Αναγνώστες

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010

ΤΟ ΚΑΤ’ ΗΠΕΙΡΟΝ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑ

ΟΙ ΕΝΟΠΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ

ΤΟ ΚΑΤ’ ΗΠΕΙΡΟΝ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑ
(Ξενοφών Κύρου Ανάβασις Α.ΙΙ.5-7,10-11, 13, 14, 19, 20, 23, Α.VΙΙ.20, Α.Χ.12, Β.ΙΙ.4, Αρριανός Γ.9, Ε.13, 24, Ζ.14)


Το κατ’ ἤπειρον στράτευμα αποτελούνταν από το πεζικό, το ιππικό και τα τμήματα υποστήριξης. Οι πολεμιστές και ειδικά οι μισθοφόροι (ιππείς και πεζοί) είχαν τους βοηθητικούς τους (τον ιπποκόμο και τον υπασπιστή αντίστοιχα) για τη φροντίδα του οπλισμού και των αποσκευών τους, οι οποίες περιελάμβαναν προσωπικά είδη και λάφυρα. Τα τμήματα υποστήριξης χειρίζονταν τις πολεμικές μηχανές, συντηρούσαν και επισκεύαζαν το πολεμικό υλικό (όπλα, εξάρτηση, μηχανές, σκευοφόρα), φρόντιζαν ίππους και υποζύγια, οδηγούσαν τα υποζύγια και τα σκευοφόρα, συγκέντρωναν και διαχειρίζονταν τα εφόδια για όλο το στράτευμα, εξουδετέρωναν τα φυσικά κωλύματα (χαντάκια, ποτάμια, διώρυγες), εξομάλυναν τα δύσβατα δρομολόγια και διακινούσαν την αλληλογραφία. Το βασικό αυτό σύνολο ακολουθούσαν και συμπλήρωναν οι συνακολουθούντες, δηλαδή γυναικόπαιδα, μάντεις, μάγειροι, δούλοι, μουσικοί, αυλητρίδες, ορχηστρίδες, ηθοποιοί, έμποροι, τραπεζίτες καθώς και όλοι εκείνοι οι καιροσκόποι, που ακολουθούν όλες τις εκστρατείες, αρχαίες και σύγχρονες: δηλαδή εταίρες, πόρνες, πορνοβοσκοί, τοκογλύφοι και κάθε άλλου είδους τυχοδιώκτες.

Ο σημαντικότερος περιορισμός στην κίνηση ενός στρατού ήταν ανέκαθεν το ίδιο του το μέγεθος. Στους αρχαίους στρατούς ο αριθμός των βοηθητικών έφτανε τον αριθμό των μαχίμων. Σ’ αυτόν πρέπει να προσθέσουμε τον αριθμό των συνακολουθούντων και τα σκευοφόρα για τις ανάγκες τόσο του στρατού όσο και των συνακολουθούντων, ενώ ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα ήταν οι αιχμάλωτοι, που επιπροσθέτως απαιτούσαν φρούρηση. Η κανονική ταχύτητα κίνησης μίας τέτοιας στρατιάς ήταν περίπου 35 χμ ημερησίως, όπως προκύπτει από τη στρατιά του Κύρου του Νεότερου με τους Μυρίους, που είχε την ίδια περίπου δύναμη και ως ένα σημείο ακολούθησε το ίδιο περίπου δρομολόγιο, με την αρχική στρατιά του Αλεξάνδρου. Με βάση τα αναλυτικά στοιχεία του Ξενοφώντα διήνυσε 222 παρασάγγες σε 34 σταθμούς, δηλαδή κατά μέσον όρο 6,5 παρασάγγες ή 196 στάδια ή 36,2 χμ ανά σταθμό.

Τα βασικά παραγγέλματα δίνονταν με τη σάλπιγγα και μετά το πρόγευμα, η στρατιά ξεκινούσε την πορεία της. Ανάλογα με τα εδάφη, που θα διέσχιζε και το αν επέκειτο ή επιθανολογείτο μάχη, έμπαιναν στην κατάλληλη σειρά τα μάχιμα τμήματα (ιππικό ή πεζικό, φάλαγγες ή ψιλοί), με τελευταία τα σκευοφόρα και τους συνακολουθούντες. Αν γινόταν πορεία, χωρίς να προβλέπεται μάχη, εκτός από την αυτονόητη φρουρά και τα τμήματα προκαλύψεως, οι υπόλοιποι στρατιώτες είχαν τον οπλισμό τους στα σκευοφόρα, για να μην κουράζονται άσκοπα. Κάθε μέρα στη θέση του προπομπού και των μονάδων κατά σειρά πίσω του εναλλάσσονταν οι διάφορες τάξεις πεζών ή ιππαρχίες. Κάθε ιππαρχία και τάξις πεζών είχε τη σημαία και το έμβλημά της, ενώ μπροστά από τον Αλέξανδρο μεταφέρονταν τα ιερά όπλα, που πήρε από τον ναό της Αθηνάς στην Τροία.

Μετά από ένα σταθμό (δηλαδή πορεία μιάς ημέρας) και μόλις έφταναν στο σημείο που είχε επιλεγεί με τη βοήθεια των οδηγών, οριοθετούσαν το στρατόπεδο. Αν επρόκειτο να μείνουν σ’ εκείνο το σημείο για κάποιο διάστημα ή αν η περιοχή ήταν εχθρική, περιέβαλλαν το στρατόπεδο με τάφρο και χάρακα (ξύλινο τείχος). Στη συνέχεια έστηναν τις σκηνές, ετοίμαζαν το δείπνο, έκαναν τις καθημερινές ατομικές εργασίες (συντήρηση οπλισμού, φροντίδα ίππων και υποζυγίων) και τέλος το κέρας σήμαινε τρεις φορές για το σιωπητήριο. Οι νυχτερινές φυλακές (βάρδιες ή νούμερα, στην φανταρική γλώσσα) ήταν τέσσερις.

Το βασικό στοιχείο του κατ’ ἤπειρον στρατεύματος των αρχαίων ελληνικών κρατών επί σειρά αιώνων ήταν η φάλαγγα των οπλιτών. Για λόγους, που θα αναφέρουμε παρακάτω, οι δημοκρατίες του Νότου περιόριζαν το ιππικό σε δευτερεύοντα ρόλο, αντίθετα προς τα ολιγαρχικά, τυραννικά και βασιλικά πολιτεύματα του ελληνικού Βορρά, που ανέκαθεν χρησιμοποιούσαν το ιππικό ως όπλο κρούσεως. Οι Πέρσες, όπως όλοι οι ανατολικοί λαοί, χρησιμοποιούσαν το ιππικό επίσης ως όπλο κρούσεως. Επίσης χρησιμοποιούσαν πολύ τους τοξότες, ώστε να προξενούν στον εχθρό τις μεγαλύτερες δυνατές απώλειες και σύγχυση πριν την εμπλοκή των πεζών.

Τέλος είναι πολύ σημαντικό να κάνουμε απόλυτα σαφές ότι στην αρχαία Ελλάδα ο κάθε πολίτης ήταν υποχρεωμένος να προμηθεύεται ο ίδιος τον οπλισμό του (εκτός από την ασπίδα, την οποία χορηγούσε το κράτος). Έτσι αυτό, που σήμερα στο στρατό ονομάζεται «ειδικότητα», στην αρχαιότητα προσδιοριζόταν κατ’ ανάγκην από την οικονομική και συνεπώς κοινωνική θέση του πολίτη, γι’ αυτό και οι ιππείς ανήκαν στις οικονομικά ισχυρότερες τάξεις. Στους οπλίτες λοιπόν κατατάσσονταν οι πολίτες, που είχαν την οικονομική δυνατότητα να προμηθευτούν πανοπλία, ενώ στους ψιλούς κατατάσσονταν υποχρεωτικά οι φτωχότερες τάξεις, των οποίων τα οικονομικά επέτρεπαν την προμήθεια ενός φθηνού επιθετικού όπλου (τόξο, ακόντιο, σφενδόνη).


Το Πεζικό Στράτευμα

Τα αρχαία ελληνικά στρατιωτικά συγγράμματα, που έχουν διασωθεί, δεν μάς δίνουν την εντύπωση ότι υπήρχαν, όπως σήμερα, αυστηροί κανονισμοί που να επέβαλλαν ομοιομορφία στην εμφάνιση και τον εξοπλισμό. Αντίθετα, γνωρίζουμε ότι μετά τις μάχες σκυλεύονταν οι νεκροί αντίπαλοι, τα λάφυρα μοιράζονταν στους νικητές, ενώ ο Ξενοφών αναφέρει ως προαιρετική τη χρήση εφιππίου (σέλλας) από τους ιππείς. Αυτά δείχνουν ότι δεν υπήρχε στον εξοπλισμό και την ένδυση η ομοιομορφία, που χαρακτηρίζει τους σημερινούς εθνικούς στρατούς. Όπως προκύπτει τόσο από παραστάσεις σε ανάγλυφα και αγγεία, όσο και από τα διασωθέντα κείμενα, υπήρχαν και ψιλοί, οι οποίοι μετά από τη διανομή των λαφύρων, έφεραν τμήματα πανοπλίας.

Οι αρχαίοι συγγραφείς μας δίνουν αρκετές πληροφορίες, ώστε να σχηματίσουμε τη γενική εικόνα, αλλά δεν μας δίνουν τις λεπτομέρειες εκείνες, τις οποίες σήμερα περιέχουν οι στρατιωτικοί κανονισμοί. Άλλωστε οι συγγραφείς αυτοί απευθύνονταν σε αναγνώστες της εποχής τους, οι οποίοι λίγο-πολύ ήξεραν τις λεπτομέρειες, και γενικά δεν έδειχναν ούτε ενδιαφέρον ούτε επιμέλεια στο να τις καταγράψουν με ακρίβεια. Ίσως όμως ο πραγματικός λόγος να ήταν η χρήση διαφορετικής ονοματολογίας από τους διάφορους ελληνικούς στρατούς. Έτσι το όπλο που ο Ξενοφών ονομάζει μάχαιρα, οι μεταγενέστεροι Αρριανός, Διόδωρος και Πλούταρχος το ονομάζουν κοπίδα. Ο τομέας του οπλισμού διεθνώς έχει επισκιασθεί από τις υπόλοιπες πτυχές της ιστορικής ανάλυσης και της αρχαιολογίας και ό,τι έχει σχέση με τον οπλισμό και τις δυνατότητες των αρχαίων ελληνικών στρατών βρίσκεται στο περιθώριο του ενδιαφέροντος. Ακόμη και στις πιο επιμελημένες μεταφράσεις των αρχαίων κειμένων, τα σημεία του οπλισμού και της τακτικής αποδίδονται με σχεδόν ποιητική διάθεση, ενώ σε κάποιες άλλες παραλείπονται ως ανάξια λόγου. Το αποτέλεσμα είναι ότι πολλοί πιστεύουν πως αρκετές από τις κατασκευές, τις μηχανές και γενικά τις επιχειρησιακές δυνατότητες του 4ου π.Χ. αιώνα εμφανίσθηκαν για πρώτη φορά την - ιδιαίτερα τονισμένη και προβεβλημένη από τους Δυτικούς λόγιους - περίοδο των Ρωμαίων ή ακόμη χειρότερα, 15 ολόκληρους αιώνες μετά τον Αλέξανδρο, την εποχή των σταυροφόρων.

Ο μακεδονικός στρατός, όπως τον διαμόρφωσε ο Φίλιππος, περιλάμβανε περίπου τα ίδια τμήματα με τους άλλους ελληνικούς στρατούς της εποχής, ενώ κάποιες χαρακτηριστικές διαφορές οφείλονται κυρίως σε πολιτικούς λόγους. Κυρίαρχο πολίτευμα στο Νότο ήταν η δημοκρατία, ενώ η Μακεδονία ήταν βασίλειο με διαρκή τον κίνδυνο διάσπασης στα επιμέρους έθνη της και σε πολλά σημεία θυμίζει έντονα απολίθωμα ελληνικού κράτους των μυκηναϊκών χρόνων. Οι ευγενείς των περιφερειακών εθνών αποτελούσαν την αριστοκρατία του διευρυμένου βασιλείου και εννοούσαν να διακρίνονται από τους ταπεινής καταγωγής πολίτες. Από αυτήν την αριστοκρατία προέρχονταν λοιπόν οι σωματοφύλακες, οι πεζέταιροι και οι εταίροι ιππείς, ενώ οι ανώνυμοι Μακεδόνες πολίτες κατατάσσονταν στο απλό ιππικό και στη φάλαγγα.


Βαρύ Πεζικό
(Αρριανός Α.14, Β.23, Γ.11.-12, Γ.23, Ε.17, ΣΤ.6, 21, Διόδωρος ΙΖ.57, Λυκούργος Κατά Λεωκράτους 76)

Φάλαγγα οπλιτική: ήταν ο σχηματισμός μάχης των οπλιτών. Κινούνταν, ελισσόταν και εμπλεκόταν συντεταγμένη και με συντονισμένες ενέργειες όλων των οπλιτών, οι οποίοι αποτελούσαν ενιαίο σύνολο και εξαρτώνταν ο ένας από τον άλλο. Στον συνασπισμό η ασπίδα του κάθε οπλίτη κάλυπτε την αριστερή πλευρά του, ενώ τη δεξιά πλευρά του κάλυπτε η ασπίδα του διπλανού (παραστάτη) του. Έτσι οι οπλίτες του δεξιού ζυγού είχαν ακάλυπτη τη δεξιά πλευρά τους και συνεπώς η δεξιά πλευρά της φάλαγγας ήταν η πιο τρωτή. Η σημασία, που είχε για τη φάλαγγα ο παραστάτης, φαίνεται στον όρκο των Αθηναίων εφήβων «… ού καταισχυνῶ ὅπλα τα ἱερά οὔδ’ ἐγκαταλείψω τον παραστάτην ὅτῳ ἄν στοιχίσω…», δηλαδή «δεν θα ντροπιάσω τα ιερά όπλα ούτε θα εγκαταλείψω τον παραστάτη, με όποιον κι αν στοιχισθώ». Ο ρίψασπις, αυτός δηλαδή που έρριχνε την ασπίδα του και τρεπόταν σε φυγή, άφηνε ακάλυπτο τον παραστάτη του και διευκόλυνε τον εχθρό να διασπάσει τη φάλαγγα. Γι’ αυτό ο ρίψασπις δεν ήταν απλώς δειλός, αλλά επικίνδυνος για τη συνοχή της φάλαγγας και σχεδόν συνώνυμος του προδότη. Στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου ο Δαρείος υπήρξε δυο φορές ρίψασπις.

Φάλαγγα μακεδονική: ήταν δημιούργημα του Φιλίππου Β΄ και αποτελούσε μία παραλλαγή της οπλιτικής φάλαγγας. Κάποιοι θέλουν να την εμπνεύστηκε ο Φίλιππος κατά την ομηρία του στη Θήβα από τη λοξή φάλαγγα, που είχαν δημιουργήσει τότε οι Θηβαίοι. Όμως η αλήθεια είναι ότι το μόνο κοινό μεταξύ της λοξής και της μακεδονικής φάλαγγας είναι ότι και οι δύο αποτελούσαν παραλλαγές της παραδοσιακής οπλιτικής. Η μακεδονική φάλαγγα χωριζόταν σε τάξεις πεζών, οι οποίες αναφέρονται με το όνομα του ηγήτορά τους και στις οποίες υπηρετούσαν ομοεθνείς Μακεδόνες (όπως τάξις Ελιμιωτών, τάξις Ορεστών και Λυγκηστών, τάξις Στυμφαίων). Ο Αρριανός στη μάχη του Γρανικού κάνει λόγο για 8 τάξεις (Κρατερού, Μελέαγρου, Φιλίππου, Φιλίππου του Αμύντα, Αμύντα, Κρατερού του Αλεξάνδρου, Κοίνου και Περδίκκα) και σε έναν υπεραπλουστευτικό υπολογισμό διαιρείται το σύνολο των 12.000 πεζών Μακεδόνων της στρατιάς με τις 8 αυτές τάξεις, οπότε προκύπτουν 1.500 πεζοί ως δύναμη της κάθε τάξεως. Όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι. Ο γενικά προσεκτικός και ακριβής Αρριανός ρητώς θεωρεί ως τμήμα της φάλαγγας και τους υπασπιστές, τη δράση των οποίων περιγράφει σε διάφορα σημεία. Λέει λ.χ. ότι «η μακεδονική φάλαγγα επιτέθηκε στους ελέφαντες ακοντίζοντας τους αναβάτες τους» ή ότι ο Αλέξανδρος πήρε μαζί του «τους ελαφρύτερα οπλισμένους από τη μακεδονική φάλαγγα». Προκύπτει λοιπόν, ότι η μακεδονική φάλαγξ δεν περιελάμβανε μόνο τους γνωστούς σαρισσοφόρους οπλίτες (ευγενούς και μη καταγωγής), αλλά ότι ήταν γενικός όρος, που υποδήλωνε το σύνολο των πεζών δυνάμεων του μακεδονικού κράτους.
Η τακτική της μακεδονικής φάλαγγας απέναντι στις άμαξες των Θρακών και της σπαρτιατικής απέναντι στους Εδεσσαίους υποδηλώνουν ότι οι φάλαγγες γενικά ήταν στρατιωτικά τμήματα πολύ πειθαρχημένα, οι πολεμιστές τους μπορούσαν να ελέγχουν το αίσθημα της αυτοσυντήρησης και εκεί ακριβώς όφειλαν την αποτελεσματικότητά τους. Οι φάλαγγες (οπλιτική, λοξή και μακεδονική) είχαν την ίδια υποδιαίρεση και τους ίδιους βαθμοφόρους. Η δεκάς εδιοικείτο από τον δεκαδάρχη, η διμοιρία (ή ημιλοχία) από τον διμοιρίτη, ο λόχος (24 πεζοί) από τον λοχαγό, η πεντηκοστύς από τον πεντηκοντάρχη, η εκατοστύς από τον εκατοντάρχη, η πεντακοσιοστύς από τον πεντακοσιάρχη και η χιλιαρχία από τον χιλιάρχη. Επιπλέον για τη μακεδονική φάλαγγα γνωρίζουμε ότι ο διοικητής της τάξεως, ο ταξιάρχης, της έδινε το όνομά του και καθόριζε το έμβλημά της, σε αντίθεση προς τους ταξιάρχες των δημοκρατιών, οι οποίοι δεν είχαν τέτοια εξουσία.

Ὁπλίτης: ήταν ο εμβληματικός πολεμιστής των αρχαίων ελληνικών κρατών. Έφερε πανοπλία, την οποία αποτελούσαν μόνο ἀγχέμαχα όπλα, ἀμυντήρια και επιθετικά. Στα ἀμυντήρια όπλα περιελάμβανε την ασπίδα, το κράνος, τον θώρακα, τις κνημίδες και (σπανίως) τα παραμηρίδια, ενώ στα επιθετικά το δόρυ και το ξίφος. Η τυπική αυτή πανοπλία είχε πολλές παραλλαγές.

Φαλαγγίτης & πεζέταιρος: ήταν η μακεδονική παραλλαγή του οπλίτη. Απάρτιζαν τη μακεδονική φάλαγγα και ο οπλισμός τους περιελάμβανε ασπίδα, κράνος, (ίσως) ημιθωράκιο, κνημίδες, σάρισσα και ξίφος. Μεταξύ του 369 και του 367 ο Αλέξανδρος Β΄ ονόμασε εταίρους τους αριστοκράτες, που υπηρετούσαν στο ιππικό και πεζέταιρους (= πεζούς εταίρους), όσους υπηρετούσαν στη φάλαγγα των πεζών. Σ’ αυτό συνηγορεί κι ο Αρριανός, που γενικά κάνει λόγο για τάξεις πεζών ή πεζούς και μόνο σε συγκεκριμένα σημεία κάνει λόγο για πεζέταιρους, τους οποίους θεωρεί ως ένα από τα συστατικά τμήματα της φάλαγγας. Δηλαδή οι οπλίτες της μακεδονικής φάλαγγας διακρίνονταν σε φαλαγγίτες (αν κι ο όρος είναι εντελώς αδόκιμος) και πεζέταιρους, όπου οι πρώτοι ήταν απλοί Μακεδόνες πολίτες και οι δεύτεροι αριστοκράτες. Κατά τον σύγχρονο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Αναξιμένη τον Λαμψακηνό, πεζέταιροι ονομάζονταν τόσο οι αριστοκράτες όσο και οι απλοί Μακεδόνες πολίτες. Αν έχει δίκιο, αυτή η εξομοίωση είναι πιθανό να συνέβη κάποια στιγμή μετά τη μάχη της Ισσού, οπότε έπαψε να εμφανίζεται και το ιππικό των απλών Μακεδόνων πολιτών, ίσως διότι κι αυτό εξομοιώθηκε με το εταιρικό ιππικό.

Το κράνος του Φιλίππου Β΄. Είναι φρυγικού τύπου και στο μέτωπο φέρει παράσταση της Αθηνάς. Πάνω αριστερά: χάλκινο κράνος του τέλους του 4ου π.Χ. αιώνα. Είναι βοιωτικού τύπου, βρέθηκε στο Ιράκ, φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Τρίπολης και το μοναδικό άλλο όμοιό του βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο. Είναι κατασκευασμένο από ένα μόνο έλασμα και τα νεύρα του δίνουν αυξημένη αντοχή. Φαίνεται ότι ήταν το σύνηθες κράνος των Μακεδόνων ιππέων, αφού το φέρουν αρκετοί ιππείς στη λεγόμενη σαρκοφάγο του Μεγάλου Αλεξάνδρου καθώς κι ο ιππέας πίσω από τον Αλέξανδρο στο ψηφιδωτό με τη μάχη της Ισσού (κάτω αριστερά).



Ελαφρύ Πεζικό
(Ξενοφών Κύρου Ανάβασις Δ.Ι.21, Λακεδαιμονίων Πολιτεία 11, 13, Αρριανός Β.12, Γ.11-12, 17, 27, Δ.3, Ε.12, Ε.23, ΣΤ.28, Πλούταρχος, Αλέξανδρος, 39.11-13, Διόδωρος ΙΖ.57.2, 61.3, ΙΗ.39.6, 58.1, Κούρτιος 8.5.4, Ιουστίνος 12.7.5, Πολύαινος 4.6.15)

Πελταστές: τους θεωρούμε ως ξεχωριστή κατηγορία, διότι έμοιαζαν με τους ψιλούς (δεν έφεραν θωράκιση), έφεραν εντούτοις ασπίδα, που τους διαφοροποιούσε από τους ψιλούς. Ο αμυντικός τους οπλισμός ήταν μία χαρακτηριστική ασπίδα, η πέλτη και επιθετικός οπλισμός τους το ακόντιο. Ήταν ελαφρείς πεζοί, πολύ ευέλικτοι και η δράση τους στις μάχες ήταν σημαντική. Αποστολή είχαν να παρενοχλούν την εχθρική φάλαγγα με ατομικές και ασυντόνιστες πρωτοβουλίες, ώστε να προκαλούν περισπασμούς στον κάθε οπλίτη ξεχωριστά και έτσι να διασπούν τη συνοχή της εχθρικής φάλαγγας. Ο Αθηναίος στρατηγός, Ιφικράτης, δημιούργησε το σώμα των πελταστών το 394 π.Χ. κατ’ αναλογίαν των Θρακών, που ήταν κατά κύριο λόγο πελταστές. Επικεφαλής πελταστών νίκησε τη σπαρτιατική φάλαγγα και από τότε καθιερώθηκε η ένταξή τους στους περισσότερους ελληνικούς στρατούς. Αυτό επέφερε και αλλαγές στο κράνος των οπλιτών.
Οι αρχαίοι συγγραφείς δεν αναφέρουν ρητώς τους πελταστές να συμμετέχουν στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έλαβαν μέρος. Επιπλέον η εισαγωγή των πελταστών στους ελληνικούς στρατούς ήταν σχετικά πρόσφατη, ενώ η πατρίδα τους, η Θράκη, ήταν όμορη της Μακεδονίας. Στη στρατιά του Αλεξάνδρου η παρουσία τους φαίνεται να εντοπίζεται υπό τον όρο υπασπιστές.

Ὑπασπισταί: στους στρατούς της νότιας Ελλάδας οι υπασπιστές ήταν οι βοηθητικοί των οπλιτών, που μετέφεραν εκτός μάχης την ασπίδα τους. Στον μακεδονικό στρατό αποτελούσαν ένα από τα τμήματα της φάλαγγας ή του ιππικού, αναλόγως αν ήταν πεζοί ή ιππείς. Στο πεζικό τους βρίσκουμε να αναλαμβάνουν παρόμοιες επιχειρήσεις με εκείνες των πελταστών, αλλά και να πρωτοστατούν στις τειχομαχίες, που γενικά ήταν αποστολή των οπλιτών. Στην πολιορκία των Μασσάγων διέθεταν τόση εμπειρία και αυτοπεποίθηση, ώστε έκαναν θεμελιώδη σφάλματα και υπέστησαν απώλειες. Από τον Αρριανό γνωρίζουμε ότι στην πολιορκία της Τύρου πρωταγωνίστησαν οι υπασπιστές και από τον Διόδωρο μαθαίνουμε ότι οι Τύριοι κάρφωναν τρίαινες στις ασπίδες των πολιορκητών και τραβώντας τις πίσω τους έρριχναν στο κενό. Φαίνεται λοιπόν ότι η ασπίδα των υπασπιστών δεν ήταν μεταλλική, αλλά μάλλον πλεκτή σαν την πέλτη. Για τον αριθμό τους μπορούμε να πούμε μόνο ότι ο Αρριανός ανεβάζει τον αριθμό τους σε πάνω από 3 χιλιαρχίες, όταν είχαν φτάσει στην Ινδία.

Άγημα: πρώτη φορά αναφέρει τον όρο ο Ξενοφών. Όταν ο Αρριανός αναφέρει ως τμήμα της μακεδονικής φάλαγγας το άγημα των υπασπιστών, το άγημα του πεζικού και το μακεδονικό άγημα, δεν είναι σαφές αν χρησιμοποιεί διαφορετικούς όρους για το ίδιο τμήμα. Είναι όμως σαφές ότι το άγημα αποτελούσε επίλεκτο τμήμα των υπασπιστών ή των πεζών, αναλόγως σε τι αφορούσε, όπως ακριβώς και το άγημα των ιππέων.

Σωματοφύλακες: τους διακρίνουμε σε τοις πράγμασιν σωματοφύλακες, των διαφόρων αξιωματούχων και του βασιλιά, καθώς και σε αξιωματικούς, που έφεραν τον τίτλο του σωματοφύλακα ως τίτλο τιμής. Οι τοις πράγμασιν σωματοφύλακες βρίσκονταν και πολεμούσαν δίπλα στο βασιλιά. Μέχρι τη διάβαση της Γεδρωσίας υπήρχαν 7 σωματοφύλακες (Λεοννάτος του Ανταίου, Ηφαιστίων του Αμύντορα, Λυσίμαχος του Αγαθοκλή, Αριστόνους του Πεισαίου (όλοι από την Πέλλα), Περδίκκας του Ορόντη από την Ορεστίδα, Πτολεμαίος του Λάγου και Πείθων του Κρατεύα από την Εορδαία). Όγδοος έγινε στη συνέχεια ο Πευκέστας. Στη μάχη των Γαυγαμήλων αναφέρεται ότι ο Ηφαιστίων πολέμησε επικεφαλής των σωματοφυλάκων. Από αυτούς πολλοί διακρίθηκαν επί κεφαλής τμημάτων, που έδρασαν κοντά ή μακριά από τον Αλέξανδρο, συνήθως όμως δεν βρίσκονται δίπλα του. Οι οκτώ ανώτατοι αξιωματικοί, που αναφέρονται ονομαστικά, ήταν οι πλέον έμπιστοι του Αλεξάνδρου και έφεραν τον τίτλο του σωματοφύλακα τιμής ένεκεν. Αυτό φάνηκε καθαρά στην πόλη των Μαλλών, όπου τραυματίσθηκε πολύ σοβαρά ο Αλέξανδρος. Εκεί ο Λεοννάτος έπαιρνε μέρος στην ίδια επιχείρηση, αλλά δεν ήταν κοντά στον Αλέξανδρο. Φαίνεται ακόμη πως, όταν χήρευε η θέση κάποιου σωματοφύλακα, επληρούτο αμέσως, ώστε ο αριθμός τους να παραμένει σταθερός.

Αργυράσπιδες: εμφανίσθηκαν στους στρατούς των Διαδόχων μάλλον από μετωνομασία των υπασπιστών, αλλά πολλοί συγγραφείς τους τοποθετούν στη στρατιά του Αλεξάνδρου, ίσως διότι αρκετοί απ’ αυτούς φέρεται να υπηρέτησαν και υπό τον Αλέξανδρο. Οι δύο Ρωμαίοι ιστορικοί κατά τη συνήθειά τους δημιούργησαν και την ιστορία για το λόγο, που πήραν αυτό το όνομα. Υποτίθεται ότι πριν εισβάλει στην Ινδία την άνοιξη του 327, ο Αλέξανδρος διακόσμησε με χρυσό και ασήμι τις ασπίδες, τους θώρακες και την ιπποσκευή των στρατιωτών του, κατά τον μεν Κούρτιο επειδή οι Ινδοί στρατιώτες άστραφταν από τον χρυσό και το ελεφαντόδοντο κι εκείνος δεν ήθελε να θεωρηθεί η στρατιά του κατώτερη σε τίποτα, κατά τον δε Ιουστίνο για να συμβαδίζει η λαμπρότητα του οπλισμού των στρατιωτών του με τη λαμπρότητα των επιτευγμάτων του.



Ψιλοί
(Ξενοφών Κύρου Ανάβασις Γ.ΙΙ.16-17, Γ.ΙΙΙ.7, 15, Δ.Ι.27-κε, Ε.ΙΙ.12, 29, Ελληνικά 7, 5, 23 Αρριανός, Α.2, 8, 28, Β.4, 8, Γ.18, Θουκυδίδης Β.81, Ε.57)


Οι ψιλοί (=γυμνοί) ή γυμνοί ή γυμνήτες, όπως προκύπτει και από την ονομασία τους, δεν έφεραν κανενός είδους αμυντικά όπλα και στις τάξεις τους κατατάσσονταν εξ ανάγκης οι πιο φτωχοί πολίτες. Όπως είδαμε, στα πλαίσια της λαφυραγώγησης ή από δική τους πρωτοβουλία ίσως έφεραν ασπίδα, θώρακα ή ξίφος, αν και στην περίπτωσή τους καταλληλότερη φαίνεται η κοπίς. Αποτελούσαν ελαφρά τμήματα με αποστολή την υποστήριξη της φάλαγγας και του ιππικού, βάλλοντας από απόσταση κατά των πεζών και των ιππέων του εχθρού. Δρούσαν σε αυτόνομες ομάδες ή διεσπαρμένοι ανάμεσα στους οπλίτες και τους ιππείς. Προέρχονταν από τα φτωχότερα στρώματα, ωστόσο οι μισθοφόροι ψιλοί δεν ανήκαν υποχρεωτικά στους φτωχούς. Ο Ξενοφών θεωρεί γυμνήτες μόνο τους λιθοβόλους, όμως όλοι οι άντρες του ήταν μισθοφόροι και όχι έφεδροι. Έτσι φαίνεται λογικό να ήταν αθωράκιστοι, όσοι αρχικά ήταν βοηθητικοί και στη συνέχεια έγιναν εξ ανάγκης μάχιμοι. Οι ψιλοί περιελάμβαναν τους τοξότες, τους ακοντιστές και τους σφενδονήτες, ενώ λιθοβόλοι δεν καταγράφονται, διότι η φύση της εκστρατείας του Αλεξάνδρου δεν δικαιολογούσε την ύπαρξή τους και πολύ περισσότερο δεν φαίνεται λογική η στρατολόγηση μισθοφόρων λιθοβόλων.

Τοξότες: στους εθνικούς στρατούς προέρχονταν από τους φτωχότερους πολίτες και μοναδικό τους όπλο ήταν το τόξο. Γενικά οι τοξότες δεν έφεραν αμυντήρια όπλα, ωστόσο ο Ξενοφών αναφέρει και τοξότες με χάλκινες ασπίδες. Χαρακτηριστικό είναι ότι στην αρχή της εκστρατείας ο Αρριανός αναφέρει τους τοξότες ως γυμνούς, ενώ αργότερα ο Αλέξανδρος σε κάποια φάση φέρεται να επέλεξε «τους πιο ελαφρά οπλισμένους από τους τοξότες». Αυτά τα δύο σημεία ίσως υποδηλώνουν ότι οι τοξότες του Αλεξάνδρου αρχικά ξεκίνησαν ως φτωχοί αλλά ικανοί γυμνήτες, και αργότερα ως καλοπληρωμένοι μισθοφόροι απέκτησαν τα στοιχεία εκείνα της πανοπλίας, που τους προστάτευαν χωρίς να εμποδίζουν τη δράση τους. Οι αρχαίοι Έλληνες γενικά δεν διακρίθηκαν στην πολεμική χρήση του τόξου και προσλάμβαναν συνήθως Σκύθες ως μισθοφόρους τοξότες. Διάσημοι Έλληνες τοξότες υπήρξαν οι Κρήτες, τους οποίους αποθανάτισε ο Ξενοφών στην κάθοδο των Μυρίων.

Ακοντιστές: στους εθνικούς στρατούς προέρχονταν και αυτοί από τους φτωχότερους πολίτες και μοναδικό τους όπλο ήταν το ακόντιο. Στο στρατό του Αλεξάνδρου επώνυμοι ακοντιστές ήταν οι Θράκες και κυρίως οι παιονικής καταγωγής Αγριάνες, που προφανώς λόγω ικανότητος πρωταγωνίστησαν σε όλες τις μάχες.

Σφενδονήτες: ήταν η ειδικότητα των πιο φτωχών από όλους τους πολίτες και μοναδικό τους όπλο ήταν η σφενδόνη. Διάσημοι μισθοφόροι σφενδονήτες υπήρξαν οι Ρόδιοι κατά τον Ξενοφώντα, ενώ κατά τον Θουκυδίδη οι Ακαρνάνες θεωρούνταν οι καλύτεροι.

Χάμιπποι: ήταν ψιλοί οπλισμένοι μόνο με ξίφος ή εγχειρίδιο. Υπηρέτησαν στο ιππικό αρκετών ελληνικών κρατών και ακολουθούσαν τον ιππέα στις συμπλοκές του ιππικού. Είχαν αποστολή την προστασία του ιππέα και του ίππου από τους χαμίππους του εχθρού και την προσβολή των εχθρικών ίππων και ιππέων. Ούτε προκύπτει ούτε αναφέρεται ρητώς η χρήση χαμίππων στη στρατιά του Αλεξάνδρου, όμως λόγω της συντριπτικής αριθμητικής υπεροχής του Περσικού ιππικού, ίσως μπορούμε να υποθέσουμε ότι χρησιμοποιήθηκαν χάμιπποι ως πολλαπλασιαστής ισχύος του ελληνικού ιππικού.


Η Πανοπλία Των Πεζών
(Ξενοφών Κύρου Ανάβασις Α.IΙ.16)

Οι πανοπλίες των πεζών, Ελλήνων και βαρβάρων, είναι όμοιες με εκείνες των ιππέων και από τον Ηρόδοτο προκύπτει ότι οι βαρβαρικές πανοπλίες δεν περιελάμβαναν όλα όσα οι ελληνικές. Επίσης στα κοινά τους όπλα (κράνη, ασπίδες, θώρακες) υπερείχαν τα ελληνικά. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους για το φόβο των βαρβάρων πεζών προς τους Έλληνες ομολόγους τους. Στη συνέχεια περιγράφουμε τα ελληνικά όπλα, για τα οποία έχουμε αρκετές πληροφορίες, τα περσικά για τα οποία έχουμε λιγότερες, ενώ τα υπόλοιπα βαρβαρικά όπλα τα αναφέρουμε μόνο στην παρουσίαση της κάθε πανοπλίας.

Η τυπική ελληνική πανοπλία περιλαμβάνει ἀμυντήρια και επιθετικά όπλα. Τα ἀμυντήρια είναι όλα ἀγχέμαχα και περιλαμβάνουν: ασπίδα, κράνος, θώρακα, πτέρυγες, κνημίδες και σπανίως παραμηρίδια. Από τα επιθετικά όπλα, άλλα είναι ἀγχέμαχα (δόρυ, ξίφος, κοπίς) και άλλα ἐκηβόλα (ακόντιο). Εκτός μάχης, πάνω από την πανοπλία έφεραν χιτώνες φοινικούς (βαθιού κόκκινου χρώματος).

Ο Θησέας καταβάλλει τη βασίλισσα των Αμαζόνων, Αντιόπη σε ερυθρόμορφη αγγειογραφία του 460 π.Χ. Σ’ αυτήν την παράσταση μπορούμε να παρατηρήσουμε δύο πλήρεις πανοπλίες πεζών: ο Θησέας φέρει κράνος ανοιχτού τύπου, με λοφίο και αναδιπλούμενες παραγναθίδες. Ο μεταλλικός του θώρακας έχει χαραγμένες τις γραμμώσεις των βασικών μυών και άλλα διακοσμητικά στοιχεία. Στο κάτω μέρος του είναι προσαρμοσμένη μία σειρά πτερύγων. Οι κνημίδες του είναι πλούσια διακοσμημένες. Είναι οπλισμένος με δόρυ και ξίφος. Στο κάτω μέρος της ασπίδας του είναι προσαρμοσμένο δερμάτινο παραπέτασμα, για να προστατεύονται τα πόδια του από εχθρικά τοξεύματα. Στο εσωτερικό της διακρίνεται η κατακόρυφη ταινία, όπου είναι προσαρμοσμένος ο πόρπαξ, ο τελαμών για την ανάρτησή της και ένα από τα σημεία (φούντες), που συγκρατούν τον τελαμώνα. Η Αντιόπη φέρει ανοικτού τύπου κράνος με λοφίο. Στο λινοθώρακά της φαίνεται καθαρά η κεντρική αποτρόπαια παράσταση (κεφαλή Μέδουσας), τα σημεία πρόσδεσης των επωμίδων, τα διακοσμητικά τους στοιχεία και παρατηρούμε ότι είναι ίδιος με εκείνον του Αλεξάνδρου. Στο κάτω μέρος του είναι προσαρμοσμένη μία σειρά ανισομήκων πτερύγων. Της έχει πέσει η κοπίς και στο εσωτερικό της ασπίδας της φαίνονται 3 σημεία (φούντες) στήριξης του τελαμώνα καθώς και η ταινία του πόρπακα, μέσα από τον οποία περνά ο βραχίονάς της. Κάτω από τη θωράκιση και των δύο διακρίνεται το υπένδυμα, ενώ η Αντιόπη φέρει τη χαρακτηριστική αναξυρίδα των ανατολικών λαών.



ΤΟ ΙΠΠΙΚΟ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑ
(Ξενοφών Περί ιππικής 8.6, Ιππαρχικός Ι.12, Ηρόδοτος Δ.129, Ζ.87, 196, Αρριανός Ε.10)

Επειδή οι πολίτες των ελληνικών κρατών ήταν υποχρεωμένοι να προμηθεύονται μόνοι τους τον οπλισμό τους, οι ιππείς προέρχονταν από τις πλουσιότερες τάξεις, δηλαδή την αριστοκρατία. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δύο συνήθεις Ηγεμόνες της Ελλάδος, οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες, δεν είχαν υπολογίσιμο ιππικό. Οι Σπαρτιάτες ίσως δεν μπορούσαν λόγω της ισχνής οικονομίας τους και οι δημοκρατικοί Αθηναίοι ίσως δεν ήθελαν αρχικά να αποκτήσουν αξιόλογο ιππικό λόγω της πολιτικής δυσπιστίας τους προς τους αριστοκράτες. Μόλις μετά τη μάχη Μαραθώνα το 490, οπότε συνειδητοποίησαν την τρομακτική απειλή από την περσική αυτοκρατορία, προχώρησαν στη δημιουργία αξιόλογων σε αριθμό ιππικών σωμάτων. Όμως από τη διαβεβαίωση του Ξενοφώντα προς τους συμπατριώτες του ότι οι Πέρσες και Οδρύσες ιππείς μπορούσαν να κατεβαίνουν με ασφάλεια τις πλαγιές, φαίνεται ότι το ιππικό των Αθηναίων και κατ’ επέκταση όλων των νοτίων Ελλήνων δεν ήταν ιδιαιτέρων αξιώσεων. Ιππικά σώματα αξιώσεων διέθεταν ανέκαθεν οι Βοιωτοί, οι Θεσσαλοί και οι Μακεδόνες. Ειδικά για τους δύο τελευταίους το ιππικό αποτελούσε το ισχυρότερο όπλο κρούσεως.

Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι το ελληνικό ιππικό είχε ένα επιπλέον και εγγενές μειονέκτημα σε σχέση με το περσικό. Οι ελληνικοί ίπποι είχαν διάπλαση, που τους έκανε πιο κατάλληλους για υποζύγια παρά για πολεμικούς, σε αντίθεση προς τους ασιατικούς ίππους, που είχαν διάπλαση κατάλληλη για πολεμική χρήση. Τη φυσική κατωτερότητα των ελληνικών ίππων διαπίστωσε και ο Ξέρξης, μόλις κατέλαβε τη Θεσσαλία το 480 π.Χ. Επειδή είχε ακούσει ότι οι θεσσαλικοί ίπποι ήταν οι καλύτεροι στην Ελλάδα, έκανε ιπποδρομίες μεταξύ των δικών του και των θεσσαλικών οι οποίοι έχασαν με μεγάλη διαφορά, αποδεικνύοντας περίτρανα τη φυσική τους κατωτερότητα.

Κοινό γνώρισμα σε όλα τα στρατιωτικά τμήματα ήταν ότι οι στρατιώτες με κοινή καταγωγή (φέρ’ ειπείν από την ίδια αθηναϊκή φυλή ή από το ίδιο μακεδονικό έθνος) υπηρετούσαν μαζί. Έτσι, ρητώς αναφέρεται ότι συγκροτούσαν ξεχωριστές ίλες οι Μακεδόνες ιππείς από την Άνω Μακεδονία, τη Βοττιαία, την Αμφίπολη, τον Ανθεμούντα και την Απολλωνία. Το μακεδονικό ιππικό χωριζόταν σε ιππαρχίες και ίλες ακολουθώντας τις υποδιαιρέσεις και την γενική ονοματολογία όλων των άλλων ελληνικών ιππικών σωμάτων. Ο Αλέξανδρος εισήγαγε την πρώτη οργανωτική αλλαγή στο ιππικό τον Δεκέμβριο του 331, όταν έφτασε στα Σούσα μετά τη μάχη των Γαυγαμήλων. Τότε χώρισε τις ίλες σε λόχους, που ως τότε ήταν υποδιαίρεση μόνο του πεζικού. Το φθινόπωρο του 330, μετά την υπόθεση του Φιλώτα και για να μειώσει τις πιθανότητες συνωμοσιών, χώρισε το ιππικό των εταίρων σε δύο μεγάλα τμήματα και ανέθεσε τη διοίκησή τους στους δύο πιο έμπιστους εταίρους, τον Ηφαιστίωνα του Αμύντορα και τον Κλείτο του Δρωπίδη. Οι ίλες αναφέρονται άλλοτε με το έθνος των ιππέων και άλλοτε με το όνομα του ιλάρχη τους, ενώ οι ιππαρχίες το όνομα του ιππάρχη τους, προφανώς διότι κάποιες απαρτίζονταν από περισσότερα του ενός μακεδονικά έθνη. Τουλάχιστον από το φθινόπωρο του 330 τα δύο μεγάλα τμήματα του εταιρικού ιππικού είχαν το έμβλημα, που αποφάσιζε ο διοικητής τους.

Το ιππικό αντιμετώπιζε κάποιους ενδιαφέροντες επιχειρησιακούς περιορισμούς. Οι ίπποι είχαν φυσικό φόβο για κάποια άλλα ζώα, τα οποία χρησιμοποιούσε ο ένας στρατός, για να αναστατώσει το ιππικό του αντιπάλου του. Από τον Ηρόδοτο μαθαίνουμε ότι οι καμήλες προκαλούν πανικό στους ίππους, κάτι που εκμεταλλεύθηκαν οι Πέρσες, για να νικήσουν το ιππικό των Λυδών. Αντίθετα απέτυχαν να νικήσουν τους Σκύθες, των οποίων οι όνοι με τα γκαρίσματά τους τρομοκράτησαν τους περσικούς ίππους. Ο Αρριανός συμπληρώνει στη μάχη με τον Πώρο ότι οι ίπποι φοβούνται και τους ελέφαντες.


Βαρύ ιππικό
(Αρριανός Α.6, 14, Β.8, Γ.11, 19, 21, Δ.23, ΣΤ.2, Διόδωρος, ΙΖ.57, Κούρτιος 5.13.8)

Όλα τα ελληνικά κράτη χρησιμοποιούσαν κατά κανόνα βαρύ ιππικό. Βάσει όσων είδαμε πιο πάνω, ήταν φυσικό το βαρύ ιππικό της στρατιάς του Αλεξάνδρου να συγκροτείται από τα αντίστοιχα τμήματα κυρίως των Μακεδόνων και των Θεσσαλών και δευτερευόντως των νοτίων ελληνικών εθνών, που αναφέρονται με το γενικό όρο συμμαχικό ιππικό. Όλοι αυτοί οι ιππείς έφεραν την τυπική πανοπλία του βαρέως ιππικού. Λόγω του πολιτεύματος των Μακεδόνων, το βαρύ ιππικό τους χωριζόταν σε δύο τμήματα, στο (απλό) μακεδονικό και στο εταιρικό.

Συμμαχικό ιππικό: τα ελληνικά έθνη, που ως σύμμαχοι συνεισέφεραν ιππικό ήταν τα βοιωτικά (τα ηγεμονευόμενα από τους Θηβαίους, που είχαν πάρει την εκδίκησή τους πρωτοστατώντας στην καταδίκη και καταστροφή της Θήβας), οι Αχαιοί, άλλοι Πελοποννήσιοι (πλην Λακεδαιμονίων), οι Φθίοι, οι Λοκροί και οι Φωκείς. Φυσικά, πάνω απ’ όλους, τόσο σε αριθμό όσο και σε εμπειρία και ικανότητα, ήταν οι Θεσσαλοί, οι πιο πολλοί και ικανότεροι από τους οποίους ήταν οι Φαρσάλιοι.

Μακεδονικό ιππικό: στις ίλες του κατατάσσονταν οι απλοί Μακεδόνες πολίτες και ήταν το τρίτο καλύτερο τμήμα ιππικού του Αλεξάνδρου μετά το εταιρικό και το θεσσαλικό. Το εταιρικό ιππικό, στο οποίο βασίσθηκε κατά κύριο λόγο ο Αλέξανδρος, με τη δράση του επισκίασε το μακεδονικό ιππικό, που μνημονεύεται για τελευταία φορά στη μάχη της Ισσού. Μάλιστα, τους 500 Μακεδόνες ιππείς, που έφτασαν ως ενισχύσεις μετά τη μάχη των Γαυγαμήλων, τους ενέταξε όλους στο εταιρικό ιππικό, ίσως τιμής ένεκεν, ίσως διότι το μακεδονικό ιππικό είχε συγχωνευθεί με το εταιρικό.

Εταιρικό ιππικό: στις ίλες του κατατάσσονταν οι Μακεδόνες αριστοκράτες, ήταν το πιο επίλεκτο τμήμα όλου του ιππικού της στρατιάς και επικεφαλής του πολέμησε σε όλες τις μάχες ο Αλέξανδρος. Το εταιρικό ιππικό αποτελούνταν από συνολικά 8 ίλες, όσες και οι τάξεις των πεζών της φάλαγγας. Στη μάχη των Γαυγαμήλων βρίσκουμε τη βασιλική ίλη υπό τον Κλείτο του Δρωπίδη, και τις άλλες 7 ίλες υπό στους Γλαυκία, Αρίστωνα, Σώπολη, Ηρακλείδη, Δημήτριο, Μελέαγρο και Ηγέλοχο αντίστοιχα, ενώ ο Φιλώτας του Παρμενίωνα ήταν επί κεφαλής όλου του ιππικού των εταίρων. Ο Αλέξανδρος αργότερα επρόκειτο να σκοτώσει με τα χέρια του τον Κλείτο και να πετύχει την καταδίκη σε θάνατο του Φιλώτα, μετά απ’ την οποία για προληπτικούς λόγους χώρισε το ιππικό των εταίρων σε δύο τμήματα. Μετά τη μάχη της Ισσού το μόνο μακεδονικό ιππικό, που αναφέρεται, είναι το εταιρικό, στο οποίο φαίνεται ότι περιελήφθησαν όλοι οι Μακεδόνες ιππείς ανεξαρτήτως ευγενούς ή μη καταγωγής.




Εταίρος ιππέας σε τοιχογραφία τάφου στη Νάουσα. Παριστάνεται να ασκείται στην προσβολή στόχου με το δόρυ, του οποίου φαίνεται καθαρά ο σαυρωτήρ. Ένας νεγροειδής δούλος κρατά ως στόχο μία ασπίδα με το οικόσημο των Αργεαδών. Ο ιππέας φέρει κράνος φρυγικού τύπου, αλλά δεν φέρει θωράκιση και ασπίδα, συνεπώς πρόκειται για απεικόνιση άσκησης και όχι μάχης. Ο ίππος δεν φέρει θωράκιση και ως εφίππιον φέρει δέρμα ζώου (μάλλον λεοπάρδαλης). Το οικόσημο των Αργεαδών στην ασπίδα, το δέρμα λεοπάρδαλης ως εφίππιον και ο νεγροειδής δούλος υποδηλώνουν ότι ο τάφος ανήκει σε εταίρο, που πήρε μέρος στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου.

Άγημα: στις αρχαίες πηγές γίνεται λόγος για άγημα ιππέων, άγημα εταίρων και βασιλικό άγημα, αλλά όπως και για το άγημα του πεζικού δεν έχουμε ιδιαίτερες πληροφορίες για την αποστολή του. Φαίνεται όμως λογικό να υποθέσουμε ότι ήταν το επίλεκτο τμήμα των απλών μακεδόνων ιππέων, των εταίρων και της βασιλικής ίλης αντίστοιχα.

Δίμαχοι: όπως προκύπτει από την ονομασία τους μπορούσαν να μάχονται τόσο ως ιππείς όσο και ως οπλίτες. Σύμφωνα με τον Κούρτιο αριθμούσαν 300, έφεραν βαρύτερο θώρακα από των ιππέων και, όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις, αφίππευαν και πολεμούσαν όπως οι οπλίτες. Σύμφωνα με άλλες πηγές ήταν επινόηση του Αλεξάνδρου, πολεμούσαν άλλοτε πεζοί, άλλοτε έφιπποι και έφεραν πανοπλία βαρύτερη του ιππέα, αλλά ελαφρύτερη του οπλίτη. Αντίθετα, ο Αρριανός, που είναι αναλυτικότερος στις λεπτομέρειες και στην ονοματολογία, δεν γνωρίζει τους διμάχους και αναφέρει με απόλυτη σαφήνεια όλες κι όλες τρεις περιπτώσεις, που ο Αλέξανδρος χρησιμοποίησε πεζούς ιππείς ή έφιππους πεζούς. Η πρώτη φορά ήταν στην Ιλλυρία, κατά τη βαλκανική εκστρατεία του (φθινόπωρο του 335), όταν έδωσε στους σωματοφύλακες και μερικούς από «τους περί αυτόν» εταίρους (της βασιλικής ίλης) τη σαφή διαταγή, μόλις φτάσουν στον προορισμό τους «οι μισοί να αφιππεύσουν και να πολεμήσουν πεζοί δίπλα στους ιππείς». Στη δεύτερη περίπτωση (καταδίωξη του Δαρείου, καλοκαίρι του 330) ο Αλέξανδρος διέταξε 500 ιππείς να αφιππεύσουν και στους ίππους τους να ιππεύσουν ισάριθμοι πεζοί «όπως ήταν, με τον οπλισμό του πεζού». Για τρίτη φορά το επανέλαβε στη χώρα των Ασσακηνών (άνοιξη του 327), οπότε διέταξε 800 πεζούς να ιππεύσουν. Δηλαδή, στη στρατιά του δεν διέθετε τμήμα διμάχων, αλλά περιστασιακά διέτασσε κάποιον αριθμό πεζών να ιππεύσουν «με τις ασπίδες τις πεζικές», όχι για να πολεμήσουν και ως ιππείς και ως πεζοί, αλλά για να αποκτήσει οπλίτες κινούμενους με την ταχύτητα ιππέων.


Ελαφρύ ιππικό
(Θουκυδίδης Β.96, Ξενοφών Ιππαρχικός Ι.25, Περί Ιππικής 12.1, Αρριανος Α.14, Γ.24)

Στους αρχαίους ελληνικούς στρατούς κατά κανόνα δεν υπήρχαν ελαφρείς ιππείς, διότι οι μάχες δίνονταν εκ παρατάξεως, όπου πλεονεκτούσε το βαρύ ιππικό. Όσοι πρόδρομοι ιππείς χρειάζονταν σε επιχειρήσεις στη βόρεια Ελλάδα, μισθώνονταν από τους γειτονικούς Παίονες και Θράκες. Το ελαφρύ ιππικό της στρατιάς του Αλεξάνδρου περιελάμβανε συνολικά τα ακόλουθα τμήματα:

Πρόδρομοι ιππείς: κύρια αποστολή τους ήταν η ανίχνευση, η αναγνώριση και οι περιπολίες. Ακριβώς λόγω της ευκινησίας τους ο Αλέξανδρος τους έστειλε ως δόλωμα, να περάσουν πρώτοι απ’ όλους τον Γρανικό. Λόγω της φύσης της αποστολής τους ο επιθετικός οπλισμός τους ήταν το ακόντιο. Υποκατηγορίες των προδρόμων πρέπει να θεωρήσουμε τους ιππακοντιστές, τους σαρισσοφόρους και τους υπασπιστές. Ο Ξενοφών συνιστούσε στους βαρείς Αθηναίους ιππείς τη χρήση δύο ακοντίων αντί του τυπικού δόρατος, ώστε να μπορούν να αναλάβουν ταυτόχρονα ρόλο προδρόμων ιππέων και ιππέων κρούσεως.

Ιππακοντιστές: η πανοπλία τους περιελάμβανε ως επιθετικό όπλο το ακόντιο και ως αμυντικά τον λινοθώρακα ή το ημιθωράκιο, ίσως ασπίδα και κοπίδα. Κυρίως έβαλλαν εξ αποστάσεως, αλλά μπορούσαν και να εμπλέκονται σε αγώνα εκ του συστάδην. Όταν ο Αλέξανδρος εισέβαλε από την Υρκανία στη χώρα των Μάρδων, οι ιππακοντιστές αποτελούσαν ήδη ολόκληρη τάξη. Η αξία τους φάνηκε καθαρά στη μάχη με τον Πώρο, όπου εξουδετέρωσαν τους τρομερούς ελέφαντές του, ακοντίζοντας και σκοτώνοντας τους αναβάτες τους.

Σαρισσοφόροι ιππείς: δεν ήταν αριστοκράτες και το τμήμα τους προστέθηκε στο μακεδονικό ιππικό από τον Φίλιππο μετά την εισαγωγή της σάρισσας. Η πανοπλία τους περιελάμβανε στα επιθετικά όπλα την ιππική σάρισα αντί του ιππικού δόρατος των βαρέων Μακεδόνων ιππέων και μάλλον την κοπίδα, ενώ στα αμυντικά το ημιθωράκιο και την ασπίδα. Πέρασαν από τους πρώτους τον Γρανικό, αλλά γενικά δεν καταγράφηκε κάποια ιδιαίτερη επιτυχία τους.

Υπασπιστές: στις αρχαίες πηγές γίνεται λόγος για βασιλικούς υπασπιστές και υπασπιστές των εταίρων, χωρίς να προκύπτει σαφώς η αποστολή τους. Φαίνεται όμως λογικό να υποθέσουμε κατ’ αναλογίαν των υπασπιστών του πεζικού, ότι ήταν Μακεδόνες πρόδρομοι, προερχόμενοι οι μεν υπασπιστές των εταίρων από τους εταίρους γενικά, οι δε βασιλικοί υπασπιστές από τη βασιλική ίλη.

Ιπποτοξότες: αποστολή τους ήταν να προξενούν απώλειες στον αντίπαλο βάλλοντας από απόσταση και με την επέλασή τους να διασπούν τις γραμμές του, χωρίς όμως να μπορούν να εμπλακούν σε εκ του συστάδην αγώνα. Η πανοπλία τους περιλάμβανε ως επιθετικό όπλο το τόξο και ως αμυντικά τον (μάλλον) λινοθώρακα, ενώ λόγω της αποστολής τους η ασπίδα δεν φαίνεται να τους ήταν χρήσιμη. Ήταν χαρακτηριστικά βαρβαρική ειδικότητα, η οποία αρχικά πολέμησε εναντίον του Αλεξάνδρου και εντάχθηκε στο στρατό του, όταν πια είχε προελάσει ως την περσική ενδοχώρα. Ρητώς αναφέρονται οι Σκύθες και Δάες ιπποτοξότες, ενώ οι επίσης ιπποτοξότες Γέτες δεν αναφέρονται να ακολούθησαν την εκστρατεία. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο όρος Πάρθιο βέλος, προέρχεται από την εξαιρετική ικανότητα των Παρθυαίων ιπποτοξοτών, ενώ διώκονταν να αναστρέφουν και να κατατοξεύουν τους διώκτες τους.


Η Πανοπλία Των Ιππέων
(Ξενοφών Περί Ιππικής 12.1)

Η τυπική πανοπλία του βαρέως ιππέα περιελάμβανε στα αμυντικά όπλα ανοικτού τύπου κράνος, μεταλλικό θώρακα ή λινοθώρακα ή ημιθωράκιο (για τους Μακεδόνες), ιππική ασπίδα και εμβάδες, ενώ στα επιθετικά κοπίδα ή μάχαιρα και ιππικό δόρυ. Η πανοπλία του ελαφρού ιππέα διέφερε από εκείνη του βαρέως ιππέα ανάλογα με την ειδικότητα, αποκλείοντας ενδεχομένως την ασπίδα και οπωσδήποτε τον μεταλλικό θώρακα και το δόρυ, αντί του οποίου χρησιμοποιούνταν ακόντιο ή τόξο. Ο Ξενοφών προτείνει δύο παλτά, ώστε ο ίδιος ιππέας να μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε επιχειρήσεις βαρέως και ελαφρού ιππικού ταυτόχρονα.




Εξοπλισμός και θωράκιση των Ίππων
(Ξενοφών Περί ιππικής 5.12, 6.7, 9, 7.1, 5, 8.5, 12.1, Κύρου Ανάβασις Α.VIII.7, Αρριανός Ινδική 16)

Τα βασικά στοιχεία της ιπποσκευής ήταν ο χαλινός (το μεταλλικό εξάρτημα που μπαίνει στο στόμα του ίππου), τα ἡνία (ο ιμάντας, με τον οποίο ο ιππέας χειρίζεται τον χαλινό), οι μύωπες (σπιρούνια) και το ἐφίππιον (σέλλα). Το ἐφίππιον δεν διέθετε ἀναβολεῖς, έτσι ο ιππέας ανέβαινε είτε με τη βοήθεια ιπποκόμου όπως οι Πέρσες, είτε πηδούσε στην πλάτη του ίππου στηριζόμενος στο δόρυ του. Επιπλέον η χρήση του δεν ήταν υποχρεωτική και αυτή η πληροφορία δείχνει ότι και σ’ αυτό το σημείο επικρατούσε ανομοιογένεια στον εξοπλισμό. Η γενική αντίληψη ότι οι Έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν ἐφίππια οφείλεται στις σχετικές παραστάσεις (αγγεία, ανάγλυφα κλπ), ωστόσο εδώ πρέπει να εντοπίσουμε την ποιητική άδεια των καλλιτεχνών, που προτιμούσαν να θυσιάσουν την ακρίβεια, προκειμένου να αναδείξουν την ομορφιά του ίππου.

Αυτή ήταν η ιπποσκευή, την οποία με μικρές παραλλαγές χρησιμοποιούσαν οι περισσότεροι αρχαίο λαοί. Η ιπποσκευή των Ινδών δεν περιελάμβανε ἐφίππια, ενώ τα χαλινάρια τους «ήταν διαφορετικά από τα ελληνικά ή τα κελτικά». Στο άκρο του στόματος του ίππου περνούσαν ένα ακατέργαστο δέρμα βοδιού, ραμμένο σε κύκλο, που στην εσωτερική του πλευρά είχε καρφιά χάλκινα ή σιδερένια και όχι μυτερά. Μέσα στο στόμα του υπήρχε ένα σιδερένιο σουβλί. Όταν ο ιππέας τραβούσε τα ἡνία, το σουβλί μέσα στο στόμα και τα καρφιά γύρω από το κεφάλι του ίππου τον κέντριζαν και τον υποχρέωναν να υπακούσει.

Η πλήρης θωράκιση του ίππου περιελάμβανε προμετωπίδιον, που προστάτευε το κεφάλι του, προστερνίδιον, που προστάτευε το στέρνο του, παραμηρίδια, που προστάτευαν τα πόδια του, ενώ το ἐφίππιον (σέλλα) παρείχε στοιχειώδη προστασία την κοιλιά του.

http://www.alexanderofmacedon.info/greek/A1gr.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου