Αϊβαλί
Οι Κυδωνίες ή το Αϊβαλί (τουρκ. Ayvalık) είναι μια πόλη και ένας από τους ασφαλέστερους λιμένες στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, απέναντι από τη Λέσβο, στα βορειοανατολικά της Μυτιλήνης. Βρίσκεται στην επαρχία Μπαλικεσίρ και κοντά στην Πέργαμο. Υπολογίζεται ότι έχει περίπου 30.000 κατοίκους, οι οποίοι αυξάνονται κατά την καλοκαιρινή περίοδο λόγω τουρισμού.
Το Αϊβαλί υπήρξε μαζί με άλλες παρακείμενες πόλεις και χωριά ένα από τα πιο ιστορικά κέντρα του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία. Μεγάλο εμπορικό κέντρο, λόγω του λιμένα, είχε ανθρώπινη παρουσία από το 1500 π.Χ.. Η ίδρυση του σύγχρονου οικισμού τοποθετείται μεταξύ του 1570 και του 1580. Οι πρώτοι οικιστές ήρθαν από τα γειτονικά παράλια της Λέσβου, στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τις επιδρομές των πειρατών, και ίδρυσαν οικισμούς στην παραλία, στις θέσεις Χόνδραμμο (Καμπακούμ) και Καμπύλη Άκρα (Εγρί Μποτζάκ).
Επειδή όμως και εκεί δεν έπαψαν οι ενοχλήσεις των πειρατών, μετακινήθηκαν προς το εσωτερικό του όρμου, στη θέση όπου βρίσκεται και σήμερα το Αϊβαλί, στο βάθος του ομώνυμου όρμου προφυλαγμένου από τα Μοσχονήσια. Το Αϊβαλί εξελίχθηκε γρήγορα σε ένα μεγάλης σημασίας εμπορικό κόμβο, που εξυπηρετούσε τα πλοία που έβγαιναν στο Αιγαίο.
Η μεγάλη ακμή του Αϊβαλιού τοποθετείται χρονικά μετά το 1773 και αποδίδεται στα προνόμια που παραχωρήθηκαν τότε στους χριστιανούς κατοίκους της πόλης από την οθωμανική διοίκηση. Ο ελληνικός πληθυσμός του άσκησε μεγάλη επιρροή στη ντόπια ζωή μέχρι και το 1922, οπότε το σύνολο των Ελλήνων έφυγε και στη θέση τους ήρθαν μουσουλμάνοι κυρίως από την Κρήτη, στα πλαίσια της ανταλλαγής πληθυσμών.
Η πόλη, αποτέλεσε σύμβολο της προσφυγιάς του 1922. Σήμερα είναι ένα αναπτυσσόμενο αστικό κέντρο, το οποίο διατηρεί ακόμα αρκετά από τα ελληνικά του στοιχεία. Αποτελεί το εμπορικό κέντρο της περιοχής μετά το Αδραμύττιο. Πολλοί από τους ηλικιωμένους κατοίκους της πόλης εξακολουθούν να μιλούν Ελληνικά, ενώ πολλά τούρκικα τεμένη είναι πρώην ελληνικές ορθόδοξες εκκλησίες. Χαρακτηριστικός είναι ο ωραίος αιγιαλός στο μυχό του που λεγόταν "Φάληρο", με ωραία λουτρά, καθώς και το προάστιο "Γενιτσαροχώρι" όπου και οι άλλοτε εσωτερικοί λιμένες Αγιά Παρασκευή και Πασά-λιμάν.
Το Αϊβαλί είναι η πόλη από την οποία κατάγεται ο ζωγράφος και συγγραφέας Φώτης Κόντογλου.
Η ονομασία της πόλης προέρχεται από την τουρκική λέξη ayva, (αϊβά) η οποία σημαίνει «κυδώνι», τόσο τον καρπό όσο και το όστρακο, τα οποία αμφότερα αφθονούν στην ευρύτερη περιοχή. Εκτός από την ονομασία «Αϊβαλί», η οποία επιλέχθηκε ως κύρια, ήταν σε χρήση μέχρι τέλους και η λόγια ελληνική εκδοχή της, «Κυδωνίαι». Η επιλογή μεταξύ των δύο δεν ήταν άμοιρη ιδεολογικού περιεχομένου, ενώ ταυτόχρονα παρείχε και στοιχεία για την κοινωνική ταυτότητα του ομιλούντος. Έτσι οι εκπρόσωποι των ανώτερων στρωμάτων προτιμούσαν την εκδοχή «Κυδωνίαι», ενώ ο όρος «Αϊβαλί» χρησιμοποιόταν από τα λαϊκά στρώματα.
Ιστορικά στοιχεία
Από τις νεότερες πόλεις της Μικράς Ασίας, οι Κυδωνιές ιδρύθηκαν στο τέλος του 16ου ή στις αρχές του 17ου αιώνα από κατοίκους της Λέσβου, οι οποίοι εγκατέλειψαν την πατρίδα τους αναζητώντας καλύτερους όρους διαβίωσης. Είναι άγνωστο πόσοι ήταν οι άποικοι, όταν δημιουργήθηκε ο πρώτος οικισμός, η ανάπτυξη όμως της πόλης υπήρξε ραγδαία και από τα μέσα του 18ου αιώνα διεδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην οικονομική και την πνευματική ζωή της περιοχής.
Το 1773, κατά την επικρατέστερη άποψη, ο κληρικός Ιωάννης Δημητρακέλλης, γνωστός και ως Οικονόμος από το εκκλησιαστικό του αξίωμα, πέτυχε, με τη βοήθεια του δραγουμάνου του στόλου Νικολάου Μαυρογένη (1770-1786), τη χορήγηση προνομίων στην πόλη. Με τα προνόμια αυτά, οι Κυδωνίες αναγνωρίστηκαν ως αμιγής χριστιανική κοινότητα, επικεφαλής της οποίας ήταν τρεις δημογέροντες και δύο Τούρκοι αξιωματούχοι, ο αγάς ή βοεβόδας και ο καδής.
Το 1780, με φροντίδα του Δημητρακέλλη, οικοδομήθηκε μεγαλοπρεπής ναός της Παναγίας των Ορφανών, στην περίβολο του οποίου ιδρύθηκε νοσοκομείο και βρεφοκομείο, καθώς και κτήριο που στέγασε την Ελληνική Σχολή, με βιβλιοθήκη αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και έργων φιλοσοφικών και θεολογικών. Πρώτοι διδάσκαλοι της Σχολής υπήρξαν ο ιεροδιάκονος Ευγένιος από τα Βουρλά ή την Κίο της Βιθυνίας, ο Βησσαρίων από τη Σύμη των Δωδεκανήσων, ο Θεοδόσιος από τα Μουδανιά κ.ά. Λίγα χρόνια αργότερα, η Σχολή του Οικονόμου, που πέθανε το 1792, αναδιοργανώθηκε, στεγάστηκε σε νέο οίκημα, πήρε τον χαρακτήρα ανώτερης σχολής και ονομάστηκε Ακαδημία.
Στην Ακαδημία των Κυδωνιών, που υπήρξε ένα από τα αξιολογότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού, ο Βενιαμίν Λέσβιος εδίδαξε φιλοσοφία, μαθηματικά και φυσιογνωστικές επιστήμες, μαθήματα «καινοφανή» για την εποχή, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση εκκλησιαστικών κύκλων και διωγμό εναντίον του σοφού λογίου. Το 1811, τη διεύθυνση της Ακαδημίας ανέλαβε ο επίσης ονομαστός λόγιος Θεόφιλος Καΐρης και δίδαξε ώς τις αρχές του 1821, όταν, μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, εγκατέλειψε τις Κυδωνίες για να λάβει μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Παράλληλα δίδαξε και ο Γρηγόριος Σαράφης, ενώ μαθητές της Ακαδημίας, κυρίως Έλληνες, τίμησαν αργότερα τα ελληνικά γράμματα. Στην Ακαδημία φοίτησαν και λίγοι Βούλγαροι και Ρουμάνοι. Το 1819, ο Κυδωνιάτης Κωνσταντίνος Τόμπρας, που με φροντίδα της κοινότητας είχε εκπαιδευθεί στα τυπογραφεία του Ντιντό (Didot) στο Παρίσι, ανέλαβε τη διεύθυνση τυπογραφείου που ιδρύθηκε στην πόλη για την εξυπηρέτηση των αναγκών της Σχολής.
Οι Κυδωνίες, με ελληνικό πληθυσμό 30.000 στις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης, ένα από τα σπουδαιότερα οικονομικά και πολιτιστικά κέντρα του υπόδουλου Ελληνισμού, το δεύτερο μετά τη Σμύρνη στη Μικρά Ασία, καταστράφηκε από τουρκικό στρατό, που μπήκε στην πόλη στις 2 Ιουνίου 1821 για να εκδικηθεί για την πυρπόληση τουρκικού δίκροτου στις 27 Μαΐου στην Ερεσό. Στις 3 Ιουνίου, ο Ιωάννης Φιλήμων χαρακτηριστικά αναφέρει:
Η πυρκαϊά, άμα τεθείσα, ηυξήθη κολοσσιαία, ένεκα των πολλών ελαιουργείων και ελαιοπωλείων· οι ναοί, η σχολή, η βιβλιοθήκη και πάντα τα καταστήματα κατέπεσαν ολόκαυστα. Πατέρες, σύζυγοι, τέκνα, περιέτρεχον από του ενός εις το άλλο μέρος τρομώδη και αμηχανούντα, όπως διεκφύγωσι την σφαγήν... Ούτω κατεστράφη η πόλις των Κυδωνιών, σφαγείσα και αιχμαλωτισθείσα κατά το έν τρίτον, λεηλατηθείσα κατά το όλον και αποτεφρωθείσα κατά κράτος
.
Όσοι Κυδωνιάτες εσώθηκαν, κατέφυγαν στα Ψαρά και σε άλλα νησιά και στην Πελοπόννησο και έλαβαν ενεργό μέρος στον Αγώνα.
Το 1827 άρχισε η επάνοδος των προσφύγων στην κατεστραμμένη πόλη και άρχισε η ανοικοδόμησή της με ταχύ ρυθμό. Το 1842, οι κάτοικοι είχαν ανέλθει σε 18.000 και η αύξηση του πληθυσμού συνεχίστηκε. Κατά τον αιώνα από την επανεγκατάσταση ώς τη Μικρασιατική Καταστροφή, η βιοτεχνία και το εμπόριο παρουσίασαν ραγδαία ανάπτυξη, ενώ η ίδρυση ατμοκίνητων ελαιοτριβείων και η ναυτιλιακή δραστηριότητα των κατοίκων κατέστησαν τις Κυδωνίες κέντρο εμπορίας λαδιού που η ετήσια παραγωγή του έφθανε τα 4.000.000 οκάδες. Το Γυμνάσιο της πόλης με την πλουσιότατη βιβλιοθήκη του, που ονομάστηκε Διδότειος προς τιμήν του παρισινού εκδοτικού οίκου Didot ο οποίος την επλούτισε με χιλιάδες τόμους, τα τυπογραφεία (μετά το 1911), από τα οποία εκδίδονταν εφημερίδες και περιοδικά, και οι πολιτιστικοί σύλλογοι δημιούργησαν πνευματική ζωή και ανέβασαν το πολιτιστικό επίπεδο. Χαρακτηριστικός είναι ο μεγάλος αριθμός λογίων και ανώτερων κληρικών που κατάγονται από τις Κυδωνίες, γνωστότεροι από τους οποίους είναι οι λογοτέχνες Φώτης Κόντογλου, Ηλίας Βενέζης και Στρατής Δούκας.
Οι διωγμοί που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου πολέμου εναντίον του μικρασιατικού Ελληνισμού έπληξαν ιδιαίτερα τους Κυδωνιάτες. Οι ομαδικές εκτοπίσεις κατοίκων στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας και η φυγή νέων κυρίως Κυδωνιατών το 1917 προς τη Λέσβο ανέκοψαν επί μήνες την ανάπτυξη της πόλης, στην οποία οι φυγάδες κάτοικοί της επανήλθαν μετά την ανακωχή της 11ης Νοεμβρίου 1918. Το οριστικό πλήγμα δόθηκε λίγα χρόνια αργότερα. Στις 16 Μαΐου 1919, ο ελληνικός στρατός κατέλαβε τις Κυδωνίες σύμφωνα με το σχέδιο του ελληνικού στρατηγείου, η υποχώρηση όμως του ελληνικού στρατού είχε τραγικές συνέπειες και για τις Κυδωνίες.
Στις 29 Αυγούστου 1922 μπήκαν στην πόλη τα πρώτα τουρκικά στρατιωτικά τμήματα, που ενισχύθηκαν στις 6 Σεπτεμβρίου. Οι άνδρες στάλθηκαν σε στρατόπεδα του εσωτερικού, άλλοι εκτελέστηκαν, και ελάχιστοι μόνο σώθηκαν, που με τα γυναικόπαιδα κατέφυγαν στη Λέσβο και από κει σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Θύμα του τουρκικού φανατισμού υπήρξε και ο μητροπολίτης Γρηγόριος, που είχε αρνηθεί να εγκαταλείψει την πόλη. Στις Κυδωνίες μετά την καταστροφή, κατά την ανταλλαγή πληθυσμών, εγκαταστάθηκαν Τούρκοι από τη Λέσβο, την Κρήτη και τη Μακεδονία.
Το 2007, στο λιμάνι του Αϊβαλιού έγινε για πρώτη φορά μετά το 1922 τελετή αγιασμού των υδάτων κατά την ημέρα των Θεοφανίων.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου