αγώνες ανάμεσα στις τριήρεις και όσες τετρήρεις υπήρχαν. Οι αγώνες διοργανώθηκαν στον Ευφράτη, αφορούσαν στην ικανότητα των πληρωμάτων, τη δεξιότητα των κυβερνητών και τα έπαθλά τους ήταν στεφάνια, κατά το ελληνικό έθιμο.

Εκείνες τις ημέρες, τον Μάιο του 323 π.Χ, επέστρεψε ο εταίρος Φίλιππος από την Αίγυπτο κομίζοντας το χρησμό του Άμμωνα, ο οποίος φυσικά διαφέρει από ιστορικό σε ιστορικό. Κατά τον Αρριανό και τον Πλούταρχο ο Άμμων απέρριψε το αίτημα του Αλεξάνδρου να θεοποιηθεί ο Ηφαιστίων και επέτρεψε μόνο την ηρωοποίησή του. Κατά τον Διόδωρο ο χρησμός του Άμμωνα επικύρωνε την επιθυμία του Αλεξάνδρου και ανακήρυσσε τον Ηφαιστίωνα σε θεό. Ο Αλέξανδρος ικανοποιήθηκε και διέταξε να προσφερθούν στο νεκρό θυσίες αρμόζουσες σε θεό πάρεδρο (σύνθρονο των 12), στη διάρκεια των οποίων θυσιάστηκαν 10.000 ζώα όλων των ειδών. Και κατά τον Ιουστίνο ο Αλέξανδρος διέταξε να λατρεύεται ο Ηφαιστίων ως θεός, ενώ το συγκεκριμένο σημείο του Κούρτιος δεν σώζεται. Ο Αλέξανδρος χάρηκε πολύ, κήρυξε το τέλος του πένθους και προσέφερε τις προσήκουσες θυσίες.

Έστειλε και μία επιστολή στην Αίγυπτο, στον κυβερνήτη Κλεομένη, τον οποίο βάρυναν πολλές κατηγορίες για σωρεία αδικημάτων. Ο Αλέξανδρος πολλές φορές είχε διαπιστώσει ότι οι διαταγές του εκτελούνταν είτε με πλημμέλεια είτε και καθόλου. Ο Ηφαιστίων πάλι, όπως είδαμε, είχε πολλές αντιπάθειες ανάμεσα στους Μακεδόνες αριστοκράτες. Όσοι απ’ αυτούς είχαν παραμείνει ως αξιωματούχοι στην Αίγυπτο, μακρυά από την ασιατική αντίληψη της νέας Αυλής, ίσως αναζητούσαν τρόπο να τιμωρήσουν τον Ηφαιστίωνα έστω και μετά θάνατον. Για το λόγο αυτό ο Αλέξανδρος ανέθεσε στη σκοτεινή φυσιογνωμία του Κλεομένη την υλοποίηση των σχετικών εντολών, δελεάζοντάς τον με γενική αμνηστία, για όλα όσα είχε διαπράξει και όσα τυχόν θα διέπραττε στο μέλλον. Ο Αρριανός κατέγραψε μόνο την ωφέλεια, που θα είχε αν επετύγχανε, όχι όμως και τις συνέπειες, που θα υφίστατο ο Κλεομένης, αν αποτύγχανε στην αποστολή του. Βέβαια οι συνέπειες ήταν τόσο αναμενόμενες βάσει όσων είχαν προηγηθεί, ώστε είναι πιθανό ο Αλέξανδρος να μην τις ανέφερε καν ως ευκόλως εννοούμενες. Η αλήθεια είναι ότι ο Κλεομένης επιφορτιζόταν με πολύ δύσκολο έργο, προκειμένου να κερδίσει την αμνηστία για τα εγκλήματά του. Έπρεπε να κατασκευάσει στη μνήμη του Ηφαιστίωνα δύο μνημεία απαράμιλλα σε μέγεθος και πολυτέλεια, ένα στην Αλεξάνδρεια κι άλλο ένα στο νησάκι Φάρος, όπου αργότερα επρόκειτο να χτιστεί ένα από τα 7 θαύματα του αρχαίου κόσμου, ο φάρος της Αλεξανδρείας. Μία πολύ σημαντική πληροφορία είναι ότι με την ίδια επιστολή ο Αλέξανδρος διέτασσε να χρησιμοποιείται το όνομα του Ηφαιστίωνα για τη χρονολόγηση. Στην αρχαιότητα χρησιμοποιούσαν κάποια πρόσωπα για τη χρονολόγηση των συνθηκών, των σύμφωνων, αλλά και των συμβολαίων και κάθε άλλης αστικής ή εμπορικής πράξης. Έτσι οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν τους επώνυμους άρχοντες, οι Μακεδόνες τους βασιλιάδες τους και το Αχαιμενιδικό κράτος τους Πέρσες βασιλείς. Ήταν πολύ σημαντική η καταγραφόμενη πρόθεση του Αλεξάνδρου να χρησιμοποιηθεί ως βάση χρονολόγησης το όνομα του Ηφαιστίωνα, διότι τον εξομοίωνε με ανώτατο πολιτειακό άρχοντα εν ζωή.


Ο θάνατος του Αλεξάνδρου
(Αρριανός ΣΤ.11, Ζ.24-28, Πλούταρχος Αλέξανδρος 63.11-12, 73.7-74.1, 75.1-6, 76-77.5, Περί της Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής 345.4, Διόδωρος, ΙΖ.116.2-4, 117.2-5, 118.1-2, Κούρτιος 10.5, 10.10.9-19, Ιουστίνος 12.12.10, 12.13.8-12, 12.14-16.1)

Από τους οιωνούς, που αναφέρουν οι ελληνικές πηγές για τον επερχόμενο θάνατο του Αλεξάνδρου, ο παρακάτω είναι πολύ ενδιαφέρων. Κάποια φορά στη Βαβυλώνα, όταν ο Αλέξανδρος έπαιζε σφαίρα (κάτι σαν τη σημερινή χειρόσφαιρα) με τους παῖδες της βασιλικής ακολουθίας, κάθισε στον θρόνο του κάποιος άγνωστος, που είχε προλάβει μάλιστα να φορέσει το διάδημα και τη βασιλική στολή. Στην αρχή δεν απαντούσε στις ερωτήσεις, αλλά μετά από λίγο συνήλθε και είπε ότι λεγόταν Διονύσιος, ήταν Μεσσήνιος, είχε καταδικαστεί για κάποιο αδίκημα και τον είχαν οδηγήσει σιδηροδέσμιο και δια θαλάσσης ως τα κοντινά παράλια. Εκεί του παρουσιάστηκε ο Σάραπις, του έλυσε τα δεσμά, τον οδήγησε στο σημείο, όπου έπαιζε σφαίρα ο Αλέξανδρος, και τον διέταξε να φορέσει το διάδημα, τη βασιλική στολή και να καθίσει σιωπηλός στο θρόνο. Ο Αλέξανδρος διέταξε να σκοτώσουν τον παράξενο αυτό άνθρωπο, όπως τον συμβούλευσαν οι μάντεις, ώστε τα κακά σημάδια να πέσουν στο κεφάλι του δραπέτη και όχι στο δικό του. Αυτή είναι η εκδοχή του Πλούταρχου, αλλά και του Διόδωρου είναι σχεδόν πανομοιότυπη. Κατ’ αυτήν, ο δραπέτης δεν ήταν Πελοποννήσιος, αλλά ντόπιος, και μετά την εκτέλεσή του ο Αλέξανδρος προσέφερε θυσίες στους αποτρόπαιους θεούς, δηλαδή σ’ εκείνους που σύμφωνα με την αρχαία ελληνική θρησκεία απέτρεπαν και προστάτευαν από το κακό. Ο Αρριανός αναφέρει ότι ο Αλέξανδρος καθόταν με τους εταίρους και μοίραζαν στις τάξεις των Μακεδόνων τις δυνάμεις, που μόλις είχαν φέρει στη Βαβυλώνα ο Πευκέστας, ο Φιλόξενος και ο Μενίδας. Κάποια στιγμή ο Αλέξανδρος και οι εταίροι απομακρύνθηκαν και ένας άγνωστος, καταδικασμένος σε περιορισμό χωρίς δεσμά γλίστρησε ανάμεσα στους ευνούχους και κάθισε στο θρόνο. Όταν τον αντιλήφθηκαν, ο Αλέξανδρος φοβήθηκε συνωμοσία και διέταξε να βασανίσουν τον παράξενο άνθρωπο, μέχρι να ομολογήσει. Εκείνος επέμεινε ότι το έκανε σπρωγμένος από μία παρόρμηση, και οι μάντεις γνωμάτευσαν ότι δεν προμηνυόταν τίποτα καλό. Ο Αρριανός δεν αναφέρει την τύχη του πρωταγωνιστή.

Κοινό γνώρισμα στις παραλλαγές αυτές είναι ότι κάποιος κατάδικος κατόρθωσε να περάσει από τους άντρες της προσωπικής ασφαλείας του Βασιλέως των Βασιλέων με τους αναρίθμητους εχθρούς και να καθίσει ανενόχλητος στο θρόνο. Οι αρχαίοι αναγνώστες δεν έβλεπαν κάποια αντίφαση, ούτε δυσκολεύονταν να το πιστέψουν, διότι ακριβώς αυτό είναι ο οιωνός: ένας κατάδικος κατάφερε να περάσει από τα δρακόντεια μέτρα ασφαλείας και να καθίσει στο θρόνο του κοσμοκράτορα, καθοδηγούμενος από κάποιο θεό, που ήθελε να δώσει ένα μήνυμα.

Υπάρχει όμως το ενδεχόμενο όλες αυτές οι παραλλαγές να αποτελούν διασκευή από τους επικοινωνιολόγους ενός πραγματικού γεγονότος. Σύμφωνα με μία έσχατη μέθοδο των Χαλδαίων, για να αποτρέψουν το κακό που απειλούσε το βασιλιά τους, ο πραγματικός βασιλιάς εγκατέλειπε για λίγο τη βασιλεία και τη θέση του έπαιρνε ένας θανατοποινίτης. Οι ιερείς έντυναν τον κατάδικο με τη βασιλική ενδυμασία, του έδιναν τα βασιλικά σύμβολα, τον τοποθετούσαν στο θρόνο και στη συνέχεια τον σκότωναν. Πίστευαν ότι το θύμα παίρνοντας τη θέση του βασιλιά, έπαιρνε και τη μοίρα του και ότι μετά τη θυσία του το κακό έπαυε να απειλεί τον πραγματικό βασιλιά. Αυτή η τελετουργία παραήταν βάρβαρη για τα ελληνικά δεδομένα και ήταν απολύτως αδύνατο να καταγραφεί με ακρίβεια, και ίσως γι’ αυτό οι παραλλαγές του Πλούταρχου και του Διόδωρου παραλείπουν την πραγματική αιτία της ανθρωποθυσίας. Η εξαγνιστική ανθρωποθυσία (αν όντως περί αυτού πρόκειται) είναι πολύ πιθανό να έγινε είτε κατ΄ εντολή του Αλεξάνδρου για να εξαλείψει ανεπιθύμητες φήμες, είτε κατόπιν εισηγήσεως των Χαλδαίων (των μόνων που έτσι κι αλλιώς γνώριζαν την ύπαρξη της τελετουργίας) για να αποδείξουν την πίστη τους στον Αλέξανδρο και να διασκεδάσουν τυχόν υποψίες ότι ο χρησμός τους ήταν εφεύρημα.

Οι συγγραφείς της λαϊκής παράδοσης θεωρούν ότι «ο Αλέξανδρος θορυβήθηκε πάρα πολύ από το χρησμό των Χαλδαίων, διότι γνώριζε την ικανότητά τους» και ότι «το ανάκτορο ήταν γεμάτο ειδικούς στις θυσίες, στους εξαγνισμούς και στις μαντείες». Η χαλδαϊκή ανθρωποθυσία ταιριάζει μεν με την εικόνα αυτή, αντικρούεται δε από την εικόνα του Αλεξάνδρου που δίνει ο Αρριανός και πάνω απ’ όλα δεν επιβεβαιώνεται από το ημερολόγιο της Αυλής, στο οποίο βασίζονται ο Αρριανός κι ο Πλούταρχος. Στο ημερολόγιο της Αυλής δεν καταγράφεται κανένας θύτης, καθάρτης ή μάντης να δίνει συμβουλές, αντίθετα ο Αλέξανδρος περιγράφεται όπως ακριβώς θα περιμέναμε να περιγράφεται ένας σπουδαίος στρατηγός, που αρρώστησε κατά τη διάρκεια μίας μεγάλης κλίμακας κινητοποίησης με σκοπό την απόβαση και εισβολή. Με βάση τις βασίλειες εφημερίδες βλέπουμε τον Αλέξανδρο να προσφέρει καθημερινά θυσίες «όπως το συνήθιζε» (όχι «όπως του υπέδειξαν οι μάντεις») και να συσκέπτεται διαρκώς με τους ανώτατους αξιωματικούς. Ο Πλούταρχος ακολουθώντας το ημερολόγιο της Αυλής υποχρεώνεται να ακυρώσει τις προηγούμενες περιγραφές του ότι «η δεισιδαιμονία ενστάλαξε στον Αλεξάνδρο ανοησία και φόβο». Ενώ λοιπόν τα περί δεισιδαιμονίας δεν τεκμηριώνονται από τα επίσημα αρχεία, οι διασκεδάσεις και οι οινοποσίες δεν αμφισβητούνται από καμία πηγή. Μετά την αυθάδεια των Μακεδόνων στην Ώπη και το θάνατο του Ηφαιστίωνα ο Αλέξανδρος δεν είχε καμία ψευδαίσθηση για τη θέση του. Δεν του είχε απομείνει κανένας φίλος, διέθετε μόνο συνεργάτες, των οποίων την υπακοή έπρεπε να εξασφαλίζει με απειλές ή ανταλλάγματα, και φαίνεται ότι είχε επιλέξει το οινόπνευμα ως αντίβαρο στη μοναξιά του.

Στο μεταξύ οι προετοιμασίες για την εισβολή στην Αραβία προχωρούσαν με τους γνωστούς ταχείς ρυθμούς και τα πράγματα σε όλη την αυτοκρατορία ήταν υπό έλεγχο. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από την ανακήρυξη του Ηφαιστίωνα σε ήρωα και τη λήξη του πένθους, όταν κατά τον Αρριανό ο Αλέξανδρος θυσίασε στους θεούς εν όψει της νέας εκστρατείας. Μοίρασε τα σφάγια και κρασί στους στρατιώτες του ανά λόχους και εκατοστύες και διασκέδασε πίνοντας με τους φίλους του μέχρι πολύ αργά τη νύχτα. Κατά τον Πλούταρχο, ο Αλέξανδρος παρέθεσε δείπνο προς τιμήν του Νέαρχου. Ανεξάρτητα πάντως από την αφορμή για την αρχική διασκέδαση, όλες οι αρχαίες πηγές συμφωνούν ότι κάποια στιγμή αργότερα θέλησε να πάει για ύπνο, αλλά ο Θεσσαλός Μήδιος, ένας από τους πλησιέστερους σ’ αυτόν εταίρους την εποχή εκείνη, τον παρακάλεσε να διασκεδάσει μαζί τους, διότι θα ακολουθούσε ένας πολύ καλός κῶμος. Αφού λοιπόν γλέντησε με τον Μήδιο και ήπιε μέχρι πολύ αργά τη νύχτα, έφυγε από την οινοποσία, λούστηκε και κοιμήθηκε στο λουτρό, διότι ήδη είχε πυρετό.

Απ’ αυτό το σημείο ο Αρριανός και ο Πλούταρχος βασίστηκαν στις βασίλειες εφημερίδες, γι’ αυτό οι διηγήσεις τους σχεδόν ταυτίζονται. Όμως οι περισσότεροι αρχαίοι συγγραφείς, είτε δεν διάβασαν το ημερολόγιο της Αυλής είτε δεν το βρήκαν της αρεσκείας τους, κι έτσι έγραψαν τις προσωπικές τους εκδοχές. Κάποιοι, απ’ τους οποίους σώζονται (Διόδωρος και Ιουστίνος) έγραψαν ότι στον κῶμο του Μήδιου ο Αλέξανδρος εκτός από τον πολύ άκρατο οίνο ήπιε μονορούφι κι ένα μεγάλο ποτήρι κρασί στη μνήμη του Ηρακλή. Τότε έβγαλε ένα δυνατό αναστεναγμό, σαν να είχε δεχτεί ένα δυνατό πλήγμα στην πλάτη, και αποσύρθηκε, υποβασταζόμενος από τους φίλους του. Ο Πλούταρχος απορρίπτει κατηγορηματικά, τόσο ότι ο Αλέξανδρος ήπιε το ποτήρι για τον Ηρακλή όσο και ότι ένοιωσε έναν ισχυρό πόνο στην πλάτη, σαν να τον τρύπησε λόγχη. Λέει μάλιστα ότι «κάποιοι νόμισαν ότι έπρεπε να τα γράψουν αυτά, για να πλάσουν το τραγικό και περιπαθές τέλος ενός μεγάλου δράματος». Όσο για την θρυλούμενη υπερβολική κατανάλωση κρασιού, την αποδίδει σε διόγκωση μιάς πληροφορίας του Αριστόβουλου, ότι ο Αλέξανδρος για να ανακουφιστεί από τη δίψα, που προκαλούσε ο ψηλός πυρετός, «ήπιε κρασί» και επήλθε το μοιραίο.

Η ευρύτερα διαδεδομένη εκδοχή για το θάνατο του Αλεξάνδρου υπήρξε η δηλητηρίαση και το πιο ολοκληρωμένο σενάριο προκύπτει συνδυαστικά από τις αρχαίες πηγές, είτε το αποδέχονται είτε το απορρίπτουν, ως εξής: Ο Αριστοτέλης καθοδήγησε και προμήθευσε τον Αντίπατρο με το θανατηφόρο δηλητήριο, που ήταν «νερό ψυχρό σαν πάγος και ελαφρύ σαν δροσιά» και ανέβλυζε από κάποιο βράχο στην Νωνάκριδα. Λόγω του ψύχους και της οξύτητάς του τρυπούσε όλα τα σκεύη και μπορούσε να μεταφερθεί μόνο μέσα σε οπλή γαϊδάρου ή μουλαριού. Ο Αντίπατρος έδωσε το δηλητήριο στο γιο του Κάσσανδρο, που το μετέφερε ως τη Βαβυλώνα και το παρέδωσε στον Ιόλλα, αδελφό του και βασιλικό οινοχόο. Μερικοί αναμιγνύουν στη συνωμοσία και τον Μήδιο, που ήταν εραστής του Ιόλλα και είχε προσκαλέσει τον Αλέξανδρο στον κῶμο.

Αν εξετάσουμε έναν προς έναν τους υποτιθέμενους συνωμότες, η όλη θεωρία της δηλητηρίασης μοιάζει με ευφάνταστο σενάριο κινηματογραφικής ταινίας. Ο διάσημος φιλόσοφος Αριστοτέλης, με τον οποίο είχε ψυχρανθεί ο ακόμη πιο διάσημος βασιλιάς και παλιός μαθητής του, υποτίθεται ότι προμήθευσε το δηλητήριο. Θεωρήθηκε αυτονόητο ότι, αφού ο ίδιος δίδασκε τις ακροατικές επιστήμες κι ένας άλλος μαθητής του, ο Θεόφραστος, είχε γνώσεις βοτανολογίας, δεν μπορεί παρά να ήξερε και από δηλητήρια. Ο Αντίπατρος αρχικά ήταν αντιβασιλέας της Μακεδονίας και αναπληρωτής Ηγεμών της Ελλάδος, αλλά εν συνεχεία έχασε την εμπιστοσύνη του κοσμοκράτορα και κλήθηκε στη Βαβυλώνα, όπου ήδη συγκεντρώνονταν κατηγορίες εις βάρος του. Ο Κάσσανδρος και ο Ιόλλας αναμφίβολα θα ακολουθούσαν τη μοίρα του πατέρα τους και ειδικά ο Κάσσανδρος φέρεται να είχε πάρει μία πρόγευση από τις προθέσεις του Αλεξάνδρου. Ο Μήδιος υποτίθεται ότι συνεργάσθηκε πρόθυμα στη συνωμοσία και παρέσυρε τον Αλέξανδρο, του οποίου ήταν έμπιστος, διότι ήταν εραστής του Ιόλλα. Όλοι λοιπόν όσοι φέρονται ως συνωμότες είχαν ισχυρά κίνητρα, για να δολοφονήσουν τον Αλέξανδρο, εκτός από τον Αριστοτέλη, που απλώς δεν ήταν πια συμπαθής στον παλιό μαθητή του. Δηλαδή η θεωρία της δηλητηρίασης φαίνεται να έχει λογική βάση, ωστόσο παρουσιάζει σημαντικά κενά.

Κατά τον Διόδωρο, όταν ο Κάσσανδρος, έγινε βασιλιάς της Μακεδονίας, οι περισσότεροι συγγραφείς δεν τολμούσαν να γράψουν τίποτα σχετικό με τη δηλητηρίαση. Όμως ο Κάσσανδρος μόλις το 305 π.Χ. ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Μακεδονίας από την εκκλησία των Μακεδόνων. Σ’ αυτά τα 18 χρόνια απ’ το θάνατο του Αλεξάνδρου δημιούργησε πολλούς και ισχυρούς εχθρούς, οι οποίοι, προκειμένου να ακυρώσουν τα σχέδιά του, ασφαλώς θα προστάτευαν και θα χρησιμοποιούσαν όσους συγγραφείς πίστευαν και ήθελαν να γράψουν τα περί δηλητηρίασης. Αντίθετα, ο Πλούταρχος απορρίπτει τα περί δηλητηρίασης και λέει ότι οι σχετικές φήμες εμφανίσθηκαν για πρώτη φορά έξι χρόνια μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου και ότι πρώτος τα διηγήθηκε κάποιος Αγνόθεμις, που ισχυριζόταν ότι τα άκουσε από τον Αντίγονο, όταν πια είχε γίνει βασιλιάς. Έξι χρόνια μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, δηλαδή το 317, γνωρίζουμε ότι η παράφορη Ολυμπιάς ξέθαψε τα οστά του Ιόλαου και εκτέλεσε τον Νικάνορα, τον άλλο γιο του Αντιπάτρου, σε εκδίκηση της δήθεν δηλητηρίασης του γιου της. Στην πραγματικότητα, η προπαγάνδα για τη δηλητηρίαση του Αλεξάνδρου μπορεί να άρχισε οποιαδήποτε στιγμή μετά το 319, οπότε ο Κάσσανδρος βρέθηκε σε τροχιά σύγκρουσης με τον Πολυπέρχοντα για τη διαδοχή του Αντιπάτρου, και απλώς μόλις το 317 η Ολυμπιάς να κατάφερε να εκδικηθεί το «δολοφόνο» του γιού της. Προβάλλοντας τη σχετική θεωρία ο Πολυπέρχων μπορούσε να προσβλέπει στη σπίλωση του Κασσάνδρου και στην ακύρωση των φιλοδοξιών του.

Ο Πλούταρχος τονίζει ακόμη ότι οι περισσότεροι αρχαίοι συγγραφείς θεωρούσαν τα περί δηλητηρίασης ως αποκυήματα φαντασίας, διότι το σώμα του Αλεξάνδρου παρέμεινε αβαλσάμωτο σε θερμό κλίμα επί πολλές ημέρες (έξι κατά τον Κούρτιο), μέχρι να καταλήξουν σε κάποια απόφαση οι εταίροι, χωρίς να παρουσιάσει σημάδια ύποπτης αλλοίωσης. Αυτό βέβαια θα μπορούσε να αποδοθεί στην ύπαρξη στο σώμα του Αλεξάνδρου ισχυρών τοξινών, που καθυστέρησαν την έναρξη της αποσύνθεσης. Πάντως ο Πλούταρχος δεν είναι ο μόνος αρχαίος συγγραφέας, που ρητώς απορρίπτει τη θεωρία της δηλητηρίασης. Χαρακτηριστικά την αναφέρουν ο μεν Αρριανός «για να μη φανεί ότι την αγνοεί και όχι διότι τη θεωρεί αξιόπιστη», ο δε Κούρτιος «ανεξάρτητα απ’ το τι πιστεύει ο ίδιος». Εμμέσως φαίνεται ότι την απορρίπτει και ο Διόδωρος, που λέει ότι «επειδή μερικοί συγγραφείς διαφωνούν…κρίνουμε αναγκαίο να μην παραλείψουμε τα λόγια τους». Έτσι, από τους σωζόμενους ιστορικούς μόνο ο Ιουστίνος πιστεύει τη συνωμοσία και τη δηλητηρίαση. Κατ’ αυτόν, ο Αντίπατρος είχε διοργανώσει τη συνομωσία, ο Ιόλλας και ο Φίλιππος (άγνωστος στους άλλους ιστορικούς), που ήταν οινοχόοι του Αλεξάνδρου, του χορήγησαν το δηλητήριο και οι εταίροι αποσιώπησαν το σκάνδαλο της συνομωσίας, αποδίδοντας το θάνατό του στην υπερβολική οινοποσία.

Ακόμη, από το σύνολο των αρχαίων πηγών προκύπτει ότι δεν υπήρξε η ευρεία συνωμοσία, που είναι απαραίτητη για την ομαλή διαδοχή. Αντίθετα, η δηλητηρίαση εμφανίζεται ως πράξη απόγνωσης του Αντίπατρου, για να αποφύγει τις επικρεμάμενες πολύ σοβαρές συνέπειες από τον Αλέξανδρο. Ως μοναδικός συνωμότης, ο Αντίπατρος θα έπρεπε να τιμωρηθεί από τους «πιστούς» εταίρους, τόσο για να εμφανισθούν οι ίδιοι ως υπέρμαχοι της νομιμότητας όσο και για να ελαττωθούν οι διεκδικητές της εξουσίας. Ωστόσο, ο Αντίπατρος ήταν αυτός, που επέφερε ισορροπία μεταξύ των ισχυρών εταίρων και περιόρισε στο ελάχιστο τις συγκρούσεις. Επιπλέον σε μία τόσο σημαντική συνωμοσία, χρειάζεται στενή σχέση μεταξύ ιθύνοντος νου και εκτελεστικών οργάνων, που ούτε κι αυτό συνέβη. Αντίθετα, ο Αντίπατρος, ο υποτιθέμενος ιθύνων νους, προσέβαλε με τον πιο βάναυσο τρόπο τον Κάσσανδρο, τον γιο του και υποτιθέμενο μεταφορέα του δηλητηρίου, παραγκωνίζοντάς τον και ορίζοντας ως διάδοχό του τον Πολυπέρχοντα. Εν ολίγοις η θεωρία της δηλητηρίασης του Αλεξάνδρου είναι μεν λογικοφανής, αλλά δεν επαληθεύεται από τα ιστορικά γεγονότα.

Στους 24 αιώνες, που πέρασαν από τότε, το ερώτημα για το αίτιο θανάτου του Αλεξάνδρου δεν έπαψε να απασχολεί αναγνώστες και συγγραφείς, χωρίς να έχει δοθεί ικανοποιητική απάντηση και μάλλον δεν θα δοθεί ποτέ. Είναι δε πολύ πιθανό ο θάνατος να προκλήθηκε από περισσότερα του ενός αίτια. Στα 12 χρόνια της εκστρατείας ο Αλέξανδρος εκτέθηκε σε όλες ανεξαιρέτως τις αντιξοότητες, που αντιμετώπισε η στρατιά και δεν ήταν ούτε λίγες ούτε αμελητέες. Τα δρομολόγια περνούσαν μέσα από καυτές ερήμους, οροσειρές με μόνιμους παγετώνες και περιοχές με έλη και αποπνικτική υγρασία, καταπονώντας τον οργανισμό κυρίως των Ελλήνων στρατιωτών. Η κακή διατροφή λόγω ελλείψεων στα εφόδια ήταν σχεδόν ο κανόνας και πάντοτε συνδυάζονταν με προέλαση σε δύσβατα εδάφη υπό αντίξοες κλιματολογικές συνθήκες, ενώ σε μία τουλάχιστον περίπτωση έχει καταγραφεί απ’ τις αρχαίες πηγές μεγάλης έκτασης τροφική δηλητηρίαση της στρατιάς. Επειδή τα εφόδια εξευρίσκοντο επιτοπίως, είναι αυτονόητο ότι η διατροφή της στρατιάς προσαρμοζόταν αναγκαστικά στα προϊόντα του κάθε τόπου. Ο Νέαρχος αναφέρει με απογοήτευση ότι δεν βρήκαν ελαιόδεντρα και με ανακούφιση ότι βρήκαν «δέντρα που φυτρώνουν στην ελληνική γη», ωστόσο η αλήθεια είναι ότι οι αλλαγές στη διατροφή επιρρέασαν τον οργανισμό τους λιγότερο απ’ όσο την ψυχολογία τους. Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε και τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, τα οποία γνωρίζουμε ότι υπήρχαν αν και δεν αναφέρονται. Όλοι αυτοί οι παράγοντες αθροιστικά συνέτειναν στην αποδυνάμωση του ανοσοποιητικού συστήματος και πράγματι αναφέρονται πολλές περιπτώσεις επωνύμων, που πέθαναν από ασθένεια, και άλλων ανωνύμων, που ανέρρωναν στα μετώπισθεν επίσης από ασθένεια. Αν προσθέσουμε και την επιβάρυνση του οργανισμού από την υπερβολική κατανάλωση οινοπνεύματος, που οι αρχαίες πηγές είτε την αναφέρουν ρητώς είτε δεν την αντικρούουν καθόλου, φαίνεται πολύ πιθανό το ανοσοποιητικό σύστημα του Αλεξάνδρου να μην λειτουργούσε πια επαρκώς. Αν δεν πέθανε λόγω αλκοολισμού, είναι πιθανό να πέθανε είτε από ελονοσία, την οποία μπορούσε να κολλήσει στα έλη της Βαβυλώνας, είτε από οποιαδήποτε άλλη ασθένεια.

Αν κι ένα μεγάλο μέρος της διήγησης του Κούρτιου έχει χαθεί, από το σωζόμενο κείμενο προκύπτουν χαρακτηριστικές διαφορές στην εικόνα του Αλεξάνδρου μεταξύ των Ρωμαίων αφενός και των Ελλήνων ιστορικών του αφετέρου. Οι Ρωμαίοι περιγράφουν έναν υπερήρωα, που δεν προειδοποιήθηκε από τους θεούς με οιωνούς, ενώ οι Έλληνες έναν άνθρωπο, που αναρριχήθηκε στην ανώτατη βαθμίδα εξουσίας και οι θεοί προμήνυσαν με οιωνούς τον φαινομενικά απροσδόκητο θάνατό του. Σύμφωνα με τους Ρωμαίους ιστορικούς, ο Αλέξανδρος ζήτησε να παρελάσουν από μπροστά του οι στρατιώτες του, για να τον δουν τελευταία φορά. Ειδικά ο Ιουστίνος φαίνεται να περιγράφει πρωταγωνιστή μέτριας (το πολύ) ταινίας δράσης και λέει ότι «ήταν ατρόμητος μπροστά στο θάνατο, όπως και μπροστά στον εχθρό. Μάλιστα παρηγορούσε όσους δεν μπορούσαν να ελέγξουν τη θλίψη τους και σε άλλους έδινε μηνύματα για τους γονείς τους». Και οι δύο Ρωμαίοι λένε ότι ο Αλέξανδρος χαιρέτησε όλους τους στρατιώτες του και μόνο τότε κατέρρευσε. Επίσης θεωρούν δική του επιθυμία να ταφεί στον ναό του Άμμωνα, ενώ κατά τον Κούρτιο ο Περδίκκας ρώτησε αν ήθελε να του αποδίδουν θεϊκές τιμές και ο Αλέξανδρος απάντησε ότι τις ήθελε όταν εκείνοι θα αισθάνονταν ευτυχισμένοι.

Όταν φάνηκε πια ότι η κατάσταση της υγείας του δεν ήταν αναστρέψιμη, λέγεται ότι οι εταίροι ρώτησαν τον Αλέξανδρο σε ποιόν άφηνε το θρόνο κι ότι εκείνος απάντησε «τῷ κρατίστῳ», που ερμηνεύεται διφορούμενα ως «στον καλύτερο» ή «στον ισχυρότερο». Είναι τέτοια η ομοιότητα αυτής της δήλωσης με την επιγραφή «τῇ καλλίστῃ» στο μήλο, που μυθολογείται ότι έρριξε η Έρις ανάμεσα στις τρεις θεές και πυροδότησε τον Τρωικό πόλεμο, ώστε δεν μπορούμε παρά να θεωρήσουμε τη δήλωση αυτή ως εφεύρημα των συγγραφέων. Η πεποίθηση αυτή ενισχύεται περισσότερο από τη συμπληρωματική δήλωση, που απέδωσαν στον Αλέξανδρο διάφοροι συγγραφείς και ανάμεσά τους ο Διόδωρος, ο Κούρτιος κι ο Ιουστίνος. Έγραψαν λοιπόν ότι ο Αλέξανδρος λίγο πριν ξεψυχήσει, προέβλεψε ή ζήτησε να γίνει μεγάλος επιτάφιος αγώνας μεταξύ των φίλων του. Πράγματι χωρίς νόμιμο ή κοινής αποδοχής διάδοχο ήταν απόλυτα αναμενόμενη η σύγκρουση μεταξύ των ισχυροτέρων εταίρων και φυσικά στο θρόνο θα ανέβαινε, όποιος υπερίσχυε των άλλων. Πράγματι η εξουσία, που έχανε μαζί με τη ζωή του ο Αλέξανδρος, έμοιαζε ανάμεσα στους εταίρους με το μήλο της Έριδος. Πράγματι οι συγκρούσεις των Διαδόχων θα μπορούσαν να παρομοιαστούν με τον Τρωικό πόλεμο, η εξιστόρηση του οποίου (η Ιλιάδα) υποτίθεται ότι ήταν το αγαπημένο βιβλίο του Αλεξάνδρου. Είναι όμως άδικο για τον Αλέξανδρο και κάθε νέο και ισχυρό βασιλιά, πριν ακόμη ολοκληρώσει το έργο του, ούτε λίγο ούτε πολύ να του αποδίδουμε τη νοοτροπία «γαία πυρί μιχθήτω μετά το θάνατό μου».

Η αυθεντικότητα της δήλωσης περί κρατίστου αποδυναμώνεται από τον ισχυρισμό των ιδίων ιστορικών ότι ταυτοχρόνως ο Αλέξανδρος παρέδωσε το βασιλικό δαχτυλίδι του στον Περδίκκα, υποδηλώνοντας σαφώς ότι τον προτιμούσε ως διάδοχο. Εάν πράγματι προτιμούσε τον Περδίκκα, έπρεπε να το πει ξεκάθαρα και λόγω της αυστηρότητας του χαρακτήρα του, ασφαλώς θα ισχυροποιούσε τη θέση του εκλεκτού του. Αν πίστευε ότι ο Περδίκκας δεν θα γινόταν αποδεκτός από τους υπόλοιπους και γι’ αυτό θα ακολουθούσε ο «επιτάφιος αγών», δεν υπήρχε κανένας λόγος να επιδείξει μία προτίμηση, που δεν μπορούσε να επιβάλει. Οι δύο αυτές πληροφορίες παραδιδόμενες από τους ίδιους ιστορικούς δίνουν μία πρωτόγνωρη εικόνα του Αλεξάνδρου, μη δυνάμενη να δικαιολογηθεί ούτε από τον υψηλό πυρετό. Το γεγονός είναι ότι ο θάνατος βρήκε τον Αλέξανδρο αιφνιδιαστικά και φυσικά χωρίς διάδοχο ή αντικαταστάτη. Όταν θα αντελήφθη πόσο κοντά βρισκόταν το τέλος, ήταν ήδη πολύ αργά για να ορίσει διάδοχο κοινής αποδοχής, και όλα όσα ακολούθησαν ήταν απλώς φυσική εξέλιξη. Οι συνεργασίες και οι έχθρες, που (όσες δεν προϋπήρχαν) δημιουργήθηκαν μεταξύ των εταίρων μόλις έγινε αντιληπτή η πορεία της υγείας του Αλεξάνδρου, θα μπορούσαν εύκολα να φέρουν το βασιλικό δαχτυλίδι στα χέρια του Περδίκκα ανεξάρτητα από τη θέληση του Αλεξάνδρου. Άλλωστε ο ετοιμοθάνατος βασιλιάς βρισκόταν σε περιβάλλον απόλυτα ελεγχόμενο από τους κορυφαίους εταίρους, ένας απ’ τους οποίους ήταν κι ο Περδίκκας.

Μία άλλη, απλοϊκότερη εκδοχή των τελευταίων του στιγμών είναι ότι μόλις ο Αλέξανδρος κατάλαβε ότι θα πέθαινε, θέλησε να πέσει στον Ευφράτη, για να εξαφανιστεί το σώμα του και να πιστέψουν όλοι ότι πράγματι ήταν θεός και ότι πήγε να συναντήσει τους άλλους θεούς. Τότε η Ρωξάνη προσπάθησε να τον εμποδίσει κι εκείνος την επιτίμησε ότι φθονούσε τη δόξα κάποιου, που είχε γεννηθεί θεός. Τέλος, γράφτηκε ότι μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, η Σισύγγαμβρις, η οποία είχε συλληφθεί στη μάχη της Ισσού και είχε αρνηθεί να δραπετεύσει στη μάχη των Γαυγαμήλων, αρνήθηκε να δεχθεί τροφή και πέθανε από ασιτία πέντε μέρες αργότερα. Εδώ φαίνεται πως ο Διόδωρος κι ο Κούρτιος θέλουν να πιστέψουμε ότι η σχέση της μητέρας του Δαρείου ήταν πιο στενή με τον Αλέξανδρο, παρά με τον άλλο γιο της, τον Οξάρθη, που υπηρετούσε σε περίοπτη θέση.

Επειδή ο Πλούταρχος ενδιαφερόταν για τη βιογραφία των χαρακτήρων του, στις τελευταίες ημέρες του Αλεξάνδρου, που αποτελούν κορυφαίο βιογραφικό στοιχείο, δεν ακολουθεί τους υπόλοιπους ιστορικούς της λαϊκής παράδοσης, όπου γενικά ανήκει, αλλά τεκμηριώνει τα πράγματα όπως κι ο Αρριανός. Αἱ βασίλειοι ἐφημερίδες αποτελούν την πιο αξιόπιστη πηγή πληροφόρησης και απ’ αυτήν αντλούν τις πληροφορίες τους οι δύο Έλληνες ιστορικοί. Εντούτοις δεν καταφέρνουν να συμφωνήσουν μεταξύ τους, ενώ ο Πλούταρχος δεν συμφωνεί ούτε με τον εαυτό του. Παρά ταύτα οι διαφορές είναι άνευ ουσιώδους σημασίας και η συμφωνία των δύο ιστορικών στα σημαντικά σημεία είναι σχεδόν απόλυτη.

Κατά τον Αρριανό, από τον καθοριστικό κώμο με τον Μήδιο, οπότε ο Αλέξανδρος παρουσίασε για πρώτη φορά πυρετό, μέχρι το θάνατό του μεσολάβησαν 10 ημέρες, ενώ κατά τον Πλούταρχο μεσολάβησαν 12. Η διαφορά στις δύο διηγήσεις είναι ότι τα γεγονότα, που ο Πλούταρχος τοποθετεί στην όγδοη, ένατη και δέκατη μέρα, ο Αρριανός τα τοποθετεί στην όγδοη. Ένα ακόμη παράδοξο είναι ότι ο Πλούταρχος λέει σε ένα σημείο ότι ο Αλέξανδρος πέθανε την 30η Δαισίου (15η Ιουνίου) και αμέσως πιο κάτω, όπου παραθέτει τα γεγονότα αναλυτικά, προσδιορίζει το θάνατό του την 28η Δαισίου (13η Ιουνίου). Επίσης ο Πλούταρχος τοποθετεί την ώρα του θανάτου κατά το σούρουπο, ενώ ο Αρριανός φαίνεται να την τοποθετεί το πρωί. Μία άλλη δευτερεύουσας σημασίας διαφορά είναι ότι τις τελευταίες ημέρες του ο Αλέξανδρος παρέμενε κατά τον Πλούταρχο μέσα στο λουτρό ακόμη και κατά τις συνομιλίες, μάλλον για να πέσει ο ψηλός πυρετός του, ενώ κατά τον Αρριανό απλώς λουζόταν.

Τη δεύτερη μέρα (την επομένη του κώμου, δηλαδή την 18η Δαισίου ή 3η Ιουνίου) μεταφέρθηκε κατάκοιτος πάνω σε κλίνη, για να θυσιάσει κατά την καθημερινή του συνήθεια. «Τοποθέτησε τις προσφορές στον βωμό», διατύπωση που ίσως δείχνει ότι δεν μπορούσε να ολοκληρώσει μόνος του τη θυσία, και στη συνέχεια κοιμήθηκε στον ανδρώνα (τα διαμερίσματα των ανδρών) ως το σούρουπο. Μετά κάλεσε τους διοικητές των μονάδων, που θα συμμετείχαν στην απόβαση στην Αραβία, για να τους δώσει διαταγές. Προφανώς θεωρούσε ότι είχε μία περαστική αδιαθεσία ή ότι απλώς είχε κάνει άσχημο μεθύσι, τα οποία δεν θα άφηνε να επιρρεάσουν το πρόγραμμά του. Διέταξε λοιπόν τους διοικητές να ξεκινήσουν τα μεν χερσαία τμήματα μετά τέσσερις ημέρες οι δε ναυτικές δυνάμεις μετά πέντε ημέρες. Μετά τη σύσκεψη τον μετέφεραν πάνω στο κρεβάτι του με πλοίο στον παράδεισο, στην άλλη όχθη του Ευφράτη, όπου λούστηκε και ξεκουράστηκε.

Την τρίτη μέρα (19η Δαισίου ή 4η Ιουνίου) ξαναλούστηκε, θυσίασε, όπως κάθε άλλη μέρα, και κατάκοιτος σε κλίνη με ουρανό πέρασε τη μέρα κουβεντιάζοντας με τον Μήδιο. Ειδοποίησε τους διοικητές ότι θα τους συναντούσε το επόμενο πρωί και δείπνησε λίγο. Από τη στιγμή, που τον μετέφεραν στη σκεπαστή κλίνη, ο πυρετός δεν υποχώρησε καθόλου.

Την τέταρτη μέρα (20η Δαισίου ή 5η Ιουνίου), αψηφώντας τον πυρετό συνέχισε το καθημερινό του πρόγραμμα, λούστηκε, θυσίασε και στην προγραμματισμένη συνάντηση με τους στρατιωτικούς διοικητές, τους διέταξε να είναι έτοιμοι για απόπλου μετά τρεις ημέρες, σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό.

Την πέμπτη μέρα (21η Δαισίου ή 6η Ιουνίου) ο πυρετός εξακολουθούσε, αλλά ο Αλέξανδρος τήρησε απαρέγκλιτα το καθημερινό πρόγραμμα, λούστηκε, θυσίασε και συσκέφθηκε ξανά με τους διοικητές για τις τελευταίες λεπτομέρειες πριν τον απόπλου του στόλου. Το βράδυ ξαναλούστηκε και η κατάστασή του χειροτέρεψε.

Την έκτη μέρα (22η Δαισίου ή 7η Ιουνίου) τον πήγαν στο σπίτι κοντά στην κολυμβητική δεξαμενή, όπου θυσίασε κατά τη συνήθειά του. Παρά την κακή κατάσταση της υγείας του, κάλεσε και πάλι τους σημαντικότερους διοικητές σε σύσκεψη. Η προγραμματισμένη για εκείνη την ημέρα αναχώρηση των χερσαίων δυνάμεων αναβλήθηκε, αλλά συζητήθηκε ο απόπλους του στόλου.

Την έβδομη μέρα (23η Δαισίου ή 8η Ιουνίου) ακολούθησε το ίδιο πρόγραμμα και στη σύσκεψη των διοικητών αναβλήθηκε κι ο απόπλους του στόλου, που ήταν προγραμματισμένος για εκείνη την ημέρα.

Η όγδοη μέρα (24η Δαισίου ή 9η Ιουνίου) τον βρήκε σε άθλια κατάσταση, εντούτοις θυσίασε ξανά και διέταξε τους μεν στρατηγούς να παραμείνουν στην αυλή, τους δε χιλιάρχες και πεντακοσιάρχες μπροστά στις πύλες.

Την ένατη ημέρα (25η Δαισίου ή 10η Ιουνίου), όταν τον έφεραν από τον παράδεισο πίσω στα ανάκτορα, ήταν πια ένα βήμα από το τέλος.

Τη δέκατη μέρα (26η Δαισίου ή 11η Ιουνίου) οι διοικητές μπήκαν να τον δουν, εκείνος τους αναγνώρισε, αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει. Ο δυνατός πυρετός τον κατέτρωγε όλη την ημέρα.

Την ενδέκατη μέρα (27η Δαισίου ή 12η Ιουνίου) ο ψηλός πυρετός επέμενε. Οι Μακεδόνες στρατιώτες, επειδή πίστευαν ότι ήταν ήδη νεκρός και ότι οι εταίροι τους το απέκρυβαν, συγκεντρώθηκαν έξω από τις πύλες του ανακτόρου, τις χτυπούσαν και απειλούσαν τους εταίρους. Ο Αλέξανδρος κλινήρης και εντελώς αδύναμος ίσως αντιλαμβανόταν την κρισιμότητα της κατάστασής του και τη φυσιολογική ανησυχία των στρατιωτών του, αλλά μόνο οι εταίροι μπορούσαν να δώσουν τη διαταγή να ανοίξουν οι πύλες των ανακτόρων. Τότε οι στρατιώτες πέρασαν για τελευταία φορά μπροστά από τον Αλέξανδρο, που μπορούσε μόνο να κινεί ελαφρά το κεφάλι και να ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα σε χαιρετισμό των ανδρών του. Οι Πείθων, Σέλευκος, Άτταλος, Δημοφών, Πευκέστας, Κλεομένης και Μενίδας (ο Πλούταρχος αναφέρει μόνο τους δύο πρώτους) κοιμήθηκαν στο Σεραπείο για να συμβουλευθούν τον θεό, αν θα ήταν «καλύτερο κι επωφελέστερο» να μεταφέρουν τον Αλέξανδρο στο ιερό, για να τον θεραπεύσει ο θεός. Ο Σάραπις απάντησε ότι το καλύτερο ήταν να τον αφήσουν εκεί, που βρισκόταν.

Τη δωδέκατη μέρα (28η Δαισίου ή 13η Ιουνίου) της ασθένειάς του, οι απεσταλμένοι εταίροι επέστρεψαν από το Σεραπείο στα ανάκτορα και ανακοίνωσαν το χρησμό στους υπόλοιπους. Λίγο αργότερα ή κατά το σούρουπο ο Αλέξανδρος κατέληξε. Αυτό θεώρησε ως «καλύτερο κι επωφελέστερο» ο Σάραπις.

Το μόνο χρονολογικό στοιχείο, που δίνει ο Αρριανός είναι ότι ο Αλέξανδρος πέθανε τη χρονιά της 114ης Ολυμπιάδας, επί επωνύμου άρχοντος στην Αθήνα του Ηγησία, αντίθετα ο Πλούταρχος προσδιορίζει δύο ημερομηνίες, τη 15η και τη 13η Ιουνίου. Ωστόσο, ακόμη κι αν ήταν απόλυτα σαφής η ημερομηνία θανάτου του Αλεξάνδρου, αλλά και κάθε άλλη ημερομηνία, η αντιστοίχισή της με το δικό μας ημερολόγιο δεν θα ήταν καθόλου εύκολη. Η πρώτη και οφθαλμοφανέστερη δυσκολία είναι ότι ο Δαίσιος είχε 30 ημέρες, αλλά τον αντιστοιχίζουμε στο διάστημα 16 Μαΐου έως 15 Ιουνίου, που περιλαμβάνει 31 ημέρες. Επιπλέον εμείς διορθώνουμε το ηλιακό μας ημερολόγιο των 365 ημερών προσθέτοντας μία περίπου ημέρα κάθε τέταρτο (δίσεκτο) έτος. Τα αρχαία ελληνικά ημερολόγια ήταν σεληνιακά, 354 ημερών και για να διορθωθεί το σφάλμα τους, κάθε τρία έτη προσέθεταν έναν εμβόλιμο μήνα, με τον οποίο το διορθωμένο έτος είχε πλέον 364 ημέρες, έναντι 365,25 ημερών του σημερινού διορθωμένου έτους. Επειδή τελικά η ακριβής ημερομηνία δεν έχει σημασία, αποδεχόμαστε ως συμβατική ημερομηνία θανάτου του Αλεξάνδρου την 13η Ιουνίου 323 π.Χ. Ήταν 32 ετών και 8 μηνών και είχε βασιλέψει κατά τον μεν Αριστόβουλο 12 χρόνια και 8 μήνες κατά τον δε Διόδωρο 12 χρόνια και 7 μήνες. Αυτές είναι οι αναλυτικότερες χρονολογικές πληροφορίες για τη ζωή του Αλεξάνδρου και με βάση αυτές μπορούμε να προσδιορίσουμε ως ημερομηνία γέννησης και ανόδου του στο θρόνο (άρα και δολοφονίας του Φιλίππου) τον Οκτώβριο του 356 και τον Οκτώβριο ή Νοέμβριο του 336 αντίστοιχα.


από τον ιστότοπο:
http://www.alexanderofmacedon.info/greek/A1gr.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου