Αναγνώστες

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Ηλιούγεννα

Ηλιούγεννα - Το αρχαίο Ελληνικό έθιμο των Χριστουγέννων

Τα Χριστούγεννα η εορτή της ανάμνησης της γεννήσεως του Ιησού Χριστού δηλαδή, αποτελούν την μεγαλύτερη γιορτή του Χριστιανισμού, αποτελώντας ημέρες χαράς για όλον τον Χριστιανικό κόσμο. Λόγω βέβαια της «οικονομικής εκμετάλλευσης» και του τεράστιου «οικονομικού τζίρου της εορτής» τα Χριστούγεννα εορτάζονται πλέον σχεδόν σε όλο τον κόσμο.

Ιχνηλατώντας την ιστορικότητα της εορτής ανακαλύπτουμε ενδιαφέροντα στοιχεία που αφορούν την ημερομηνία της εορτής, αλλά και συσχετίσεις με συνήθειες στον αρχαίο κόσμο. Αναζητώντας την ακριβή ημερομηνία γενέσεως του Ιησού ανακαλύπτουμε ότι αφενός στην καινή Διαθήκη δεν γίνεται αναφορά για την εορτή Χριστουγέννων και αφετέρου ότι κανείς από τους Αποστόλους δεν τήρησε την 25η Δεκεμβρίου ως γενέθλια ημέρα του. Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός, (υπολογίζεται πως γεννήθηκε μεταξύ του 6 - 2 π. X.) Υπάρχουν όμως ενδείξεις που συνηγορούν στην Φθινοπωρινή γέννηση του, και όχι στην χειμερινή.Το εδάφιο από το Ευαγγέλιο του Λουκά παραδείγματος χάριν αναφέρει:
«Οι ποιμένες ήσαν κατά το αυτό μέρος διανυκτερεύοντες εν τοις αγροίς, και φυλάττοντες φύλακας της νυκτός επί το ποίμνιον αυτών» (2: 8). Η φράση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις πρακτικές των βοσκών καθώς τον χειμώνα λόγω του ψύχους οι ποιμένες δεν διανυκτερεύουν στους αγρούς. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η γέννηση του Ιησού δεν έγινε το Δεκέμβριο αλλά το Φθινόπωρο εφόσον τα κοπάδια δεν ήταν στις στάνες. Γνωρίζουμε επίσης ότι η γέννηση συνέπεσε, με την απογραφή, που συνήθως γινόταν μετά την συγκομιδή, κατά τις αρχές Οκτωβρίου. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης επίσης συσχετίζει την γέννηση του Ιησού Χριστού με την εορτή της «Σκηνοπηγίας», η οποία γινόταν τον Οκτώβρη.

Στην Αγία Γραφή γενέθλιες και ονομαστικές εορτές δεν συνιστούνται. Στην πραγματικότητα τα Χριστούγεννα δεν συμπεριλαμβάνοντα στις αρχαίες γιορτές της Χριστιανικής Εκκλησίας, και μάλιστα η τήρηση των γενεθλίων καταδικάζονταν σαν ένα αρχαίο Ελληνικό "ειδωλολατρικό" έθιμο απεχθές στους Χριστιανούς. Ημέρα μνήμης των αγίων και μαρτύρων όριζαν αυτή του θανάτου. Η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια αναφέρει σχετικά : «Τα Χριστούγεννα δεν ήταν ανάμεσα στις πρώτες εορτές της Εκκλησίας. Ο Ειρηναίος και ο Τερτυλλιανός την παραλείπουν από τους καταλόγους των εορτών» Έτσι Τα Χριστούγεννα ως εορτή των γενεθλίων του δεν γιορτάζονταν τα πρώτα 300 χρόνια. Η καθιέρωση της 25ης Δεκεμβρίου ως ημέρα των Χριστουγέννων έγινε στη Ρώμη από τον Πάπα Ιούλιο τον Α, τον 4ο μ.χ. αιώνα, μετά από έρευνα που έγινε στα αρχεία της Ρώμης για την χρονιά επί Αυγούστου απογραφής, και κατόπιν υπολογισμών βάση των Ευαγγελίων. Ένα στοιχείο που λήφθηκε υπόψιν είναι το η φράση από το κατ’ Ιωάννη γ’30«Εκέινον δει αυξάνειν, εμέ ελατούσθαι»

Στην πραγματικότητα όμως αυτό συνέβη διότι η συγκεκριμένη ημερομηνία συνέπεφτε με τις αρχαίες εορτές του Χειμερινού Ηλιοστασίου και την «Επιστροφή» του Ηλίου. Έκτοτε ο Χριστός όφειλε να είναι ο Ήλιος ο δίδων το φως εις τον κόσμο. Πριν εορταζόταν στις 6 Ιανουαρίου μαζί με τη βάπτιση του Ιησού (Θεοφάνεια). Αργότερα το έθιμο πιθανολογείται ότι μεταφέρθηκε στην Ανατολή, πιθανόν από τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό το 378-381 περίπου μ.Χ. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος (345-407 μ.Χ.) σε ομιλία του για τη γέννηση του Χριστού, αναφέρει ότι είχε αρχίσει στην Αντιόχεια να γιορτάζονται τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου. Το σίγουρο είναι ότι την εποχή του Ιουστινιανού, τον 6ο αιώνα, ο εορτασμός των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου είχε εξαπλωθεί σχεδόν σε όλη την Ανατολή.


Τι εόρταζαν οι Αρχαίοι Έλληνες την περίοδο των Χριστουγέννων;


Οι αρχαίοι Έλληνες κατά την χειμερινή τροπή του ήλιου γιόρταζαν την γέννηση του Διονύσου. Ο Διόνυσος αποκαλούταν «σωτήρ» και θείο «βρέφος», το οποίο γεννήθηκε από την παρθένο Σέμελη. Ήταν ο καλός «Ποιμήν», του οποίου οι ιερείς κρατούν την ποιμενική ράβδο, όπως συνέβαινε και με τον Όσιρη. Τον χειμώνα θρηνούσαν το σκοτωμό του Διονύσου από τους Τιτάνες, αλλά στις 30 Δεκεμβρίου εόρταζαν την αναγέννησή του. Οι γυναίκες-ιέρειες ανέβαιναν στην κορυφή του ιερού βουνού και κρατώντας ένα νεογέννητο βρέφος φώναζαν «ο Διόνυσος ξαναγεννήθηκε. Ο Διόνυσος ζει» , ενώ σε επιγραφή αφιερωμένη στον Διόνυσο αναγράφεται:«Εγώ είμαι που σε προστατεύω και σε οδηγώ, εγώ είμαι το 'Αλφα και το Ωμέγα».

Αυτή η αρχαία Ελληνική γιορτή, είχε επίσης ταυτιστεί και με την γιορτή του Ηλίου, τον οποίο οι αρχαίοι λαοί είχαν θεοποιήσει. Συγκεκριμένα στους Έλληνες, είχε ταυτιστεί με τον Φωτοφόρο Απόλλωνα του Ηλίου, ο οποίος απεικονιζόταν πάνω στο ιπτάμενο άρμα του να μοιράζει το φως του Ηλίου. Οι αρχαίοι λαοί αναπαριστούσαν την κίνηση του ήλιου με την ζωή ενός ανθρώπου που γεννιόταν κατά την χειμερινή τροπή του ήλιου που μεγάλωνε βαθμιαία καθώς αυξάνονταν και οι ώρες που ο ήλιος φωταγωγούσε την Γη, και πέθαινε ή ανασταίνονταν τον Μάρτιο την ημέρα της Εαρινής Ισημερίας, συμβολίζοντας με αυτόν τον τρόπο την αναγέννηση του φυτικού βασιλείου μέσα από την μήτρα της Γης. Το χειμερινό Ηλιοστάσιο 22-25 Δεκεμβρίου σημαίνει την αρχή του χειμώνα, και ο Ηλιος αρχίζει βαθμιαία να αυξάνει την ημέρα έως ότου εξισωθεί με την νύχτα, κατά την Ιση-μερία τον Μάρτιο. Τότε ο Ήλιος νικά το σκοτάδι, και έρχεται η άνοιξη, η εποχή της αναγέννησης για την φύση.


Η εορτή αυτή πέρασε και στην αρχαία Ρώμη με τις δημοφιλείς γιορτές των Σατουρνάλιων, προς τιμήν του Κρόνου τον Δεκέμβριο αλλά και της θεάς Δήμητρας, γι΄ αυτό και έκαναν θυσίες χοίρων για την ευφορία της γης . Τα Σατουρνάλια ήταν από τις σημαντικότερες και ονομάζονταν: « DIES INVICTI SOLIS », δηλαδή «Ημέρα του αήττητου ήλιου». Μια γιορτή που φυσικά την είχαν πάρει απο την γιορτή του Φωτοφόρου Απόλλωνα - Ηλίου!

Στην αρχαία Ρώμη, η εορτή άρχιζε στις 17 Δεκεμβρίου και διαρκούσε επτά ήμερες. Στην εορτή αυτή αντάλλασσαν δώρα, συνήθως λαμπάδες και στα παιδία έδιναν πήλινες κούκλες και γλυκά σε σχήμα βρέφους για να θυμίζουν το Κρόνο, που τρώει τα παιδιά του. Σταδιακά λοιπόν τα γενέθλια του θεού Ήλιου μετατράπηκαν σε γενέθλια του Υιού του Θεού. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι «εθνικοί» αποκαλούσαν την Πρώτη Ημέρα της εβδομάδας Ημέρα του θεού-Κυρίου Ήλιου, ορολογία την οποία αργότερα χρησιμοποίησαν και οι εκκλησιαστικοί Πατέρες για λόγους σκοπιμότητας ίσως. Κάτι που διασώζεται έως σήμερα στα Αγγλικά ως SUN-DAY, στα Γερμανικά SONN-TAG.
Ο Ιουστίνος ο μάρτυς (114-165 μ.Χ.) γράφει στη 2η απολογία του για τον Ιησού «...σταυρώθηκε, πριν το Σάββατο, ΠΟΥ ΗΤΑΝ Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ "ΚΡΟΝΟΥ" και την επόμενη ημέρα ΠΟΥ ΗΤΑΝ Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ (θεού) "ΗΛΙΟΥ" και η οποία μετονομάσθηκε σε ΚΥΡΙΑΚΗ, αναστήθηκε και εμφανίσθηκε στους μαθητές Του...»

Οι Αιγύπτιοι στις 25 Δεκεμβρίου εόρταζαν την γέννηση του θεού-ήλιου Όσιρη. Μετά την δολοφονία του ένα δένδρο ξεφύτρωσε στο οποίο ο Ίσις,σε κάθε επέτειο της γέννησης του στις 25 Δεκεμβρίου, άφηνε δώρα γύρω από το δένδρο. Οι Βαβυλώνιοι, και οι Φοίνικες ονόμαζαν το θεό-ήλιο Βαάλ , οι Πέρσες λάτρευαν τη γέννηση του Αήττητου-ήλιου και θεού Μίθρα Βασιλιά, ενώ οι Βραχμάνοι στην γέννηση του ψάλλουν: «Εγέρσου ω βασιλιά του κόσμου, έλα σε μας από τις σκηνές σου».

Εκτός όμως της ημέρας της γέννησης και πολλές από τις παραδόσεις που συνδέονται με τα Χριστούγεννα (ανταλλαγή δώρων, στολισμοί, κάλαντα, Χριστουγεννιάτικο δέντρο κλπ.) έχουν τις ρίζες τους σε παλαιότερες θρησκείες. Πιο συγκεκριμένα τα κάλαντα!
Πίσω από τα κάλαντα κρύβεται ένα αρχαίο Ελληνικό έθιμο με το όνομα Ειρεσιώνη, που αναφέρεται ήδη από τον Όμηρο, ο οποίος ευρισκόμενος στην Σάμο, σκάρωσε διάφορα τραγούδια τα οποία μαζί με μια ομάδα παιδιών τα τραγουδούσαν στα σπίτια των πλουσίων ευχόμενοι πλούτο, χαρά και ειρήνη. Συμβόλιζε την ευφορία και γονιμότητα της γης και εορτάζονταν δυο φορές το χρόνο, μια την άνοιξη με σκοπό την παράκληση των ανθρώπων προς τους θεούς κυρίως του Απόλλωνος-ήλιου και των Ωρών για προστασία της σποράς και μια το φθινόπωρο, για να τους ευχαριστήσουν για την συγκομιδή των καρπών. Ταυτόχρονα με τις ευχαριστίες προς τους θεούς, έδιναν ευχές και στους συνανθρώπους.

Τα παιδιά γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, κρατώντας ελιάς ή δάφνης στολισμένα με μαλλί (σύμβολο υγείας και ομορφιάς) και καρπούς κάθε λογής, τραγουδώντας για καλύτερη τύχη και γονιμότητα της γης. Πολλά από τα παιδιά έφεραν τον κλάδο σπίτι τους και τον κρεμούσαν στην πόρτα όπου έμενε όλο το έτος.(κάτι που συνηθίζουμε να κάνουμε σήμερα την Πρωτομαγιά).

Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Αποστόλου Αρβανιτόπουλου, σχετικό με τα έθιμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου και των καλάνδων, μας σώζει ο Φίλιππος Βρετάκος στο βιβλίο του "Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των". Σε αυτό το βιβλίο του ο Φίλιππος Βρετάκος μας λέει:
"Το χριστουγεννιάτικον δένδρον συμβολίζει την αιωνιότητα της ζωής, διότι δεν γηράσκει και δεν χάνει, επομένως, την νεότητά του. Το δένδρον όμως των Χριστουγέννων δεν το ευρίσκω, εγώ τουλάχιστον, ως ξενικήν συνήθειαν, ως νομίζεται γενικώς, αλλ' εν μέρει ως αρχαίαν ελληνικήν. Είναι, δηλαδή, υπολείμματα της περιφήμου "ειρεσιώνης", και της "ικετηρίας" των αρχαίων Ελλήνων, και μάλιστα των αρχαίων Αθηναίων. Ήσαν δε η μεν Ικετηρία κλάδος ελαίας, από του οποίου εκρέμων ποκάρια μαλλιού, και έφερον αυτόν όσοι ήθελον να ικετεύσουν τον Θεόν ομαδικώς, δια την απαλλαγήν του τόπου από δεινού τινός κακού, π.χ. από νοσήματος, πανώλους, χολέρας ή ομοίου. Ως επί το πολύ, όμως, εβάσταζε την Ικετηρίαν άνθρωπος, ο οποίος ήθελε να τεθή υπό την προστασίαν θεού και της ανωτέρας αρχής, για να προβή εις αποκαλύψεις εναντίον ισχυρών ανθρώπων ή αρχόντων." ("Κληρονομία του αρχαίου κόσμου", εφημερίς "Εθνος", 31 Δεκεμ.1937)

Το χριστουγεννιάτικο δέντρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Γερμανία στο τέλος του 16ου, αλλά έως τις αρχές του 19ου αιώνα δεν ήταν διαδεδομένο ευρέως - τοποθετούνταν μόνο στις εκκλησίες. Το δέντρο ως Χριστιανικό σύμβολο, συμβολίζει την ευτυχία που κρύβει για τον άνθρωπο η γέννηση του Χριστού. Σταδιακά το δένδρο άρχισε να γεμίζει με διάφορα χρήσιμα είδη- κυρίως φαγώσιμα κι αργότερα ρούχα κι άλλα είδη καθημερινής χρήσης, (κάτι που γινόταν στους αρχαίους Ελληνικούς ναούς) συμβολίζοντας την προσφορά των Θείων Δώρων. Στην σύγχρονη Ελλάδα το έθιμο το εισήγαγαν οι Βαυαροί με τον στολισμό στα ανάκτορα του Όθωνα το 1833. Μετά τον το Β’ παγκόσμιο πόλεμο το δέντρο με τις πολύχρωμες μπάλες μπήκε σε όλα τα ελληνικά σπίτια.

Φυσικά μεγάλη εντύπωση προκαλεί και το μυθολογικό γεγονός του "Αγιοβασίλη" με το έλκηθρο του που το κινούν οι ιπτάμενοι τάρανδοι. Ούτε αυτό όπως καταλαβαίνετε, δεν θα μπορούσε να μην παρθεί απο την Αρχαία Ελλάδα. Όπως αναφέραμε πιο πρίν , τον μήνα Δεκέμβριο, οι Έλληνες γιόρταζαν τον Διόνυσο αλλά και τον Φωτοφόρο Απόλλωνα-Ηλίου παριστάνοντας τον πάνω στο ιπτάμενο άρμα του, να μοιράζει το φως. Το άρμα έγινε έλκηθρο, τα άλογα έγιναν τάρανδοι και το "δώρο" του φωτός που μοίραζε στους ανθρώπους ...έγινε κυριολεκτικά "μοίρασμα δώρων".

Τέλος το κόψιμο της βασιλόπιτας αποτελεί εξέλιξη του αρχαιο Ελληνικού εθίμου του εορταστικού άρτου, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες πρόσφεραν στους θεούς σε μεγάλες αγροτικές γιορτές, όπως τα Θαλύσια και τα Θεσμοφόρια.


Πηγή: http://www.ellinikoarxeio.com/2010/08/christmas-in-ancient-greece.html#ixzz1heA3eXhH

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

Νίκος Καρούζος

Μέτρησα τ' αστέρια τ' ουρανού

Όσο κρατήσει η ζωή κρατεί κι ο θάνατος.
Ώρα να σκεφτώ τα μελλούμενα
σωριασμένα αιφνίδια στο χθες.
Φοβερή ασυνέχεια: ο πλούτος μου είναι το στήθος μου.
Γι αυτό ποτέ δεν παζάρεψα το ηλιοβασίλεμα
και ταξιδεύω σίγουρος,
όσο η μίνθη ταξιδεύει και το ασπροθύμαρο.

Νίκος Καρούζος



κι η νύχτα λέει της ξαστεριάς
δεν έχω αστέρια απόψε.

Νίκος Καρούζος (ΣΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ – ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟ ΜΠΑΧ)



Απόσπασμα από συνέντευξη του ποιητή:
Χάρης Βλαβιανός:

-Νομίζω ότι κάθε ποιητής κουβαλά μέσα του τη δική του Ελλάδα –αυτή είναι που τον βοηθά να γράψει και σ’ αυτή απευθύνεται. Ποιά είναι η δική σου Ελλάδα;

Νίκος Καρούζος:

«Η Ελλάδα της γλώσσας. Αυτής της τρισχιλιόχρονης γλώσσας που, κατά το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό της, από άποψη λεξιλογίου, έρχεται μέσα απ’ τα βάθη του καιρού. Γι’ αυτό είμαι γλωσσικά διαχρονικός. Αυτή η γλώσσα η εκπληκτικά πλούσια, είναι μιά γλώσσα δαιμονιακή, μεγάλης μουσικότητας, αν ξέρει να χειριστεί τις δομές του λεκτισμού ο λέγων ή ο γράφων».
Χάρης Βλαβιανός:

-Άρα δεν χρησιμοποιείς την ελληνικότητα ως άλλοθι, όπως άλλοι, αλλά ως υπόδειγμα γραφής.

Νίκος Καρούζος:

«Ακριβώς. Ελάχιστες είναι οι αναγωγές μου σε πρόσωπα και σε θεωρήματα. Γιατί αυτό που μ’ ενδιαφέρει ήταν να κερδίσω αυτή την εκστατική λακωνικότητα που χαρακτηρίζει τον θησαυρό της ελληνικής γραμματείας, αρχίζοντας από τα ορφικά, περνώντας από το Βυζάντιο και την τουρκοκρατία και φτάνοντας ως τα σήμερα».

Χάρης Βλαβιανός:

-Μήπως γύρω απ’ αυτόν τον άξονα περιστρέφεται, τελικά η ποίησή σου;
Νίκος Καρούζος:

«Εγώ πρόσφερα στους Έλληνες –αν είναι επιτρεπτό να πω κάτι υπέρ εμού- μιά νέα συνείδηση της ελληνικής γλώσσας. Αυτό το έχουν καταλάβει ελάχιστοι. Θα το καταλάβουν περισσότεροι στο μέλλον, και μ’ ενδιαφέρει να το καταλάβουν οι Έλληνες της ουσίας. Δεν με νοιάζουν εμένα τα κατεστημένα. Αυτοί είναι κομπλεξικοί τύποι, αβυσσαλέοι. Δεν βρίσκεις άκρη μ’ αυτούς, όλοι τους θέλουν ψυχοφάρμακα. Μ’ ενδιαφέρει ο ουσιαστικός Έλληνας – κι αυτός, υπάρχει».

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 1990

Από; http://feneritti.blogspot.com/

ΑΡΧΑΙΑ ΓΙΓΑΝΤΙΑΙΑ ΣΧΗΜΑΤΑ

ΑΡΧΑΙΑ ΓΙΓΑΝΤΙΑΙΑ ΣΧΗΜΑΤΑ
Αναρτήθηκε από Iniochos Ετικέτες ΑΡΧΑΙΑ ΓΙΓΑΝΤΙΑΙΑ ΣΧΗΜΑΤΑ στις 7:21 μ.μ.

Οι μορφές και τα σχήματα σχεδιασμένα στο έδαφος, που ήταν προορισμένα να φαίνονται από ψηλά, δεν είναι σπάνια σε όλη τη γη. Στο Γκλάστονμπουρυ της Αγγλίας, υπάρχει ένα τεράστιο σε διάσταση ζώο στο έδαφος. Στις όχθες του Χάφλερ υπάρχει το φτερωτό σχήμα ενός αρχαίου ναού και στους λόφους του Ντόρσεν βλέπουμε ένα μεγάλο αριθμό από λευκά άλογα. Στη Μάλτα και στη Σαχάρα υπάρχουν «πίστας» και στην έρημο Μοχάβε της Καλιφόρνια, υπάρχουν μορφές γιγάντιων ανθρώπων σχεδιασμένες με πέτρες. Αυτά και άλλα πολλά, εντυπωσιάζουν τους σύγχρονους ερευνητές και δεν μπορούν να εξηγηθούν λογικά, γιατί αρχαίοι λαοί σχεδίαζαν τόσο μεγάλα σχήματα, που τα βλέπουμε μόνο από αέρος.

Ένα πολύ γνωστό σημείο της γης με ανάλογα σχέδια, είναι στη Νάζκα του Περού. Η αρχαία αυτή πόλη βρίσκεται στους πρόποδες των Άνδεων, όχι μακριά από τη θάλασσα. Από τις δύο πλευρές της κοιλάδας του Πάλπα υπάρχει ένα ίσωμα, μία λωρίδα γης ολόσπαρτη από χαλίκια μικρά, που μοιάζουν με κομματάκια σκουριασμένο σίδερο. Είναι μήκους 60 μέτρων και πλάτους δύο χιλιομέτρων. Οι ντόπιοι αποκαλούν αυτό το μέρος «πάμπα» έστω κι αν δεν έχει βλάστηση.

Πετώντας με ένα αεροπλάνο πάνω από τη πεδιάδα της Νάζκα, διακρίνει κανείς πελώριες γεωμετρικά διατεταγμένες γραμμές, παράλληλες, ή διασταυρούμενες, ή σε τραπεζοειδή σχήματα. Τα σχέδια αυτά απλώνονται εντυπωσιακά σε απόσταση 100 χιλιομέτρων! Κι όλα περιέχουν ακρίβεια μαθηματικής γνώσης και γεωμετρίας.






Οι αρχαιολόγοι ισχυρίζονται πως αυτά είναι δρόμοι των Ίνκας! Τι ανάγκη είχαν να σχεδιάσουν οι Ίνκας τέτοιους δρόμους, παράλληλους ή διασταυρούμενους σε ένα ομαλό έδαφος και που σταματούν απότομα; Και γιατί συγκεκριμένα σχήματα, όπως αυτό ενός πιθήκου, ή άλλο ενός παπαγάλου, φαίνονται μόνο από αέρος; Τι ενδιαφέρον θα είχαν οι αρχαίοι άνθρωποι να τα φτιάξουν, αφού δεν πετούσαν κατά τα λεγόμενα της γνωστής ιστορίας και δεν θα τα έβλεπαν ποτέ από ψηλά; Εξ άλλου, τα σχέδια αυτά οι ερευνητές πιστεύουν πως είναι παλαιότερα των Ίνκας, σε μία εποχή δυσδιάκριτη στο παρελθόν.

Ο καθηγητής Άλντεν Μέισον ειδικός στην αρχαιολογία του Περού, θεωρεί πως ήταν σύμβολα κάποιας θρησκείας, ίσως ένα ημερολόγιο.
Ο γνωστός ερευνητής Έριχ Φον Νταίνικεν, θεωρεί πως είναι ένα αεροδρόμιο. Πιστεύει, όπως αναφέρει στα βιβλία του, πως είναι η γιγαντιαία μεγέθυνση ενός προτύπου με την βοήθεια ενός συστήματος συντεταγμένων ή έχει κατασκευαστεί σύμφωνα με οδηγίες που δίνονταν από ένα αεροπλάνο.
Στον κόλπο Πίσκο του Περού, έχουμε αν σχήμα 250 μέτρων, σαν τρίαινα ή σαν τρίφωτη λυχνία.
Ο γάλλος ερευνητής Ρομπέρ Σαρρού, που αγάπησε το Περού και θεωρεί πως για κάποιους λόγους έχει παραγνωριστεί σκόπιμα από την ιστορία, έκανε έρευνες εκεί. Λέει λοιπόν πως τα πάντα στη Νάζκα είναι σχεδιασμένα με εντυπωσιακή γνώση της γεωμετρίας.
Ο Πωλ Κοσόκ και η Μαρία Ράιχε, πιστεύουν πως η Νάζκα είναι ένα αστρονομικό ημερολόγιο, που χρησιμοποιήθηκε από αρχαίους λαούς για να υπολογίζουν τις ισημερίες και τις εκλείψεις, κυρίως για τη γεωργία τους.
Ο αστρονόμος Τζέραλντ Χώκινς, πιστεύει πως είναι ένα αστρονομικό ημερολόγιο και υπολογίζει πως κατασκευάστηκε μεταξύ 100π.Χ. και 100μ.Χ.

Κάποιες από τις υποθέσεις φαίνονται απίθανες. Η περιοχή δεν καλλιεργήθηκε εδώ και χιλιάδες χρόνια, λόγω εδαφικής ιδιομορφίας. Οι κυνηγοί θησαυρών εκεί δεν βρήκαν κάτι πολύτιμο, όσο κι αν προσπάθησαν.

Τα σχήματα είναι πάνω σε σκληρή άμμο και συμπαγή, ίσως γι’ αυτό διατηρήθηκαν για τόσα χρόνια αναλλοίωτα. Η περιοχή έχει αναρίθμητα σπασμένα αγγεία, με πολύχρωμες ζωγραφιές, περίπου 2000 χρόνια παλιά, κατά τους καθηγητές Ρόου και Μέντσελ. Ο αριθμός αυτών των σπασμένων αγγείων έχει υπολογιστεί στις 250.000, που μπορεί να μας δείχνει πως η πάμπα ήταν κάποτε μία τεράστια νεκρόπολη, αν και βρήκαν μόνο λίγα κόκαλα μικρών άγριων ζώων εκεί. Και ήταν μακριά από τις πόλεις.
Τα αγγεία, λοιπόν, είναι άγνωστο γιατί μεταφέρθηκαν εκεί, και το μόνο που γνωρίζουμε πως είναι ένα σύμβολο θανάτου.


Ένα από αυτά τα γιγαντιαία σχήματα, σχηματίζει το τρίφωτο κηροπήγιο ή τρίαινα των Άνδεων, πάνω σε ένα μεγάλο αμμόλοφο. Το μήκος του είναι 180 μέτρα. Αυτό το μυστηριώδες σχέδιο φαίνεται από αέρος, αλλά και από το έδαφος, όταν είμαστε πάνω σε ένα μεγάλο λόγο της χερσονήσου, ή από τη θάλασσα σε απόσταση 400 μέτρων περίπου. Αλλά στην πραγματική τοποθεσία είναι αδύνατον να το παρατηρήσουμε ολόκληρο. Μόνο ευθείες γραμμές είναι ορατές, χωρίς θα δίνουν την εικόνα του σχεδίου. Προτάθηκε η ιδέα που αναπαριστά το Δέντρο της Ζωής. Στα αριστερά του, φαίνεται ένα σαυροειδές. Ωστόσο, το μυστήριο για το τεράστιο μέγεθος και τη χρησιμότητά του, δεν το έχει απαντήσει επαρκώς κάποιος.
Ο άξονας της Τρίαινας, αν επιμηκυνθεί νότια, εκτείνεται ως της Ίκα (με την μυστηριώδη πέτρινη βιβλιοθήκη του Δρ Καμπρέρα) και μετά προς την λίμνη Τιτικάκα και το Τιαχουανάκο, μία κρύπτη της Αυτοκρατορίας των προ-Ίνκα.
Συγκεκριμένα, υπάρχουν τρία μέρη – κρύπτες στις Άνδεις:
- Παράκας: ένα νεκροταφείο, προορισμένο για άντρες λευκούς, γενειοφόρους, κοκκινότριχους, ξένους, για τους οποίους δεν γνωρίζουμε τίποτα.
- Ίκα: το πέτρινο μουσείο
- Τιαχουανάκο: μία αινιγματική πόλη-ναός, όπου η Πύλη του Ήλιου έχει χαραγμένες παράξενες μηχανές και τετραδάχτυλους ανθρώπους (όπως τους χωρίς αντίχειρα Ανώτερους Προγόνους των λίθων της Ίκα), που δεν ανήκουν στη δική μας φυλή.

Σύμφωνα με μία τοπική παράδοση, η Ορεγιόνα, η μάνα της ανθρωπότητας, προσεδαφίστηκε μέσα σ’ ένα διαστημόπλοιο «φωτεινότερο από τον Ήλιο». Ιδιαίτερα, αφού η Ορεγιόνα είχε τέσσερα δάχτυλα στα χέρια και ένα κρανίο μακρουλό, όπως αυτά που βρέθηκαν στον ναό του Τιαχουανάκο και εκτίθενται στο μουσείο της Λα Πλαζ.
Αυτή η παράδοση, με την περιγραφή της, μας εντυπωσιάζει, καθώς μας μιλά καθαρά για μία φυλή από ανώτερα όντα, που δεν προέρχονται από τον πλανήτη μας. Μπορεί να είναι εξωγήινα όντα, ή ανθρώπινα, αλλά από ένα άλλο πολιτισμό, πιο προηγμένο από τον τοπικό πληθυσμό και με μεγάλη τεχνολογία και γνώσεις.

Πολλά γιγαντιαία σχήματα ανά τον κόσμο, αφήνουν άναυδους τους ερευνητές και χωρίς απάντηση την αιτία της ύπαρξής τους. Αλλά σε κάθε τοπική παράδοση, βρίσκουμε μύθους για θεούς που ήρθαν από ψηλά, με ένα πτητικό όχημα, και προσέφεραν στον τοπικό πληθυσμό. Αυτό έχει εξάρει την φαντασία πολλών ανθρώπων στο πέρασμα του χρόνου κι έχουν ενστερνιστεί οράματα, ανεξέλεγκτα, χωρίς καν τον προβληματισμό. Ο θέμα των διαπλανητικών μας σχέσεων πρέπει να αντιμετωπιστεί με σοβαρότητα. Είναι πολλοί αυτοί που είναι έτοιμοι να «δουν» ιπτάμενους δίσκους, για να δικαιώσουν την ύπαρξή τους και φαντάζονται πως είδαν.


Είναι γεγονός πως δεν πρόκειται για σύμπτωση πως πολλοί λαοί, χωρίς να έχουν σχέση μεταξύ τους, έκαναν κάποτε, σε ένα πολύ μακρινό παρελθόν, τέτοια τεραστίου μεγέθους σχήματα. Σίγουρα υπήρχε λόγος και κατά πάσα πιθανότητα κοινός. Η ύπαρξη επισκεπτών από το διάστημα, δεν φαντάζει σήμερα ανέφικτη για πολλούς από εμάς. Οι πέτρες της Ίκα, δείχνουν την παρουσία ενός προηγμένου λαού, με γνώσεις χειρουργικής, γεωγραφίας, φυσικής, αστρονομίας, που ίσως αναχώρησαν ή εξαφανίστηκαν, λίγο μετά την άφιξή τους, αφού δεν άφησαν κανένα μνημείο για την παρουσία τους (διαρκές – γιατί αν είχαν αφήσει ένα υπολογιστή, ένα αντίστοιχο του σημερινού μιρκο-τσιπ το οποίο χάθηκε στην πορεία του χρόνου, πώς θα αποδειχθεί αυτό?). Όπως και στους φτερωτούς θεούς των Παπούα (αμερικανοί αεροπόροι), ή στην αναχώρηση των Μυητών της Ιρλανδίας (Τουάθα ντε Ντανάν), οι λαοί που ήρθαν σε επαφή μαζί τους, αφιέρωσαν τελετουργίες στα ανώτερα αυτά όντα, είτε με ντολμέν και μενίρ στην Ευρώπη, είτε με φωτιές στον Ειρηνικό. Στο Περού περιγράφουν τον μύθο της Ορεγιόνα και το σκάφος του Έρωτα, με τα σχέδια στην Πύλη του Ήλιου, στις πέτρες της Ίκα και στα σχέδια της Νάζκα.

Παρά την καταστροφική μανία των εκπολιτισμένων κονσισταντόρων που έφτασαν εκεί, αν μελετηθεί ό,τι έχει απομείνει, ιδιαίτερα η Νάζκα, η σημασία ανοίγεται μπροστά μας με την εξής υπόθεση:
Μυστηριώδεις λευκοί γενειοφόροι, κοκκινομάλληδες άνθρωποι, με ιδιαίτερες γνώσεις, προηγμένη τεχνολογία, πτητικές μηχανές, περίεργα σχήματα κεφαλής (σκάφανδρα-καπέλα?) και τέσσερα δάχτυλα (είδος γαντιών?), ήρθαν κάποια στιγμή από μία χώρα μακρινή. Ήταν εξωγήινος πολιτισμός, ή ήταν εναπομείναντες της βυθισμένης Ατλαντίδος, εξ ου και η Τρίαινα, σύμβολό της, από τον Ποσειδώνα που θεωρείτο βασιλιάς και προστάτης της;
Τουλάχιστον αυτό το τελευταίο υποστηρίζει ο Ρομπέρ Σαρρού, μετά από σειρά προβληματισμών και πολλών λεπτομερειών. Σίγουρα όμως, εκείνο που είναι πια αποδεκτό είναι, πως οι ανοιχτόχρωμοι «θεοί» με την υψηλή τεχνολογία, δεν ήταν ντόπιος πληθυσμός, δεν ήταν καν λαός από άλλο μέρος της γης (αν οι ιστορικοί μας λένε την αλήθεια για την ιστορική διαδρομή των λαών της γης).

Τότε δύο υποθέσεις υπάρχουν: είτε υπήρξε ένας πολιτισμός που μας αποκρύπτουν (και η απορία είναι «γιατί»?), είτε υπήρξε επαφή με εξωγήινα όντα. Και τα δύο όμως ανατρέπουν πολλά γνωστά έως σήμερα δεδομένα και εξηγούν τα ανεξήγητα ιστορικά μυστήρια.


Βιβλιογραφία
Πληροφορίες από τα βιβλία του Έριχ Φον Νταίνικεν, κυρίως το «Αναμνήσεις από το Μέλλον» εκδόσεις Ηριδανός.
Ρομπέρ Σαρρού «Τα μυστήρια των Άνδεων» εκδόσεις Ορφανίδη.
ΠΗΓΗ:http://www.myhoroscope.gr
Από; http://arxaioikosmoi.blogspot.com/

Η εποχή των ποιητών του σαλονιού τελείωσε!






Πρέπει να συναισθανθούμε το χρέος που έχουμε απέναντι στον λαό μας που δοκιμάζεται και να μην είμαστε παγώνια με ανοιγμένα τα πλουμιστά φτερά μας οι ποιητές, αλλά να καταδεικνύουμε αυτό που είναι πλέον ορατό από όλους και είναι μια καταφανής αδικία εις βάρος των φτωχών που σπρώχνονται προς την ανέχεια και την άθλια επιβίωση.
Γιατί ένας ποιητής που δεν είναι μέσα στους κοινωνικούς αγώνες δεν ξέρω πόσο ποιητής μπορεί να είναι γράφοντας εκείνα που απλά φουσκώνουν το στήθος του..
Επιτελεί και η λογοτεχνία έναν δύσκολο μέγα σκοπό.
Κάνει τον αναγνώστη της να συνειδητοποιεί πόσο τα πράγματα θα μπορούσαν να αλλάξουν αν λειτουργούσαμε όλοι πιο μαζικά και πιο ″διορθωτικά..″..
Ας βάλουμε πλάτη λοιπόν κι ας μπούμε στην πρώτη γραμμή ξέροντας ότι μες την φωτιά κι η έμπνευση είναι άλλης ποιότητας και πιο καλά θα μας καψαλίσει της ιστορίας το πυρ.
Η εποχή των ποιητών του σαλονιού τελείωσε!

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

Μας αξίζει άλλη ζωή και άλλη Ελλάδα!




Με μία περιρρέουσα μελαγχολία και με αυτό το στενάχωρο σκέλος του νου μου που απορρέει από το όποιον και να κουβεντιάσω πια τα οικονομικά στριμωξίδια του τον κάνουν να είναι θλιμμένος και αγανακτισμένος πολύ,

Έρχομαι να ζήσω μέσα στην μέρα που ο ήλιος είναι έντονος και το κρύο της κρύο-
Ίσως γιατί ανταμώνει υποδόρια με αυτό της καρδιάς.

Πώς έγινε έτσι η πατρίδα μου; Ποιός οδήγησε το πλοίο της σε κακές φουρτουνιασμένες θάλασσες;
Θέλω να γίνει μια εξέγερση από το μέρος της Υπερηφάνειας του λαού μου και να ζήσω τον παλμό μια αναγέννησης που θα φέρει ένα πιο δίκαιο μέλλον.
Παρακολουθώ με αγανάκτηση τα πολιτικά δρώμενα.
Τόσοι προδότες μέσα σε έναν τόπο, τόσοι δοσίλογοι και ελεεινοί πολιτικοί έτοιμοι να πουλήσουν και το εσώρουχο της μάνας τους..
Έλεος πια!

Ας αγανακτήσουμε αφού η κατάθλιψη είναι ένα σύμπτωμα μη υγιές- ας τους δείξουμε ότι θα τους τιμωρήσουμε με τον πιο αμείλικτο τρόπο.
Μας αξίζει άλλη ζωή και άλλη Ελλάδα!

Σ.Π 24.12.2011

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Ίσως μια σύνεση εξοστρακισμού να ήταν καλύτερη




Βρέχει και είναι πιο θλιμμένο από μια σκέψη ανέργου το απόγευμα.
Οι κοινωνίες μας δοκιμάστηκαν και απέτυχαν να ορθώσουν αναστήματα περηφάνιας ανθρώπου.
Τρίζουν σαν να ‘ναι αλάδωτα γρανάζια πια τα καθεστώτα.
Κατά πού να πας; Φτωχές συγγένισσες της κακοήθειας και οι δημοκρατίες.
Θέλω να πω πως ο χειρώνακτας εγώ δεν τις εγκρίνω.
Ρήμαξαν τα όνειρά μου, τα όνειρα μας.
Ίσως μια σύνεση εξοστρακισμού να ήταν καλύτερη- αλλά ποιός το τολμά;
Θέλει περήφανη ράτσα για να στήσεις μια χώρα άνομων νομοταγών.
Ίσως με μια φιλοσοφία αδέκαστη ως προς την τάξη της αισθητικής Ομορφιάς να είναι καλύτερα.
Και έχω πολύ δρόμο για να κάνω ως να αγγίξω πραγματικά την ψυχή μου..

Σ.Π 22.12.2011

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

Αυτό που είναι η κρυφή χαρά των φτωχών είναι η πολυτέλεια να ονειρεύονται-




Αυτό που είναι η κρυφή χαρά των φτωχών είναι η πολυτέλεια να ονειρεύονται-
έτσι ζεις πλούσια μια δική σου επινοημένη ευτυχίας μοίρα.
Ίσως κι η ποίηση μια τέτοια λοιπόν να είναι.
Το σκεφτόμουνα καθώς ήξερα καλά ότι μου αποδίδει μια περιουσία αφορολόγητη, με αφήνει να ζω
σε μια χλιδή που δεν έχει όμοιό της.
Κι είμαι ευτυχισμένος που από τον τρόπο που με οδηγεί να σκέπτομαι και να συμπεριφέρομαι κάπου,
στο τέλος, μένει
ορατό αποτέλεσμα ένα ποίημα που χρυσαφένιο αξίζει όλη την περιπέτεια που σε βάζουν οι λέξεις να υφίστασαι..

Σ.Π 21.12.2011

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

Θέλουμε δεν θέλουμε θα δικαστούμε έστω και ερήμην όλοι οι ποιητές




Είναι εκείνη η προσήλωση στην ικμάδα των ιδεών, αυτή η ροπή που σε πάει ολοένα πιο βαθιά, μες τον ερμητικό χώρο του λεξιλογίου- να σκέπτεσαι πιο φωτεινά και όμως να εκφράζεσαι πιο σκοτεινά κι όμως περίπλοκα κι ωραία- πώς γίνεται να είναι απλό το να στοχεύεις σε μια ιδεατή Ομορφιά;
Και μετά, αν αποτύχουν όλα, και συμβεί αυτό που ελληνικά το λέμε ″κρίμα″-
θα σε υπερασπιστούν εκείνες οι φωνούλες των λέξεων που καταλήγουν μες τ’ αυτιά σου γενναίες απόπειρες του Αοράτου να υπάρξει.
Μα ναι: η ποίηση δεν έχει ανάγκη από οπαδούς γιατί σκλαβώνει όλα τα φουσάτα και δεν της αντιστέκεται κανένας.
Θέλουμε δεν θέλουμε θα δικαστούμε έστω και ερήμην όλοι οι ποιητές: γιατί κλέβουμε από το Ανέκφραστο και αποκρυπτογραφούμε το Ιδανικό.
Κι αυτό κανένας δεν το κάνει χωρίς τίμημα- προσέξτε!

Σ.Π 19.12.2011

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Προτροπή…




Ας μείνουμε με μία αισιοδοξία στην καρδιά. Δεν πρέπει να χαθεί αυτό το ευεργετικό φως της σκέψης που θέλει τον θετικό πόλο μιας ζωής και μιας πατρίδας που δοκιμάζεται από τις ύαινες της κερδοσκοπίας αλλά δεν θα λυγίσουν αυτή την φιλότιμη αρχαία ψυχή της ράτσας που γέννησε Παρθενώνες.
Ας σταθούμε αλληλέγγυα ο ένας δίπλα στον άλλο και ας σπάσουμε τον κλοιό πολιορκίας που νομίζουν πως γύρω μας σκάρωσαν.
Ας τους αποδείξουμε ότι δεν τους φοβόμαστε και ότι θα επιβιώσουμε πιο δυνατοί από ποτέ.
Ας αναγεννηθούμε.
Οι πνευματικοί άνθρωποι ας επανεξετάσουν την στάση τους.
Κανείς να μην μείνει αμέτοχος.
Θα μας δικάσει όλους το μέλλον.
Η ποίηση της καρδιάς ας γίνει ποίηση παρακινητική κι ας αντιδράσουμε στο ποταπό και το αισχρά στημένο.
Ας φέρουμε στο ύψος της λύτρωσης την στιχομυθία μας με το αισιόδοξο αύριο.

Σ.Π 18.12.2011

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Είναι σαν να διαλέγεις να κατοικήσεις μέσα σ’ ένα όνειρο.




Είναι σαν να διαλέγεις να κατοικήσεις μέσα σ’ ένα όνειρο.
Τόσο οι λέξεις με εγκλώβισαν που δεν μπορούσα κάποτε να ξεχωρίσω τι είναι αλήθεια και τι αυτό που δημιούργησε η ποιητική φαντασία μου.
Λυτρώθηκα ασθμαίνοντας σε μια πορεία προς την αφετηρία όλων των νοημάτων.
Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Είναι σαν να είσαι σ’ έναν μεγάλο αφρόντιστο κήπο
όπου θάλλουν όλα τα λουλούδια και δεν μπορείς να διαλέξεις κατά πού να πας.
Είναι κι η Ομορφιά βασανιστήριο.
Έτσι κατέληξα να έχω αίμα χλωροφύλλης και μάτια που καθρεφτίζεται και παίρνει νόημα ο ουρανός.
Είδα τόσους αγγέλους που η σοβαρή προσπάθεια να κινηθούν όλα προς τον σκοπό που θέλει η μοίρα μάλλον απέβη μάταιος κόπος.
Μου έμεινε στα χέρια, σαν χρυσόμυγα που ζουζουνίζει, ένας στίχος.
Μικρός, απέραντος, λευκός.
Σαν να ξυπνάει μες την καρδιά μου ο ήλιος και γι αυτό, εκείνη αιώνια να λάμπει!

Σ.Π 15.12.2011

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

Μέσα μας αυτό που είναι αθάνατο λάμπει..

Όταν οι σπουδές είναι όπως οι μήνες δώδεκα και τίποτα δεν εγκαταλείπεται από τα όνειρα στην τύχη.
Έχω κρατήσει στο μυαλό μου τον απόμακρο ήχο ενός ουρανού που τινάζει την συννεφένια σκόνη του πάνω στο φως του ορίζοντα.
Οι άνθρωποι είναι πάντα βιαστικοί να κερδίσουνε, ολοένα να κερδίσουνε αλλά δεν λογαριάζουνε σωστά πως μάλλον
μ’ ένα τίποτα μες τα χέρια θα χαθούνε. Αυτό προστάζει η μοίρα.
Τώρα κοιτάζω την κοντινή λεωφόρο. Αυτοκίνητα περνούν κι απ’ την μεγάλη ταχύτητα μικρά μου φαίνονται τα φουρκισμένα σουλούπια τους.
Κρατώ την εικόνα στο μυαλό μου.
Με πονεί πολύ η πατρίδα.
Είδα το πρωί εκείνη την γυναίκα να ψάχνει μες τους κάδους των απορριμμάτων για κάτι που θα της φαινόταν πολύτιμο.
Φτώχυνε κι ας είναι στον κολοφώνα του ο καπιταλισμός- παραφέρεται.
Να διόρθωνε λιγάκι την πορεία του μιας και δεν πάει έτσι πρίμα το καράβι.
Πρέπει με αισιοδοξία και ομόνοια να αντιμετωπίσουμε το μέλλον.
Και πώς που έγινε ο άνθρωπος μοναχικός λύκος που ξέκοψε απ’ την αγέλη;..
Ας στηριχτούμε στην υγεία των ενστίκτων.
Μέσα μας αυτό που είναι αθάνατο λάμπει..

Σ.Π. 13.12.2011

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Είναι που τα πολιτεύματα πια τρέφονται με ανθρώπινη σάρκα.

Είναι που τα πολιτεύματα πια τρέφονται με ανθρώπινη σάρκα.
Είναι που ποτέ δεν φύγαμε από την εποχή των σπηλαίων.
Ράγισε η ψυχή αλλά και μέσα στους αιώνες ίδια ραγισμένη υπήρξε. Εξανθρωπίστηκε ποτέ μια κοινωνία για να φτάσει υψηλούς στόχους και να ευδοκιμήσουν μέσα της πολίτες με ιδανικά;
Νιώθω ξαφνικά να είναι στέρφα γη η τωρινή μου πατρίδα
και να με οδηγεί στην κατάθλιψη.
Ήθελα να τιμωρήσω αμείλικτα τους θεσμοθέτες που εφάρμοσαν ταπεινούς, μιαρούς σκοπούς.
Τόση μεθόδευση μέσα στα χρόνια!
Για να μην έχω ιστορία κάποτε, για να είναι η παιδεία μου
ένα φτωχό γράμμα που με οδηγεί σε έναν κοντινό πνευματικό ορίζοντα.
Άραγε θα καταλάβω και θα διεκδικήσω μερίδιο από το πλούσιο γεύμα τους;
Ή θα πειστώ ότι φταίω εγώ που φτάσαμε εδώ ενώ εκείνοι κυβερνούσαν;
Ας μην ζήσω σε μια χώρα λωτοφάγων που ξεχνάνε.
Ας πολιορκήσω τόσο όσο θα πολιορκηθώ.


(Ασκήσεις λογικής για το σπίτι μπροστά από την κλειστή τηλεόραση και τον φθαρμένο καναπέ μου…)

Σ.Π 12.12.2011

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

Λειτουργώ σαν να είναι από αύριο να λείπω..

Λειτουργώ σαν να είναι από αύριο να λείπω.. Αφήνω ένα αχνάρι που είναι μελανό και ζαλίζει κι εμένα τον ίδιο να το κοιτώ καμιά φορά που μένει πίσω μου καθώς αραδίζω σαν τον σαλίγκαρο που αφήνει πίσω του το σάλιο που δηλώνει πως την πορεία που κατορθώνει την κερδίζει λιώνοντας το ίδιο του κορμί.
Μπορεί μέσα στα κείμενα να είμαι ένας άλλος, ωστόσο ο καθοδηγητικός μίτος της όλης πορείας μου είναι του λεξιλογίου η λάμψη όπως αυτή μου παραδόθηκε απ’ τους αιώνες που μιλιέται η ελληνική λαλιά.
Την σέβομαι, ακολουθώ την μουσική της, τον κάθε ήχο που αφήνει μια λέξη που πέφτει μέσα στο εμπόλεμο στερέωμα της γλώσσας για να διεκδικήσει μια ύπαρξη που φιλοδώρηθηκε από τα νοήματα που φιλοξενεί.
Έτσι φτάνω κάποτε στην ποίηση που είναι ύψιστη νότα μες την παρτιτούρα της λογοτεχνίας.
Εκεί είμαι ο άλλος εαυτός μου. Αυτός που δεν γνωρίζω ούτε κι εγώ και έχει μέσα του φωνές μυστικές να του υποβάλλουν μια φωταγωγημένη ψυχή που φιλοδοξώ να είναι η ψυχή μου..

Σ.Π.. 11.12.2011

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

Αυτοκριτική στην κριτική μας.

Όταν τελειώσουν όλα και η φτώχεια μας είναι πασιφανής, δεν θα έχουν νόημα κι οι παραινέσεις.
Ποιόν να συμβουλέψεις και γιατί;;
Θα μείνουμε απαθείς για λίγο κοιτάζοντας που η ζωή μας απεμπόλησε αξίες και οράματα.
Αλλά φταίμε; Γιατί δεν δικάσαμε σωστά; Γιατί θελήσαμε το ψίχουλο φιλοδωρήματος ενώ οι άλλοι έτρωγαν καρβέλια;
Είμαστε ολιγαρκείς;
Μα όχι βέβαια..
Απλά δεν τολμήσαμε ποτέ να ορθώσουμε ένα ανάστημα που να ξεκεφαλώνει πάνω από βουνά και να υπερασπίζεται μια αξιοπρέπεια που μας αξίζει..
Ας το δούμε πάλι..
Αυτοκριτική στην κριτική μας.
Μην μας ξεφύγει ούτε ο εαυτός..

Σ.Π. 5.12.2011

Έρασμος,1466-1536

Έρασμος,1466-1536 (Erasmus Desiderius)
12345( 12 Αξιολογήσεις )
Ο Έρασμος ή Erasmus Desiderius έμεινε στην ιστορία ως φιλόλογος, θεολόγος και μεγάλος ουμανιστής σε μία περίοδο μάλιστα , όπου η ελεύθερη σκέψη και τα υποτυπώδη ανθρώπινα δικαιώματα , μόλις άρχισαν να διαφαίνονται στον ορίζοντα. Γεννήθηκε μάλλον το 1466 στο Ρότερνταμ και πέθανε στην Ελβετία το 1536.Το όνομα Έρασμος είναι εξελληνισμένη μορφή του κανονικού του ονόματος που ήταν Desiderius. Σπούδασε στη Γαλλία, την Ιταλία και την Αγγλία. Διορίστηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και το 1505 αναγορεύθηκε διδάκτωρ στο πανεπιστήμιο του Τορίνο.

Υπήρξε πολυγραφότατος, διακεκριμένος για τη γλαφυρότητα και ιδιαίτερα την καυστικότητα του. Το έργο του διαπνέεται από φιλειρηνισμό, ανθρώπινες αξίες, ενοποίηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Μελέτησε έργα της αρχαίας Ελληνικής γραμματείας, γνώριζε άριστα την Ελληνική και τη λατινική γλώσσα και μπορούσε να συνθέτει πεζά κείμενα και ποιήματα και στις δύο γλώσσες. Μελετούσε την κλασσική και την βιβλική γραμματεία και πραγματοποίησε πολλές σχολιασμένες εκδόσεις, όπως είναι εκείνες ορισμένων έργων του Αριστοτέλη, του Πτολεμαίου, του Δημοσθένη, του Ισοκράτη, του Ευριπίδη, της Καινής Διαθήκης και αρκετών Πατέρων της Εκκλησίας.
Διατηρούσε προσωπικές επαφές με πολλούς λόγιους της εποχής του, ταξιδεύοντας συχνά ,αλλά και ανταλλάσσοντας επιστολές. Παρότι ήταν κληρικός η κύρια ασχολία του ήταν η μετάφραση των αρχαίων πηγών, η επιμέλεια και ή νέα έκδοση της κλασσικής και βιβλικής γραμματείας και η παραγωγή παιδαγωγικών και διδακτικών έργων. Έτσι μπορούμε να τον θεωρήσουμε και σαν τον πρόδρομο της κατοπινής εκκλησιαστικής μεταρρύθμισης του Λουθήρου. Η πρώτη μετάφραση της Καινής Διαθήκης από τα Ελληνικά που παρουσίασε ο Έρασμος το 1516, χρησίμευσε στο Λούθηρο για τη δική του μετάφραση.

Σπουδαιότερα από τα έργα του είναι: «Το Μωρίας εγκώμιον» , οι περίφημοι «Οικογενειακοί διάλογοι» ή «Διάλογοι με οικειότητα», το «Adagia» - μια συλλογή σχολιασμένων ελληνικών και λατινικών ρητών - το «εγχειρίδιο του χριστιανού στρατιώτη» κ.α.

Όλα τα παραπάνω τον καθιστούν τυπικό εκπρόσωπο του ουμανιστικού πνεύματος.
Ήταν επικριτικός για τις κοσμικές και πνευματικές δυνάμεις και τον απολιθωμένο σχολαστικισμό της εποχής του. Έγραφε συχνά σε οξύτατο κριτικό , σατιρικό τόνο, καλλιεργώντας ιδιαίτερα την ειρωνεία.

Η κριτική του στην εξουσία του κλήρου και στη λατρεία δήθεν ιερών απολιθωμάτων συνέβαλλαν στην προετοιμασία της θρησκευτικής μεταρρύθμισης στην Ευρώπη.

Όλα τα χαρακτηριστικά του προτύπου λογιοσύνης που εκπροσωπούσε ο Έρασμος γίνονται φανερά στο «Μωρίας εγκώμιον», έργο γραμμένο στη λατινική γλώσσα. Ο εγκωμιασμός ενός ευτελούς θέματος ήταν ένα παραδοσιακό μέσο ρητορικής άσκησης ή επίδειξης ρητορικής δεινότητας. Η πρωτοτυπία του Έρασμου έγκειται στο γεγονός ότι βάζει την τρέλα προσωποποιημένη να εγκωμιάζει τον εαυτό της. Πρώτοι στο στόχαστρο της τρέλας μπαίνουν οι γραμματικοί και ακολουθούν οι ποιητές, οι ρήτορες, οι συγγραφείς, οι νομικοί και τέλος οι φιλόσοφοι. Η ειρωνεία του είναι ισοπεδωτική. Σαρώνει τους πάντες και δεν αφήνει καμία εξαίρεση, έστω και προς επιβεβαίωση του κανόνα. Σκοπός της ερασμιακής ειρωνείας δεν είναι ο ισχυρισμός περί ανυπαρξίας της πραγματικής σοφίας. Αντίθετα αυτό που θέλει να διδάξει, στους μη λόγιους πλέον αναγνώστες, είναι πως θα πρέπει να στέκονται κριτικοί απέναντι στους πάσης φύσεως σοφούς και να μην «τους παραδέχονται γι’ αυτό που παριστάνουν πως είναι».

Ο Έρασμος χρησιμοποιεί τις συμβάσεις της ουμανιστικής λογιοσύνης με στόχο να αμφισβητήσει τις προθέσεις. Ψέγει την ιδιοτέλεια των λογίων αλλά και την αφέλεια του κόσμου. Μάχεται υπέρ της εγγραμματοσύνης και της καλλιέργειας, η οποία όμως θα έχει στόχο την πνευματική πρόοδο και την προσωπική βελτίωση. Αυτό που διακήρυσσε είναι η ίδια η ουσία του ουμανιστικού πνεύματος.

Ακόμη και σήμερα ο Έρασμος σχολιάζεται απαξιωτικά τόσο από την καθολική , όσο και από την προτεσταντική εκκλησία. Αλλά η τοποθέτησή του για μια χριστιανική ηθική κοντά στις καθημερινές ανάγκες της ζωής, για ένα Χριστιανισμό χωρίς δογματισμούς, ιδεοληψίες και δεισιδαιμονίες, όπως και η προβολή του υπέρτατου αγαθού της ειρήνης, τον αναδεικνύουν ως μία κεντρική προσωπικότητα του 16ου αιώνα. Χαρακτηριστικό απόφθεγμα-φράση του Έρασμου για τις σχέσεις της ανεκτικότητας ,και του αλτρουϊσμού που πρέπει να διακατέχουν τους ανθρώπους είναι το επόμενο. «Ήθελα να μιλήσω με τα πουλιά. Θέλω να τα ρωτήσω, πώς μοιράζουν έτσι καλά τον ουρανό με τα τ’ αδέλφια τους. Χθες σκοτώθηκαν δύο άνθρωποι. Μοίραζαν μια μηλιά.»

«Έρχομαι σ’ εκείνους, που ανάμεσα στους θνητούς ποζάρουν για σοφοί κι ορέγονται, όπως λένε, το χρυσό κλαδί.» Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, λοιπόν, η ειρωνεία χρησιμοποιείται για να δείξει ότι η ενασχόληση των λογίων που θεωρητικά περιβάλλεται από σοβαρότητα και σοφία στην πραγματικότητα είναι ανοησία και ανήκει στην Τρέλα.

Το εύλογο αυτό συμπέρασμα στο οποίο εύκολα καταλήξαμε ανατρέπεται, ωστόσο, από το γεγονός ότι ο είρων σ’ αυτή την ομιλία είναι η ίδια η Τρέλα. Εδώ αναφαίνεται το δεύτερο επίπεδο της ειρωνείας του Έρασμου. Θα πρέπει να δεχτούμε ότι ο πραγματικός ομιλητής είναι ο Έρασμος, ο οποίος ενδύεται απλώς το προσωπείο της Τρέλας για να καυτηριάσει τα κακώς κείμενα των ομολόγων του; Ή θα υποθέσουμε ότι επίτηδες βάζει αυτά τα ειρωνικά λόγια στο στόμα της Τρέλας για να καταδείξει την μωρία όσων δεν αναγνωρίζουν το σοβαρό έργο των λογίων; Εντύπωση, εντούτοις, δημιουργεί το γεγονός ότι η ειρωνεία του Έρασμου είναι ισοπεδωτική.

Στο πέρασμά της σαρώνει τους πάντες και δεν αφήνει καμία εξαίρεση, έστω προς επιβεβαίωση του κανόνα. Ακόμα κι όταν η Τρέλα λέει για τους ρήτορες «μου κάνουν κάπου-κάπου απιστίες πιάνοντας σχέσεις με τους φιλοσόφους, μα είναι δικοί μου», κάνοντας τον αναγνώστη να πιστέψει πως ίσως στους φιλοσόφους βρει τους πραγματικά σοφούς ανθρώπους, η διάψευση δεν αργεί να έρθει• είναι κι αυτοί το ίδιο ανόητοι. «Αλλά και οι σοφοί, που τα περιγελούν όλα τούτα και γλεντούν με τις τρέλες των ανθρώπων, μου χρωστάνε πολλά κι ας μην το κρύβουν».

Τέλος προς την αυθεντική προφορά της Ελληνικής και λατινικής γλώσσας στηριζόμενος στις ιδέες που είχαν αναπτύξει νωρίτερα άλλοι λόγιοι, ο Έρασμος υποστήριξε ότι η προφορά ορισμένων φωνηέντων και συμφώνων ήταν διαφορετική κατά την κλασική περίοδο απ’ ό,τι στα μεταγενέστερα χρόνια και εισηγήθηκε ο ίδιος μια διαφορετική προφορά της αρχαίας ελληνικής, κατά την οποία όλα τα διπλά φωνήεντα διαβάζονται αυτοτελώς, π.χ. αυ=αϋ, ει=εϊ κτλ. Στήριξε την πρόταση του σε ένα σύνολο από επιχειρήματα, ξεκινώντας από το ότι οι ελληνικές λέξεις που υιοθετήθηκαν από την λατινική γλώσσα γράφονταν διαφορετικά απ’ ότι προφέρονταν από τους σύγχρονούς του Έλληνες, γεγονός που προϋποθέτει διαφορά ανάμεσα στην αρχαία και τη νέα ελληνική προφορά.


Από: http://biographies.nea-acropoli.gr

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

Το να αναλύεις μέχρις εσχάτων ένα ποίημα...

Το να αναλύεις μέχρις εσχάτων ένα ποίημα , το να επιχειρείς να το διαμελίσεις σαν ένα σώμα ο νεκροτόμος, έχει τον κίνδυνο να πιστέψεις ότι έφτασες στο μυστικό της ζωής που εκείνο κάποτε κατείχε.
Λάθος!
Αφενός η ζωή είναι τόσο μαγική που δεν εξηγείται και αν θέλεις να την ερμηνεύσεις σωστά θα πρέπει να νιώσεις τι ένιωσε ο δημιουργός μόλις αντίκρισε το πλάσμα του.
Δύσκολο είναι αλήθεια αυτό..
Θέλει να μην στέκεσαι στο εγωιστικό σου βάθρο και να βλέπεις βαθιά μες τον ορίζοντα όλη την πανδαισία των χρωμάτων που είναι ουσιαστικά το φόντο των συγκινήσεων που θα σου προκληθούν.
Λοιπόν ζήσε την μαγεία σαν μια διαδικασία που κάνει τα μάτια σου να βλέπουν πιο ευρυγώνια και στρέψε την σκέψη σου προς τις επάλξεις του κάστρου μιας νέας ελπίδας.
Θα σε αγγίξει η πνοή των νεφών.
Το οξυγόνο θα τρέμει μες το σώμα σου και θα το ανάβει.
Τότε θα βρεθείς στην θέση το ποίημα να αφομοιωθεί από το αίμα σου και να γίνει κτήμα σου.
Τότε θα είσαι όχι κριτής αλλά ο μύστης που θα πρέπει να είσαι, όταν η θαλπωρή των λέξεων κάνει την καρδιά σου να φλέγεται από μετάληψη του θείου δώρου των λεκτικών κατορθωμάτων..

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Ξόδεψα πολύ χρόνο για να ‘ρθω σ’ αυτή την ήσυχη σκέψη




Ξόδεψα πολύ χρόνο για να ‘ρθω σ’ αυτή την ήσυχη σκέψη ότι όλα στέκονται εντός μου ταχτοποιημένα σαν να είναι να ακυρωθούν.
Είναι η ζωή με τις αντιφάσεις της που σε πολιορκεί, αλήθεια σε πολιορκεί, και δεν φτάνεις ποτέ νικητής πουθενά.
Έζησα έναν ήλιο ποιητικό. Τον πίστεψα τόσο που με κατέφαγε. Αλλά παράλληλα μου έδωσε τόση δύναμη και τόσο καθαρή ματιά που έγινε να υιοθετηθεί από μένα ολοκληρωτικά το μανιφέστο του- προσανατολίστηκα στον καημό μιας Ελλάδας.
Και πικραινόμουν που ένιωθα ότι αυτή η πατρίδα μες τους αιώνες προδόθηκε, ήθελα να μεγαλουργήσει πάλι με την παιδεία της- αλλά έβλεπα το ράθυμο ″εγώ″ να λειτουργεί σαν τροχοπέδη σ’ αυτήν την πορεία που ονειρευόμουνα.
Να τι γίνεται όταν εξαπλωθεί η κόλαση: το βόλεμα του οκνού.
Πάνω σε μια μάντρα διάβασα το σύνθημα ″Ξυπνήστε ρε, κάποια στιγμή θα σας πάρουν και τους καναπέδες- δεν θα ‘χετε που να κάθεστε…″..
Ω πόσο δίκιο!
Μήπως ο πυρήνας της υγιούς σκέψης και της υγιούς αντίδρασης είναι πάντα αναρχικός;
Η πολιτική βάρυνε πάνω από τον τόπο σαν ένα σύννεφο που θα βρέξει δυστυχίες.
Θέλω να σταθώ στο ύψος μιας τολμηρής θέλησης και να ανταμώσω με έναν λαό περήφανο που δεν δέχεται να του στερούν την λευτεριά του.
Θέλω να εξοστρακίσω στο όνομα της δημοκρατίας, στο όνομα της ψυχής που θέλει να ζήσει λευκά και της ταιριάζουν οι πολλές αθωότητες.
Ας είναι ρηξικέλευθα τα στιχάκια μου κι ας τολμήσει να υιοθετήσει μιαν προσήλωση στο μη ταπεινό η εποχή.
Ας έρθουν οι ποιητικοί άνεμοι απολυμαντικοί να σαρώσουν το σκέλεθρο σώμα μιας αρρωστημένης κάστας σαλτιμπάγκων του φαιδρού που ξεπουλούν τα πάντα γιατί γι αυτούς τίποτα πια δεν είναι πατρίδα..

Σ.Π 27.11.2011

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

ΦΥΓΗ

Φυγή - Αυτοί οι στίχοι συχνά-πυκνά με στοιχείωνουν.. έρχονται σε στιγμές και επαναλαμβάνονται στο μυαλό μου...


Ι
Αἰσθάνομαι τὴν πραγματικότητα μὲ σωματικὸ πόνο. Γύρω δὲν ὑπάρχει
ἀτμόσφαιρα, ἀλλὰ τείχη ποὺ στενεύουν διαρκῶς περισσότερο, τέλματα
στὰ ὁποῖα βυθίζομαι ὁλοένα. Ἀναρχοῦμαι ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις μου.
Ἡ παραμικρότερη ὑπόθεση γίνεται τώρα σωστὴ περιπέτεια. Γιὰ νὰ πῶ
μία κοινὴ φράση, πρέπει νὰ τὴ διανοηθῶ σ᾿ ὅλη της τὴν ἔκταση, στὴν
ἱστορική της θέση, στὶς αἰτίες καὶ τὰ ἀποτελέσματά της. Ἀλγεβρικὲς
ἐξισώσεις τὰ βήματά μου.

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Η κάθε λέξη είναι μια έξοδος

Σε αναζήτηση της ποιητικής ισοδυναμίας, της Λίζυς Τσιριμώκου

Η κάθε λέξη είναι μια έξοδος
για μια συνάντηση, πολλές φορές ματαιωμένη,
και τότε είναι μια λέξη αληθινή, σαν επιμένει στη συνάντηση.

Γ. Ρίτσος, «Παρενθέσεις»

Η επιλογή της λέξης στην ποίηση είναι αυτοσκοπός. Αν στην καθημερινή γλωσσική επικοινωνία η λέξη είναι απλός διάμεσος, όχημα, αχθοφόρος του νοήματος, στην ποιητική πράξη χάνει τη διαφάνειά της, ανακτά την αρχική της πύκνωση, γίνεται ψηλαφητή, απτή, αιχμηρή, προβάλλει τις αντιστάσεις της. Eδώ η λέξη λειτουργεί περισσότερο ως δείκτης μιας βιογλωσσικής εμπειρίας, μιας ιδιαίτερης και αγωνιώδους σχέσης με τη γλώσσα: ο ποιητής, γλωσσοτεχνίτης, ανακωδικοποιεί τον κόσμο, δοκιμάζει συνεχώς τις αντοχές και τις δυνατότητες των γλωσσικών εργαλείων του, νομοθετεί ενίοτε στα όρια της γραμματικής και συντακτικής αυθαιρεσίας, αναζητώντας με πάθος την ενάργεια, την καίρια έκφραση, την ακριβόλογη διατύπωση της ευαισθησίας του. Εν ολίγοις, οι λέξεις αποτελούν το ιδιαίτερο βασίλειο του ποιητή και διαμορφώνουν σταδιακά την ηθική της γραφής του. Ίσως, λοιπόν, επειδή γνωρίζει καλά την πάλη, τον παιδεμό για την κατάκτηση της ζητούμενης λέξης, έχει την απαίτηση από τον μεταφραστή που θα μετακενώσει το κείμενό του σε μιαν άλλη γλώσσα να κάνει το αντίστοιχο ταξίδι, να υποβληθεί στην ίδια δοκιμασία προκειμένου οι κοινόχρηστες λέξεις να γίνουν πράγματα, μοναδικά χειροτεχνήματα του λόγου· και όταν συμβαίνει να εμπλέκεται ο ίδιος στη μεταφραστική διαδικασία, υποτάσσει τις δικές του εμμονές, πειθαρχεί στις ευρετικές αυθαιρεσίες του πρωτοτύπου, επιχειρεί να τις διασώσει όσο και όπως μπορεί, σέβεται δηλαδή τον γλωσσικό κόσμο του ομοτέχνου και αγωνιά να βρει την πλήρη, ει δυνατόν, ισοδυναμία του στον νέο κώδικα. Η πιστότητα στο πρωτότυπο με αυτούς τους όρους είναι το πρώτο μέλημα του μεταφραστή.
Ο Γιάννης Ρίτσος, ως ποιητής και μεταφραστής, δεν εξαιρείται από αυτόν τον κανόνα. Παρά την πληθωρική παραγωγή του, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πόσο τον παίδευε ακόμη και το ελάχιστο ποίημα, ο κάθε στίχος, και πόσο επεδίωκε να κρατήσει την παραμικρή απόχρωση της ξένης φωνής, όταν μετέφραζε· γνωρίζουμε, για παράδειγμα, στις συνεταιρικές μεταφράσεις του με τον Άρη Αλεξάνδρου από τα ρωσικά πόσο επέμενε στον γλωσσικό βηματισμό, λέξη προς λέξη, από το πρωτότυπο στην απόδοσή του, και πάλι και πάλι, τρίβοντας συνεχώς τις λέξεις έως ότου πετύχει τον ποιητικό σπινθήρα. Aπό την αλληλογραφία του με τον Άρη Αλεξάνδρου και την Καίτη Δρόσου (Τροχιές σε διασταύρωση, Άγρα, 2008) απομονώνουμε ορισμένα σημεία, δηλωτικά ακριβώς της σημασίας που απέδιδε ο Ρίτσος στη μεταφραστική πιστότητα.

1. Ο Αλεξάνδρου τού έχει στείλει από το Παρίσι δείγμα των γαλλόφωνων ποιημάτων του (τη «Lucidité» και άλλα επτά).1 Ο Ρίτσος, στην απαντητική επιστολή του από την Αθήνα (12. VII. 71), αυτοσχεδιάζει επιχειρώντας να αποδώσει στα ελληνικά τη δυσκολία ενός στίχου: «Cela m’insupportait». To μεταφράζει παιγνιωδώς: «Αυτό με ανυπόφερε». Είναι σαφές ότι προσπαθεί να κρατήσει την ισοδυναμία στη μετάβαση από τη μια γλώσσα στην άλλη, το ρήμα να αποδοθεί με ρήμα, έστω και αν καταστρατηγηθούν οι κανόνες της ελληνικής γραμματικής και σύνταξης –όπως, άλλωστε το κάνει και ο Αλεξάνδρου στο πρωτότυπο ποίημά του. Το «λάθος» οφείλει να τηρηθεί ως ξενότητα και στη μεταφραστική εκδοχή, η κυριολεξία να μείνει αλώβητη.

2. Σε επόμενο γράμμα του από τη Σάμο στην Καίτη και στον ΄Αρη (26. XI. 71), σχολιάζοντας την αγγλική μετάφραση της συλλογής του Χειρονομίες (Gestures) που μόλις είχε φτάσει στα χέρια του, επισημαίνει την απογοήτευσή του για την απώλεια μιας λέξης (ενός επιθέτου) στη μεταγλώττιση του ποιήματος «Αβέβαιες αποφάσεις»:

Κ’ εκείνο το βαθύ, κοίλο φεγγάρι λάμπει ψηλά πάνω απ’ το Τελωνείο,
κατοικημένο ολόκληρο από μιαν ακραία, ζεσταμένη ματαιότητα.

The deep, concave moon shines over the Customs
inhabited by an extreme futility.

«Όπως βλέπετε, μου φάγανε μια κύρια για μένα λέξη. “ζεσταμένη”, που χρωματίζει ιδιαίτερα τη λέξη “ματαιότητα”». Eίναι και πάλι προφανές ότι ο ποιητής επιζητεί τις λιγότερες δυνατές απώλειες στη διαδικασία της μετάφρασης. Τίποτε δεν είναι τυχαίο στη γλωσσική κατασκευή ενός ποιήματος· πρόκειται για λειτουργικό σύστημα το οποίο απαιτεί και το ελάχιστο συστατικό του στοιχείο, ακόμη και το σημείο στίξης, για να τεθεί σε κίνηση στην έτερη γλώσσα.

3. Στο προλογικό της κείμενο η Καίτη Δρόσου αναθυμάται τη δυσφορία του Ρίτσου σε παλαιότερα χρόνια (μάλλον το 1959), όταν μόλις είχε παραλάβει μια ρωσική ανθολογία ποιημάτων του και, μη γνωρίζοντας ρωσικά, ζήτησε από τον Αλεξάνδρου να του κάνει μια πρόχειρη κατά λέξη μετάφραση. Αγανακτισμένος με τις μεταφραστικές αυθαιρεσίες που αλλοίωναν εμφανώς την ποιητική του πρόθεση, ξέσπασε: «Τί διαβάζεις; να λέει του Άρη, τί βιβλίο κρατάς στα χέρια σου, αυτοί οι στίχοι που μας αραδιάζεις δεν είναι δικοί μου, δεν τους έγραψα εγώ».

Εντάσσοντας όσα προηγήθηκαν σε μια μεταφραστική τυπολογία, ο επαρκής αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι ο Ρίτσος τάσσεται αναφανδόν υπέρ της κατά λέξη μετάφρασης, της αναζήτησης μιας λεκτικής ισοδυναμίας, μιας ισορροπίας (ή μάλλον σχοινοβασίας) ανάμεσα στο ιδιόφωνο και το αλλόφωνο, που δεν καταργεί τις ιδιαιτερότητές τους, αλλά τις διατηρεί, τις αναδεικνύει, τις προβάλλει. Για την καίρια λέξη στη διαδικασία της δημιουργίας αλλά και της αναδημιουργίας (της μετάφρασης) ας κρατήσουμε την εύστοχη διατύπωση του ποιητή:

Η λέξη με είχε
με βρήκε
με είπε.
Κι εγώ
μονάχα «ευχαριστώ».
Στη λέξη
μια λέξη.
Ο κόσμος.

Από: http://www.apiliotis.gr/ArticlesList.aspx?C=160&A=164

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΑΒΑΤΟΝ ΤΗΣ

Στο κείμενό μου με τίτλο "Ποίηση και Αναγκαιότητα" ενετόπιζα τις κατά τη γνώμη μου σταθερές παραμέτρους αξιολόγησης ενός ποιητικού έργου, παράμετροι που έχουν να κάνουν τόσο με την φύση μιας συγκεκριμένης εποχής, όσο, και κυρίως, με το πέραν αυτής ως το πλεόνασμά της, το οποίο οφείλει η ποίηση να συλλαμβάνει και να "καθαρπάζει" εν εμπνεύσει και πραγματώσει, και βάσει αυτού να καθίσταται σε τελική ανάλυση διαιώνια αξία ή όχι.

Επειδή ακριβώς η ποίηση είναι περισσότερο απ' όλες τις τέχνες εκείνη που θα αποκαλούσαμε μια αναλλοίωτη σταθερά μέσα στο χρόνο, τουτέστιν, ένα μέγεθος ασάλευτης έκφρασης και παγίωσης του νοητικού μέσα σε έναν, στην κυριολεξία, χαοτικών αλλαγών κόσμο και συνεπακολούθων εξαιρετικά ασταθών οριζουσών σκέψης και εκτίμησης.

Ο κόσμος έρχεται να εκτιμήσει, η ποίηση να αποτιμήσει.

Σε μια άλλη διάσταση αναφοράς, ο πρώτος έρχεται να εξελίξει κάτι, η ποίηση, ωστόσο, μάλλον να το ακινητοποίησει στην καλύτερη πνευματική και ερμηνευτική εκδοχή του.

Όπως καταλαβαίνει κανείς όχι και τόσο εύκολα λοιπόν, η επενέργεια της ποίησης στα ανθρώπινα είναι "αριστοκρατικής" υφής και ακόμα, μια κίνηση από τα πάνω προς τα κάτω, και όχι το αντίθετο.

Όσες φορές επιχειρήθηκε να προσδωθεί μια πιο "λαϊκή" ή εσκεμμένης πρόθεσης "μαζική" διάσταση στις ποιότητες των αρμών που προσδένουν την ποίηση με τους αποδέκτες της, τότε είχαμε στην καλύτερη περίπτωση κάτι το εξαιρετικά άτσαλο ως αποτέλεσμα, και στη χειρότερη, μια πλήρη ιλαροτραγωδία.

Πράγμα άλλωστε λογικό, στο βαθμό που η ποίηση συνιστά, όχι απλά μια τέχνη, αλλά πρωτίστως ένα άβατον του Λόγου, αν μπορεί να το πει κανείς έτσι, συνεπώς κάτι από τη φύση του ιερόν, όχι τόσο με τη λατρευτική-μεταφορική έννοια, όσο, -για έναν πραγματικό ποιητή τουλάχιστον- με την πλέον ρεαλιστική και αδυσώπητη της λέξης.

Αν "ο Λόγος εγένετο σαρξ" για να θυμηθούμε την καταπληκτική διαπίστωση του Ιωάννη, τότε, πέρα από την ομιλία (το θείο και σκοτεινό μυστήριο της ομιλίας) και τη γραφή, η σαρξ του Λόγου είναι πρωτίστως αυτό το σώμα της ποίησης, ο ναός ενός μακροκοσμικού ανθρώπου εντός του οποίου τελούνται οι διεργασίες υψώσεώς του από το ακατέργαστο επίπεδο του νοείν μέσω του συμβατικού λόγου προς ένα είδος συγκεντρωτικής και απόλυτης σκέψης, στην οποία, μια λέξη μπορεί να έχει την αξία και την σημασία εκατό λέξεων σε κοινότερη χρήση μέσα στο καθημερινό λόγο.

Αναρωτάται συνεπώς κανείς, και εύλογα, ποια μπορεί να είναι η δημόσια στάση και θέση ενός πραγματικού ποιητή απέναντι στο ιερό μυστήριο της ποιήσεως, και στο βαθμό βέβαια που ο ίδιος είναι σε θέση να συνειδητοποιήσει πως ο,τιδήποτε έχει να κάνει εδώ με μια περαιτέρω "αντικειμενικοποίηση" του Λόγου, όχι αναγκαία και νομοτελειακή, και υπαγορευόμενη από μια όχι και τόσο νοήμονα επιθυμία "μικροεπιφάνειας", "μικρομεγαλισμού" και "αυτοανάδειξης" μέσα από οποιονδήποτε τρόπο, είναι τόσο εύστοχο για τη ποίηση όσο πιθανώς θα ήταν η τοποθέτηση πηρουνιών μέσα σε ένα ανθοδοχείο... (αν και κάποιες φορές κάτι τέτοιο θα είχε αναμφίβολα ειδικό ενδιαφέρον νοσηρών συνιστωσών αλλά σε κάθε περίπτωση όχι μόνιμο).

Ο σάλος, η θορυβώδης κίνηση της "αγοράς" , οι εξ ορισμού πάντοτε γελοίοι και συμπλεγματικών εκκινήσεων "λογοτεχνικοί" καυγάδες και αστείοι διαξιφισμοί που ως κίνητρό τους δεν κρύβουν τίποτε περισσότερο από το απλοποιημένο "ζήτω εμείς, κάτω εσείς" ήταν, είναι και θα είναι πάντοτε ξένα σώματα προς την πραγματική ποίηση και ο συντομότερος δρόμος για την φαιδροποίησή της.

Ο χρόνος άλλωστε μέσα στον άτεγκτο βηματισμό του στην Ιστορία της Λογοτεχνίας και εν γένει του ανθρωπίνου πνεύματος, στην κυριολεξία εξανεμίζει όλα αυτά τα παρα-ποιητικά φαινόμενα και παρενέργειες και τα εναποθέτει -μαζί με τους φορείς τους- αργά η γρήγορα, είναι κάτι περισσότερο από αλήθεια αυτό, στην ανυπαρξία.

Πράγμα, βέβαια, που είναι αναμενόμενο. Επειδή ακριβώς το μυστήριο της ποίησης δεν συγχωρεί και ούτε πρόκειται να συγχωρήσει ποτέ μια περισσότερη "εκκοσμίκευση" απ' όση το ίδιο ορίζει, και περαιτέρω μια αυξανόμενη σε ποσότητα και ποιότητα "ενδοαλλοτρίωσή" του περισσότερη απ'όσο το ίδιο είναι διαθέσιμο να ανθέξει.

Όπως ακριβώς ένας ναός παύει να είναι ναός, αν οι συγκεντρωμένοι, ή ακόμα οριακότερα, οι ιερείς, αρχίζουν να φλυαρούν στα καθημερινά ή τσακώνονται και ασχημονούν ακόμα και εν τω μέσω της λειτουργίας, έτσι και η ποίηση και ο ποιητής έχουν πάψει προ πολλού να υφίστανται ως συγκεκριμένες υπαρκτές ποιότητες, όταν πλέον το κούφιο άγχος για προσωπική καταξίωση περνάει μέσα από τον ιδιάζοντα και ιδιοπαθή συνήθως "θόρυβο" και την ευτέλεια της έκπτωσης του ποιητικού λόγου σε άναρθρες αιτιάσεις και φωνασκίες, μέσα μάλιστα σε εκείνο τον "χώρο" που οφείλει πάνω απ'όλα να είναι ο ναός του Λόγου και όχι το γήπεδο εκτόνωσης του καθενός ερασιτέχνη ή σαχλοαισθηματία γραφιά.

Σε αυτές τις περιπτώσεις βέβαια, όπως έχει επισημανθεί αρκετές φορές από την Ιστορία της Λογοτεχνίας πρώτα παύει η ποίηση και μετά ο ποιητής.

Κατά κανόνα, η αδυναμία παραγωγής τουλάχιστον αξιοπρεπούς έργου κρύβεται πίσω από τις περισσότερες καταρρεύσεις της ποίησης και της ατμόσφαιράς της σε ένα γελοιογραφικό χάος τσακωμών, διαμαρτυριών, υστεριών, δημιουργίας "παρα-ποιήσεως" κλπ. κλπ.

Και είναι κοινό μυστικό, πως εκείνος που "επιτίθεται" πρώτος, έχει ήδη χάσει το παιγνίδι για το απλούστατο λόγο ότι με αυτή τη κίνηση αναγνωρίζει το ελλειματτικό της ποιητικής υπόστασής του.
Αν είχε και την στοιχειωδέστερη αυτοπεποίθηση και πίστη σε αυτό που κάνει, και ήταν απηλλαγμένος από κάθε αίσθημα φθόνου και ζηλοτυπίας, πολύ απλά δεν θα ένοιωθε την ανάγκη για τέτοιες αυτοκαταρρεύσεις λόγου και προσωπικότητας.

Ο ποιητής εκείνος που έχει πραγματικά δημιουργήσει μέσα στην ποίηση δεν έχει ανάγκη να προσφεύγει αυτοκαταστρεφόμενος σε τέτοιες διαδικασίες.
Ξέρει να περιφρουρεί σοφά το ταλέντο του και να μην μειγνύεται με τη σκόνη του χρόνου...
Ξέρει πάνω απ'όλα να προφυλάσσει το ιερό της ποιήσεως από την δυσλαλία μιας ψευδούς κοινωνικότητας που προσπαθεί να εξισώσει με την ανούσια υπόστασή της ό,τι δεν καταλαβαίνει και να ερμηνεύσει τα ανερμήνευτα, όχι πια -και εδώ είναι η τραγωδία- με την πολυτροπία του ποιητικού λόγου, αλλά με τις μονοδιάστατες ταυτοποιήσεις και απλουστευτικές αποφορές της πιο επίπεδης και ρηχής, και πάντοτε όπως έχει παρατηρηθεί σε αυτές τις περιπτώσεις, "θυμικής" (μη) ποιότητας "γραφής".

Σίγουρα δεν είναι όλοι οι άνθρωποι για το ιερό της ποιήσεως. Είναι κάτι περισσότερο από βέβαιο, πως αρκετοί δεν μπορούν να ανθέξουν την έλλειψη μιας παραποιητικής ψευδοκοινωνικότητας και των άχαρων "ζυμώσεών" της από το περιρρέοντα χώρο του ποιητικού σώματος.

Δεν μπορούν βέβαια, εκτός αν είναι...πραγματικοί ποιητές. Αλλιώς, κακά τα ψέμματα, δεν κάνουν γι'αυτή τη δουλειά.

Ο ποιητής οφείλει να μιλάει με το έργο του και μόνον.

Όπου αυτό εκλείπει , αρχίζουν τα άχρηστα "έκτροπα", τα οποία συνήθως είναι τόσο ...έξυπνα και τόσο αποτελεσματικά, όσο και ο μοναχικός ήχος του κουδουνιού της αδιόρθωτης βλακείας μέσα στο καμπανοστάσιο της πραγματικής δημιουργίας...

Από αυτή την άποψη, το άβατον της ποιήσεως είναι πραγματικό , υπαρκτό, αλλά δεν το κατανοούν, όχι οι πολλοί ή οι λίγοι, αλλά όσοι δεν πρέπει έτσι κι αλλιώς να το κατανοήσουν και δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να το κατανοήσουν στον αιώνα, ακόμα και αν η πρόθεσή τους φανεί ότι αλλάζει επ'αυτού.

Κατά συνέπεια, ούτε ο κακής ποιότητας "διαμαρτυρόμενος", ούτε ο αδιόρθωτα ερασιτέχνης, μηδέ ο κούφιος λαϊκός και συναισθηματολόγος ποιητής, μήτε και ο αναχρονιστικός "ποιητής-σπουργίτι" που με παιδιάστικους λεττρισμούς αποπειράται να περισώσει τα εννοιολογικά ναυάγιά του, γενικά, ο περιορισμένων δυνατοτήτων και βεληνεκούς, θα εννοήσουν ποτέ ότι δεν είναι τόσο το άχρωμο και μέτριο έργο τους που τους ωθεί σε μια κωμικοτραγική "υπέρβαση" προς τα κάτω των σοφά οριοθετημένων από τους αιώνες πέπλων που συγκρατούν την ποίηση από την έκπτωσή της σε καθημερινό, άσκοπο ή χυδαίο λόγο και πρακτική.

Είναι πάνω απ'όλα η αδυναμία κατανοήσεως πως το άβατον της ποιήσεως είναι βατό μόνο για εκείνους που είναι αποφασισμένοι να μιλήσουν μονάχα με το έργο τους.

Όλα τα υπόλοιπα είναι αστεία, και προοριζόμενα μόνο για τις χωματερές ούτε καν της ιστορίας της λογοτεχνίας (αλλοίμονο αν ησχολείτο με τέτοια...), αλλά αυτής της τρεχούσης καθημερινότητας.



Από: http://centurycamerareturn.blogspot.com

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

Carol Ann Duffy

Carol Ann Duffy

Η Κάρολ Αν Ντάφυ είναι η πρώτη γυναίκα στην οποία απονεμήθηκε η ύψιστη βρετανική λογοτεχνική διάκριση του Δαφνοστεφούς Ποιητή (Poet Laureate), τον Μάιο τού 2009, σπάζοντας παράδοση 341 ετών πού ήθελε τον τίτλο να απονέμεται αποκλειστικά σε άνδρες. Η Ντάφυ γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1955 στη Γλασκώβη από πατέρα Σκοτσέζο και μητέρα Ιρλανδή. Σπούδασε φιλοσοφία στο Λίβερπουλ και το 1981 εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου παρέμεινε έως το 1996. Από το 1996 έως σήμερα ζει στο Μάντσεστερ, όπου είναι καθηγήτρια στο Μητροπολιτικό Πανεπιστήμιο και διευθύντρια προγράμματος δημιουργικής γραφής. Πολυγραφότατη ποιήτρια, συγγραφέας θεατρικών έργων, παιδικής λογοτεχνίας και ποίησης, καθώς και ανεξάρτητη δημοσιογράφος σε πολλές εφημερίδες, έχει τιμηθεί, από τα πρώτα της βήματα μέχρι σήμερα, με αρκετά βραβεία. Η τελευταία ποιητική της συλλογή Rapture (Σαγήνη), βραβευμένη το 2005 με το σημαντικότατο Βραβείο Ποίησης T.S. Eliot, αποτελεί ένα μακροσκελές ερωτικό άσμα, αλλά και συγκινητική πράξη προσωπικής κατάθεσης.

Η Σαγήνη θα κυκλοφορήσει σε δίγλωσση έκδοση από τις Εκδόσεις Ηριδανός, τον Οκτώβριο του 2009, σε μετάφραση Θάλειας Μελή-Χωλλ.


IF I WAS DEAD

If I was dead,
and my bones adrift
like dropped oars
in the deep, turning earth;

or drowned,
and my skull
a listening shell
on the dark ocean bed;

if I was dead,
and my heart
soft mulch
for a red, red rose;

or burned,
and my body
a fistful of grit, thrown
in the face of the wind;

if I was dead,
and my eyes,
blind at the roots of flowers,
wept into nothing,

I swear your love
would raise me
out of my grave,
in my flesh and blood,

like Lazarus;
hungry for this,
and this, and this,
your living kiss.


CHINATOWN

Writing it, I see how much I love the sound.
Chinatown, Chinatown, Chinatown.
We went down, the day of the Year of the Monkey,
dim sum and dragons bound.

Your fair head
was a pearl in the mouth of the crowd. The fireworks
were as loud as love, if love were allowed
a sound. Our wishing children pressed their incense
into a bowl of sand

in Chinatown, the smoke drifting off
like question marks over their heads. If I had said
what I’d wished, if I had asked you to tell me the words,
shifting up from your heart

for your lips to sift,
at least I’d have heard their sound uttered by you,
although then nothing we’d wished for in Chinatown,
Chinatown, Chinatown, would ever come true.


WRITE

Write that the sun bore down on me,
kissing and kissing, and my face
reddened, blackened, whitened to ash,
was blown away by the passionate wind
over the fields, where my body’s shape
still flattened the grass, to end as dust
in the eyes of my own ghost.

Or write
that the river held me close in its arms, cold fingers
stroking my limbs, cool tongue probing my mouth,
water’s voice swearing its love love love in my ears,
as I drowned in belief.

Then write the moon
striding down from the sky in its silver boots
to kick me alive; the stars like a mob of light,
chanting a name, yours. Write your name on my lips
when I entered the dark church of the wood
like a bride, lay down for my honeymoon,
and write the night, sexy as hell, write the night
pressing and pressing my bones
into the ground.


ITHACA

And when I returned,
I pulled off my stiff and salty sailor’s clothes,
slipped on the dress of the girl I was,
and slid overboard.
A mile from Ithaca, I anchored the boat.

The evening softened and spread,
the turquoise water mentioning its silver fish,
the sky stooping to hear.
My hands moved in the water, moved in the air,
the lover I was, tracing your skin, your hair,

and Ithaca there, the bronze mountains
shouldered like rough shields,
the caves, where dolphins hid,
dark pouched for jewels,
the olive trees ripening their tears in our pale fields.

Then I drifted in on a ribbon of light,
tracking the scents of rosemary, lemon, thyme,
the fragrance of your name,
which I chanted again in my heart,
like the charm it was, bringing me back

to Ithaca, all hurt zeroed now
by the harm you could do with a word,
me as hero plainly absurd,
wading in, waist-high, from the shallows at dusk,
dragging my small white boat.


ART

Only art now – our bodies, brushstroke, pigment, motif;
our story, figment, suspension of disbelief;
the thrum of our blood, percussion;
chords, minor, for the music of our grief.

Art, the chiselled, chilling marble of our kiss;
locked into soundless stone, our promises,
or fizzled into poems; page print
for the dried flowers of our voice.

No choice for love but art’s long illness, death,
huge theatres for the echoes that we left,
applause, then utter dark;
grand opera for the passion of our breath;

and the Oscar-winning movie in your heart;
and where my soul sang, croaking art.










ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΝΕΚΡΗ

Αν ήμουν νεκρή,
και τα οστά μου έρμαια
σαν κουπιά πεταμένα
στη βαθιά περιστροφή της Γης·

ή είχα πνιγεί,
και το κρανίο μου
όστρακο που αφουγκράζεται
σε σκοτεινό τού ωκεανού βυθό·

αν ήμουν νεκρή,
και η καρδιά μου
λίπασμα μαλακό
σε κατακόκκινη τριανταφυλλιά·

ή είχα καεί,
και το κορμί μου
μια χούφτα αμμοβολή
στο πρόσωπο του αγέρα·

αν ήμουν νεκρή,
και τα μάτια μου,
αόμματα σε ρίζες λουλουδιών,
δάκρυα έχυναν στο τίποτα,

όρκο παίρνω πως η αγάπη σου
θα με ανάσταινε
από το μνήμα μου,
με σάρκα και αίμα,

όπως ο Λάζαρος·
διψασμένη για τούτο,
και κείνο, και κάθε
δικό σου φιλί της ζωής.


ΤΣΑΪΝΑΤΑΟΥΝ

Γράφοντάς την, διαπιστώνω πόσο λατρεύω τον ήχο.
Τσάιναταουν. Τσάιναταουν. Τσάιναταουν.
Φθάσαμε εκεί, την ημέρα της Χρονιάς του Πιθήκου,
γεύματα ντιμ-σουμ και δράκοι να χοροπηδούν.

Τα χρυσά σου μαλλιά πέρλες στο στόμα του πλήθους.
Τα πυροτεχνήματα ηχηρά σαν τον έρωτα, αν ο έρως
επιδέχεται κάποιον ήχο. Οι καρποί των επιθυμιών μας
θυμιάματα μπηγμένα σε μπολ γεμάτα άμμο


στην Τσάιναταουν, καπνοί που αιωρούνταν από πάνω τους
ψηλά σαν ερωτηματικά. Εάν είχα εκφράσει όσα είχα ευχηθεί,
εάν σου ζητούσα να μου πεις τις λέξεις που θα ανέσυρες
απ’ την καρδιά σου

έως τών χειλιών σου τη σήτα, θα είχα τουλάχιστον ακούσει
τον ήχο τους να προφέρεται από σένα, αν και καμιά απ’ όσες
κάναμε ευχή στην Τσάιναταουν, Τσάιναταουν, Τσάιναταουν,
θα έβγαινε ποτέ αληθινή.


ΓΡΑΨΕ

Γράψε πως ο ήλιος έστρεψε πάνω μου τα πυρά του,
φιλώντας με, φιλώντας, το πρόσωπό μου έκαψε,
μελάνιασε, σε τέφρα λευκή μετέτρεψε, που άνεμος
παράφορος παρέσυρε πέρα σ’ αγρούς και χλόη,
όπου νωπό ακόμη αποτύπωμα το σχήμα
του κορμιού μου, σκόνη στα μάτια που κατέληξε
στη σκιά του εαυτού μου.

Ή γράψε πως ο ποταμός σε σφιχτή με έκλεισε αγκαλιά,
δάχτυλα κρύα τα μέλη μου να χαϊδεύουν, γλώσσα ψυχρή
το στόμα μου να εξερευνά, του νερού η φωνή ν’ αντιβουΐζει
με όρκους αγάπης και λατρείας, καθώς εγώ πνιγόμουνα
σε δίνη ευπιστίας.

Μετά γράψε η σελήνη, φορώντας μπότες ασημένιες,
τον ουρανό δρασκέλισε, κατέβηκε στη Γη, να με κλωτσήσει
ζωντανή· τ’ αστέρια, όχλος φωτός, ένα όνομα να ψάλλουν,
το δικό σου. Γράψε στα χείλη μου επάνω τ’ όνομά σου
όταν σαν νύφη διάβηκα τον σκοτεινό ναό του δάσους,
και έγειρα στου μέλιτος το χλοερό το στρώμα,
γράψε η νύχτα, σέξι σαν κολασμένη, γράψε πως η νύχτα
τα κόκαλά μου έχωνε βαθιά μέσα στο χώμα.



ΙΘΑΚΗ

Κι όταν επέστρεψα,
από πάνω μου πέταξα τη σκληρόπετση, αλμυρή του θαλασσόλυκου στολή,
φόρεσα βιαστικά το φόρεμα του κοριτσιού που ήμουν,
και γλίστρησα στη θάλασσα.
Ένα μίλι απ’ την Ιθάκη, έριξα άγκυρα.

Το απόβραδο γλύκανε κι απλώθηκε,
το γαλάζιο πέλαγος μνημόνευε τους ασημένιους του ιχθύς,
κι ο ουρανός σκυμμένος ωτακουστής.
Με επιδέξιες κινήσεις στον αέρα, στο νερό, τα χέρια μου
ανίχνευαν, σαν εραστής που ήμουν, το δέρμα, τα μαλλιά σου,

και η Ιθάκη εκεί, τα μπρούτζινα όρη
να εξέχουν, σαν ακατέργαστες ασπίδες,
οι σπηλιές, όπου κρύβονταν δελφίνια,
θύλακοι σκοτεινοί για τιμαλφή,
οι ελιές τα δάκρυά τους να ωριμάζουν στους χλομούς μας ελαιώνες.

Μετά, το ρεύμα με παρέσυρε σε μια λωρίδα φωτεινή,
τις μυρωδιές ν’ ακολουθώ του δεντρολίβανου, της λεμονιάς,
του θυμαριού, τις ευωδιές του ονόματός σου,
που εξυμνούσα πάλι στην καρδιά μου,
σαν φυλαχτό κρυφό που επιφύλασσε τον νόστο μου

στην Ιθάκη, όποια κι αν πέρασα οδύσσεια τώρα μηδενισμένη
απ’ το κακό που θα έκανε μια δική σου λεξούλα,
σε μένα, έναν ήρωα σαφώς παραλογισμένο,
να βωλοδέρνω στο νερό, έως τη μέση, κι απ’ τ’ αβαθή προς την ακτή
κατά το δείλι, να σέρνω τη λευκή μου τη βαρκούλα.


ΤΕΧΝΗ

Μόνο τέχνη τώρα – τα κορμιά μας, πινελιά, χρώμα, μοτίβο·
η ιστορία μας, μυθοπλασία, περιρρέουσα δυσπιστία·
σε ρόλο κρουστών, οι παλμοί και οι σφύξεις μας·
ακόρντα, μινόρε, μουσική συνοδεία της θλίψης μας.

Τέχνη, το σμιλευτό, ψυχρό μάρμαρο του φιλιού μας·
σε άηχη πέτρα σφαλισμένες, οι υποσχέσεις μας,
ή σε ποίησης ψελλίσματα ξεθυμασμένες· σελίδων αποτύπωμα
τα ξεραμένα άνθη της φωνής μας.

Επιλογή ο έρωτας δεν έχει, παρά της τέχνης τη μακρά ασθένεια
και το θάνατο, μέγαρα θεατρικά να αντηχούν τα φευγάτα μας
φωνητικά, χειροκρότημα, απόλυτο σκοτάδι μετά·
μελόδραμα, της ανάσας μας το πάθος να χωρά·

βραβευμένη με Όσκαρ ταινία, αυτή της δικής σου καρδιάς·
και όπου η ψυχή μου τραγούδησε, τέχνη της συμφοράς.

Από: http://www.apiliotis.gr

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

ΘΕΑ ΑΘΗΝΑ

H Αθηνά ήταν η θεά που συμβόλιζε τη σοφία. Οι Έλληνες, ο πρώτος λαός που κατέκτησε τη λογική σκέψη και διατύπωσε καθολικούς νόμους για τη λειτουργία του σύμπαντος, έπλασαν μια θεά που προσωποποιούσε την εξυπνάδα και τη φρόνηση. Άλλωστε, ακόμη και ο τρόπος γέννησης της θεάς ήταν τέτοιος που μαρτυρούσε τις ιδιότητές της. Η γαλανομάτα κόρη ξεπήδησε από το κεφάλι του παντοδύναμου και πάνσοφου Δία.
Τον καιρό που ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων ανατρεφόταν στην Κρήτη, χωρίς να το γνωρίζει ο Κρόνος, από τις Νύμφες του βουνού και τις Ωκεανίδες, ερωτεύτηκε τη Μήτιδα. Αυτή ήταν η πιο συνετή από όλες τις αδερφές της. Με τις συμβουλές της βοήθησε αποφασιστικά τον Δία να πάρει την τελική νίκη. Αυτή του έδωσε το μαγικό βοτάνι με το οποίο ο φοβερός παιδοφάγος αναγκάστηκε να βγάλει από το στομάχι του τους θεούς που είχε καταπιεί. Η Μήτιδα ήταν η πρώτη σύζυγος του Δία ή σύμφωνα με άλλους η πρώτη ερωμένη του. Σε κάποιο γλέντι που έγινε στον Όλυμπο για να επισημοποιήσουν τη σχέση τους, ο Ουρανός και η Γη αποκάλυψαν στον εγγονό τους πως θα του χάριζε πρώτα μια κόρη και ύστερα ένα γιο, που θα γινόταν τόσο δυνατός, ώστε θα ονομαζόταν πρώτος των θεών. Ο χρησμός αυτός των προγόνων του τον έβαλε σε σκέψεις. Έτσι, όταν είδε τη γυναίκα του έγκυο, δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Γι' αυτό ζήτησε ένα βοτάνι από τη γιαγιά του που όποιος το έτρωγε γινόταν μικρός σαν το δάχτυλο. Η Γαία του έκανε τη χάρη και αυτός έτρεξε στη Μήτιδα και της το έδωσε να το καταπιεί, λέγοντας πως θα έκανε γερά παιδιά. Έτσι κι έγινε μα σε λίγο η Μήτιδα άρχισε να μικραίνει. Τότε ο Δίας άνοιξε το τεράστιο στόμα του και την κατάπιε. Κατέφυγε δηλαδή στο κόλπο του πατέρα του, αλλά ο ίδιος εξαφάνισε και τη σύζυγό του μαζί με το παιδί που είχε στην κοιλιά της. Ο Δίας από τη στιγμή που κατάπιε τη Μήτιδα κατέκτησε ολόκληρη τη σοφία του κόσμου. Ήξερε κάθε στιγμή ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό.

Ύστερα από λίγες μέρες άρχισε να τον ενοχλεί κάτι στο κεφάλι του. Ένιωθε σαν ένα μικρό σπαθί να αγγίζει απαλά το μυαλό του. Καθώς όμως ο καιρός περνούσε οι ενοχλήσεις έγιναν πιο έντονες και ο πόνος στο κεφάλι πολύ δυνατός. Ο Δίας βογκούσε από τους πόνους! όλες οι θεές προσπαθούσαν να τον καταπραΰνουν με μαγικά βότανα, αλλά τίποτε. Ούρλιαζε και χτυπιόταν καταγής, έτσι που ολόκληρος ο Όλυμπος αντιλαλούσε και σειόταν από τις σπαρακτικές του φωνές. Μια νύχτα που δεν άντεχε άλλο, κάλεσε τον Ήφαιστο να έρθει στο παλάτι του με το τεράστιο σφυρί του. Ο γιος του έφτασε μουντζουρωμένος και ιδρωμένος.


Μόλις τον είδε ο Δίας του είπε: - Γρήγορα Ήφαιστε, δώσε μια με το σφυρί σου στο κεφάλι μου για να με γλιτώσεις μια και καλή απ' αυτό το μαρτύριο. Ο θεϊκός σιδηρουργός κοντοστάθηκε, γούρλωσε τα μάτια του και αρνήθηκε να κάνει κάτι τέτοιο. Όμως ο Δίας δεν αστειευόταν. Οργισμένος απείλησε τον Ήφαιστο πως θα τον πετούσε για δεύτερη φορά από τον Όλυμπο. Τρομαγμένος ο νεαρός θεός σήκωσε το τεράστιο σφυρί και το κατέβασε μ' όλη του τη δύναμη στο κεφάλι του πατέρα του. Τότε μπροστά στα κατάπληκτα μάτια των Ολυμπίων ξεπετάχτηκε από το κεφάλι του Δία μια γαλανομάτα κόρη πάνοπλη. Κρατούσε ασπίδα, φορούσε περικεφαλαία και κουνούσε απειλητικά το δόρυ της. Ήταν η Αθηνά, πολεμική θεά μα και προστάτιδα της σοφίας κληρονόμησε την παντοδυναμία του πατέρα της και τη σύνεση της Μήτιδας.

Την ώρα της γέννησής της έβγαλε μια πολεμική κραυγή που έκανε τον Όλυμπο να σειστεί ολόκληρος και έφτασε ως τα πέρατα του κόσμου. Η γη τραντάχτηκε και η θάλασσα αναταράχτη,. πελώρια κύματα σηκώθηκαν απειλητικά και τη σκέπασαν. Ο Ήλιος σταμάτησε το ολόχρυσο άρμα του και παρακολουθούσε τη θεά μέχρι να βγάλει την πανοπλία της από το αδύναμο ακόμη κορμί της. Σε λίγο σταμάτησε η κοσμοχαλασιά που προκάλεσε η γέννηση της θεάς. Η φύση ολόκληρη γαλήνεψε. Ο Δίας, που απαλλάχτηκε από το φοβερό πονοκέφαλό του, ανακουφισμένος αντίκρισε τη νέα του κόρη και της χαμογέλασε. Αυτή σε λίγη ώρα μεγάλωσε και απέκτησε σ' όλη του την έκταση το θεϊκό της μεγαλείο. Οι θεοί έστησαν γλέντι για να καλωσορίσουν τη νέα τους σύντροφο. Το χορό έσυρε πρώτη η Αθηνά. Σύμφωνα μ' έναν άλλο μύθο που έλεγαν στην Κρήτη, η θεά γεννήθηκε στο νησί από ένα σύννεφο που χτύπησε ο Δίας με τον κεραυνό του. Άλλοτε πάλι έλεγαν πως ήταν κόρη του γίγαντα Πάλλαντα ή κόρη του Ποσειδώνα και της Τριτωνίδας. Πολλές φορές την ονόμαζαν Παλλάδα. Για το όνομα αυτό υπήρχε ο ακόλουθος μύθος.

Τα πρώτα χρόνια της ζωής της μεγάλωσε με μια κοπέλα που ονομαζόταν Παλλάδα. Είχαν γίνει πολύ αγαπημένες φίλες. Μάθαιναν μαζί την πολεμική τέχνη και έπαιζαν αρκετά βίαια παιχνίδια. Μια μέρα που μάλωσαν, η Παλλάδα ήταν έτοιμη να χτυπήσει την Αθηνά. Όμως ο Δίας που τα έβλεπε όλα, φοβήθηκε για τη μικρή του κόρη και την προστάτεψε με την αιγίδα του. Η κοπέλα τρόμαξε όταν είδε να προσγειώνεται μπροστά της η τρομερή ασπίδα. Η μικρή θεά εκμεταλλεύτηκε την ταραχή της και τη χτύπησε θανάσιμα. Όταν κατάλαβε πως η φιλενάδα της είχε πεθάνει, τότε ξέσπασε σε απαρηγόρητο κλάμα. Για να τιμήσει τη νεαρή της φίλη, δημιούργησε ένα άγαλμα που της έμοιαζε και το τοποθέτησε δίπλα στον πατέρα της. Το άγαλμα ήταν ξύλινο και ονομάστηκε Παλλάδιο. Κάποτε όμως ο Δίας το πέταξε από τον Όλυμπο και αυτό έπεσε στην Τροία τον καιρό που χτιζόταν η πόλη. Το άγαλμα αυτό προστάτευε από τότε την περιοχή. Επειδή είχε πέσει στο ναό της Αθηνάς, ονόμασαν τη θεά Αθηνά-Παλλάδα.

Πολλές πόλεις στην αρχαιότητα υποστήριζαν πως είχαν Παλλάδια και πως απολάμβαναν την προστασία της.

Η Αθηνά είναι το πιο αγαπημένο παιδί του Δία και πέρασε ολόκληρη τη ζωή της αφοσιωμένη στον πατέρα της που τον υπεραγαπούσε. Πολύτιμη ήταν η βοήθειά της στη Γιγαντομαχία όπου σκότωσε και έγδαρε τον Πάλλαντα και καταπλάκωσε τον Εγκέλαδο με τη Σικελία. Μόνο αυτή έμεινε πλάι στον Δία, όταν ο φοβερός Τυφώνας όρμησε στον Όλυμπο. Μονάχα μια φορά συμμετείχε στη συνωμοσία της Ήρας, του Ποσειδώνα και του Απόλλωνα εναντίον του πατέρα της. Μα και τότε ήταν η μόνη που δε γνώρισε την οργή του Δία και έτσι η σχέση αγάπης και στοργής συνεχίστηκε χωρίς άλλα προβλήματα. Η Αθηνά αγαπούσε τις πολεμικές και τις καλές τέχνες και ασχολούνταν διαρκώς μ' αυτές. Δεν είχε καθόλου ερωτικές περιπέτειες και συμβόλιζε την αιώνια παρθενία. Γι' αυτό άλλωστε οι Αθηναίοι ονόμασαν το ναό της θεάς πάνω στην Ακρόπολη, Παρθενώνα. Μόνο μια φορά λένε προσπάθησε να την ενοχλήσει ερωτικά ο Ήφαιστος, μα η θεά αντιστάθηκε παλικαρίσια. Από το σπέρμα του θεού που έπεσε στη γη γεννήθηκε ο Εριχθόνιος, ένας ονομαστός ήρωας της Αθήνας, που η θεά του συμπεριφερόταν σαν να ήταν γιος της. Άλλοι ισχυρίζονται πως ο Εριχθόνιος ήταν γιος της Γαίας που τον εμπιστεύτηκε στην Αθηνά να τον αναθρέψει. Λένε μάλιστα πως ο ήρωας καθιέρωσε τα Παναθήναια, τη σημαντικότερη γιορτή προς τιμή της Αθηνάς. Επίσης πίστευαν πως η θεά του δίδαξε να οδηγεί το τέθριππο, το άρμα δηλαδή που έσερναν τέσσερα άλογα. Πιο αγαπημένη της πόλη ήταν η Αθήνα, που πήρε και το όνομά της. Έλεγαν πως πρώτος έφτασε στην Αττική ο Ποσειδώνας. Αυτός χτύπησε με την τρίαινά του ένα βράχο της Ακρόπολης και αμέσως ανάβλυσε μια πηγή με αλμυρό νερό. Κατόπιν η Αθηνά, που διεκδικούσε κι αυτή την κυριαρχία και την προστασία του τόπου, φύτεψε μια ελιά. Τότε οι υπόλοιποι Ολύμπιοι μπήκαν κριτές στη διαμάχη των θεών και αποφάσισαν υπέρ της Αθηνάς.

Σύμφωνα μ' έναν άλλο μύθο κάποτε φύτρωσε στην Ακρόπολη μια ελιά και παραπέρα ανάβλυσε μια πηγή. Ο Κέκροπας που ήταν άρχοντας της περιοχής ζήτησε τη συμβουλή του μαντείου και πληροφορήθηκε πως το δέντρο αντιπροσώπευε την Αθηνά και η πηγή τον Ποσειδώνα. Τότε κάλεσε λαϊκή συνέλευση των ανδρών και των γυναικών. Όλοι οι άνδρες ψήφισαν υπέρ του Ποσειδώνα και όλες οι γυναίκες υπέρ της Αθηνάς. Όμως αυτές ήταν περισσότερες και έτσι η πόλη δόθηκε στη θεά. Ο Ποσειδώνας οργισμένος πλημμύρισε την περιοχή. Οι άνδρες, τότε, για να τιμωρήσουν τις γυναίκες, τις απαγόρευσαν να συμμετέχουν στις συνελεύσεις και να ψηφίζουν.

Αλλά η πιο κοινή εκδοχή του μύθου είναι η ακόλουθη. Οι θεοί είπαν στους αντίδικους ότι θα κέρδιζε την πόλη εκείνος που θα έκανε το πιο χρήσιμο δώρο στους κατοίκους. Τότε ο Ποσειδώνας χτύπησε την τρίαινά του στη γη και ξεπετάχτηκε ένα κατάλευκο άλογο.


Οι αθάνατοι θαύμασαν το δώρο αυτό, γιατί ήξεραν πόσο χρήσιμο ήταν στη γεωργία και στα άλλα επαγγέλματα. Αμέσως όμως η σοφή Αθηνά χτύπησε με το δόρυ της την αττική γη και φύτρωσε μια φουντωτή και αειθαλής ελιά. Τότε οι Ολύμπιοι αποφάσισαν πως ο καρπός του ευλογημένου δέντρου ήταν πιο χρήσιμος για τους ανθρώπους της περιοχής και έτσι έδωσαν τη νίκη στην Αθηνά.
Η Αθηνά, ως παρθενική θεά, δεν τα πήγαινε καλά με την Αφροδίτη, την προστάτιδα του έρωτα. Πολύ συχνά μάλωναν και λογοφέρνανε, ακόμη και μπροστά στον πατέρα τους, τον Δία. Αυτός πάντα προσπαθούσε να τις συμφιλιώσει. Φαίνεται όμως πως δεν τα κατάφερνε, όταν οι δυο θεές βρέθηκαν αντίπαλες στον Τρωικό πόλεμο, η Αθηνά δε δίστασε, μέσω του Διομήδη βέβαια, να χτυπήσει την Αφροδίτη και να την πληγώσει.

Η πολεμική θεά στάθηκε στο πλευρό πολλών γνωστών ηρώων της αρχαιότητας. Ένας από τους προστατευόμενούς της ήταν ο Ηρακλής. Από την πρώτη στιγμή που τον αντίκρισε η Αθηνά, τότε που ο θνητός ακόμα ήρωας έτρεξε στο πλευρό του Δία για να αντιμετωπίσει τους Γίγαντες, τον συμπάθησε. Με τις πολύτιμες συμβουλές της κατόρθωσε να εξοντώσει τον Αλκυονέα. Όμως και αργότερα, όταν ο Ευρυσθέας υπέβαλε τον Ηρακλή στη δοκιμασία των δώδεκα άθλων, τον βοήθησε. Του χάρισε τα κύμβαλα που ήταν έργο του θεϊκού τεχνίτη Ήφαιστου. Χτυπώντάς τα ο ήρωας τρόμαξε τις Στυμφαλίδες όρνιθες που πέταξαν από τις κρυμμένες φωλιές τους και έτσι τις σκότωσε με τα βέλη του. Για να την ευχαριστήσει της αφιέρωσε τα χρυσά μήλa των Εσπερίδων. Με τη βοήθεια της θεάς ο Περσέας κατάφερε να εξοντώσει τη Γοργόνα. Αυτή ήταν ένα τέρας που αντί για μαλλιά είχε φίδια και τα τρομερά της μάτια προκαλούσαν φριχτό πανικό σ' όποιον τα αντίκριζε ή τον απολίθωναν. Ο ήρωας, όταν πήγε ν' αντιμετωπίσει το φριχτό τέρας, είχε μαζί του τη γυαλιστερή ασπίδα που του έδωσε η Αθηνά. Έτσι, ενώ είχε αλλού στραμμένο το βλέμμα του, παρακολουθούσε τη Γοργόνα που καθρεφτιζόταν πάνω στην ασπίδα και την αποκεφάλισε. Πρόσφερε το φοβερό κεφάλι της, που ακόμη και κομμένο διατηρούσε τις ιδιότητές του, στην Αθηνά. Η θεά τοποθέτησε το λεγόμενο "γοργώνειο" πάνω στην αιγίδα που της είχε κάνει δώρο ο πατέρας της. Μάζεψε το αίμα που πετάχτηκε από τις φλέβες του τέρατος και το έδωσε στον Ασκληπιό, ο οποίος το χρησιμοποίησε σαν γιατρικό. Άλλοι πάλι λένε πως έδωσε δυο σταγόνες αίματος στον Εριχθόνιο. Η μια προκαλούσε το θάνατο και η άλλη είχε θεραπευτικές ιδιότητες.

Ακόμη λένε πως όταν ο Περσέας αποκεφάλισε τη Γοργόνα, οι αδερφές της, η Σθενώ και η Ευρυάλη, που ήταν αθάνατες, τη θρήνησαν γοερά. Όμως αυτός ο θρήνος προερχόταν από τα φίδια που είχαν στα μαλλιά τους και όχι από τις ίδιες. Η Αθηνά προσπάθησε να βρει έναν τρόπο για να τον μιμηθεί. Πήρε λοιπόν το κόκαλο ενός μεγάλου ελαφιού που της είχαν θυσιάσει, άνοιξε κάποιες τρύπες και φυσούσε κατά διαστήματα μέσα στο καινούριο μουσικό όργανο που το ονόμασε φλογέρα. Ενθουσιασμένη έτρεξε στον Όλυμπο και έδειξε την εφεύρεσή της στους θεούς.

Η Ήρα και η Αφροδίτη όμως ξέσπασαν σε ειρωνικά γέλια. Η Αθηνά δεν μπορούσε να εξηγήσει τη συμπεριφορά τους και θύμωσε πάρα πολύ. Τότε της εξήγησαν πως καθώς έπαιζε τη φλογέρα φούσκωναν τα κόκκινα μάγουλά της, παραμορφωνόταν το πρόσωπό της και ήταν πολύ αστεία. Η θεά έτρεξε πεισμωμένη σ' ένα ρυάκι και καθρεφτίστηκε στα νερά του παίζοντας φλογέρα. Κατάλαβε πως οι θεές είχαν δίκιο που την ειρωνεύονταν και οργισμένη πέταξε το μουσικό όργανο.

Γιος της Γοργόνας και του Ποσειδώνα ήταν το φτερωτό άλογο Πήγασος. Ένας ήρωας, ο Βελλεροφόντης, ζήτησε κάποτε τη βοήθεια της Αθηνάς για να συλλάβει και να δαμάσει το άλογο. Μια νύχτα που ο ήρωας κοιμήθηκε στο ναό της, αυτή εμφανίστηκε στον ύπνο του και του χάρισε ένα χαλινάρι με το οποίο το δάμασε. Η Αθηνά ήταν πολύ ντροπαλή με τους άντρες. Έτσι, κάποια μέρα που ο Τειρεσίας την είδε γυμνή να λούζεται στα νερά μιας λίμνης μαζί με τη Νύμφη Χαρικλώ, τον εκδικήθηκε χωρίς οίκτο. Μ' ένα απλό άγγιγμα των ματιών του τον έκανε τυφλό για όλη του τη ζωή. Η φιλενάδα της όμως την παρακαλούσε να τον ευσπλαχνιστεί. Επειδή δεν μπορούσε να πάρει πίσω μια θεϊκή απόφαση, ευνόησε διαφορετικά τον Τειρεσία. Καθάρισε τόσο καλά τα αυτιά του, ώστε μπορούσε να καταλάβει το κελάηδημα των πουλιών και του έδωσε ένα ραβδί που τον βοηθούσε να περπατάει όπως οι άνθρωποι που έβλεπαν. Από τότε ο Τειρεσίας έγινε ο πιο ξακουστός μάντης της αρχαιότητας. Η πολεμική θεά είχε ενεργό δράση στον Τρωικό πόλεμο, όπου και προστάτευε την παράταξη των Ελλήνων κι αυτό γιατί ήταν εξοργισμένη από την κρίση του Πάρη για την ομορφότερη θεά. Αγαπημένοι της πολεμιστές ήταν ο Διομήδης, ο Αχιλλέας και ο Οδυσσέας. Στάθηκε στο πλάι τους σ' όλες τις δύσκολες στιγμές. Όταν μάλιστα υπήρχε μεγάλος κίνδυνος, κατέφευγε σε θαύματα για να τους σώσει. Έκανε θεϊκή φωτιά να βγαίνει από την περικεφαλαία του Διομήδη και σκέπασε με πύρινο σύννεφο το κεφάλι του Αχιλλέα. Μάλιστα, στις πιο δύσκολες στιγμές μεταμορφωνόταν η ίδια σε Τρώα πολεμιστή και πήγαινε στις συγκεντρώσεις των αντίπαλων στρατηγών, δίνοντάς τους λανθασμένες συμβουλές. Αλλά και όταν υπήρχαν διχόνοιες και διαφωνίες στο στρατόπεδο των Ελλήνων, πάντοτε κατάφερνε να προλάβει τα χειρότερα, αυτή δεν άφησε τον Αχιλλέα να σκοτώσει τον Αγαμέμνονα αν και τον είχε προσβάλει βαρύτατα.

Βοήθησε τον πολυμήχανο Οδυσσέα τόσο κατά τη διάρκεια του πολέμου όσο και κατά το δεκάχρονο ταξίδι της επιστροφής του. Στην Οδύσσεια, η Αθηνά παρεμβαίνει με μεταμορφώσεις. Παίρνει τη μορφή του Μέντορα και δίνει πολύτιμες συμβουλές και οδηγίες στον Τηλέμαχο. Στέλνει επίσης όνειρα. Εμφανίζεται στον ύπνο της Ναυσικάς και τη συμβουλεύει να πάει να πλύνει τα ρούχα της στο ποτάμι, τη μέρα που ο Οδυσσέας πλησιάζει στο νησί των Φαιάκων.
Προικίζει τον προστατευόμενό της με υπερφυσική ομορφιά για να γοητεύσει τη βασιλοπούλα και να τον φιλοξενήσει στο ανάκτορο του πατέρα της.

Σ' άλλες περιπτώσεις ξεσηκώνει τον Δία να βοηθήσει τον Οδυσσέα. Με δική της παρέμβαση η Καλυψώ παίρνει εντολή ν' αφήσει ελεύθερο τον ήρωα και να του δώσει μέσο για να ξαναβγεί στο πέλαγος. Ο Ορέστης, ο γιος του Αγαμέμνονα, για να εκδικηθεί το φόνο του πατέρα του σκότωσε τη μητέρα του Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο. Όμως οι Ερινύες, σκοτεινές θεότητες που τιμωρούσαν τους φονιάδες, καταδίωξαν τον Ορέστη, ο οποίος έφτασε στην Αθήνα και ζήτησε καταφύγιο στο ναό της θεάς. Τότε έγινε δικαστήριο στον Άρειο Πάγο για να κριθεί ο νεαρός μητροκτόνος, πρόεδρος ήταν η ίδια η θεά. Η ψηφοφορία έληξε με ισοπαλία, αλλά τελικά ο Ορέστης αθωώθηκε, γιατί η ψήφος της Αθηνάς, που ήταν αθωωτική, θεωρήθηκε διπλή. Από τότε θεσπίστηκε ο νόμος ότι η ισοψηφία στο δικαστήριο μετρούσε υπέρ του κατηγορουμένου.

Προστάτευε όλους γενικά τους τεχνίτες και τους βιοτέχνες. Η ίδια ήταν καταπληκτική υφάντρα. Κάποτε η Αράχνη, μια κοπέλα από τη Λυδία, που είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη στην τέχνη της υφαντικής, κάλεσε τη θεά σε διαγωνισμό. Αρχικά η θεά εμφανίστηκε στην κοπέλα μεταμορφωμένη σε γριά και τη συμβούλεψε να δείξει μετριοφροσύνη. Όμως η Αράχνη συνέχιζε να καυχιέται και η Αθηνά εκνευρισμένη πήρε την κανονική της μορφή και ο διαγωνισμός άρχισε. Η Παλλάδα παράστησε πάνω στο υφαντό της την καθημερινή ζωή των θεών και στις άκρες σκηνές που φανέρωναν την πανωλεθρία των θνητών, όταν δεν υπάκουαν τους αθάνατους. Η νεαρή Λυδή απεικόνισε στο ύφασμά της την ερωτική ζωή των θεών και ιδιαίτερα τις εξωσυζυγικές τους σχέσεις. Η Αθηνά δε βρήκε κανένα ψεγάδι στο έργο της Αράχνης όση ώρα κι αν το εξέταζε. Από το θυμό και τη ζήλια της τη μεταμόρφωσε στο ομώνυμο ζωύφιο που αδιάκοπα κλώθει και υφαίνει με την άκρη της κλωστής της.

Κάποτε η θεά είχε μια διένεξη με τον Απόλλωνα σχετικά με τη μαντική τέχνη. Είχε διδαχτεί από τις φτερωτές Νύμφες του Παρνασσού, τις Θρίες, να προλέγει το μέλλον από τις πέτρες που παράσερναν οι χείμαρροι. Όμως ο Φοίβος παραπονέθηκε στον Δία και αυτός αποφάσισε υπέρ του γιου του. Τότε η Αθηνά πέταξε χολωμένη τις πέτρες στην πεδιάδα και από τότε η περιοχή ονομάστηκε Θριάσιο πεδίο.

Η Αθηνά - Παλλάδα συμβόλιζε μερικά από τα πιο σημαντικά ιδεώδη του αρχαιοελληνικού πνεύματος. Συνδύαζε τη δύναμη και τη γενναιότητα με τη σύνεση και την εξυπνάδα. Αγαπημένα της σύμβολα ήταν η αιγίδα, το δόρυ, η κουκουβάγια και η ελιά.


Από: http://mythologia.8m.com/athina.html

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Πέντε δυσκολίες να γράψει κανείς την αλήθεια.

Μπέρτολντ Μπρεχτ:
Πέντε δυσκολίες να γράψει κανείς την αλήθεια.
Συνέδριο για την υπεράσπιση της κουλτούρας,
Παρίσι 1935

Κι η τέχνη πρέπει, σε αυτούς τους καιρούς των αποφάσεων να αποφασίσει. Μπορεί να κάνει τον εαυτό της όργανο µιας µικρής µερίδας ορισµένων που παίζουν τις θεότητες της µοίρας για τους πολλούς και που απαιτούν µια πίστη που πρέπει πρώτα απο όλα να είναι τυφλή, και µπορεί να σταθεί στο πλευρό των πολλών και να βάλει τη µοίρα τους στα δικά τους χέρια. Μπορεί να παραδώσει τον άνθρωπο στις συγχύσεις, τις αυταπάτες και τα θαύµατα, και µπορεί να παραδώ-σει τον κόσµο στον άνθρωπο. Μπορεί να µεγαλώσει την αµάθεια και µπορεί να µεγαλώσει τη γνώση. Μπορεί να κάνει έκκληση στις δυνάµεις που αποδείχνουν τη δύναµη τους καταστρέφο-ντας, και στις δυνάµεις που αποδείχνουν τη δύναµη τους Βοηθώντας.

Όποιος σήµερα θέλει να πολεµήσει την ψευτιά και την αµάθεια και να γράφει την αλήθεια έχει ξεπεράσει το λιγότερο πέντε δυσκολίες. Πρέπει να έχει το θ ά ρ ρ ο ς να γράφει την αλήθεια παρόλο που παντού την καταπνίγουν· την ε ξ υ π ν ά δ α να την αναγνωρίσει παρόλο που τη σκεπάζουν παντού· την τ έ χ ν η να την κάνει ευκολοµεταχείριστη σαν όπλο την κρίση να διαλέξει εκείνους που στα χέρια τους η αλήθεια θα αποχτήσει δύναµη· την π ο ν η ρ ι ά να τη διαδώσει ανάµεσα τους. Αυτές οι
δυσκολίες είναι µεγάλες για κείνους που γράφουν κάτω απο το φασισµό, υπάρχουν όµως και για αυ-τούς που τους κυνήγησαν ή που έφυγαν ακόµα και για όσους γράφουν στις χώρες της αστικής ελευθερίας.