ΟΙ ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΦΕΣΟ
Οι οχυρώσεις της Aρχαϊκής και της Κλασικής περιόδου
Η εικόνα των οχυρώσεων της Εφέσου κατά τους Αρχαϊκούς και Κλασικούς χρόνους παρουσιάζεται ιδιαίτερα αποσπασματική. Τα δομικά κατάλοιπα σπανίζουν, ενώ μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει συστηματική αρχαιολογική έρευνα για τα τείχη. Το περίπλοκο ζήτημα της τοπογραφίας της αρχαϊκής και της κλασικής πόλης δημιουργεί περαιτέρω ασάφειες, ενώ η αναπόφευκτη σύγκριση με το επιβλητικό ελληνιστικό τείχος επιτείνει την αίσθηση της ένδειας όσον αφορά τις προγενέστερες οχυρώσεις.
Τα αρχαιολογικά δεδομένα πιστοποιούν ότι η πρωιμότατη εγκατάσταση με την ονομασία Κορησσός στις εκβολές του Καΰστρου ήταν οχυρωμένη, αφού εντοπίστηκαν εκεί κατάλοιπα τείχους που χρονολογούνται πιθανότατα στους Αρχαϊκούς χρόνους.1 Επιπλέον, μια μνεία του Ηροδότου στην πολιορκία της Εφέσου από τον Κροίσο (περ. 560 π.Χ.) επιβεβαιώνει την ύπαρξη οχύρωσης και στην «παλιά πόλη», τον οικισμό που αναπτύχθηκε στο όρος Πίων (Panayır Dağ) κατά την Αρχαϊκή και την Κλασική εποχή.2 Στην κρίσιμη αυτή περίσταση το τείχος έπαιξε καθοριστικό ρόλο, καθώς οι κάτοικοι σε μια ύστατη προσπάθεια να σωθούν το ένωσαν συμβολικά με ένα σχοινί με το ιερό της Αρτέμιδος, αφήνοντας τις τύχες τους στη βούληση της προστάτιδας θεότητας της Εφέσου.
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο οικιστικός ιστός επεκτάθηκε προς το Αρτεμίσιο. Η απουσία καταλοίπων απηχεί την ύπαρξη οχυρώσεων μικρής κλίμακας, αν όχι την παντελή έλλειψή τους. Οι ίδιες συνθήκες διαφαίνονται ακόμα και την εποχή που οι δυνάμεις του Αθηναίου στρατηγού Θρασύλλου αποπειράθηκαν ανεπιτυχώς να καταλάβουν την Έφεσο το 409 π.Χ., μετά την αποστασία της από τη συμμαχία της Δήλου.3 Τέλος, κατά την εποχή των Διαδόχων πιθανολογείται η ύπαρξη ενός οχυρού που έπαιξε αναμφισβήτητα κάποιο ρόλο στα πολεμικά γεγονότα των χρόνων αυτών.
Το τείχος του Λυσιμάχου - Ιστορικό πλαίσιο και χρονολόγηση
Η υπαγωγή της Εφέσου στην εξουσία του Λυσιμάχου το 294 π.Χ. αποτέλεσε ορόσημο για την οικιστική της ανάπτυξη, καθώς ο νέος ηγεμόνας συνέλαβε και υλοποίησε το μεγαλόπνοο σχέδιο της δημιουργίας μιας νέας πόλης, στα νότια της παλιάς. Η Αρσινόεια, όπως ονομάστηκε η πόλη προς τιμήν της συζύγου του Λυσιμάχου, χτίστηκε γύρω από έναν κόλπο με ασφαλές λιμάνι –θέση ιδιαίτερα στρατηγική– και θωρακίστηκε αμυντικά με έναν επιβλητικό περίβολο, που συμπεριέλαβε και μέρος του φυσικού περιβάλλοντος σε μεγάλη έκταση γύρω από την πόλη.4
Δύο επιγραφές που βρέθηκαν εντοιχισμένες στον περίβολο παρέχουν πολύτιμα στοιχεία για τη χρονολόγησή του, καθώς και τις ιδιαίτερες συνθήκες κάτω από τις οποίες κατασκευάστηκε. Η πρώτη επιβεβαιώνει τη συνέχιση των οικοδομικών εργασιών το 290 π.Χ., ενώ στη δεύτερη εξαίρεται η γενναιοδωρία κάποιας Αθήνιδος από την Κύζικο, η οποία μεταξύ άλλων ευεργεσιών προς την πόλη συνέβαλε και στο πολυδάπανο έργο της ανέγερσης των οχυρώσεων.5 Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι το τεράστιο αυτό τεχνικό έργο αποπερατώθηκε σε μία μόνο οικοδομική φάση, άποψη προς την οποία συνηγορούν τόσο οι αναφορές των πηγών όσο και η ενιαία εικόνα που παρουσιάζει ο ίδιος ο περίβολος.6 Ως εκ τούτου, είναι δυνατή μια ασφαλής χρονολόγηση στα χρόνια περί το 290 π.Χ., ενώ μικρές προσθήκες και επισκευές γίνονταν μέχρι και τους Ρωμαϊκούς χρόνους.7
Αρχιτεκτονική περιγραφή
Ο συνολικός σχεδιασμός των οχυρώσεων του Λυσιμάχου απηχεί ένα σαφή στρατηγικό προσανατολισμό, με πρωτεύοντα στόχο την ενίσχυση της φυσικής προστασίας που παρείχαν οι δύο ορεινοί όγκοι που δέσποζαν πάνω από την πεδιάδα, καθώς και τη διαφύλαξη της ζωτικής σημασίας πρόσβασης στη θάλασσα. Έτσι, τα τείχη περιέκλεισαν μια τεράστια έκταση σε σχέση με τον οικιστικό ιστό της ελληνιστικής πόλης, περιλαμβάνοντας το νέο λιμάνι και τα όρη Πρέον (Bülbül Dağ) και Πίων (Panayır Dağ), ύψους 385 και 150 μ. αντίστοιχα. Το τμήμα του τείχους στο όρος Πρέον, που σώζεται σε εξαιρετική κατάσταση σε μήκος τουλάχιστον 5,5 χλμ., ακολουθεί μια επιμελή οδοντωτή (ζιγκ ζαγκ) χάραξη, που πρόσφερε σημαντικά καλύτερες δυνατότητες απόκρουσης του εχθρού και εξασφάλιζε την άριστη εκμετάλλευση των εδαφικών συνθηκών. Το μειονέκτημα της έλλειψης μιας φύσει οχυρής ακρόπολης αντισταθμιζόταν από τον εξαιρετικά συμπαγή χαρακτήρα του περιβόλου στις, ούτως ή άλλως, δυσπρόσιτες πλαγιές, ενώ η άμυνα ενισχυόταν ακόμη περισσότερο από ένα διατείχισμα που βρισκόταν κοντά στον πύργο 15.
Από τα σωζόμενα κατάλοιπα και τα ίχνη του περιβόλου είναι δυνατό να προσδιοριστεί με μεγάλη ακρίβεια η πορεία του, σε συνολικό μήκος περίπου 9 χλμ. Οι οχυρώσεις ξεκινούσαν περίπου 400 μ. δυτικά του λιμανιού, από έναν πύργο κατόπτευσης που δεν είναι σήμερα προσβάσιμος. Στη συνέχεια περικλείουν το λόφο του Αστυάγη, κοντά στο λεγόμενο πύργο του Αποστόλου Παύλου. Στο σημείο αυτό το τείχος κάμπτεται προς τα δυτικά για να συμπεριλάβει ένα μικρό ύψωμα που είναι γνωστό ως Ερμαίον και κατόπιν συνεχίζει προς τα ανατολικά, στις πλαγιές του βουνού, φτάνοντας σε υψόμετρο που ξεπερνά τα 300 μ. Η οχύρωση συνεχιζόταν σε χαμηλότερο επίπεδο, χωρίς να είναι δυνατό να αποτυπωθεί επακριβώς η πορεία της, και κατέληγε στην πεδιάδα. Εκεί βρίσκεται η επίσημη είσοδος της πόλης, η μνημειώδης πύλη της Μαγνησίας. Στη συνέχεια, το τείχος περιέβαλλε το όρος Πίων, το βόρειο όριο του οικισμού. Εδώ σώζονται μόνο τα ίχνη της λάξευσης για τη θεμελίωση στο βράχο, καθώς οι κάτοικοι χρησιμοποίησαν τους λίθους ως οικοδομικό υλικό για την κατασκευή του υστερορωμαϊκού τείχους, η πορεία του οποίου συμπίπτει σε πολλά σημεία με την οχύρωση του Λυσιμάχου. Στην περιοχή αυτή πρέπει να βρισκόταν και η πύλη της Κορησσού.
Το τείχος κατασκευάστηκε από ασβεστολιθικούς δόμους λατομημένους στο όρος Πρέον. Χρησιμοποιήθηκε η τεχνική του εμπλέκτου, ένα οικοδομικό σύστημα διπλής τοιχοποιίας, με λαξευμένους λίθους στις παρειές και εσωτερικό γέμισμα με χαλίκια και κονίαμα.8 Η κατασκευή ενισχυόταν με τη χρήση κάθετων αρμών ανά τακτά διαστήματα. Η τοιχοποιία στο σύνολό της είναι ακανόνιστη,9 με εξαίρεση τον πύργο του Αποστόλου Παύλου και την πύλη της Μαγνησίας, που διακρίνονται για το ισόδομο σύστημα και την επιμελημένη κατασκευή.
Το τείχος στο σύνολό του είναι εξαιρετικά συμπαγές. Είναι ενδεικτικό ότι στα μεταπύργια διαστήματα το πλάτος του ήταν κατά μέσο όρο 2,90 μ.10 Σε ορισμένα σημεία των μεταπυργίων ο περίβολος σώζεται μέχρι το αρχικό ύψος του, που θα έφτανε τα 6,50 μ. Σε όλο το μήκος του τείχους υπήρχαν κλίμακες που εξασφάλιζαν άμεση πρόσβαση στους πύργους σε περίπτωση ανάγκης. Ο περίδρομος, πλάτους 1,40 μ., ήταν κατασκευασμένος από μεγάλες τετραγωνισμένες πλάκες και σε ορισμένα σημεία ήταν πιθανώς στεγασμένος, για να διευκολύνονται οι κινήσεις των μαχητών. Ενισχυόταν με τοξικές θυρίδες που έδιναν τη δυνατότητα στους αμυνόμενους να βάλλουν εναντίον των εχθρικών στρατευμάτων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ύπαρξη ικριωμάτων, δηλαδή φορητών ξύλινων διαδρόμων που μπορούσαν να απομακρυνθούν σε περίπτωση κινδύνου.11 Το πρόσθετο αυτό αμυντικό μέσο ήταν ζωτικής σημασίας για τους υπερασπιστές του τείχους, γιατί τους έδινε τη δυνατότητα να ελέγχουν κατά βούληση την κυκλοφορία στον περίδρομο, μειώνοντας αισθητά τον κίνδυνο κατάληψης των πύργων, που αποτελούσαν το επίκεντρο της άμυνας.
Πολυάριθμοι πύργοι εξοπλισμένοι με καταπέλτες ισχυροποιούσαν τις οχυρώσεις, οι οποίοι δευτερευόντως χρησιμοποιούνταν και ως σημεία κατόπτευσης.12 Ήταν κατά κανόνα τετράγωνοι στην κάτοψη και διώροφοι και υψώνονταν ανά τακτά διαστήματα –με μέσο όρο τα 60 μέτρα– σε όλο το σωζόμενο μήκος του περιβόλου. Στην πλειονότητά τους προβάλλουν στην εξωτερική πλευρά του τείχους κατά 10-12 μ., γεγονός που επέτρεπε στους υπερασπιστές τους να προκαλούν φθορές στους πολιορκητές από τα πλάγια. Αξιοσημείωτες είναι οι μεγάλες διαστάσεις τους, οι οποίες ποικίλλουν κατά περίπτωση.13 Στο ισόγειο, ο πρόσθιος και οι πλαϊνοί τοίχοι έφταναν τα 1,60 μ. σε πάχος. Ο οπίσθιος τοίχος ενσωματωνόταν στο μεταπύργιο, ενώ στο δώμα ήταν στενότερος εξαιτίας της ύπαρξης του περιδρόμου. Η είσοδος στους πύργους γινόταν από το ισόγειο και τον περίδρομο, ενώ ένας τουλάχιστον (πύργος 3) δε διέθετε είσοδο στο επίπεδο του εδάφους. Η στέγαση γινόταν με κεραμίδια λακωνικού τύπου, ενώ τα πατώματα ήταν ξύλινα. Η κακή διατήρηση της ανωδομής δεν παρέχει επαρκή στοιχεία για τη μορφολογία της.
Η θέση κάθε πύργου στον περίβολο ήταν ειδικά σχεδιασμένη έτσι ώστε να προσφέρει τα μέγιστα δυνατά στρατηγικά πλεονεκτήματα. Ανάλογα με το σημείο όπου βρίσκονταν, οι πύργοι διέθεταν στο ισόγειο μεγάλα ανοίγματα απ’ όπου έβαλλαν οι καταπέλτες, ή μικρές θυρίδες για τους τοξότες, ενώ κάποιοι ήταν εντελώς συμπαγείς. Πολλοί είχαν και θυρίδες στους πλαϊνούς τοίχους για την προστασία των μεταπυργίων. Ο μεγάλος αριθμός και οι διαστάσεις των πύργων της Εφέσου συνηγορούν υπέρ μιας ευρείας χρήσης καταπελτών, που αποτελούσαν ισχυρότατο έρεισμα των υπερασπιστών της πόλης έναντι των εχθρικών στρατευμάτων. Οι πύργοι που διέθεταν καταπέλτες γειτνίαζαν με τα πιο ευάλωτα σημεία του περιβόλου.14
Ιδιαίτερης μνείας χρήζει ο περίφημος «πύργος του αποστόλου Παύλου» (πύργος 41) κοντά στην παλιά είσοδο του λιμανιού, που ξεχωρίζει χάρη στον όγκο και την ιδιαίτερη διαμόρφωσή του. Το αξιόλογο αυτό οικοδόμημα, με διαστάσεις 14,60 x 14,60 μ., διέθετε τέσσερις ισομεγέθεις χώρους στο εσωτερικό, που λειτουργούσαν πιθανώς ως ενδιαιτήματα για τη φρουρά. Η θέση του πάνω σε ύψωμα και η ιδιαίτερα επιμελής κατασκευή του πιστοποιούν τον κομβικό ρόλο του στον αμυντικό σχεδιασμό της πόλης. Σε καιρό ειρήνης το οικοδόμημα λειτουργούσε ως σημείο κατόπτευσης που έλεγχε τις στρατηγικές θέσεις του λιμανιού και της πεδιάδας, ενώ σε περίπτωση πολιορκίας οι καταπέλτες του χρησιμοποιούνταν εναντίον των εχθρικών πλοίων που επιχειρούσαν να μπουν στο λιμάνι.15
Στο σωζόμενο τμήμα του τείχους ανοίγονταν και οχυρωμένες πυλίδες κοντά στους πύργους, οι οποίες εντάσσονται σε διάφορους τύπους με απλό ή αψιδωτό υπέρθυρο.16 Σε περίπτωση πολιορκίας οι μικρές αυτές δίοδοι πρόσφεραν τη δυνατότητα αιφνιδιαστικών εφόδων στους αμυνόμενους και χρησίμευαν στη μεταφορά ενισχύσεων και τροφίμων, ενώ σε καιρό ειρήνης διευκόλυναν την επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Οι πυλίδες της Εφέσου έκλειναν με ξύλινες θύρες και ασφαλίζονταν με οριζόντιες δοκούς.
Αρχιτεκτονικός τύπος
Η αλματώδης εξέλιξη στους τομείς της πολιορκητικής και της στρατηγικής τέχνης κατά τους Πρώιμους Ελληνιστικούς χρόνους καθιστούσε συχνά ανεπαρκή τα παλιά τείχη των πόλεων, επιβάλλοντας την ανάγκη οικοδόμησης νέων ισχυρότερων οχυρώσεων.17 Η ευρεία χρήση καταπελτών και πολιορκητικών μηχανών μετέφερε το κέντρο βάρους στην οχύρωση του φυσικού περιβάλλοντος, που περιλάμβανε τα υψώματα και τις στρατηγικές θέσεις γύρω από τις πόλεις.18 Τα νέα δεδομένα στην αμυντική αρχιτεκτονική αποκρυσταλλώθηκαν στην αναβίωση του αρχιτεκτονικού τύπου των «εκτενών αμυντικών περιβόλων» που υπερέβαιναν κατά πολύ τα όρια του οικιστικού ιστού, μια τάση που εκδηλώθηκε στα χρόνια 370-270 π.Χ.19
Η ευρεία χρήση τέτοιων οχυρώσεων στη Μικρά Ασία, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την Έφεσο, την Αλικαρνασσό, την Αλεξάνδρεια Τρωάδα, την Ηράκλεια του Λάτμου και τη Σελεύκεια Πιερία, εντάσσεται στο νέο πολιτικό και στρατιωτικό καθεστώς που δημιούργησε η πρακτική της ίδρυσης ή επανίδρυσης πόλεων εκ μέρους των Διαδόχων. Ως υπεύθυνοι για το σχεδιασμό της στρατηγικής, οι νέοι μονάρχες έθεσαν άμεση προτεραιότητα τη διαφύλαξη της ασφάλειας στην επικράτειά τους. Έτσι, σε μια εποχή που χαρακτηρίστηκε από πολιτική αστάθεια και αλλεπάλληλες πολεμικές συγκρούσεις, οι νέου τύπου οχυρώσεις αποτελούσαν το κύριο μέσο της ενεργητικής άμυνας, ενώ σε καιρό ειρήνης οι πολυπληθείς φρουρές τους εκμηδένιζαν τον κίνδυνο επιβουλών εκ των έσω.
Το ελληνιστικό τείχος της Εφέσου αποτελεί δημιούργημα του βραχύβιου ιστορικού πλαισίου που διαμορφώθηκε στα χρόνια της σύντομης κυριαρχίας του Λυσιμάχου.20 Οι εξαιρετικά συμπαγείς οχυρώσεις με τους πολυάριθμους πύργους και τις πυλίδες απηχούν μια υπέρμετρη έμφαση στον τομέα της ενεργητικής άμυνας, που εκφράζει πρακτικά και συμβολικά την αδιαπραγμάτευτη πρόθεση της κεντρικής εξουσίας να επιβάλει τη θέλησή της. Η επιλογή αυτή έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε σύγκριση με τους σύγχρονους εκτενείς περιβόλους επί μικρασιατικού εδάφους, που υπολείπονται κατά πολύ του τείχους του Λυσιμάχου σε όγκο και μέγεθος και διαθέτουν αισθητά λιγότερους αμυντικούς πύργους και πυλίδες. Στη Σελεύκεια Πιερία, για παράδειγμα, αν και η τοπογραφία παρουσίαζε ανάλογη εικόνα με την Έφεσο, οι πύργοι έπαιζαν δευτερεύοντα ρόλο, ενώ η άμυνα οργανωνόταν στα μεταπύργια. Αντίστοιχα, το «διατείχισμα» στην Ηράκλεια δεν είχε το συμπαγή χαρακτήρα του τείχους του Λυσιμάχου και διέθετε σαφώς λιγότερους πύργους και οχυρωμένες πυλίδες.21
Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση των κατοίκων στις νέες συνθήκες, όπως αυτή διαφαίνεται στα ιστορικά γεγονότα και τις μαρτυρίες των πηγών. Παρά την προφανή τους αναγκαιότητα, η κατασκευή νέων οχυρώσεων μπορούσε να γίνει ιδιαίτερα επαχθής για τους πολίτες, οι οποίοι επιφορτίζονταν με το υπέρογκο κόστος της οικοδόμησης και της συντήρησής τους.22 Οι εξελίξεις στην Έφεσο απέδειξαν ότι η δυσαρέσκεια έφτανε στα όρια της λαϊκής κατακραυγής, καθώς οι κάτοικοι δε συμμερίστηκαν εξαρχής το μεγαλεπήβολο σχέδιο της επανίδρυσης της πόλης τους. Ο θάνατος του Λυσιμάχου στο Κουροπέδιο το 281 π.Χ. πυροδότησε σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων. Οι «σελευκίζοντες» έσπευσαν να γκρεμίσουν τμήματα του περιβόλου ώστε να προλάβουν τυχόν τοποθέτηση νέας φρουράς από τη σελευκιδική πλευρά.23 Στη συνέχεια, άνοιξαν συμβολικά τις πύλες και απείλησαν τη ζωή ακόμη και της Αρσινόης.24
Πατσιάδου Λίλα , «Έφεσος (Αρχαιότητα), Οχυρώσεις», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
Η Έφεσος βρίσκεται δίπλα στο Selçuk (Σελτζούκ) και το Kuşadası (Κουσάντασι), σε απόσταση 70 χλμ. νότια της Σμύρνης, κοντά στις εκβολές του ποταμού Καΰστρου (Kuçuk Menderes). Κατοικήθηκε αδιάλειπτα έως τις ημέρες μας, αν και παρήκμασε μετά την αραβική κατάκτηση του 654/655. Οι ανασκαφές στην πόλη και το παρακείμενο Αρτεμίσιο ξεκίνησαν από το Βρετανό Wood το 1862 και συνεχίστηκαν από το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, από το 1895 έως σήμερα.1 Ο αρχαιολογικός χώρος είναι ο πλέον πολυσύχναστος της Μικράς Ασίας, με περισσότερους από 2.500.000 επισκέπτες το χρόνο. Μεγάλο μέρος των μνημείων της πόλης έχει αναστηλωθεί, ήδη από το 19ο αιώνα, αποτυπώνοντας κυρίως την όψη της ρωμαϊκής πόλης.
Ιστορία της Εφέσου
Στην περιοχή της χώρας της Εφέσου έχουν βρεθεί ίχνη κατοίκησης από τη Νεολιθική περίοδο, και κυρίως τη Μέση και την Ύστερη εποχή του Χαλκού (2000-1200 π.Χ.). Η Έφεσος ταυτίζεται με την πόλη Apasha, που συναντάται στα αρχεία των Χετταίων βασιλέων ως πρωτεύουσα του μικρασιατικού βασιλείου Arzawa, στα τέλη του 14ου αι. π.Χ.2 Η ακριβής θέση της δεν έχει εντοπιστεί: μια μυκηναϊκή ταφή του 14ου αι. π.Χ. ανασκάφηκε το 1962 στους πρόποδες του λόφου του Ayasuluk, ενώ πιο πρόσφατες έρευνες του Μουσείου του Selçuk στην ίδια θέση απέδωσαν κάποια χάλκινα ευρήματα της ίδιας περιόδου.3
Ίδρυση της πόλης και πρώιμη ιστορία της
Σύμφωνα με το μύθο, η Έφεσος ιδρύθηκε από τον Άνδροκλο, γιο του βασιλιά της Αθήνας Κόδρου, επικεφαλής μεικτού πληθυσμού Αθηναίων, Σαμίων και Αιτωλών.4 Εκεί υπήρχε ήδη εγκατάσταση Λελέγων και Καρών ή Λυδών, οι οποίοι λάτρευαν τη Μητέρα των Θεών. Οι άποικοι εκδίωξαν τους αυτόχθονες από την άνω πόλη, αλλά δεν πείραξαν όσους ζούσαν γύρω από το ιερό. Ταύτισαν τη θεά των αυτοχθόνων με την Άρτεμη και ίδρυσαν την πρώτη οχυρή θέση, περίπου 1200 μ. (7 στάδια) από τη θέση του Αρτεμισίου.5 H παράδοση τοποθετεί την ίδρυση της πόλης στο β΄ μισό του 11ου αι. π.Χ., όμως μια τόσο υψηλή χρονολογία δεν υποστηρίζεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα.6
Ο Άνδροκλος ήταν ο πρώτος βασιλιάς της πόλης. Ηγήθηκε των Ιώνων σε πόλεμο εναντίον των Καρών και των συμμάχων τους Σαμίων. Όταν οι Κάρες εκστράτευσαν εναντίον της Πριήνης, ο Άνδροκλος έσπευσε σε βοήθεια, αλλά, παρά τη νίκη, φονεύθηκε μαζί με πολλούς Εφεσίους.7 Οι επιζώντες Εφέσιοι επαναστάτησαν ενάντια στους γιους του Ανδρόκλου, με τη βοήθεια των Τηίων και των Καρηναίων, οι οποίοι έγιναν δεκτοί ως πολίτες, και έδωσαν το όνομά τους σε δύο φυλές.8
Η Έφεσος υπήρξε μέλος της Ιωνικής Δωδεκάπολης, που προέκυψε από την ένωση ιωνικών κρατών, τα οποία κατέστρεψαν την πόλη Μελίη και δημιούργησαν το Πανιώνιον. Παλιότερες απόψεις που θέλουν την Έφεσο έδρα μιας πρώιμης συνομοσπονδίας Ιώνων και το βασιλιά της Εφέσου βασιλιά όλων των Ιώνων στερούνται ιστορικής βάσης.
Αρχαϊκή περίοδος
Γύρω στο 640 π.Χ., η Έφεσος και το ιερό της Άρτεμης υπέστησαν την επιδρομή των Κιμμερίων. Ο Πυθαγόρας έγινε τύραννος στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. και ακολούθησε πολιτική κατά των αριστοκρατών. Τον διαδέχτηκε στην εξουσία μια οικογένεια που αποτελούσε κλάδο των Βασιλιδών και είχε δεσμούς με τους βασιλείς της Λυδίας (ο Μέλας ο Πρεσβύτερος ήταν γαμπρός του Γύγη (680-652 π.Χ.), ενώ ο εγγονός του Μίλητος είχε παντρευτεί την κόρη του Αρδύη (τέλη 7ου αι. π.Χ.). Ο Μέλας ο νεότερος πρέπει να διαδέχθηκε στην εξουσία τον Πυθαγόρα, ενώ ο γιος του, ο Πίνδαρος, ήταν τύραννος, όταν ο θείος του Κροίσος ανήλθε στο λυδικό θρόνο το 561/560 π.Χ. Στη διαμάχη για το λυδικό θρόνο, ο Πίνδαρος πήρε το μέρος του ετεροθαλούς αδελφού του Κροίσου, του Πανταλέοντος. Ο Κροίσος πολιόρκησε την πόλη, αλλά οι Εφέσιοι τη συνέδεσαν με ένα σχοινί με τον άβατο χώρο του Αρτεμισίου και γλίτωσαν. Τελικά ο Πίνδαρος εξορίστηκε και η Έφεσος συνήψε συνθήκη με τη Λυδία, ενώ η πόλη μετατοπίστηκε προς το Αρτεμίσιο. Την εξουσία ανέλαβε ως αισυμνήτης ο Πασικλής, τον οποίο όμως δολοφόνησε ο Μέλας Γ΄, γιος του Πινδάρου. Οι Εφέσιοι κάλεσαν τον Αθηναίο Αρίσταρχο, ο οποίος εγκαθίδρυσε δημοκρατικό πολίτευμα και διοίκησε την πόλη επί πέντε χρόνια. Μετά την περσική κατάκτηση (546 π.Χ.), επιβλήθηκαν τύραννοι προσκείμενοι στους Πέρσες, όπως ο Αθηναγόρας και ο Κώμας.10 Η πόλη συμμετείχε στις αρχικές επιχειρήσεις της Ιωνικής Επανάστασης (499-494 π.Χ.), αλλά σύντομα υποτάχθηκε.11 Το 492 π.Χ. υιοθέτησε αυστηρά δημοκρατικό καθεστώς.12
Κλασική περίοδος
Το 465 π.Χ. η Έφεσος προσχώρησε στη Συμμαχία της Δήλου.13 Αποστάτησε το 412 π.Χ.14 Το 409 π.Χ. ο Αθηναίος στρατηγός Θρασύλλος επιχείρησε να την καταλάβει, χωρίς επιτυχία,15 ενώ το 407 π.Χ. έφθασε στην πόλη ο Σπαρτιάτης στρατηγός Λύσανδρος, ο οποίος έγινε δεκτός με ενθουσιασμό.16 Ο Σπαρτιάτης ναύαρχος ακολούθησε μια πολιτική προσεταιρισμού των αριστοκρατών της Μικράς Ασίας, δημιουργώντας εταιρείες (πολιτικές ενώσεις) που ήταν πλήρως αφοσιωμένες στο πρόσωπό του. Συντέλεσε επίσης στην αύξηση των εσόδων του λιμανιού της Εφέσου και στη γενικότερη ευημερία της πόλης.17 Επανήλθε το 405 π.Χ. και αναθέρμανε τον πόλεμο, του οποίου η έκβαση ήταν ως τότε ευνοϊκή για την Αθήνα.18 Η Έφεσος διατήρησε τη φιλοσπαρτιατική της στάση και κατά τη διάρκεια των πολέμων μεταξύ Σπαρτιατών και Περσών (399-394 π.Χ.).19 Αποτέλεσε τη βάση των επιχειρήσεων των Σπαρτιατών στη Μικρά Ασία την περίοδο 392-388 π.Χ.20 Μετά την Ανταλκίδειο ειρήνη (387 π.Χ.) επανήλθε στην περσική κυριαρχία. Περίπου το 370 π.Χ., η Έφεσος ελευθερώθηκε από έναν ηγέτη των δημοκρατικών, τον Ερόφυτο, αλλά καταλήφθηκε από το σατράπη της Λυδίας Αυτοφραδάτη.21
Το 336 π.Χ., όταν ο Παρμενίων εκστράτευσε στη Μικρά Ασία, η Έφεσος συνταράχθηκε από μια φιλομακεδονική δημοκρατική επανάσταση που ανέτρεψε τη φιλοπερσική ολιγαρχία. Όμως η επανάσταση απέτυχε και λίγο αργότερα οι ολιγαρχικοί υπό το Σύρφακα επανήλθαν στην εξουσία. Το καλοκαίρι του 334 π.Χ., μετά τη μάχη του Γρανικού, ο Αλέξανδρος εισήλθε στην Έφεσο. Η φρουρά των μισθοφόρων είχε προηγουμένως διαφύγει με δύο τριήρεις. Οι δημοκρατικοί οπαδοί των Μακεδόνων ξεκίνησαν σφαγές των ολιγαρχικών οπαδών του Ρόδιου στρατιωτικού διοικητή των Περσών, του Μέμνονος. Ο Αλέξανδρος σταμάτησε την αιματοχυσία, επανέφερε το δημοκρατικό πολίτευμα, χάρισε στην Άρτεμη το φόρο που πλήρωνε η πόλη στους Πέρσες, διακήρυξε το σεβασμό του στη μακραίωνη ιστορία των πόλεων και διέταξε την ανάκληση των εξορίστων. Αφού θυσίασε στην Άρτεμη, παρέλασε με το στρατό του σε παράταξη μάχης μέσα στην πόλη και αποχώρησε.22 Το 324 π.Χ. τον έλεγχο της Εφέσου είχε ο τύραννος Ηγησίας, όργανο της μακεδονικής πολιτικής, ο οποίος δολοφονήθηκε από τρία αδέλφια.23
Ελληνιστική περίοδος
Μετά τη μάχη της Ιψού (καλοκαίρι του 301 π.Χ.), ο Δημήτριος αναδιπλώθηκε στην Έφεσο.25 Η πόλη διεξήγαγε έναν τριετή αιματηρό πόλεμο με τον τύραννο της Πριήνης Ιέρωνα, έμπιστο του Λυσιμάχου, αλλά οδηγήθηκε σε χρεωκοπία.26 Το 294 π.Χ., η Έφεσος περιήλθε στην εξουσία του Λυσιμάχου.27 Αυτός αποφάσισε να δημιουργήσει μια μεγάλη πόλη κοντά στην παλιότερη, η οποία ονομάστηκε Αρσινόη, προς τιμήν της συζύγου του. Για το σκοπό αυτό συνενώθηκαν και οι κάτοικοι της Κολοφώνος, των Φυγέλων και της Λεβέδου. Παρά τον κατά διαταγήν χαρακτήρα της και την αντίδραση των κατοίκων των συνοικιζόμενων πόλεων, η μεταφορά είχε ευεργετική επίδραση για την ανάπτυξη της πόλης.28 Μετά το θάνατο του Λυσιμάχου (281 π.Χ.), η Έφεσος παρέμεινε ελεύθερη. Σε σύντομο όμως χρονικό διάστημα, μαζί με άλλες παράλιες μικρασιατικές θέσεις, πέρασε υπό τον έλεγχο των Λαγιδών.29 Το 261-260 π.Χ., εγκαταστάθηκε στην Έφεσο και τη Μίλητο ο ομώνυμος γιος και διάδοχος του Πτολεμαίου Β΄, αντιβασιλέας του στη Μικρά Ασία και συμβασιλέας από το 267 π.Χ. Με τη βοήθεια ενός Τιμάρχου, τυράννου της Μιλήτου, ο Πτολεμαίος επαναστάτησε ενάντια στον πατέρα του. Στην ίδια συγκυρία εντάσσεται μάλλον και η νίκη του ροδιακού στόλου επί των Πτολεμαίων στην Έφεσο. Η πόλη πέρασε υπό το σελευκιδικό έλεγχο και ήταν έδρα του Αντιόχου Β΄ στη Μικρά Ασία.30
Μετά το γάμο του Αντιόχου Β΄ με τη Βερενίκη, την κόρη του Πτολεμαίου Β΄ (252 π.Χ.), η προηγούμενη σύζυγος, η Λαοδίκη εγκαταστάθηκε στην Έφεσο. Λίγο αργότερα, το 246 π.Χ., πέθανε στην πόλη ο βασιλιάς (Αντίοχος Β΄), πιθανότατα δολοφονημένος.31 Ο θάνατός του οδήγησε σε δυναστική κρίση και στην εισβολή του Πτολεμαίου Γ΄ στη Μικρά Ασία. Η Έφεσος πέρασε εκ νέου στη λαγιδική εξουσία, όπου και παρέμεινε έως το 197 π.Χ.32
Το 197 π.Χ., η πόλη καταλήφθηκε από τον Αντίοχο Γ΄ και αποτέλεσε τη σημαντικότερη βάση του στο Αιγαίο. Εκεί κατέφθασε ο Αννίβας (195 π.Χ.) πριν από τον επικείμενο αποτυχημένο πόλεμο του Αντιόχου με τους Ρωμαίους. Το 189 π.Χ., μετά την ήττα του στη μάχη της Μαγνησίας του Σιπύλου, ο Αντίοχος εκκένωσε τη Μικρά Ασία. Η Έφεσος και οι Τράλλεις δόθηκαν στον Ευμένη Β΄, πιστό σύμμαχο της Ρώμης.33 Η Έφεσος αναγορεύθηκε σε δεύτερη πόλη του βασιλείου, μετά την Πέργαμο.34
Ο Άτταλος Γ΄ κληροδότησε με τη διαθήκη του το βασίλειό του στο λαό των Ρωμαίων, ενώ η Έφεσος αφέθηκε ελεύθερη. Η επανάσταση του Αριστονίκου (133-129 π.Χ.) που ακολούθησε αποτέλεσε για την Έφεσο την ευκαιρία να δείξει τη σημασία της ως νέας συμμάχου της Ρώμης: παρά τις αρχικές ήττες των Ρωμαίων, ο στόλος της Εφέσου πέτυχε αποφασιστική νίκη σε βάρος του Αριστονίκου (131 π.Χ.) και τον ανάγκασε να εκκενώσει τα παράλια. Με το τέλος της εξέγερσης και τη δημιουργία της επαρχίας της Ασίας η Έφεσος παρέμεινε ελεύθερη, μαζί με τις περισσότερες σημαντικές ελληνικές πόλεις.35
Η Έφεσος υπό ρωμαϊκή διοίκηση
Η Έφεσος έπαιξε σημαντικό ρόλο στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην επαρχία κατά τη διάρκεια του Α΄ Μιθριδατικού πολέμου (90-86 π.Χ.). Η εισβολή του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη ΣΤ΄ στην επαρχία της Ασίας ξεσήκωσε έναν άνευ προηγουμένου ενθουσιασμό, εκπηγάζοντα από το μίσος ενάντια στους Ρωμαίους. Οι Εφέσιοι πρωτοστάτησαν στις αντιρωμαϊκές εκδηλώσεις: πρώτοι αυτοί γκρέμισαν τα ρωμαϊκά αγάλματα στην πόλη τους και ασμένως συμμετείχαν στη σφαγή των 80.000 ανδρών, γυναικών και παιδιών από την Ιταλία (88 π.Χ.), σύμφωνα με τη διαταγή που εξέδωσε ο ίδιος ο βασιλιάς κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην πόλη.36 Ο Μιθριδάτης ανταπέδωσε αυξάνοντας την έκταση της επικράτειας της ασυλίας του Αρτεμισίου της Εφέσου. Η σκληρή όμως συμπεριφορά του βασιλιά του Πόντου απέναντι στους Χίους, τους οποίους εξόρισε στη Μαύρη Θάλασσα, και ο διορισμός ενός βίαιου στρατιωτικού διοικητή στην Έφεσο, του Φιλοποίμενος από τη Στρατονίκεια, πατέρα της τελευταίας συζύγου του, της Μονίμης, οδήγησαν την πόλη σε εξέγερση. Οι Εφέσιοι πολιόρκησαν την ποντιακή φρουρά, φυλάκισαν και εκτέλεσαν το διοικητή της Ζηνόβιο και κάλεσαν και τους υπόλοιπους Έλληνες να τους ακολουθήσουν στον «πόλεμο υπέρ της Ρώμης και της κοινής ελευθερίας».37 Η αλλαγή αυτή πάντως δεν έσωσε την πόλη από τις τρομερές επιπτώσεις του διακανονισμού του Σύλλα: ο Ρωμαίος στρατηγός συγκάλεσε συνέδριο στην Έφεσο όπου επέβαλε νέα διοργάνωση της επαρχίας. Η Έφεσος στερήθηκε την ελευθερία της (84 π.Χ.) και κλήθηκε, μαζί με όσες πόλεις δεν αντιστάθηκαν στο Μιθριδάτη, να πληρώσει υψηλές πολεμικές επανορθώσεις.38 Την ίδια περίπου περίοδο η Έφεσος έπεσε θύμα πειρατικών επιδρομών.39
Τουλάχιστον από το 75 π.Χ., η Έφεσος αποτέλεσε έδρα δικαστικής διοίκησης (conventus).40 Το 57 π.Χ. βρήκε άσυλο στην πόλη ο Πτολεμαίος ΙΒ΄, περιμένοντας βοήθεια από κάποιο Ρωμαίο στρατηγό που θα του έδινε πίσω το θρόνο τον οποίο του είχε στερήσει η εξέγερση του λαού της Αλεξάνδρειας.41
Η πόλη βρέθηκε ξανά στο προσκήνιο κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων. Το 49 π.Χ., ο πεθερός του Πομπήιου, ο Μέτελλος Σκιπίων, προσπάθησε να αρπάξει το θησαυρό του ιερού της Αρτέμιδος, αλλά απέτυχε. Κατάσχεσε πάντως τα χρήματα που διαχειρίζονταν οι δημοσιώνες της Εφέσου.42 Την επόμενη χρονιά (48 π.Χ.) αποβιβάστηκε εκεί ο Καίσαρας, δέχτηκε τους αντιπροσώπους των Ιώνων, των Αιολέων και των πόλεων της Ασίας και επιχείρησε την αναδιοργάνωση της επαρχίας, προτείνοντας ένα νέο φορολογικό σύστημα, ιδιαίτερα ευνοϊκό για τις πόλεις.43 Το 43 π.Χ., οι δολοφόνοι του Καίσαρα, ο Βρούτος και ο Κάσσιος, εξανάγκασαν τις πόλεις της Ασίας να τους παραδώσουν φόρο 10 ετών.44 Το 41 π.Χ., ήταν η σειρά του Αντωνίου να εισέλθει στην πόλη ως Νέος Διόνυσος, κατά τη διάρκεια μιας βακχικής τελετής. Συγκέντρωσε τους Έλληνες στην πόλη και απαίτησε να του δώσουν φόρο 2 ετών. Ο Αντώνιος επέστρεψε, με την Κλεοπάτρα αυτή τη φορά, το 33 π.Χ.45
Θρησκεία και λατρείες
Κεφαλαιώδης για τη θρησκευτική ζωή της πόλης υπήρξε η αυτοκρατορική λατρεία κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο.86 Στην προϊστορία του θεσμού αναφέρεται η πιθανή εγκαθίδρυση του Φιλίππου Β΄ ως συννάου της Άρτεμης (336 π.Χ.), οι τιμές στους ελληνιστικούς ηγεμόνες, η λατρεία προς τον Publius Servilius Isauricus, ανθύπατο της επαρχίας κατά το 46-44 π.Χ., ο οποίος εκτιμήθηκε πολύ για την επιείκιά του (clementia),87 καθώς και οι τιμές προς τον Ιούλιο Καίσαρα. Η πόλη απόκτησε ναό της Ρώμης και του Ιουλίου Καίσαρα το 6/5 π.Χ., κατόπιν αδείας από τον Αύγουστο. Αργότερα, σε ανταπόδοση της βοήθειας που πρόσφερε ο Τιβέριος στις πόλεις της Ασίας μετά το σεισμό του 17 μ.Χ., η Έφεσος ζήτησε την άδεια να ιδρύσει ναό του αυτοκράτορα στην πόλη, πρόταση που απορρίφθηκε, επειδή η κύρια θεότητα της Εφέσου ήταν η Άρτεμη.88 Ήδη από την εποχή του Νέρωνα η πόλη αποκαλείται νεωκόρος της Άρτεμης. Η πολυπόθητη νεωκορία, με τα προνόμια που επέφερε, ήρθε τελικά επί Δομιτιανού. Η δεύτερη νεωκορία αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Αδριανού (129). Οι επιγραφές ΝΕΩΚΟΡΩΝ και ΔΙΣ ΝΕΩΚΟΡΩΝ ΑΣΙΑΣ εμφανίζονται σε νομίσματα των αρχών του 2ου αιώνα. Αργότερα υπάρχουν μαρτυρίες για μια τρίτη νεωκορία, επί Καρακάλλα (211-218), η οποία, όμως, αποδόθηκε ως τιμή από τον αυτοκράτορα στην Άρτεμη, και για μια τέταρτη νεωκορία (σε νομίσματα της εποχής του Ηλιογαβάλου), που ενδεχομένως αναφέρεται στη νεωκορία της Άρτεμης.
Διαπιστώνεται από πολύ νωρίς η παρουσία χριστιανών στην πόλη. Ο Απόστολος Παύλος διέμεινε εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα (53-55). Η διδασκαλία του οδήγησε σε εξέγερση των χρυσοχόων, με επικεφαλής κάποιο Δημήτριο, επειδή ο Παύλος ισχυρίστηκε ότι οι θεοί που φτιάχτηκαν από ανθρώπινα χέρια, δηλαδή τα είδωλα, ήταν ψεύτικοι θεοί, μια ευθεία απειλή κατά της Αρτέμιδος της Εφέσου. Οι εξεγερθέντες συγκεντρώθηκαν στο θέατρο, όπου μάταια ο εκπρόσωπος των Εβραίων της πόλης, ο Αλέξανδρος, προσπάθησε να κρατήσει αποστάσεις από τη διδασκαλία του Παύλου. Μπροστά στον κίνδυνο σφαγής των Εβραίων της πόλης, αλλά και των συντρόφων του Παύλου, οι Αρχές ηρέμησαν τα πλήθη και εκτόνωσαν την κατάσταση.89 Υπήρχαν διάφορες ομάδες χριστιανών, που δεν είχαν ιδιαίτερα αγαστές σχέσεις μεταξύ τους.
Στην απόκρυφη χριστιανική λογοτεχνία αναφέρεται ότι ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής έμεινε στην Έφεσο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μαζί του λέγεται ότι ήρθε και η Παναγία. Ένας δεύτερος Ιωάννης, ο συγγραφέας της Αποκάλυψης, έδρασε στην πόλη στα τέλη του 1ου αιώνα και λέγεται ότι εκεί συνέγραψε την Αποκάλυψη.90 Την ίδια περίοδο, ο Ιγνάτιος της Αντιοχείας αναφέρεται σε επιστολή του επί μακρόν στην Εκκλησία της Εφέσου και τον επίσκοπό της Ονήσιμο. Ο χριστιανισμός διαδόθηκε γρήγορα στην πόλη, παρά τους διωγμούς και τα μαρτύρια των χριστιανών στο ειδικά διαμορφωμένο στάδιο. Ο σεισμός του 262 και η καταστροφή του Αρτεμισίου υπήρξε σημάδι για την αδυναμία της θεάς. Στον 4ο αιώνα, ο Δημέας υπερηφανεύεται ότι έδιωξε την εικόνα της δαιμονικής Αρτέμιδος από τη θέση που κατείχε στην πύλη του Αδριανού και την αντικατέστησε με το χριστιανικό σταυρό.91
Η Έφεσος της Γεωμετρικής και της Πρώιμης Αρχαϊκής περιόδου
Η Έφεσος ιδρύθηκε στις εκβολές του Δέλτα του Καΰστρου.92 Στις αρχές της 1ης χιλιετίας, η επιφάνεια της θάλασσας ήταν περίπου 2 μ. κάτω από τη σημερινή, ενώ η εκβολή του Καΰστρου βρισκόταν σε απόσταση περίπου 10 χλμ. από τη σημερινή ακτή και 3,5 χλμ. Β-ΒΑ του λόφου Ayasoluk.93 Η αρχαιότερη εγκατάσταση ονομαζόταν Κόρησσος.94 Η θέση έχει ταυτιστεί από παλιά με τον όρμο που σχηματίζεται ανατολικά του ακρωτηρίου Τραχεία.95 Εκεί έχουν βρεθεί διάσπαρτα όστρακα αρχαϊκών αγγείων,96 ενώ σώζεται και ένα τμήμα της οχύρωσης, που ενδέχεται να ανάγεται στα Αρχαϊκά χρόνια.97 Διατηρούνται ακόμη οι θεμελιώσεις οικιών. Το μεγαλύτερο και σημαντικότερο τμήμα της αρχαϊκής και κλασικής πόλης βρισκόταν πάνω σε λόφο: οι περισσότεροι μελετητές ταυτίζουν το λόφο αυτό με το όρο Πίον (Panayır Dağ), όπου εντοπίζεται η λεγόμενη ιωνική ακρόπολη.98
Το ακρωτήριο Τραχεία ταυτίζεται με τη στενή χερσόνησο που ορίζει προς βορρά τον κόλπο στον οποίο δεσπόζει το όρος Πίον, μπροστά από το ρωμαϊκό θέατρο. Τη συνοικία της Σμύρνης ο Στράβων την τοποθετεί μεταξύ του ακρωτηρίου της Τραχείας και της λεγόμενης Λεπρής Ακτής, στους πρόποδες του όρους Πρέον (Bülbül Dağ). Στο σημείο εκείνο, κάτω από την ελληνιστική και ρωμαϊκή Αγορά, ανασκάφηκε ένας οικισμός, του οποίου η πρώιμη φάση ανάγεται στον 8ο αι. π.Χ. Το όνομα του προαστίου έδωσε λαβή για αστήρικτες υποθέσεις κατά την Αρχαιότητα, αλλά πιθανότερη είναι η άποψη του Langmann, σύμφωνα με την οποία εκεί κατοικούσαν έμποροι και μέτοικοι από τη Σμύρνη.99 Η θέση αυτή εγκαταλείφθηκε στις αρχές του 6ου αι. π.Χ., λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας, αν και παρέμειναν εκεί κάποιες βιοτεχνικές εγκαταστάσεις. Μια τρίτη πρώιμη θέση εντοπίστηκε στους πρόποδες του όρου Πρέον, στα νότια της Ρωμαϊκής Αγοράς, ενώ ταφές της Ύστερης Αρχαϊκής και της Κλασικής περιόδου ανακαλύφθηκαν στη συνοικία της Εμβόλου.100
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Κροίσος επιχείρησε να μετατοπίσει την πόλη προς το Αρτεμίσιο της Εφέσου και προς τον αρχαίο καρικό-λυδικό οικισμό. Φαίνεται όμως ότι στην πραγματικότητα απλώς επεκτάθηκε σε μεγάλο βαθμό ο οικιστικός ιστός προς το Αρτεμίσιο.101 Ένα τμήμα του νέου οικισμού έχει εντοπιστεί ήδη από τη δεκαετία του 1920 από τον J. Keil, όπου βρέθηκαν ερείπια και ίχνη οικιών του 5ου αι. π.Χ.102 Το νεκροταφείο της πόλης του Κροίσου ανακαλύφθηκε πρόσφατα στη ΝΑ κλιτύ του Ayasoluk: οι σαρκοφάγοι και οι ταφές του 5ου αι. π.Χ. βρίσκονται ακριβώς επάνω στις καρικού τύπου ταφές του 8ου αι. π.Χ., χωρίς όμως ίχνη ενδιάμεσης χρήσης.103
Τίποτε δεν είναι γνωστό για τα γυμνάσια, τους ναούς και το θέατρο της Κλασικής περιόδου, πέρα από διάσπαρτες αναφορές σε ιστορικές πηγές και από επιγραφικές μαρτυρίες. Σημαντικό στοιχείο πάντως για τις πρώιμες λατρείες στην πόλη είναι το ιερό με τις επιγραφές στο βράχο, στην ανατολική κλιτύ του όρους Πίον, αφιερωμένο στο Δία Πατρώο και τον Απόλλωνα Πατρώο, καθώς και τη Μητέρα Ορείη.104
[b] Η πόλη του Λυσιμάχου
Οι αποθέσεις λάσπης που κατέβαζε ο Κάυστρος και οι μικρότεροι ποταμοί της περιοχής (ο Σελινούς και ο Μάρνας) οδήγησαν στην αχρήστευση του λιμανιού της αρχαϊκής και κλασικής πόλης, ενώ η άνοδος της στάθμης της θάλασσας απειλούσε την πόλη με πλημμύρα. Ο Λυσίμαχος έχτισε τη νέα πόλη κοντά στην ακτή που περιβάλλει τις πλαγιές των ορέων Πρέον και Πίον.105 Την περιέβαλε με επιβλητικά τείχη, μήκους 9 χλμ., περίφημα ήδη κατά την Αρχαιότητα, τα οποία σώζονται σήμερα σε εξαιρετική κατάσταση στο όρος Πρέον και αποτελούν το πλέον αξιόλογο δείγμα αμυντικής αρχιτεκτονικής στην ελληνιστική Μικρά Ασία.106 Από τις πύλες της πόλης σπουδαιότερες ήταν δύο, γνωστές από άφθονες φιλολογικές και επιγραφικές μαρτυρίες. Η κυριότερη, η λεγόμενη Πύλη της Μαγνησίας, έχει ταυτιστεί ήδη από το 1863. Η ελληνιστική πύλη είχε έναν τετράπλευρο πύργο σε κάθε πλευρά και μία αυλή, πίσω από την οποία ανοιγόταν η είσοδος στην πόλη. Η κατασκευή πάντως της υπάρχουσας δομής ανάγεται στην εποχή του Αυγούστου.107
Η πορεία του τείχους στο όρος Πίον δεν έχει ακόμη καθοριστεί με ακρίβεια. Φαίνεται πως ταυτιζόταν εν μέρει με την πορεία του βυζαντινού τείχους, περνώντας στα νότια του ρωμαϊκού θεάτρου ή κάτω από το κοίλο. Στο σημείο εκείνο θα πρέπει να βρισκόταν και η Πύλη της Κορησσού.108 Στο βόρειο σημείο του όρους Πίον, πάνω από το λιμάνι της Κορησσού, έχουν βρεθεί τα ίχνη της ισχυρής οχύρωσης της Ελληνιστικής περιόδου. Σώζονται μόνο οι λαξεύσεις της θεμελίωσης στο βράχο, καθώς οι λίθοι του τείχους αυτού χρησιμοποιήθηκαν για την ανοικοδόμηση του υστερορωμαϊκού τείχους. Υπήρχε ένα ισχυρό οχυρό στην κορυφή του όρους, ενώ στην ανατολική κλιτύ η οχύρωση ενωνόταν με την οχύρωση της κυρίως πόλης.109
Το λιμάνι της ελληνιστικής πόλης δεν έχει ακόμη εντοπιστεί με ακρίβεια. Θεωρείται πιθανότερη η εκδοχή να βρισκόταν μπροστά ακριβώς στον κύριο αστικό ιστό της πόλης, κατά μήκος της κλιτύος του όρους Πρέον. Ενδεχομένως να υπήρχε και ένα δεύτερο, πολεμικό, λιμάνι στα νότια του ακρωτηρίου Τραχεία.110 Στην ίδια περιοχή, στα δυτικά του λόφου σώζονται τα ίχνη μιας οχύρωσης των Eλληνιστικών χρόνων, καθώς και ένας μικρός περίπτερος ναός (διαστάσεων 22,05 x 14,7 μ.) στο στυλοβάτη και σηκό μήκους 10,3 μ.), δίπλα σε ένα πηγάδι που ταυτίζεται με τη θέση Υπέλαιον, όπου, σύμφωνα με το μύθο, ο Άνδροκλος σκότωσε έναν αγριόχοιρο.111
Η πόλη οικοδομήθηκε με βάση το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα. Λίγα μνημεία είναι σήμερα ορατά και σε γενικές γραμμές η εικόνα που έχουμε δεν είναι πλήρης. Σώζονται τα ερείπια μιας μικρού σχετικά μεγέθους Αγοράς στην περιοχή όπου αργότερα χτίστηκε η Κάτω Αγορά, η ονομαζόμενη Τετράγωνος Αγορά, και συγκεκριμένα το δυτικό της τμήμα. Κάλυπτε το μισό περίπου της ρωμαϊκής Κάτω Αγοράς, ήταν περίπου τετράγωνη στην κάτοψη και είχε διαστάσεις 100-110μ. Για την κατασκευή της ελληνιστικής Αγοράς ισοπεδώθηκε αρχικά η συνοικία της Σμύρνης. Τα κτήρια περιλάμβαναν μια ελλιπώς διατηρημένη αποθήκη με δύο σειρές από 7 ή 9 τετράγωνα δωμάτια, με τα ανατολικά να βλέπουν την Αγορά και τα δυτικά μια οδό. Οι διαστάσεις του κτηρίου ήταν 43,4 μήκος x 11,5 μ. πλάτος.112 Αργότερα, το κτήριο άλλαξε όψη, με την προσθήκη κιονοστοιχίας στην ανατολική πλευρά (με βάθος ίσο με το βάθος ενός δωματίου, δηλαδή 4,6 μ. περίπου), ενώ ο βόρειος και ο νότιος τοίχος επεκτάθηκαν. Τέλος, περαιτέρω τροποποιήσεις επήλθαν στο κτήριο, με την προσθήκη κιονοστοιχίας στη βόρεια πλευρά, ενώ περίπου το 100 π.Χ. όλη η πλατεία της Αγοράς πλαισιώθηκε από στοές, αποκτώντας την τυπική όψη των ελληνιστικών αγορών της Μικράς Ασίας. Στο σημείο όπου βρίσκεται η δυτική πύλη της Ρωμαϊκής Αγοράς, ανασκάφηκαν τα ίχνη πύλης που ίσως να ταυτίζεται με την αρχική, πρώιμη ελληνιστική πύλη της Κορησσού.113 Στην ίδια περιοχή εντοπίστηκαν δύο κρηναία οικοδομήματα της Ελληνιστικής περιόδου, καθώς και οικίες του β΄ μισού του 1ου αι. π.Χ.114
Υπήρχε και δεύτερη αγορά, η οποία μάλλον εξυπηρετούσε διοικητικούς και θρησκευτικούς σκοπούς. Αν και δεν έχει εντοπιστεί με ακρίβεια, μαρτυράται σε μια επιγραφή της περιόδου του Λυσιμάχου και θα πρέπει να αναζητηθεί δυτικά της Τετραγώνου Αγοράς.115
Μπροστά από τις οικίες της Εμβόλου και λίγο πιο χαμηλά από τη λεγόμενη στοά του Αλυτάρχου (5ος αι. μ.Χ.) διακρίνονται τα ερείπια ενός οκταγωνικού ταφικού μνημείου, ενδεχομένως της Αρσινόης, της δολοφονημένης αδελφής της Κλεοπάτρας (41 π.Χ.), το οποίο ήταν απομίμηση του φάρου της Αλεξάνδρειας. Πολυγωνικό στην κάτοψη με κορινθιακούς κίονες και πλούσια διακοσμημένο επιστύλιο, το κτήριο στήριζε οκταγωνική πυραμίδα, που επιστεφόταν από σφαίρα.116 Ακριβώς δίπλα βρέθηκε το Ηρώο του Ανδρόκλου. Τέλος, ένα μνημείο του β΄ μισού του 1ου αι. π.Χ., στην άκρη της Ιεράς Οδού, ήταν αφιερωμένο σε έναν εγγονό του Σύλλα, το Γ. Μέμμιο.
Στο σημείο όπου χτίστηκε η Βασιλική Στοά της περιόδου του Αυγούστου, ανακαλύφθηκε μικρότερη ελληνιστική στοά και πιθανότατα τα ίχνη ενός ελληνιστικού σταδίου.117 Στα μνημεία της Ελληνιστικής περιόδου συγκαταλέγεται και η αρχική μορφή του θεάτρου στους πρόποδες του όρους Πίον, το οποίο θα πρέπει να χρονολογηθεί μάλλον στον 1ο αι. π.Χ., παράλληλα με την παρακείμενη μνημειακή κρήνη.118
Η πόλη του Αυγούστου
Ο πολεοδομικός ιστός της ρωμαϊκής πόλης και ο αρχαιολογικός χώρος διακρίνονται σε δύο τμήματα: στην άνω πόλη, κατά μήκος του Panayir Dağ, όπου βρίσκονταν τα κυριότερα δημόσια μνημεία, και η οποία ονομαζόταν Κορησσός κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο,119 και στην κάτω πόλη μπροστά στο λιμάνι. Η ανοικοδόμηση της πόλης ως ενός ιδιαίτερου εμπορικού, θρησκευτικού, διοικητικού και πολιτισμικού κέντρου επικεντρώθηκε στο μικρό υψίπεδο μεταξύ και των ορέων Πίον και Πρέον, όπου χτίστηκε η λεγόμενη Δημόσια Αγορά, ένα μεγάλο πλακοστρωμένο ορθογώνιο διαστάσεων 160 x 58 μ. Η πλατεία ενδεχομένως να προϋπήρχε. Στο δυτικό τμήμα της είχε αναγερθεί ένας πρόστυλος ναός του 1ου αι. π.Χ., που εξαιτίας της ολοσχερούς καταστροφής του δεν έχει ταυτιστεί με ασφάλεια.120
Στον άξονα με το ναό αυτό χτίστηκε το πολυτελέστατο Πρυτανείο, προφανώς υπό την επίβλεψη του απελεύθερου του αυτοκράτορα Ιουλίου Νικηφόρου, ο οποίος εξελέγη διά βίου πρύτανης της Εφέσου, το 18 π.Χ.121 Δίπλα στο Πρυτανείο βρίσκεται το Βουλευτήριο ή Ωδείο, το οποίο στη μορφή που έχει αποκατασταθεί σήμερα ανήκει κυρίως στην περίοδο της βασιλείας του Λεύκιου Βήρου (160-169). Είναι ένας ευρύχωρος αμφιθεατρικός χώρος, στηριγμένος στο πρανές του λόφου Panayir Dağ. Η χωρητικότητά του έχει υπολογιστεί σε 1.400 άτομα. Χρονολογείται γύρω στο 150 μ.Χ. και αποδίδεται στον Παύλο Βήδιο Αντώνιο και στη σύζυγό του Φλαβία Παπιανή.122
Δυτικά του Βουλευτηρίου ή Ωδείου υπήρχε ένα τέμενος του Αυγούστου και της Αρτέμιδος, που περιβαλόταν από κιονοστοιχία ιωνικού ρυθμού στις τρεις πλευρές του και περιέκλειε ένα υψηλό βάθρο πλάτους 15 μ., στο οποίο εδραζόταν βωμός ή μικρός ναός ρωμαϊκού τύπου. Το κτήριο υπήρχε ήδη το 25 π.Χ., όταν ο Απολλώνιος Πασσάλας αφιέρωσε ένα άγαλμα του Αυγούστου.123 Στην ίδια περιοχή ενδέχεται να τοποθετείται και το ελληνιστικό ή πρώιμο ρωμαϊκό γυμνάσιο στο οποίο ο πατέρας του Απολλωνίου, ο Ηρακλείδης, με την ιδιότητα του νεάρχου, μαζί με τους νέους έκανε μια αφιέρωση στον Αύγουστο, τον κτίστη της πόλης.124 Στην ανατολική πλευρά της Αγοράς, στηριγμένο στο λόφο του Pinar Dagi, βρίσκεται ένα μεγάλο συγκρότημα ρωμαϊκών λουτρών, που παλιότερα πιστευόταν ότι είναι τα λουτρά του Βαρίου και χρονολογείται στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ.125
Στη βόρεια πλευρά της Αγοράς, μπροστά από το ναό και το τέμενος, βρίσκεται η Βασιλική Στοά, μια μεγάλη τρίκλιτη διώροφη στοά με ιωνικές κιονοστοιχίες, δύο εσωτερικές και μία εξωτερική. Πρόκειται για ένα από τα εντυπωσιακότερα κτήρια της Εφέσου, το οποίο αφιέρωσε ο C. Sextilius Pollio και η οικογένειά του το 11 μ.Χ.126
Ο κύριος άξονας της πόλης, που προφανώς ήταν σε ισχύ ήδη από την Αρχαϊκή περίοδο, η λεγόμενη Πλατεία, ξεκινούσε στην Πύλη της Μαγνησίας, περνούσε νότια και δυτικά από τη δημόσια Αγορά και κατόπιν κατέβαινε στην κοιλάδα μεταξύ των ορέων Πίον και Πρέον, για να καταλήξει στην Τετράγωνο Αγορά.
Η Τετράγωνος Αγορά της Εφέσου χρονολογείται επίσης στην περίοδο της επανίδρυσης της πόλης από τον Αύγουστο και διαδέχεται την αντίστοιχη Διοικητική Αγορά της ελληνιστικής Εφέσου. Βρισκόταν κοντά στο λιμάνι και αποτελούσε το εμπορικό κέντρο της πόλης. Είναι ένα τετράγωνο με πλευρά 111 μ., που περιβάλλεται από στοές, πίσω από τις οποίες βρίσκονταν καταστήματα και εργαστήρια. Το συνολικό μήκος κάθε πλευράς είναι 149,5 μ. Η Αγορά προσεγγίζεται μέσω της πύλης που αφιέρωσαν δύο πλούσιοι απελεύθεροι του Αυγούστου, ο Μαζαίος και ο Μιθριδάτης, το 4 ή 3 π.Χ., η οποία κατά την Αρχαιότητα ονομαζόταν Τρίοδος. Πρόκειται για μια αψίδα με τρεις εισόδους, στηριζόμενη σε ισχυρούς πεσσούς και πλούσια αρχιτεκτονική διακόσμηση στην αψίδα και το επιστύλιο. Ήταν αφιερωμένη στον αυτοκράτορα, τη γυναίκα του Λιβία, την κόρη του Ιουλία και το γαμπρό του Αγρίππα.127 Εκτός από την πύλη αυτή, στην Αγορά υπήρχαν δύο ακόμη είσοδοι, μία μνημειακή πύλη με πρόπυλο στη δυτική πλευρά, όπου κατέληγε η Δυτική Οδός (διαστάσεις 160 x 24 μ.), η οποία πλαισιωνόταν από δωρική κιονοστοιχία και μια αρκετά απλούστερη στη βόρεια πλευρά.128
Ο κύριος οδικός άξονας στο σημείο της Τριόδου διχαζόταν: ο ένας δρόμος οδηγούσε στο λιμάνι και στην Πυγέλα, ενώ ο άλλος κατέληγε, ακολουθώντας παραθαλάσσια διαδρομή, στην Κορησσό. Το Στάδιο, το οποίο ήταν χτισμένο εν μέρει στους πρόποδες του όρους Πίον, θεωρείται συνήθως ότι αντικαθιστά κτίσμα της εποχής του Λυσιμάχου, αν και οι πρόσφατες έρευνες δεν απέδωσαν στοιχεία της Ελληνιστικής περιόδου. Στη μορφή που σώζεται ανάγεται στην περίοδο του Νέρωνα (54-68). Έχει διαστάσεις 230 x 30 μ. Στα ανατολικά ο στίβος είναι στενότερος, ένδειξη που θεωρείται ότι πιστοποιεί την ύπαρξη αρένας για βίαια θεάματα, κυρίως αγώνες μονομάχων και άγριων θηρίων. Σώζεται σε πολύ κακή κατάσταση: από τις κερκίδες διατηρούνται μόνο οι απολήξεις των υπόγειων περασμάτων στις άκρες του πετάλου.129
Η πόλη του Αυγούστου, και ιδιαίτερα τα μνημεία στις δύο Αγορές, για τα οποία έχουμε στοιχεία, καταστράφηκαν σε μεγάλο βαθμό στη διάρκεια των σεισμών του 23 μ.Χ. Το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητας έως τη βασιλεία του Δομιτιανού εξαντλήθηκε σε εργασίες ανακατασκευής. Την εποχή του Νέρωνα αφιερώθηκε το Στάδιο, ενώ επιγραφές της περιόδου βρίσκονται στην Τετράγωνο Αγορά. Το σημαντικότερο πάντως μνημείο της περιόδου είναι η μεγάλη δίκλιτη βασιλική που πλαισίωνε την ανατολική πλευρά της Τετραγώνου Αγοράς. Σύμφωνα με τις επιγραφές, ήταν αφιερωμένη στην Αρτέμιδα Εφεσία, το Νέρωνα, τη μητέρα του Αγριππίνα και τους πολίτες της Εφέσου.130 Μεταξύ 54 και 59 χτίστηκε στην περιοχή του λιμανιού ένα μεγάλο κτήριο για την εξυπηρέτηση των αλιέων της πόλης.131 Την ίδια περίοδο έγιναν εργασίες στο λιμάνι της πόλης από τον ανθύπατο Barea Soranus επί Νέρωνα, για τις οποίες αργότερα κατηγορήθηκε ότι αποσκοπούσαν στην αύξηση της δημοτικότητάς τους στην Ασία, με σκοπό να επαναστατήσει.132 Τέλος, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βεσπασιανού (69-79), η Πύλη της Μαγνησίας ξαναχτίστηκε και απόκτησε τρεις μνημειακές εισόδους που επιστέφονται με αψίδες.
Πηγή:http://asiaminor.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=4338
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου