Αναγνώστες

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

John Berryman

Ο Τζων Μπέρρυμαν γεννήθηκε το 1914 στο Μακάλεστερ της Οκλαχόμας και αυτοκτόνησε το 1971 στη Μινεάπολη της Μινεσότας. Ο πατέρας του είχε επίσης αυτοκτονήσει με περίστροφο μπροστά στα μάτια του (τότε) δωδεκάχρονου γιου του, γεγονός που σφράγισε καταλυτικά τη ζωή και την ποίησή του. Τα Dream Songs, 385 ποιήματα (18 στίχοι το κάθενα), που άρχισαν να γράφονται το 1955 (το τελευταίο, με θέμα την κόρη του, ολοκληρώθηκε λίγους μήνες πριν από την αυτοκτονία του), ανήκουν στα μείζονα έργα της αμερικανικής ποίησης του 20ού αιώνα. Στα ποιήματα αυτά, μέσω της persona του Χένρυ και του Mr Bones [(κ. Κόκκαλη (!)], ο Μπέρυμαν, σε τόνο θερμό, άμεσο και ανεπιτήδευτο, μιλάει για τους εφιάλτες, τις φοβίες, τις εμμονές, τα πάθη και τον αλκοολισμό του, καθώς και για τις κρίσεις μανιοκατάθλιψης που τον σημάδεψαν σε όλη τη ζωή του.



JOHN BERRYMAN

DREAM SONGS

[επιλογή]


14.

Life, friends, is boring. We must not say so.
After all, the sky flashes, the great sea yearns,
we ourselves flash and yearn,
and moreover my mother told me as a boy
(repeatingly) «Ever to confess you’re bored
means you have no

Inner Resources». I conclude now I have no
inner resources, because I am heavy bored.
Peoples bore me,
literature bores me, especially great literature,
Henry bores me, with his plights & gripes
as bad as achilles,

who loves people and valiant art, which bores me.
And the tranquil hills, & gin, look like a drag
and somehow a dog
has taken itself & its tail considerably away
into mountains or sea or sky, leaving
behind: me, wag.




22. Of 1826

I am the little man who smokes & smokes.
I am the girl who does know better but.
I am the king of the pool.
I am so wise I had my mouth sewn shut.
I am a government official & a goddamned fool.
I am a lady who takes jokes.

I am the enemy of the mind.
I am the auto salesman and love you.
I am a teenage cancer, with a plan.
I am the blackt-out man.
I am the woman powerful as a zoo.
I am two eyes screwed to my set, whose blind-

It is the Fourth of July.
Collect: while the dying man,
forgone by you creator, who forgives,
is gasping «Thomas Jefferson still lives»
in vain, in vain, in vain.
I am Henry Pussy-cat! My whiskers fly.


36.

The high ones die, die. They die. You look up and
who´s there?
– Easy, easy, Mr. Bones. I is on your side.
I smell your grief.
– I sent my grief away. I cannot care
forever. With them all again & again I died
and cried, and I have to live.

Now there you exaggerate, Sah. We hafta die.
That is our ’pointed task. Love & die.
– Yes; that makes sense.
But what makes sense between, then? What if I
roiling & babbling & braining, brood on why and
just sat on the fence?



– I doubts you did or do. De choice is lost.
– It’s fool’s gold. But I go in for that.
The boy & the bear
looked at each other. Man all is tossed
& lost with groin-wounds by the grand bulls, cat.
William Faulkner’s where?

(Frost being still around.)


48.

He yelled at me in Greek,
my God!–It’s not his language
and I’m no good at–his is Aramaic,
was–I am a monoglot of English
(American version) and, say pieces from
a baker’s dozen others; where’s the bread?
but rising in the Second Gospel, pal:
The seed goes down, god dies,
a rising happens,
some crust, and then occurs an eating. He said so, a Greek idea,
troublesome to imaginary Jews,

like bitter Henry, full of the death of love,
Cawdor-uneasy, disambitious, mourning
the whole implausible necessary thing.
He dropped his voice & sybilled of
the death of the death of love.
I ought to get going.


14.

Η ζωή, φίλοι, είναι βαρετή. Δεν πρέπει να το λέμε.
Στο κάτω κάτω, ο ουρανός αστράφτει, η απέραντη θάλασσα ποθεί,
εμείς αστράφτουμε και ποθούμε,
και επιπλέον η μητέρα μου όταν ήμουν παιδί μου έλεγε
(επανειλημμένως) «το να ομολογήσεις ότι βαριέσαι
σημαίνει πως δεν έχεις

εσωτερικά αποθέματα». Συμπεραίνω τώρα ότι δεν έχω
εσωτερικά αποθέματα, γιατί βαριέμαι θανάσιμα.
Βαριέμαι τον κόσμο,
βαριέμαι τη λογοτεχνία, ειδικά τη σπουδαία λογοτεχνία,
βαριέμαι τον Χένρυ, με τα χάλια και τη μουρμούρα του,
τόσο δυσάρεστη όσο του Αχιλλέα,

που αγαπά τους ανθρώπους και την γενναία τέχνη, την οποία βαριέμαι.
Και οι ήσυχοι λόφοι, και το τζιν, μοιάζουν αφόρητα
και για κάποιο λόγο ένα σκυλί
πήρε τον εαυτό του και την ουρά του και χάθηκε μακριά
σε βουνά ή θάλασσες ή ουρανό, αφήνοντας
πίσω: εμένα, να κουνώ το κεφάλι μου.


22. Για το 1826

Είμαι ο ανθρωπάκος που καπνίζει και καπνίζει.
Είμαι το κορίτσι που ξέρει τι δεν πρέπει να κάνει αλλά.
Είμαι ο βασιλιάς του μπιλιάρδου.
Είμαι τόσο σοφός που έβαλαν να μου ράψουν το στόμα.
Είμαι αξιωματούχος της κυβέρνησης και βλάκας με πατέντα.
Είμαι μια κυρία που σηκώνει αστεία.

Είμαι ο εχθρός του νου.
Είμαι ο πωλητής αυτοκινήτων και σας αγαπώ.
Είμαι ένας εφηβικός καρκίνος, με σχέδιο.
Είμαι ο συσκοτισμένος άνθρωπος.
Είμαι η γυναίκα δυνατή σαν ζώο σε κλουβί.
Είμαι δυο μάτια βιδωμένα στη συσκευή μου, των οποίων η τύφλα –

Είναι η Τετάρτη Ιουλίου.
Προσευχή: καθώς ο ετοιμοθάνατος που συγχωρεί,
εγκαταλελειμμένος από σένα δημιουργέ,
λέει πνιχτά «ο Τόμας Τζέφερσον ζει ακόμη»
μάταια, μάταια, μάταια.
Είμαι ο Χένρυ ο Ψιψίνος! Τα μουστάκια μου πετούν.


[Σ.τ.Μ.: Ο Τζων Άνταμς, δεύτερος πρόεδρος των ΗΠΑ (1797-1801)
και ο Τόμας Τζέφερσον, τρίτος πρόεδρος των ΗΠΑ (1801-1809),
σφοδροί αντίπαλοι αλλά φίλοι στα τελευταία χρόνια της ζωής τους,
πέθαναν την ίδια ημέρα: στις 4 Ιουλίου του 1826, εθνική γιορτή των
ΗΠΑ. Ο Άνταμς, αγνοώντας προφανώς ότι ο Τζέφερσον είχε ήδη
πεθάνει, ψέλλισε τη γνωστή φράση που σημειώνει ο Μπέρρυμαν.
Το ποίημα στηλιτεύει την άγνοια των Αμερικανών αλλά και τον
εκφυλισμό των αρχών στις οποίες οικοδομήθηκε η αμερικανική
δημοκρατία, αρχές τις οποίες θέσπισαν και υπερασπίστηκαν
πολιτικοί όπως ο Άνταμς και ο Τζέφερσον.

Στον στ.14 του αγγλικού κειμένου ο Μπέρρυμαν χρησιμοποιεί τη
λέξη collect με τη σημασία της «προσευχής», όπως ο ίδιος έχει
σημειώσει, και όχι με αυτήν της «συγκέντρωσης», όπως
λανθασμένα έχει αποδοθεί σε άλλες μεταφράσεις.]


36.

Οι σπουδαίοι πεθαίνουν, πεθαίνουν. Πεθαίνουν.
Υψώνεις το βλέμμα σου και ποιος απέμεινε;
– Ήρεμα, ήρεμα κ. Μπόουνς. Εγώ είμαι στο πλευρό σου.
Νιώθω τη θλίψη σου.
– Έδιωξα την θλίψη μου. Δεν μπορώ να θρηνώ
για πάντα. Με αυτούς όλους πέθανα πάλι και πάλι
και έκλαψα, και πρέπει να ζήσω.

– Ως προς αυτό, υπερβάλλεις, Κύριε. Πρέπει να πεθαίνουμε.
Αυτή είναι η αποστολή μας. Ν’ αγαπάμε και να πεθαίνουμε.
– Ναι· αυτό ακούγεται λογικό.
Αλλά υπάρχει λογική σ’ ό,τι συμβαίνει ανάμεσα στα δύο; Κι αν εγώ
παρ’ όλο που ανακατεύω τα σωθικά μου και μουρμουρίζω και
κατεβάζω ιδέες
συνεχίζω να μελαγχολώ ως προς το γιατί και
απλώς μένω αναποφάσιστος;

– Αμφιβάλλω αν έκανες ή κάνεις κάτι τέτοιο. Δεν υπάρχει επιλογή.
– Άνθραξ ο θησαυρός. Αλλά εγώ συνεχίζω να τον ψάχνω.
Το αγόρι και η αρκούδα
κοιτάχτηκαν στα μάτια. Οι ταύροι καρφώνουν με τα κέρατά τους
τον άνθρωπο και τον τινάζουν στον αέρα
και αυτός σβήνει από τις πληγές στα αχαμνά, φίλε.
Ο Γουίλλιαμ Φώκνερ βρίσκεται πού;

(Ο Φροστ είναι ακόμη εδώ).


48.

Μ’ έβρισε στ’ αρχαία ελληνικά,
Θεέ μου –δεν είναι καν η γλώσσα του
κι εγώ ούτε που την γνωρίζω –η δική του είναι η αραμαϊκή,
ήταν– εγώ μιλάω μόνο μία, τ’ αγγλικά
(αμερικανική εκδοχή) και, ξεφουρνίζω κάτι φράσεις
από καμιά δεκαριά άλλες· πού είναι το άρτος;
φουσκώνει στο Δεύτερο Ευαγγέλιο, φιλαράκο:
Ο σπόρος πέφτει, ο θεός πεθαίνει,
κάτι φουσκώνει,
ένα ξεροκόμματο, και τότε λαμβάνει χώρα ένα γεύμα. Εκείνος το είπε,
μια αρχαιοελληνική ιδέα,
ενοχλητική για φανταστικούς Εβραίους,

όπως ο πικρόχολος Χένρυ, γεμάτος από τον θάνατο της αγάπης,
άβολος στο Κάουντορ, χωρίς φιλοδοξίες, θρηνώντας
όλο αυτό το αβάσιμο αναγκαίο πράγμα.
Χαμήλωσε την φωνή και μίλησε σιβυλλικά
για τον θάνατο του θανάτου της αγάπης.
Ώρα να πηγαίνω.

[Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός]

Από: http://www.apiliotis.gr/ArticlesList.aspx?C=135&A=51

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου