Όταν το πρωτοδιάβασα ένιωσα το ρίγος της πραγματικής ποίησης να μου σκληραίνει την επιδερμίδα μαζί με τα ουρλιάσματα της «μάρτυσσας μάνας». Διάβασα τη γνώριμη, την άφωνη Καβαφική οιμωγή. ΣΤΡΑΤΗΣ ΤΣΙΡΚΑΣ
Ενα «θαμμένο» αιγυπτιοκεντρικό και αντιαποικιακό ποίημα του Κ. Π. Καβάφη «ξεθάψαμε» με αφορμή την πρόσφατη αιματοχυσία στην Αίγυπτο, με απρόβλεπτες ακόμη συνέπειες για την πορεία αυτής της χώρας. Το θρηνώδες και θρηνητικό «27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ.» το ανασύραμε από τα «Κρυμμένα».
Το «27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ.» αναφέρεται στην τραγωδία του Ντενσουάι. Αφορμή στάθηκε η δίκη πενήντα φελάχων του ομώνυμου χωριού, που συνεπλάκησαν με Αγγλους αξιωματικούς. Τι είχε συμβεί; Στις 13 Ιουνίου 1906 πέντε Αγγλοι αξιωματικοί εισβάλλουν στο άσημο χωριουδάκι Ντενσουάι και αρχίζουν να πυροβολούν ήμερα περιστέρια που ανέτρεφαν οι φελάχοι στους περιστερώνες τους. Ο γέρος προεστός του χωριού, μέσω μεταφραστή, αντέδρασε λέγοντας ότι και πέρσι είχε συμβεί κάτι ανάλογο. Οι Αγγλοι εκώφευσαν στα λόγια του σεβάσμιου γέροντα και έβαλαν φωτιά σ' ένα αλώνι με άχυρα και στο γειτονικό σπίτι, ενώ τραυμάτισαν βαριά μία 26χρονη μάνα με το παιδί της. Τι θέλατε να κάνουν οι φελάχοι; Μήπως να τους χειροκροτούν; Ως αμυνόμενοι, ρίχτηκαν στους κατακτητές με πλίνθους και ρόπαλα. Οι Αγγλοι, αμυνόμενοι στη δίκαιη επίθεση, ανταπέδωσαν με πυρά και πλήγωσαν τέσσερις άντρες. Μα καθώς οι φελάχοι κατάφεραν να τους αφοπλίσουν, οι Αγγλοι έτρεξαν προς τα αμάξια τους για να διασωθούν. Οι φελάχοι τούς κατέβασαν και συνέχισαν τον ξυλοδαρμό. Ενας αξιωματικός, που ήταν και γιατρός, ρίχτηκε στη διώρυγα για να φέρει ενισχύσεις -το χωριό βρισκόταν κοντά στη διώρυγα Μπακουρία της Μουδιρίας (νομός) Μενουφία. Οι υπόλοιποι διέφυγαν με τα άλογά τους, τα οποία είχαν παρατήσει, προτού ανεβούν στα αμάξια τους. Από αυτούς, ο 31χρονος κάπτεν Μπουλ, παλαίμαχος του πολέμου εναντίον των Μπόερς, πληγωμένος από πέτρα στον κρόταφο, έκανε πεζή τη διαδρομή μέχρι το στρατόπεδο. Με 42 βαθμούς ο «ψημένος» στις μάχες άντρας έπαθε ηλίαση και πέθανε. Ως αντίποινα, οι αποθηριωμένοι Αγγλοι ξεχύθηκαν στο χωριό Σερσένα και σκότωσαν ένα φελάχο, συντρίβοντάς του το κρανίο. Στη δίκη που ακολούθησε τις συμπλοκές, το δοτό δικαστήριο αθώωσε τους Αγγλους στρατιωτικούς και καταδίκασε τους ντόπιους. Η απόφαση βγήκε στις 27 Ιουνίου 1906: τέσσερις Αιγύπτιοι καταδικάστηκαν σε απαγχονισμό, δύο σε ισόβια καταναγκαστικά, ένας σε δεκαπέντε καταναγκαστικά, έξι σε επτά χρόνια καταναγκαστικά, τρεις σε φυλάκιση ενός χρόνου και σε δημόσια μαστίγωση και τέλος πέντε σε μαστίγωση δίχως φυλακή. Στη 1 μετά το μεσημέρι της Πέμπτης 28ης Ιουνίου τούς μεταφέρουν στο Ντενσουάι, καθώς οι Αγγλοι κυβερνήτες θέλησαν να γίνει η εκτέλεση στο ίδιο μέρος της αιματηρής αγγλο-αιγυπτιακής συμπλοκής. Οι γυναίκες και τα παιδιά των καταδικασμένων μαζεύτηκαν γύρω από την αγχόνη και έβγαζαν απελπιστικές κραυγές: Για ντα Χιέτι, Για Χαμπίμπι, Για Χούγια, Για Μπούγια (Ω συμφορά μου, ω αγαπημένε μου, ω αδελφέ μου, ω πατέρα μου). Ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης στη γωνία του αυτόγραφου ποιήματός του αναφέρει το όνομα Ιούσεφ Χουσέιν Σελίν. Τον θέλει δεκαεπτάχρονο, ενώ σύμφωνα με τα πρακτικά τον ανεβάζουν στα είκοσι δύο. Μάλλον ο ποιητής επινόησε την ηλικία, για να κάνει πιο σπαρακτικό το θρήνο της μάνας κι όχι να εμφανίσει πιο απαίσιο το έγκλημα των Αγγλων. Γιατί, όμως, δεν το δημοσίευσε το ποίημα ο Καβάφης; Ας αφήσουμε να μας δώσει την εξήγηση ο Στρατής Τσίρκας («Ο πολιτικός Καβάφης», εκδόσεις Κέδρος, πρώτη έκδοση 1971): «Η θηριωδία του ιμπεριαλισμού καταγγέλνεται εκεί μέσα τόσο παραστατικά, που ακόμη κι ύστερα από το 1922, που παραιτήθηκε από την Υπηρεσία Αρδεύσεων, ο ποιητής κινδύνευε να χάσει τη δημιουργική γαλήνη του, βάζοντας στη ράχη κι άλλους διαβόλους, πολλά κατεστημένα συμφέροντα, εκτός από τους νεαρούς θιασώτες τού Αποστολακισμού και της άρνησης, εκτός από τους σεμνότυφους ιατροφιλόσοφους κι όλο το συρφετό που φαρμάκωνε την καθημερινή του ζωή μέσα στην πάντοτε αγγλοκρατούμενη Αλεξάντρεια των βαμπακάδων και των κρεμμυδέμπορων».
"Σαν τόφεραν οι Χριστιανοί να το κρεμάσουν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί
η μάνα του που στην κρεμάλα εκεί κοντά
σέρνονταν και χτυπιούνταν μες στα χώματα
κάτω απ' τον μεσημεριανό, τον άγριο ήλιο
πότε ούρλιαζε, και κραύγαζε σα λύκος, σα θηρίο
και πότε εξαντλημένη η μάρτυσσα μοιρολογούσε
«Δεκαεφτά χρόνια μοναχά με τάζησες παιδί μου».
Κι όταν το ανέβασαν την σκάλα της κρεμάλας
κ' επέρασάν το το σκοινί και τόπνιξαν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
κ' ελεεινά κρεμνιούνταν στο κενόν
με τους σπασμούς της μαύρης του αγωνίας
το εφηβικόν ωραία καμωμένο σώμα,
η μάνα η μάρτυσσα κυλιούντανε στα χώματα
και δεν μοιρολογούσε πια για χρόνια τώρα·
«Δεκαεφτά μέρες μοναχά», μοιρολογούσε,
«δεκαεφτά μέρες μοναχά σε χάρηκα παιδί μου»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου