Αναγνώστες

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2015

Η ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη.

«Με πένθη αιώνων να πνέουν οι άνεμοι»: Η ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη. Από τα «Διόδια» (1972) στο «Μ’ ένα στεφάνι φως» (1989)





[…] να τ’ ανασύρεις όλα απ’ τα βαθιά, από μεγάλα σκότη, ανέπαφα, απ’ τις σιωπές ερειπωμένων μητροπόλεων, την άλωση, τη θεομηνία, τη ρομφαία: όπως τροπαιοφόρος βουτηχτής βαραίνει στ’ άπατα, ή ευπατρίδες πελεκάν την ώρια κόρη, κι ο πιο καλύτερος της παίρνει το κεφάλι –
(«Οι βουτηχτές», Ιστορίες για τα βαθιά)
ΤΟΠΟΣ ΕΙΣΟΔΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΤΗΣ ΜΑΣΤΟΡΑΚΗ
Έχουμε εισέλθει σε μια ζώνη τελολογικών προρρήσεων. Από εκεί σας γράφω. Μάρτιος του ‘15. Σε μια νέα νηνεμία ανάμεσα σε τρικυμίες που όλο έπονται και δεν καταλαγιάζουν. Μακριά από μένα, έστω ως αξίωση –ως έγνοια ορθή– οι εγωλογίες και οι προφητισμοί και τα παρόμοια. Κατατάξεις οριστικές των τεκταινόμενων, πολιτικές και λογοτεχνικές και πάει λέγοντας. Τώρα που η ύλη όλο πυρώνεται και που λυγίζει, και εμείς μαζί να περιγράφουμε, μέσω της ποίησης, το πώς και το γιατί, τώρα που καίνε οι σπίθες της ιστορικής τριβής, του εκτροχιασμού, το δέρμα μας και την ψυχή μας. Πνεύμα που καίγεται και αργοπεθαίνει, και ψάχνε στα βαθιά, όλα βουλιάζουνε, να ανεβάζεις τα πνιγμένα που όλο χάνονται, σαν νούφαρα σε μια επιφάνεια ενός βαλτότοπου και άιντε τώρα να τα ζωντανέψεις, τρισδιάστατα να πεταχτούν, να δείξουν. Ας σωπάσω.
Και που βαδίζω; Και ως τι; Με τη σπασμένη γλώσσα μου, των ποιητών, των προφητών, με αποσπασματική οπτική, όλο με άλματα ας είμαι και με καταβυθίσεις, αφαιρώντας από τη σάρκα όσων συνέβησαν, ως ποιητής να πω αυτά που είδα και που γνώρισα, καλώντας προς το σώμα, την χώρα την ποιητική της Τζένης Μαστοράκη, με ευλάβεια θρησκευτική, πατριωτική –μη βιάζεστε– να την πλησιάζω. Από καιρό να ετοιμάζομαι, γυμνάζω τα πνευμόνια μου, να βγω, να φτάσω στην κορύφωση, μιας πορείας εκθετικής στην ποίηση, που με τη σύνθεση Μ’ ένα στεφάνι φως (1989) εκτοξεύτηκε και τώρα πώς να την γυρέψεις, πλανήτης που αποσπάστηκε, και πλέον γεννά συνέχεια δορυφόρους, νέους ποιητές που όλο κομίζουνε.
Το σώμα μου ωστόσο αντιδρά αλλεργικά στα σχήματα της γραμματολογίας, που τόσο βολεύουν τους αμύητους, και πώς σιχαίνομαι τις κλίνες τις προκρούστειες. Ας πω καλύτερα ονόματα, που προηγήθηκαν: Σολωμός, Πεντζίκης, Σινόπουλος και William Blake. Και επίσης να τονίσω, πως δεν εντάσσεται η ποιήτρια στη γενιά του ’70, τόσο ξεχώρισε, και τώρα έρχεται η ώρα να εξηγήσω πόσο, και πώς πηγάζει η ίδια ατόφια από την προσωπική της βάση.
Αν ο Καρούζος, σύμφωνα με τον Δάλλα, λοιπόν «είναι μια ύπαρξη θρησκευόμενη σε έκπτωση μαζοχιστική, που εκφράζει, καθημερινά “πειραζόμενη”, την αμηχανία του θείου», η Μαστοράκη είναι μια Βυζαντινή οικοδέσποινα που σε υποδέχεται στο παλάτι της, μετά τη σφαγή, την εκτύφλωση, τόσων ψυχών −ενδεικτικά στα στενά της Κρέσνας− και που σου δείχνει τους τυφλούς περιφερόμενους στα ορεινά βαλκανικά τοπία, την ώρα που σου μιλά οραματιζόμενη, εξωθώντας την τηλεπάθεια στην τηλενέργεια, κόκκινο πάντα να βουίζει το ποτάμι, να ξεβράζεται αργά ή γρήγορα στις κοίτες μας. Έως τέλους καταγράφει:
Να χυθεί πρώτα πρώτα βαρύς ο αέρας και κόκκινος από χρόνιες μάχες.
Και καπνοί από όρη όπου φέγγουν αρχαία χαλάσματα, παραστάσεις θριάμβων και φόνων.
Σκιερός ο δρυμός για να χάνονται βασιλείς νυχτοθήρες, ή στασίαρχοι κάτωχροι ανασπώντας αγχέμαχα όπλα.
Αλλά μόνος παντού ο κυνηγός και ξοπίσω του διώκτες.
ΜΙΑ ΠΟΙΗΣΗ ΠΟΥ ΣΥΝΑΙΡΕΙ ΚΑΙ ΑΠΟΚΟΛΛΙΕΤΑΙ
(ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗΣ ΑΡΤΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑΣ)
Η ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ
Αν ο Σεφέρης «ισολογίζει» το «δράμα του προσώπου και της ιστορίας», το «σύγχρονο με το μυθικό» και το «ζωντανό με το νεκρό», η Μαστοράκη κατεβαίνει στα άδυτα, τροφοδοτούμενη από την μνήμη και την νηνεμία μετά την τρικυμία, συναιρώντας: τον ήρωα με τον αφηγητή, το σύγχρονο με το μυθικό-παραμυθιακό (ως μαγικό παραμύθι) και το φασματικό με το νεκροζώντανο, γέρνοντας προς το πρώτο.
Με μια πρωτόγνωρη ενσυναίσθηση λοιπόν καταδύεται στην μνήμη και στον τόπο του θανάτου, του τραγικού και στα πεδία των μαχών, σε τόπους φόνων, βιασμών και ακρωτηριασμών, πνιγμών και συναντά τα οράματα των όμοιων της, του Κουροσάβα (βλ. ενδεικτικά το κλείσιμο του Ραν), του Πόε και του Πάουντ, ιδίως των Ασμάτων της Πίζας, και σε έναν απόλογο, με την αρχαία σημασία του απολογισμού, αποκαλύπτει:
Σε μυστικές στοές, με κρεμασμένους και υδρόβια, και μια βουή σαν να περνάει νερό. Πολύ νερό.
Πίσω απ’ τους τοίχους σέρνεται κάτι πελώριο και βαρύ, που έχει βράσει σε φριχτές φωτιές, μπορεί πηγάδι, ένα υπόγειο πέρασμα, κι ανατινάζεται, κι όλο στενεύει και ρουφιέται. Χωρίς ήχο.
Εκεί θα περιμένουν άντρες τρυφεροί με κλάματα. Και τα μακριά μαλλιά τους όρθια στο σκοτάδι, όπως των πνιγμένων.                                                                                                             («Τα υπόγεια»)
Έτσι με την ενσυναίσθηση ως λειτουργική δύναμη στην ποίησή της, εμβιώνει τα πράγματα, τα οποία και αναπλάθονται μπροστά μας ζωντανά, τσακίζοντας την όποια ακινησία. Ταυτόχρονα χαρίζει βάθος και προοπτική στα επεισόδια που σκηνογραφεί, κάδρο κλειστό, σκηνή θεατρική που συνηχεί εντός και εκτός μας, προκαλώντας την ανάδυση μιας συλλογικής αντίληψης που εφάπτεται στην τραγική αίσθηση του κόσμου και στο αδιέξοδο της αρχαίας τραγωδίας −με άλλους όρους− του Αισχύλου και του Σοφοκλή. Κι όλα αυτά δοσμένα με την πρακτική του αποσπασματικού, των λυρικών και σκοτεινών του Σολωμού (του Κρητικού, των Σχεδιασμάτων, πέρα από τη Γυναίκα της Ζάκυθος), αποκαλύπτοντας με τον διαπεραστικό της φωτισμό τις πρώτες ίσως επιφάνειες που έπονται του ακατόρθωτου.
Πιο συγκεκριμένα, οι αδικοχαμένοι, οι λησμονημένοι, οι νεκροί, οι ακρωτηριασμένοι, της Κατοχής και του Εμφυλίου, των αρχαίων καιρών, του Βυζαντίου και έπειτα, της πρώτης Επταετίας, αλλά και της Κύπρου, φύσεις οικείες, κοντινές, με τις οποίες συνομιλεί και συνυπάρχει, δίνονται με τρόπο δικό της, νέο, που συναντά μια ιστορική-φανταστική ορμή, που ήταν εκεί και πλέον ελευθερώνεται. Με τη φορά του Σολωμού, και του Σινόπουλου εν μέρει, απέχοντας από την «γεροντική» θυμοσοφία, την απόσταση του Σεφέρη, δίνει με ολόκληρα εμβαδά και με αποκολλήσεις −έτσι εργάζεται αντί με μονάδες λέξεων και με εικόνες− βιώματα που μεταβιβάζονται και αποσβολώνουν, διυλίζοντας έως τέλους μιαν ύλη, με τέτοιο τρόπο ώστε με το που την δεις,  αν την ακούσεις, να πεις: «δική της». Και να σε παρασύρει.
ΕΝΑ ΗΧΗΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΤΟΝ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
Ο τόνος της ελεγειακός, σωστά συγκρατημένος −και εξομολογητικός μιλώντας όμως για όλους− εκείθεν του μοιρολογιού, εντεύθεν του πρώτου απόηχου των εμπειριών ίσως μιας εποχής (Κατοχή και Εμφύλιος). Ένας επιτάφιος, με άλλα λόγια, των αφανών και των αποδεκατισμένων (δικτατορία, Κύπρος), όσων γνώρισε. Με επιγραμματικότητα αντίστοιχη, με αυτή του Αναγνωστάκη, με την ελλειπτικότητα και τις διαρκείς αποσιωπήσεις της, ταυτίζεται εν μέρει αισθητικά μαζί του (βλ. Δάλλα), θυμίζοντας τα σκηνικά του Μπρέχτ, με χρώμα όμως αρκετό, με τόνους έστω άπειρους σε μιαν απόχρωση, και σε παραλλαγές, που φανερώνουν έναν τρόπο συνεπή, πολιτικό και ιστορικό. Διατηρώντας μια έγνοια ορθή, ένα «διάλογο σιωπηρό» με την ιστορία και με τα γεγονότα, κάτι που έκανε από αλλού κι αλλιώς κι ο Χρήστος Μπράβος.
Με τη φορά των μαγικών παραμυθιών, της λαϊκής μπαλάντας, με την σπαραχτική και τη στοχαστική θεώρηση του κόσμου, ως άλλη Γυναίκα της Ζάκυθος, με το διφωνικό τραγούδι της (ποιήτρια-αφηγητής ως ένα και εναλλάξ), σε αντιστοιχία με το πολυφωνικά τραγούδια της Ηπείρου, εκφέρει «μελωδικά» και αμεσολάβητα όσα παραλαμβάνει και αναμεταδίδει οραματικά, δίχως να τα φορτίσει −με τέτοια φόρτιση την βρίσκουνε− όσα την απαρτίζουν πια, φόνοι, θανατικά, πνιγμοί και καταποντισμοί, κρυμμένες και ακαριαίες εικόνες ενός ασυνειδήτου, συλλογικού και μη, και εντυπώσεις σκοτεινές μετακινούμενες του κόσμου.
Έτσι, χωρίς να διασπάται η εσωτερική συνοχή του ποιήματος, και με μόνιμη έγνοια την μουσική επιβολή του στίχου, κατορθώνει η ποίησή της να γίνει, κατά την θεώρηση μας πάντοτε, ένα από τα πλέον θεμελιώδη και οργανικότερα ακούσματα του συλλογικού ασυνειδήτου μας, με την ορμή πάντοτε −που ωστόσο συγκρατά− αυτού που όντως είδε. Μια ποίηση μυστική, χωρίς ιδανισμούς και σωτηρίες, με τη βαθιά και ουσιαστική, θα λέγαμε, γνώση των φυτικών ιστών, που κάποτε, μετά την εξάπλωση και τη συντήρηση, πεθαίνουν. Αργο-ξεραίνονται και κοκκινίζει με αίμα, από τις σφαγές, η ιστορία. Πιτσιλώντας.
Αν ο τόνος, λοιπόν, ακούγεται κάποτε στον Σινόπουλο «αναρρωτικά νηφάλιος», στην Μαστοράκη κοχλάζει με μικρές επίπεδες σχετικά κυμάνσεις πάνω στις πληγές και επιμένει οριακά να εφάπτεται, συνήθως κοφτερός, κάποτε εκρηκτικός −αλλά κι ως γέφυρα− (στο κλείσιμο φορές των ποιημάτων) πάνω στο ιστορικό μας τραύμα. Ένα τραύμα που έμεινε ανοιχτό, μαζί με την βαθειά συναίσθηση της αδικίας που το συνοδεύει, μετά την αποχώρηση των στρατιωτών μας από το Αλβανικό μέτωπο ενδεικτικά (ο πατέρας της ποιήτριας, να σημειωθεί, ήταν εκεί), για να κακοφορμίσει τελικά στον Εμφύλιο και στα επόμενα χρόνια, τσακίζοντας μια ολάκερη γενιά που παροπλίστηκε και αχρηστεύτηκε, σκυφτή παραμιλώντας: «εμείς/ κουβαλάμε, απλούστατα, μέσα μας/ τους μεγάλους». Αυτή η κακοφορμισμένη λοιπόν πληγή γίνεται στην ποίησή της, θαρρώ, μια άγρια μαύρη θάλασσα που μας ξεβράζει, όλους μαζί, μαζί με τους νεκρούς και εκεί είναι ίσως που η ποιήτρια πιάνει τη σωστή θερμοκρασία των τεκταινόμενων. Έτσι, γίνεται τελικά η δεύτερη φωνή των νεκρών μας, αλλά και των αυτοκτόνων όλου του κόσμου, ζώντας την δεύτερη ζωή τους, με όλο το βάρος και τα αδιέξοδα της πρώτης, αφήνοντας να αναδυθεί άλλοτε ο πόνος έμμεσα, συγκρατημένα, και άλλοτε άμεσα ως πίδακας, που εκτοξεύτηκε, φτιάχνοντας πέρασμα σε μια άλλη διάσταση, σε μια ύλη αλλιώς πυρακτωμένη.
ΧΩΡΟΣ-ΣΚΗΝΙΚΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ-ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ποιήτρια ως έμβολο παρατηρεί χωρίς να μυθοποιεί αλλά παραμυθοποιώντας, έως ενός σημείου, την εμπειρία, ώστε σε τελική ανάλυση κάπως να αναπνεύσει. Υφίσταται λοιπόν το σώμα της έναν εγκλωβισμό, μια δυσφορία, ένα πάγωμα, που εφάπτεται κι ενός «ιησουιτισμού». Ένας «ιησουιτισμός» με την έννοια της λογοκρισίας κατά τον Άγρα, δηλαδή «όπως την ξέρουμε από την εποχή των χριστιανικών κατακομβών», εκεί που ο ποιητής «οσφραίνεται, παρακινεί να οσφρανθούν, μιλεί», αλλά «το κύριο του είναι απαγορευμένο» (μιλά για τον Καβάφη). «Το αντίθετο αυτού του ιησουιτισμού», συνεχίζει ο Άγρας, είναι «το πάθος» του ποιητή, που στην περίπτωση της Μαστοράκη, το βλέπουμε πια ως ένα παράθυρο, ως μια φυγή, που μας επιτρέπει, να πνίξουμε με έναν λυγμό το «φτου ξελευθερία, για όλους», δράμα που συνεχίζεται με άλλο τρόπο έως τις μέρες μας. Κι έτσι η  ποιήτρια αντί να φύγει μένει εκεί, αρνούμενη επίμονα την όποια έξοδό της, εξαιρώντας τα πολύτροπα μεταφραστικά της ανοίγματα που λειτουργούν ως πραγματικές έξοδοι.
Φύση οραματική και δισυπόστατη (ήρωας-αφηγητής ως ένα), δικέφαλη, επάλληλων φορτισμών και μεταφορτισμών, που μεταθέτουν τελικά την έκρηξη, συνέχεια συσσωρεύοντας, μετά και εκτός του ποιήματος, ο κρότος. Με τα ηχητικά της νυχτοπερπατήματα και με την έντονη της εικονοποιία, απορροφά την περιρρέουσα πραγματικότητα, προμηνύοντας τα επόμενα, και κάποια μέρη τους λαλεί και καταγράφει, μεταφέροντας μας σε μιαν άλλη αίσθηση, σε έναν άλλο τόπο των πραγμάτων. Ζώντας μάλιστα μέσα σε ένα διακριτό μέρος της συνειδήσεως της, και ενώ αναδύεται πόνος, μέσα από την ύλη που διαμορφώνεται σε ποίημα, χαρτογραφεί το άγνωστο, το πριν και έως το τέλος της μεταπολίτευσης, δείχνοντας και το μετά, δένοντας έτσι τα ιστορικά −μες στη φορά τους− με τα τρέχοντα, και τη Γυναίκα της Ζάκυθος με την Ελλάδα της κατάρρευσης και του τωρινού τριπλού ελέγχου, αλλά και τον Μαξ Ερνστ, με τους προραφαηλίτες και με τον Μπουζιάνη.
ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΑΛΛΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ
Κι εδώ ας σταθούμε στο τρίπτυχο που απαρτίζεται από τη Γυναίκα της Ζάκυθος του Σολωμού, τον Νεκρόδειπνο του Σινόπουλου και το Μ’ ένα στεφάνι φως. Αν η Γυναίκα της Ζάκυθος λοιπόν κυματίζει αδιάκοπα −πίσω από τον καθρέφτη− τραυλίζοντας καθώς και αποζώντας εσυνηθούσε, και μας λέει: «Ακουσ’ εδώ μμμμά την αααλήθεια μα τ’ άχρα-χρα-χρα-χρα-χρα-χραν-τα μυστήρια του θεού», κι αν ο Νεκρόδειπνος του Σινόπουλου αντίστοιχα «περιέχει περίπου αφηγηματικά το σώμα της συλλογικής εμπειρίας» (βλ. πάλι Δάλλα) «με την καλλιτεχνική του πανουργία», ανασυγχρονίζοντας και νεωτερίζοντας, με όλα τα μέρη του μοντερνισμού παρόντα στο οπλοστάσιο του, έτσι και η Μαστοράκη, με τα υπο- και με τα υπερ-, και κάποια από τα μετα-, του μοντερνισμού, αποστρέφεται, στην ώρα της, τους κραυγαλέους πειραματισμούς, νοητικής προτεραιότητας, του διεθνούς –ας τον χαρακτηρίσουμε– βαλτότοπου, της τάχα, μοχλευμένης, πρωτοπορίας, στοχεύοντας σε όλα τα μέρη του θυμικού, συγκινώντας και παρασέρνοντας μας στην «θέαση» της.
Όπως στις μπαλάντες –τις παραλογές– λοιπόν η φυσική, η λογική και η ηθική τάξη του κόσμου ανατρέπεται, τα όρια μεταξύ θανάτου και ζωής (πραγματικότητας και φαντασίας, λογικής και παράλογου) υπερβαίνονται, έτσι κι οι ποιητές μας, με τη φορά της βιωμένης και χωνεμένης παράδοσης, ενεργοποιούν τα αρχέτυπα, ανεβάζοντας κομμάτια που βρήκαν αυτούσια μπρος τους, ως κοιτάσματα, στην κοινή ιστορική και μεταβαλλόμενη, επιφάνειά μας, ως άλλοι, θα λέγαμε, Χένρι Μουρ των Βαλκανίων. Μια φλέβα, ας σημειωθεί, που έδωσε και το Άσμα ηρωικό και πένθιμο του Ελύτη, την Αμοργότου Γκάτσου, το Federico Garcia Lorca του Δάλλα, το Ο δρόμος του Εμπειρίκου, μα κυρίως το Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα του Εγγονόπουλου που ξεχωρίζει. Εδώ συναντούμε και τον Μπράβο που συναιρεί τον εξπρεσιονισμό με τη δημοτική παράδοση και τον Γκανά που επίσης συγκινεί. Πέρα από τη Μαστοράκη που εκτοξεύτηκε λοιπόν. Και γύρεψέ την.
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΜΑΣ
ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ, ΤΑ ΑΝΕΞΑΝΤΛΗΤΑ ΧΩΡΑΦΙΑ
(ΑΝΤΙ ΕΞΟΔΟΥ)
Αν ο ελληνισμός του Καβάφη είναι ελληνικός, του Παλαμά εθνικός και του Σεφέρη μυθο-ποιητικός, που συναιρεί το μοντέρνο με το δημοτικό και το εγχώριο με το οικουμενικό της εποχής του, τότε ποιος είναι ο ελληνισμός της Μαστοράκη; Προτού απαντήσουμε ας αναλογιστούμε, πέρα από τον “αιγιακό-του κολάζ” ελληνισμό του Ελύτη (σεβόμενοι πάντα το Άξιον Εστί του και το Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου), τον μπολιβάριο ελληνισμό του Εγγονόπουλου και τον ακέφαλο τέλος του Σαχτούρη.
Αν λοιπόν ο ελληνισμός του Καβάφη είναι ελληνικός, με την έννοια του κράματος και της «Κοινής Ελληνικής Λαλιάς», ο ελληνισμός της κορυφαίας μας ποιήτριας είναι αυτός μιας μετασολωμικής ελληνικότητας περασμένης από τα βάθη και από τα ρήγματα του Βυζαντίου. Μεταρομαντικός σε μιαν ανάγνωση, που φαντασιώνεται και ανασυνθέτει, παίρνοντας και πέρα από τον ατλαντικό, καθότι βρίσκεται σε μια διαρκή και ενημερωμένη ανταπόκριση με το παρόν και με την ιστορία, με ρίζες που ξεπερνούν κατά πολύ την επιφάνεια, και που αντέχουν στην πτώση και την πίεση πρόσκαιρων σχηματισμών αλλά και ενώσεων.
Έτσι, σε αυτά τα πλαίσια, αντί της «ιστορικής ποιητικής» του Καβάφη, ή της «μυθικής μεθόδου» του Πάουντ, του Σεφέρη ή του Έλιοτ, η ποιητική της Μαστοράκη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως, μια ιστορικο-παραμυθιακή ποιητική, μιας γυναίκας, που ως παιδί, στη νέα χοάνη των καιρών, μεταπολεμικά φορούσε φορεματάκια 2nd hand, −αποφόρια «μεταποιημένα», ξήλωνε, ξανάραβε, από μεγαλίστικα αμερικάνικα φουστάνια, και πόσο μάλλον τα χαιρόταν− σταλμένα από την νικήτρια του 2ου μεγάλου πολέμου, την εγγυήτρια Αμερική (στα πλαίσια του πακέτου Μάρσαλ). Μια δύναμη που μας έστειλε καρφί και στην αμήχανη και ασφυκτική αγκαλιά της Χούντας, κλίμα εντός του οποίου ωριμάζει η ποίησή της για να εκτοξευθεί. Έτσι, σε μια «τζι άι τζο» κατάσταση, με τους εγχώριους, αυτόκλητους και μη εντολοδόχους, με τα καλά της αγγλοσαξονικής παιδείας, μουσικής και διάχυσης, στο νέο κράμα και με παρόντες τους φενακισμούς της εξουσίας, σε μια νέα Αντιόχεια των καιρών, σε μια Αθήνα, η Μαστοράκη τρέφεται, αφουγκράζεται και περιμένει, βιώνοντας με τις ποιητικές αντένες της, τη δυσκαμψία του μοχλού, την μη εκλέπτυνση των απολήξεων των δαχτύλων, καθώς κινείται από τα πέρατα του κόσμου, τη Ρώμη της Αμερικής (τώρα του Βερολίνου), τη Ρώμη των καιρών μας, της πολιτικής και της παγκόσμιας –σχεδόν– επικυριαρχίας. Η ποιήτρια λοιπόν συμπάσχοντας και συμπαθώντας, με την έμφυτη ενσυναίσθηση της και διατηρώντας την, ούτως ή άλλως, αποστασιοποιημένη ταυτότητά της, δίχως ειρωνεία, πονά και καταγράφει μεταγράφοντας ποιητικά, το δράμα, το αδιέξοδο, την ασφυξία, στην οποία τέμνεται το υποστασιακό με το ιστορικό. Κι όλα διαλύονται και σκάζουν, κι αυτή εκεί, έως τέλους, ως δυνατή μορφή, στα εσώψυχα, να μαρτυρά την νέα άλωση, με γνώση αυτοκρατορική και βλέμμα τροχισμένο απ’ τους και στους αιώνες.
- See more at: http://www.intellectum.org/2015/08/01/mastoraki/#sthash.EIFb7cwL.dpuf

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου