Αναγνώστες

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

“Η σημασία του χώρου στο έργο του Παπαδιαμάντη”


Εισηγητής
Ηλίας Γιαννίρης
Δρ. Πολεοδόμος-Χωροτάκτης, Δ/ντής του Κέντρου Έρευνας και Τεκμηρίωσης

Εισαγωγή
Προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε τους λόγους για τους οποίους τα έργα του Παπαδιαμάντη αποπνέουν μία “μαγεία”, και χωρίς καμία διάθεση να απομυθοποιήσουμε αυτή τη μαγεία, ας ασχοληθούμε λίγο με μία διάσταση που συχνά την θεωρούμε ως δεδομένη, ακίνητη και νεκρή: Το χώρο και τη σημασία του στο έργο του Παπαδιαμάντη.
Η διάσταση αυτή έχει καταγραφεί από τους μελετητές του Παπαδιαμάντη (Οδ. Ελύτη, Στ. Ράμφο), και αυτή η εισήγηση δεν επιδιώκει παρά να την κάνει περισσότερο διακριτή.

Από την ενοχή στην εξουσία του κόσμου
Για την ιδεολογία των μεγάλων συστημάτων ο διωγμός από τον Παράδεισο, η “κατάρα” της κατακυρίευσης της γης από το ανθρώπινο είδος (και ιδιαίτερα τον περιούσιο λαό), και η έννοια της Εξουσίας και Κυριαρχίας του Ανθρώπου πάνω στη φύση έχουν συχνά ερμηνευτεί ως ηθική δικαιολογία και απαλλαγή για ιστορικές κοινωνικές αναστατώσεις και μεγάλες περιβαλλοντικές καταστροφές.
Η ιστορία είναι επίσης γεμάτη από περιπτώσεις ολόκληρων κοινωνιών και μεμονωμένων ευαίσθητων ανθρώπων που θεώρησαν ως ύβρη την άδικη μεταχείριση ανθρώπων από ανθρώπους αλλά και την αλαζονική και κοντόφθαλμη χρήση του χώρου από την κοινωνία. Πολλοί προσπάθησαν να δώσουν εναλλακτικές θεωρήσεις είτε μέσα από το προσωπικό τους παράδειγμα είτε μέσα από το έργο τους. Με τα σημερινά αδιέξοδα τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να μας απασχολούν ιδιαίτερα.

Κατεστημένο και προσωπικές επιλογές
Είναι και ο Παπαδιαμάντης μία τέτοια περίπτωση; “Εν όσω ζω”, λέει ο Παπαδιαμάντης στον Λαμπριάτικο Ψάλτη, “και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε... να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν, και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη”.
Ο Α.Π. αναφέρεται στον “δικό του Χριστό”, σε πείσμα εκείνων που στον Αλ. Παπαδιαμάντη καταλαβαίνουν “παπά” εκεί που αυτός εννοεί “σχήμα”.
Αναφέρεται επίσης στην φύση που την τιμά ιδιαίτερα, όχι μόνο γιατί την θέτει ισόβαθμη με τον δικό του Χριστό αλλά και γιατί την περιγράφει “μετ’ έρωτος”. Αυτή η διάσταση είναι που πραγματεύεται αυτή η εισήγηση.
Ο Οδυσσέας Ελύτης παραθέτει πειστικά παραδείγματα για την προσωπική ζωή του Α.Π. για να τεκμηριώσει την απείθαρχη νοοτροπία του και τον αντικομφορμισμό του. Προχωρώντας ακόμη περισσότερο, συγκρίνει την απείθαρχη νοοτροπία του Α.Π. “...με αυτό που ονομάζουμε ‘ειρηνική επανάσταση’ και το συναντούμε στους νέους με το ατημέλητο παρουσιαστικό...[και] την παθητική [τους] διαμαρτυρία”... Χίππυ λοιπόν ο Παπαδιαμάντης, αν και ίσως οι παλιότεροι όροι μπήτνικ και μποέμ να ταιριάζουν καλύτερα στα αυτιά μας. Μπορούμε άραγε να εστιάσουμε αυτή την νοοτροπία του εναντίον του κατεστημένου και στον τρόπο που εισάγει την αντίληψη του για τον χώρο; Πιστεύω πώς ναι. Αρκεί να προσθέσουμε ότι αυτό ο Αλ. Παπαδιαμάντης το έκανε χωρίς θυμό ή καταγγελία, χωρίς δασκαλίστικο ύφος, αλλά με αγάπη και κυρίως με μεγάλη και φυσική ευγένεια, κρατώντας σε απόσταση όσους ένοιωθε ότι τον απειλούσαν, ενώ ταυτόχρονα “διηγιόταν” έχοντας και την κατάλληλη απόσταση από το έργο του και τον εαυτό του τον ίδιο.
Ζώντας μέσα σε Μητροπόλεις, σε μεγάλες και ιστορικές Αθηναϊκές εκκλησίες, ο ίδιος πήγαινε και έψελνε, μαζί με τον ξάδερφό του Αλεξ. Μωραϊτίδη στο μικρό μονόχωρο εκκλησάκι του Αγίου Ελισαίου όπου λειτουργούσε ο άγιος παπά-Νικόλας Πλανάς, γιατί εκεί μόνο αισθανόταν άνετα. Εκεί όπου ο προσωπικός χώρος και το πνεύμα συνυπάρχουν μαζί με την καθημερινότητα-αιωνιότητα και την Ιστορία.
Καταφύγιο στη Αθήνα, αλλά στη Σκιάθο, δεν άφησε γωνιά στο νησί που να μην της προσδώσει τη “μαγεία” του. “...[Δ]εν ξέρεις αν είναι η Σκιάθος που γεννησε τον Παπαδιαμάντη ή ο Παπαδιαμάντης τη Σκιάθο”, γράφει ο Οδ. Ελύτης. Είναι μάλλον φυσικό γιατί η Σκιάθος και όχι η Αθήνα είναι ο αρχικός βιωματικός χώρος του συγγραφέα. Ο Ελύτης, επιχειρώντας να διερευνήσει αυτή τη σχέση του συγγραφέα με τη Σκιάθο γράφει: “Στην Ελλάδα, ένα ευαίσθητο παιδί ... έχει την αίσθηση της ακοής τρισδιάστατη”, με την μία διάσταση στη φύση, την άλλη στη γλώσσα και την Τρίτη στα νοήματα. “Μια τέτοια ταυτόχρονη εγγραφή προλαβαίνει, πριν από τη συνείδηση, ν’ αποτυπώσει περιοχές ολόκληρες που αργότερα ... βλέπει κανείς να διαγράφονται καθαρά μπροστά του” σαν φωτογραφίες.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η πένα του αδιαφόρησε για την ίδια την Αθήνα. Ωστόσο, οι προσεγγίσεις του δεν θα μπορούσαν παρά να είναι επιλεκτικές και περισσότερο “εγκεφαλικές” στη σύλληψη, από ότι αυτές της Σκιάθου.
Ο χώρος ως φορέας ηθικής
Δεν είναι τυχαίο ότι οι μελετητές του Παπαδιαμάντη αναλύοντας το έργο του αντιλαμβάνονται την ιδιαίτερη σημασία που προσλαμβάνει ο χώρος. Όπως λέει και ο Οδ. Ελύτης, δύο φαίνεται να είναι οι σταθερές στη Χώρα” του Παπαδιαμάντη:
1.Οι άνθρωποι δεν είναι απλώς οι φορείς ηθών και εθίμων
2. Οι θάλασσες ανάμεσα στους άγριους βράχους έχουν ηθική προέκταση και ο συγγραφέας δοκιμάζει να συνθέσει τα φυσικά στοιχεία με τον τρόπο που θα το έκανε για ένα ιδεόγραμμα.
Ο συγγραφέας θεωρεί τον χώρο με οντότητα, ζωντανό και όχι αδρανή ή ουδέτερο, όπως ακριβώς η μεσοπολεμική αντίληψη για τη βιόσφαιρα και η σημερινή για τη θεωρία της Γαίας. Ο χώρος δεν κοσμεί, δεν είναι “το φόντο”, δεν είναι το σκηνικό στα έργα του. Ο χώρος αλληλοδιαπλέκεται διαλεκτικά με τα πρόσωπα, τα γεγονότα, την προσωπική ιστορία του καθένα, την ίδια την Ιστορία.
Να πως περιγράφει αυτό το δυναμισμό ο Οδ. Ελύτης: “...σε τελική κατάληξη, όλος αυτός ο μικρός λαός των ανθρώπων που μισιούνται και ερωτεύονται, δεν είναι παρά μαργαρίτες και παπαρούνες σ’ έναν αγρό παραθαλάσσιο, τη στιγμή που προσγειώνεται στο έδαφός του για να ψάλει τραγούδια του έρωτα, κάποιος άγγελος Κυρίου”.
Επομένως, μαζί με αυτό το δυναμισμό, ο χώρος έχει και ηθική διάσταση. Ο Παπαδιαμάντης το ξέρει από την αρχή, και γι αυτό προσδίδει στο χώρο ιδιαίτερη προσοχή και σημασία και τον μεταχειρίζεται με αγάπη.
Ο Παπαδιαμάντης μας έδωσε ένα έργο αγάπης” γράφει ο Στ. Ράμφος, και συνεχίζει: “Η αγάπη είναι ο τρόπος της άνοιξης, το αγαθό σημειωμένο ανεπανάληπτα επάνω μας κι ανεξάλειπτα, ως εκ θαύματος”.
Ας μην γελαστούμε όμως. Ο Παπαδιαμάντης προσφέρει στους άλλους με τη διήγησή του, εκτίθεται, αλλά ταυτόχρονα αμύνεται. Αποκτά με την γραφή του ένα πολύτιμο αμυντικό όπλο για την ίδια του την υπόσταση. Κατά τον Οδ. Ελύτη ο Αλ. Παπαδιαμάντης κάνει “...έναν αργό και συγκεκαλυμένο αγώνα: πώς ν’ απομονώσει τα γράμματα των δέντρων και των κυμάτων, των κοριτσιών και των ονείρων ώστε να φτιάξει το προσωπικό του αλφάβητο - και πώς να κρατήσει, με το να χρησιμοποιεί ένα τέτοιο αλφάβητο, μακριά του, τον εκατόγχειρα της καθημερινής τριβής”.

Ο χώρος και ο ρόλος του - Το παράδειγμα της Μαυρομαντηλούς
Ας παρακολουθήσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο Αλ. Παπαδιαμάντης χειρίζεται το χώρο, μέσα από το διήγημα της Μαυρομαντηλούς:
Το μικρό κηπάκι του εξαδέλφου Γιαννιού, με το οποίο ξεκινάει η διήγηση, δεν είναι ανεξάρτητο από τον ίδιο τον Γιαννιό. “Πώς τα καταφέρνει;” αναρωτιούνται οι άλλοι γέροντες, να έχει λαχανίδες, κουνουπίδια, μποστανικά! “Σαν να τον γνωρίζουν”, “Λές και τα έχει γητεμένα”! Η αφήγηση λοιπόν αρχίζει με ένα μικρό χορικό γερόντων. Το κηπάκι, το πότισμα, η στέρνα, τα εξωτικά, οι μάγισσες, οι καλομοίρες.
Ακολουθεί η μεγαλειώδης Ομηρική παρομοίωση του κυματιστού αγρού με τη θάλασσα, με το Ικάριο Πέλαγος. Η φαντασία καλπάζει στο χώρο, καθώς διαδοχικά η αφήγηση περνάει στους ανέμους, το Ζέφυρο, και στην αρματοδρομία του ήλιου. Η περιγραφή παραπέμπει κατευθείαν στην Ιλιάδα, όπου στη συνέλευση των Αχαιών στο κρίσιμο σημείο της απόφασης το πλήθος κυμάτισε σαν το Ικάριο Πέλαγος, υπό την επίδραση του Ζεφύρου.
Πού γίνονται όλα αυτά; Μα στο μικρό κηπάκι του Γιαννιού! Για άλλους το κηπάκι αυτό ήταν βιβλίο με ιερογλυφικά, για τον ίδιο όμως ήταν σαφές, εναργές και ευανάγνωστον. Η κυριαρχία του νοικοκύρη Γιαννιού στο χώρο του είναι απόλυτη και κοινωνικά καταξιωμένη.
Με μεγάλη αφηγηματική δεξιοτεχνία ο Παπαδιαμάντης περνά στην μυστηριώδη φιγούρα της συγχωριανής Μαυρομαντηλούς, και τη δραματική της σχέση με τη θάλασσα. Ο Γιαννιός, ως ψαράς δεν μπορεί παρά να φέρεται με τη θάλασσα σα να ήταν στον κήπο του, ως νοικοκύρης.
Μέχρι εδώ οι ισορροπίες της αφήγησης κρατιούνται. Η φύση τριγύρω, οι άνθρωποι σε πρώτο πλάνο. Και ξαφνικά μια αφανής έξαρση, ένας σκόπελος (ύφαλος καλύτερα) μέσα στη θάλασσα, καλούμενος “Μαυρομαντηλού”, ευρισκόμενος πολύ κοντά στην παραλία, γίνεται πρωταγωνιστής. Εκεί πέφτει ο εφτάχρονος γιος μιας γυναίκας που έπλενε. Ευτυχώς, ο Γιαννιός ήταν κοντά με την βάρκα του και με το γάντζο του βγάζει το παιδί μισοπνιγμένο στη βάρκα. Τότε συνέβη αυτό που η αφήγηση είχε προαναφέρει ότι ο Γιαννιός ήξερε καλά: “πάν το θηρώμενον αμοιβαίως θηράται και το μισούμενον μισεί”. Του πέφτει ο γάντζος στη θάλασσα, από την βαθιά πλευρά του υφάλου. Και ο Γιαννιός, αντί να φέρει πρώτα το παιδί στη στεριά και να το παραδώσει στη μάνα του, συγχυσμένος, βουτά να βγάλει το βυθισμένο γάντζο Με τη βουτιά, η βάρκα σπρώχτηκε στα βαθιά. Ύστερα, ο γηραιός ναύτης μη αντέχοντας να κολυμπήσει μέχρι την βάρκα που απομακρυνόταν στα ανοιχτά, αναγκάζεται να βγει στη στεριά με τον γάντζο ως τρίαινα. Κούτσα-κούτσα πατώντας στο μαρμάρινο ύφαλο πέφτει τελικά εξαντλημένος στην αγκαλιά της Μαυρομαντηλούς.
Αυτό ήθελε ο Παπαδιαμάντης. Και για να το πετύχει να ρίξει το Γιαννιό στην αγκαλιά της Μαυρομαντηλούς, η οποία τον στήριζε μισώντας τον ταυτόχρονα, έπρεπε να χρησιμοποιήσει εκείνο τον μακρύ μαρμάρινο ύφαλο ως πρωταγωνιστή.
Συχνά στο έργο του Παπαδιαμάντη διάφορα στοιχεία της φύσης πρωταγωνιστούν. Αμέσως μετά την τραγικότητα της στιγμής όπου η μάνα-γυναίκα στηρίζει το Γιαννιό, απελπισμένη και αγωνιούσα για το αν ζεί το παιδί της, η αφήγηση αποκλιμακώνεται. Ένας παρακείμενος βοσκός που είχε ακούσει τις φωνές της μάνας κολυμπάει, προφταίνει τη βάρκα και βγάζει το παιδί στη στεριά ευτυχώς όχι πνιγμένο.
Αποκλιμακώνεται όμως η αφήγηση; Στον επίλογο, ο ναυαγοσώστης, λέει στο Γιαννιό, το μετρημένο νοικοκύρη, τον μάγο του μικρού κήπου και της θάλασσας: “Κρίμα μοναχά, που δεν έβγαλες χταπόδια!”. Το τέλος αφήνει μια αίσθηση ανικανοποίητου. Ο αναγνώστης μοιάζει να παγιδεύεται. Κάτι θέλει να πει ο Παπαδιαμάντης, αλλά τι; Ξαναδιαβάζοντας, αρχίζει να διαφαίνεται η κατάρρευση του νοικοκύρη και ο εξευτελισμός του. Δεν είναι τα πάντα νοικοκυρεμένα και υπό έλεγχο. Το αντίθετο μάλιστα. Μέχρι και ο νέος βοσκός παίρνει θάρρος και τον ειρωνεύεται. Ο Γιαννιός αισθάνεται τον κόσμο του να καταρρέει.
Γι’ αυτό λοιπόν ο Παπαδιαμάντης χρειαζόταν την αρχική περιγραφή των ικανοτήτων του Γιαννιού στα κηπευτικά και στο ψάρεμα. Για να καταλήξει ότι όσο μεγαλώνει, με πόνους στα πόδια, κακοαγαπώντας, και κάτω από την πίεση της στιγμής δικαίωσε εκείνο το “παν το θηρώμενον αμοιβαίως θηράται, και το μισούμενον μισεί”.
Η σπειροειδής ανελικτική περιγραφή του Αλ. Παπαδιαμάντη, που ξεκινάει από το θηρώμενο και καταλήγει στο να θηράται, σήμερα δεν είναι τίποτε παραπάνω από μία βασική οικολογική αρχή, και μια επισήμανση της αειφορίας. Ο όρος όμως “οικολογία” τον καιρό του Παπαδιαμάντη δεν είχε ακόμη γίνει επιστημονική συνείδηση (έγινε πολύ αργότερα, στη 10ετία του 1930). Ο Αλ. Παπαδιαμάντης όμως θεωρεί δεδομένη την αρχή “πάν το θηρώμενον θηράται”. Αυτό που νοιάζεται είναι να διευρύνει το νόημα και να περάσει από την φύση στην κοινωνία, για να καταλήξει στο “...και το μισούμενον μισεί”. Ακριβώς όπως η Φραγκογιαννού, όπως ο Γιαννιός.

Η ηθική δύναμη του χώρου
Ο Παπαδιαμάντης είχε ήδη αποτυπώσει την δική του άποψη για τον ψυχικό κόσμο όταν ο Φρόυντ διατύπωσε τιςς αρχές της σύγχρονης ψυχανάλυσης. Ιδού πως ο Παπαδιαμάντης τοποθετείται απέναντι στην ψυχολογία, ήδη από το 1885, στο έργο του Χρήστος Μηλιόνης:
Αλλά τα όρια της αρετής και της κακίας είναι τοσούτον δυσδιάκριτα εν τη ανθρωπίνη φύσει, ώστε οι νεώτεροι εκ των φιλοσοφούντων είχον δίκαιον ν’ ανακηρύξωσιν ως όλως ανωφελή και αυτήν την ψυχολογίαν, κατόπιν της μεταφυσικής”
Η φυσικότητα με την οποία ο Σκιαθίτης διηγηματογράφος πλέκει δύσκολες έννοιες στην αφήγησή του, τις οποίες μάλιστα θέτει και ως στόχο διήγησης, απλά επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά την αρχή ότι η τέχνη αισθάνεται και περιγράφει, παράλληλα με τις αρχέγονες αλήθειες, και σημαντικές εξελίξεις και κοινωνικές διεργασίες προτού η ίδια η κοινωνία τις συνειδητοποιήσει και τις εκλογικεύσει. Στην περίπτωσή μας, η ηθική, οι ψυχικές διεργασίες και ο χώρος-φύση αρθρώνουν στο έργο του Παπαδιαμάντη όλα τα μέλη μιας κλίμακας που περιέχουν ταυτόχρονα την ατομική-προσωπική σφαίρα, την κοινωνική-ηθική σφαίρα, και τη φύση-χώρο, ή καλύτερα τη βιόσφαιρα.
Ο Παπαδιαμάντης περιγράφει τον χώρο για να μυήσει τον αναγνώστη σε μια τελετή, σε μια λειτουργία, σε ένα γίγνεσθαι. Ο χώρος στον Παπαδιαμάντη δεν είναι παρά ό,τι η εκκλησία για την κοινωνία, δηλαδή ο τόπος όπου γίνεται η λειτουργία του πανταχού παρόντος Θεού. Ο ίδιος δεν εγκλωβίζεται μέσα στην καλογερική, αλλά προτιμά να την φέρει στην ίδια την κοινωνία. Επίσης δεν εγκλωβίζεται ούτε και στην θεματική θρησκευτικότητα, θεωρώντας την προφανώς αθέμιτη για αυτό που θέλει να κάνει, επειδή “...η πίστη είναι ριζικά αντιμυθιστορηματική”, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Στ. Ράμφος.
Ωστόσο, ο Παπαδιαμάντης, δεν φαίνεται να αναγκάζεται να περιγράφει τον χώρο προκειμένου να δώσει την ιδέα, προκειμένου να δημιουργήσει ενέργεια. Αντίθετα, του αρέσει η σχέση της ιδέας με τον χώρο, τον γοητεύει, και συχνά τον παρασύρει σε εκτενείς περιγραφές, ωσάν να θέλει να μεταδώσει την ίδια την ιδέα της νεκρής φύσης, προκειμένου να δημιουργήσει ενέργεια ακόμη και από αυτή καθ’ εαυτή τη “νεκρή φύση, τη δροσιά της, την πνοή της, τον ελαφρύ κυματισμό της θάλασσας. “Ιδιότητες θυμικού αποδίδονται στα άψυχα” επισημαίνει ο Οδ. Ελύτης.
Τον ενδιαφέρει ο χώρος γιατί αυτός τελικά είναι που ταιριάζει ή αντιτίθεται στην ιδέα και στο κοινωνικό της φορτίο που ο λογοτέχνης πλάθει. Ο χώρος λοιπόν είναι φορέας της δικής του αυθύπαρκτης ιδέας, της δικής του ενέργειας, και ο Παπαδιαμάντης το αναγνωρίζει και το σέβεται. Συχνά μάλιστα το αναδείχνει ως να υπάρχουν δύο οντότητες των οποίων η αλήθεια πρέπει να δοθεί: Η κοινωνία με τους χαρακτήρες της και τον ήρωα ή την ηρωίδα της από την μια, και η φύση με τα στοιχεία της και τη δική της πλοκή.
Τον Παπαδιαμάντη φαίνεται να μην τον απασχολεί αν είναι “ο χώρος υπέρτατο μέτρο και υπέρτατος κριτής” ή αν αντίστροφα είναι “ο άνθρωπος υπέρτατο μέτρο και υπέρτατος κριτής”. Όσο σίγουρο μπορεί να είναι για έναν θετικιστή ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν δύο “υπέρτατα”, άλλο τόσο σίγουρο είναι ότι τον Αλ. Παπαδιαμάντη τον θέλγει η διαλεκτική σχέση και η αντιπαλότητα μεταξύ αυτών των δύο μέτρων.
Αυτό που πρέπει να αναγνωρίσουμε είναι ότι ο χώρος στο έργο του Παπαδιαμάντη είναι ενεργός χώρος, είναι χώρος που παίζει ρόλους, μεταδίδει ιδέα και αλήθεια. Εξίσου σημαντικό είναι να δεχτούμε ότι ο Παπαδιαμάντης εκφράζει το βαθύ του σέβας προς τον χώρο, και συχνά είναι κατανυκτικός απέναντί του, ως να τον δέχεται ακόμη κι όταν δεν αντιλαμβάνεται ολόκληρη την αλήθεια του, ακόμη και όταν ο χώρος αυτονομείται και εκφράζει την δική του ενέργεια. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο Παπαδιαμάντης περιγράφει, μεταδίδει τις πολλές μικρές αλήθειες, έχοντας εμπιστοσύνη ότι αυτές οδηγούν στην αλήθεια του χώρου. Και ο Παπαδιαμάντης γίνεται ζωγράφος, σκηνοθέτης, ποιητής.
Δεν ζητά να τεντώσει τα νεύρα μας, να σείσει πύργους και να επικαλεστεί τέρατα. Οι νύχτες του, ελαφρές σαν το γιασεμί ακόμη κι όταν περιέχουν τρικυμίες, πέφτουν επάνω στην ψυχή μας σαν μεγάλες πεταλούδες που αλλάζουν ολοένα θέση, αφήνοντας μια στιγμή να δούμε στα διάκενα, την χρυσή παραλία όπου θα μπορούσαμε να ‘χαμε περπατήσει χωρίς βάρος, χωρίς αμαρτία” υπογραμμίζει ο Οδ. Ελύτης.

Νεωτερισμοί και κοσμική καλογερική
Αν θεωρήσουμε το έργο του ως “παλινωδία”, από το καθιερωμένο λογοτεχνικά μυθιστόρημα στο οποίο μαθήτευσε στο ξεκίνημά του, στο διήγημα, ως έργο ωριμότητας, όπως υιοθετεί ο Στ. Ράμφος, τότε μπορεί να έχουμε ένα ερμηνευτικό σχήμα για την ιδιαίτερη σημασία του χώρου στο έργο του Παπαδιαμάντη. Γιατί ο Παπαδιαμάντης “δεν αφηγείται τα προσωπικά του βιώματα, αλλά ζητεί να υπηρετήσει τις αξίες της ζωής”. Στην αναζήτηση αυτών των αξιών οδηγείται στο διήγημα. Εκεί “οι αξίες προεκτείνουν τις σημασίες”, γράφει ο Στ. Ράμφος. Ο χώρος είναι λοιπόν μία οντότητα με ιδιαίτερη σημασία, στη “Χώρα” του Παπαδιαμάντη, και ο συγγραφέας επιδιώκει να υπογραμμίσει τη σημασία αυτή, να την προεκτείνει μέχρι τη μετατροπή της σε αξία. Τότε συμβαίνει η “μαγική” διεργασία που επισημαίνει ο Ελύτης, η θάλασσα ανάμεσα στα βράχια να έχει ηθική προέκταση.
Είναι η στιγμή που, [ο Παπαδιαμάντης] αφήνοντας κατά μέρος τα πλάσματα της φαντασίας του, αναζητεί το αληθινό πρόσωπο του κόσμου”. Τότε, συμβαίνει το έργο του να περιγράφει τη ζωή που “σπάζει το φράγμα της φύσεως γινόμενη πνεύμα”. Ποτέ δεν υπονοεί ο Παπαδιαμάντης κατάργηση της φύσης ή υποτίμησή της για χάρη του πνεύματος. Η αρχιτεκτονική των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη υπακούει σε έναν ρυθμό, ο οποίος αχρηστεύει την αντικειμενική προοπτική, χωρίς να καταργήσει τη φύση.
Πώς θα μπορούσε άλλωστε να την καταργεί, αφού ο ίδιος ο συγγραφέας έχει υιοθετήσει ως τρόπο ζωής το σχήμα του εγκόσμιου μοναχού, ζώντας σε έναν πραγματικό χώρο, και εν μέσω ενός ασυμβίβαστου ανάμεσα στο σχήμα του μοναχού και τον προορισμό του λογοτέχνη. Μόνο έτσι φαίνεται ότι αισθάνεται ότι μπορεί να υπηρετήσει την πεποίθησή του της ενεργητικής συμμετοχής για το ξετύλιγμα του σύγχρονου πολιτισμού.

Ο χώρος και ο χρόνος
Ασφαλώς μία τέτοια θεώρηση για τη σημασία του χώρου στο έργο του Παπαδιαμάντη δεν μπορεί να μη θίξει την αναμενόμενη άλλωστε σχέση του χώρου με τον δίδυμο αδερφό του, το χρόνο. Ποιόν χρόνο όμως; Δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε με τον Στ. Ράμφο όταν αναλύει μια “ιδέα του χρόνου εντελώς διαφορετική από τον φυσικό χρόνο της καθημερινής εμπειρίας που δεσπόζει στη ζωή μας και την οικονομεί, έναν χρόνο ψυχικό, όπου το παρελθόν είναι σημείο προσπελάσεως του παρελθόντος στο μέλλον κι όχι αριθμός”. Ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί το χώρο για τις διαδρομές των στιγμών και συχνά συνδέει κάποιο χαρακτηριστικό του με τη στιγμή της αιωνιότητας, τη στιγμή του δράματος.

Το βάθος του χώρου
Το ασυμβίβαστο του Παπαδιαμάντη που τον έκανε “μοναχό” του κόσμου, είναι αλήθεια πως το νοιώθουμε πολλοί σήμερα ζώντας ανάμεσα σε έναν ιδιότυπο μοναχισμό της σύγχρονης ζωής, την ιδιώτευση και την απομόνωση, και στην πεποίθηση ότι ο καθένας μας πρέπει να κάνει κάτι για να ξετυλίξουμε ένα καλύτερο μέλλον. Μήπως επομένως δεν ήταν και ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης “μοναχός”;
Ναι, πιστεύω ότι δεν ήταν μοναχός. Στο μυθιστόρημα ο λογοτέχνης συνήθως αναγκάζεται να πλάσει τον δικό του χώρο. Ο Αλ. Παπαδιαμάντης πράγματι θα διαμόρφωνε, αν έμενε εκεί, όρους μοναχισμού αφόρητους, που θα τον έκαναν “στηλίτη”, ερημίτη και όχι κοσμικό μοναχό. Αντίθετα, στις μικρές ιστορίες, στα διηγήματα, χρησιμοποιεί το χώρο, τον θεωρεί δεδομένο. Το βάθος του έργου το Παπαδιαμάντη συνδέεται άρρηκτα με την αντίληψη του βάθους που καλλιεργεί και για το χώρο, είτε ως λεπτομέρεια είτε ως μεταφυσική έκφραση. Ο Παπαδιαμάντης αισθάνεται την ανάγκη να αφηγείται, κατ’ αρχήν, την αλήθεια του χώρου προκειμένου να περάσει στο ηθικό βάθος, στην ίδια την αλήθεια του έργου, στον κόσμο.

Υποθέσεις...
Το ερώτημα αν ζωγράφιζε ή έστω σκιτσάριζε ο Παπαδιαμάντης προκύπτει ως πηγαίο. Πράγματι η γραφή του Παπαδιαμάντη, η πένα του συχνά ζωγραφίζει πίνακες, σε τέτοιο βαθμό που ένας ζωγράφος θα μπορούσε να εμπνευστεί από τα κείμενά του Παπαδιαμάντη. Ναι, σκιτσάριζε και ζωγράφιζε ο Παπαδιαμάντης, όμως στο ξεκίνημα. Δεν φαίνεται να μπόρεσε να εκφραστεί όπως ήθελε με τη ζωγραφική. Εδώ έχουμε ένα μοναδικό κίνητρο για “ζωγραφική” με το γράψιμο, όταν ο ίδιος λέει στον Λαμπριάτικο Ψάλτη: “Εν όσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε... να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν, και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη”. (υπογρ. του εισηγητή)
Το κίνητρο για ζωγραφική αλλά και η έμφυτη νεωτερικότητα του φαίνεται από την ευκολία του να περάσει από το μυθιστόρημα στο διήγημα, ένα λογοτεχνικό είδος που ουσιαστικά άνοιξε τα φτερά του με την διάδοση των εφημερίδων στο τέλος του 19ου αιώνα και την ανάγκη τους για μικρά λογοτεχνικά κείμενα.
Η συμπτωματική ζήτηση ενός νέου καταναλωτικού είδους”, γράφει ο Mario Vitti, “δραστηριοποιεί τη βαθύτερη και πραγματική του ανάγκη, που μόνο τότε εκδηλώνεται ελεύθερα, να αναπολεί έναν κόσμο που του ήταν ιδιαίτερα αγαπητός”.
Με την ίδια λογική, η ευκολία προσαρμογής του μπορεί να σημαίνει ότι αν ζούσε μερικές 10ετίες αργότερα, ίσως να ήταν ένας πολύ καλός σεναριογράφος ή και σκηνοθέτης. Πράγματι, συχνά ο Παπαδιαμάντης “σκηνοθετεί”, δημιουργεί πέρα από την εικόνα νοήματα και ιδέες. Και σε αυτό τον βοηθάει απεριόριστα η αποστασιοποίηση που έχει απέναντι στα δρώμενα: Δεν θέλει να κρίνει, αλλά παραθέτει τα δρώμενα “εις το ήμισυ του δρόμου μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης. Ας τολμήσω να αναφέρω σκηνοθέτες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν από το έργο τους ως Παπαδιαμαντικής αντίληψης: Τον Κάρολο Κούν για το θέατρο, τον Αντρέι Ταρκόφσκι ή τον Παρατζάνωφ και τον Γκιουνέι για τον κινηματογράφο.
Πριν θεωρηθεί αυτή η θέση ως υπερβολή, ας υπογραμμιστεί ότι ο Παπαδιαμάντης και το έργο του προκαλούν τέτοιους συνειρμούς. Ο Οδ. Ελύτης επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ταυτότητα του Παπαδιαμάντη την περιγράφει ως “...ένα φωσάκι σαν αυτά που συντηρούν οι άγνωστες δυνάμεις μες στον ορυμαγδό της ανθρωπότητας για να τη σώζουν από μια συλλήβδην καταδίκη της. Κάτι που με διαφορετική ποιότητα ή ένταση απαντούμε στις πιο ετερόκλητες φύσεις, έναν Σολωμό ή έναν Βενιζέλο π.χ. -για να περιοριστούμε στον ελληνικό χώρο- έναν Κουντουριώτη ή έναν Θεόφιλο” Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Οδ. Ελύτης συγκρίνει το “φωσάκι” του Παπαδιαμάντη με εκείνο ενός ποιητή και ενός ζωγράφου.

Η δύναμη της υπέρβασης
Ο Παπαδιαμάντης εντάσσεται στην κατηγορία του ηθογραφικού διηγήματος, μαζί με τον Βιζυηνό (Θράκη), το Βλαχογιάννη (Ρούμελη), τον Κονδυλάκη (Κρήτη), τον Εφταλιώτη (Μητιλήνη), τον Ξενόπουλο (Ζάκυνθος), τον Καρκαβίτσα (Θεσσαλία-Πελοπόννησος). Ο Mario Vitti ξεχωρίζει τον Παπαδιαμάντη και τον Καρκαβίτσα ως υπερβαίνοντες την απλοϊκή αναπόληση της στενότερης πατρίδας. Θα συμφωνήσουμε στην ιδιαιτερότητα αυτή του Παπαδιαμάντη, υπογραμμίζοντας την υπέρβαση που πραγματοποίησε ο συγγραφέας τόσο με το έργο του όσο και με τον τρόπο ζωής του. Υπέρβαση, που μπορεί δικαίως να του αποδοθεί ως ιδιομορφία που δεν καλουπώνεται εύκολα σε ταξινομήσεις και κατηγορίες μιας εποχής.
Ας συμφωνήσουμε με τον Γιώργο Θεοτοκά και τον Ηλ. Βενέζη ότι ο Παπαδιαμάντης εντάσσεται περισσότερο σε μια διαχρονική ομάδα που περιλαμβάνει το δημοτικό τραγούδι, τη βυζαντινή ζωγραφική, τη λαϊκή αρχιτεκτονική, το Κρητικό Θέατρο, τον Ερωτόκριτο, το Μακρυγιάννη, το Σολωμό, τον Κάλβο. Σε αυτούς αναζήτησε η “γενιά του τριάντα” τις ελληνικές ρίζες για να προβάλει τις αξίες τους και να στηριχθεί επάνω τους.
Όπως στον καιρό του Παπαδιαμάντη υπήρχε κατεστημένο που ο ίδιος αντιπάλευε με την προσωπική του στάση, έτσι και σήμερα είναι αρκετοί οι “κοσμοκαλόγεροι” που ακολουθούν αυτό το δρόμο. Το ευχάριστο είναι ότι ο Παπαδιαμάντης δεν έζησε απλά, όπως χιλιάδες άλλοι, αλλά και τον έγραψε αυτόν τον τρόπο αντίληψης και ζωής, προσφέροντας μας μία μοναδική παρακαταθήκη και έναν τρόπο αντίληψης πολλών σύγχρονων ζητημάτων, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που έχουν χωρική διάσταση. Η έννοια του χώρου έχει κρίσιμη και ζωτική σημασία και για όλα τα επιστημονικά πεδία πια σήμερα. Γι αυτό, πολλά μπορούμε να μάθουμε από τον Σκιαθίτη διηγηματογράφο.
Ο Άγιος Ελισαίος, το μικρό εκείνο μονόχωρο εκκλησάκι της Πλάκας που έψελνε ο Παπαδιαμάντης δεν γλύτωσε γιατί το γκρέμισε ο ιδιοκτήτης του το 1943. Θα μπορούσε και να το είχε προβλέψει και ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης μέσα στο κύμα του νατουραλιστικού πεσιμισμού που ακολουθούσε κατά τον Mario Vitti. Ας αναλογιστούμε όμως, μαζί με τον Ελύτη, γιατί, παρ’ όλο που όλος ο κόσμος της εποχής του Παπαδιαμάντη, έχει καταρρεύσει και αντικατασταθεί από έναν άλλο, τόσο το έργο του όσο και η μορφή του Σκιαθίτη διηγηματογράφου δεν έχει γίνει αέρας.
Ας αναλογιστούμε ότι εμείς είμαστε εδώ, εκατό χρόνια μετά, λίγο πριν το 2.000, να ανταλλάσσουμε τις ανησυχίες μας για το μέλλον, συζητώντας μεταξύ μας μέσω του Παπαδιαμάντη και της επικαιρότητας του έργου του, της ευγένειάς του, της διακριτικότητάς του αλλά και των πολιτικών του, του τρόπου ζωής του.

Συζητώντας και φυσικά τιμώντας τον ιδιαίτερα, γιατί κάπως μου φαίνεται ότι του μοιάζουμε και μας μοιάζει. Άλλωστε, “Τα έργα δεν γίνονται για να τα κρίνουμε, αλλά για να ζήσουμε μαζί τους σε μια σχέση που δεν προϋποθέτει τόσο την ιστορία τους όσο την δική μας ιστορία.”
http://www.asda.gr/hgianniris/papadiam.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου